Τρία πουλάκια κάθονταν

Λεπτομέρεια από πολύπτυχο:
Λεπτομέρεια από πολύπτυχο: / φωτ. Eλένη Καλοκύρη

και ύστε­ρα ήρ­θε άλ­λο ένα και έγι­ναν τέσ­σε­ρα. Με­τά έφυ­γαν δύο και έμει­ναν τα άλ­λα δύο, όχι για πο­λύ, μό­νο για λί­γο για­τί αμέ­σως ήρ­θε άλ­λο ένα και έγι­ναν πά­λι τρία. Κά­τι έλε­γαν αλ­λά δεν κα­τα­λά­βαι­νες, μι­λού­σαν και τα τρία μα­ζί και δεν έβγαι­νε νό­η­μα, ώσπου προ­στέ­θη­καν άλ­λα τρία και προ­κλή­θη­κε χά­βρα. Δεν συ­μπλη­ρώ­θη­κε ένα λε­πτό και απο­μα­κρύν­θη­κε το ένα. Έμει­ναν τώ­ρα στο σύρ­μα πέ­ντε που­λά­κια που πε­ριέρ­γως σιω­πού­σαν, φαί­νε­ται ότι πε­ρί­με­ναν κι άλ­λα, επει­δή ίσως υπήρ­χε κά­ποιο ρα­ντε­βού και πη­γαι­νο­έρ­χο­νταν μέ­χρι να μα­ζευ­τούν όλα για να συ­ντο­νι­στούν, ώστε να ομι­λούν με τη σει­ρά του το κα­θέ­να αν ήθε­λαν κά­τι να ανα­κοι­νώ­σουν στη σύ­σκε­ψη που πι­θα­νόν να εί­χαν ή να τρα­γου­δή­σουν χο­ρω­δια­κά σε κά­ποια δι­κή τους γιορ­τή. Έφτα­σαν λοι­πόν τέσ­σε­ρα επί πλέ­ον που­λά­κια και κά­θι­σαν δί­πλα στα άλ­λα πέ­ντε και με­τά έφυ­γαν τρία και έμει­ναν έξι που σιω­πού­σαν, ώσπου πέ­τα­ξαν και κά­θι­σαν στο σύρ­μα δύο που έμοια­ζαν με τα υπό­λοι­πα μό­νο στο μέ­γε­θος, το ράμ­φος τους ήταν κόκ­κι­νο και τα φτε­ρά τους πρά­σι­να, σε αντί­θε­ση με τα άλ­λα που εί­χαν ράμ­φος μαύ­ρο και φτε­ρά γκρι σου­ρί. Την ίδια στιγ­μή έφτα­σαν πολ­λά μα­ζί και αριθ­μού­σαν τώ­ρα όλα όλα ένα, δύο, τρία, τέσ­σε­ρα, πέ­ντε, έξι, εφτά, οχτώ, εν­νιά, δέ­κα, έντε­κα, δώ­δε­κα, δε­κα­τρία, έφυ­γαν με­ρι­κά και έμει­ναν εί­κο­σι και άρ­χι­σε να φυ­σά­ει ένα απα­λό αε­ρά­κι που τα­ρα­κου­νού­σε ελα­φρά το σύρ­μα και έμοια­ζε να χο­ρεύ­ουν τα που­λά­κια που εί­χαν γαν­τζω­θεί επά­νω του χω­ρίς να μι­λούν, σιω­πη­λά τα­λα­ντεύ­ο­νταν, με­τα­κι­νού­με­να ανε­παι­σθή­τως επι­τό­που με τις φτε­ρού­γες τους να βρί­σκο­νται σε ετοι­μό­τη­τα πτή­σε­ως και το πτί­λω­μά τους να αναρ­ρι­γεί σε κά­θε ανά­λα­φρη ρι­πή του απα­λό­τα­του ανέ­μου, και αυ­τά με το μαύ­ρο ράμ­φος και τα γκρι σου­ρί φτε­ρά του και εκεί­να με το κόκ­κι­νο ράμ­φος και τα πρά­σι­να φτε­ρά. Επι­κρά­τη­σε ηρε­μία, το πη­γαι­νέ­λα στα­μά­τη­σε και η σιω­πή δεν δια­τα­ρά­χθη­κε στο μπα­λέ­το των που­λιών. Και να, πε­τούν τώ­ρα και φεύ­γουν πέ­ντε που­λά­κια για να έρ­θουν 4, οπό­ταν το μπα­λέ­το αριθ­μού­σε συ­νο­λι­κώς 15 μεί­ον 5 = 10 που­λά­κια + 4 = 14 που­λά­κια και άρ­χι­σε να δύ­ει ο ήλιος και φεύ­γει 1, ύστε­ρα φεύ­γει και δεύ­τε­ρο, αμέ­σως φεύ­γει τρί­το και πα­ρα­μέ­νει εντέ­λει ένα με το κόκ­κι­νο ράμ­φος και τα πρά­σι­να φτε­ρά. Θα φύ­γει όμως κι αυ­τό με το τε­λευ­ταίο φως του ήλιου και θα έρ­θει να κα­θί­σει στο περ­βά­ζι του πα­ρά­θυ­ρου, κοι­τά­ζο­ντας μέ­σα από τα κλει­στά τζά­μια στο εσω­τε­ρι­κό του δω­μα­τί­ου ενός σπι­τιού εκεί κο­ντά.
Ένας άντρας που βρί­σκε­ται στο δω­μά­τιο πλη­σιά­ζει στο πα­ρά­θυ­ρο πα­τώ­ντας στα νύ­χια των πο­διών του, για να μην τρο­μά­ξει το που­λά­κι, και το πα­ρα­τη­ρεί. Του μι­λά­ει ψι­θυ­ρι­στά, «κα­λώς το», του λέ­ει, κι εκεί­νο τού απα­ντά και πιά­νουν ψι­λο­κου­βέ­ντα που κρά­τη­σε μέ­χρι την αυ­γή που το που­λά­κι πέ­τα­ξε κι έφυ­γε. Σε λί­γο, που εί­χε φέ­ξει πια για τα κα­λά, ένα άλ­λο που­λά­κι με μαύ­ρο ράμ­φος και πρά­σι­να φτε­ρά έρ­χε­ται και κά­θε­ται στο ίδιο σύρ­μα και στο ίδιο ση­μείο, απέ­να­ντι από το σπί­τι. Δεν πέ­ρα­σε ού­τε ένα δευ­τε­ρό­λε­πτο και ήρ­θε και κά­θι­σε στο σύρ­μα δεύ­τε­ρο που­λί, με­τά τρί­το και τα που­λιά που κά­θο­νταν στο σύρ­μα έγι­ναν τρία και ήρ­θε άλ­λο ένα και έγι­ναν τέσ­σε­ρα – αχ, ας γι­νό­ταν να μπο­ρού­σε κά­ποιος να μαρ­τυ­ρού­σε τι κου­βέ­ντια­ζαν εκεί­νο το νυ­χτο­χά­ρα­μα ο άν­θρω­πος και το που­λά­κι με το κόκ­κι­νο ράμ­φος και τα πρά­σι­να φτε­ρά.

ΒΡΕΙ­ΤΕ ΤΑ ΒΙ­ΒΛΙΑ ΤΟΥ Μά­ριου Πο­ντί­κα ΣΤΟΝ ΙΑ­ΝΟ.

 

αυτόν το μήνα οι εκδότες προτείνουν: