Ο Παράδεισος είναι όλα τα ουράνια πλάσματα / μαζεμένα γύρω από τη λέξη Μηδέν
Να μην σηκώνεις το κεφάλι / να μην κοιτάς τον ουρανό / να φοράς μόνο καπέλα χρωματιστά και να σκαρφίζεσαι / χαμόγελα οδοντωτά
Από άλλη χώρα έρχεται / η πεταλούδα που υφαίνει / το κουκούλι της για χρόνια, / όχι στο στομάχι, μα κάπου στο διάφραγμα κοντά.
Τόσοι αιώνες στην τέχνη της αναπαράστασης και ούτε ένας ντόπιος δεν βρισκόταν εκείνη τη στιγμή να απαθανατίσει τον κατακλυσμό.
οι δικές του οι ώρες τον θεωρούσαν καταδότη· ενοχή και αθωότητα μοιράζονταν / την ενοχή / στα δύο
Για να γίνεις ευνοούμενη θα χρειαστεί να φτιάξεις ένα βάθος ψυχής και από εκεί να περιφρονήσεις ανυπόκριτα το δέον, τον κανόνα
Μου τράβηξε την προσοχή από την πρώτη στιγμή. Πρέπει να ήταν γύρω στα εξήντα, με ρωμαλέο παράστημα και χέρια πιανίστα ή ποιητή –
Σκέφτεται το τωρινό, στεγνό, λυπημένο σώμα της κι αισθάνεται το χάσμα του χρόνου, το ανεπίστρεπτο, το ανεξαγόραστο της νεότητας.
Σήμερα είναι η μεγάλη μέρα, το τέλος της υπομονής και της προσπάθειας. Έχει τα 90 ευρώ στο μπουφάν του. Κολλαριστά.
[Άκου τώρα κάτι σοβαρό: αυτός ο δρόμος που χαράζεις με το νύχι / οδηγεί σ’ ένα σημείο χωρίς επιστροφή. / Εγώ έχω ήδη φτάσει.]
Το κλείστρο πρόλαβε / Την έκοψε απ’ τη ζωή / Την φύλαξε στη μνήμη
Άλλοι για να αποκοιμηθούν μετρούν πρόβατα. Η Έλινορ μετράει φυσίγγια.