Δυσκολεύομαι να μαζέψω τα κομμάτια μου / όμως η ύλη μου μπορεί και αναπνέει ακόμη / κι έξω απ’ το δέρμα
«Το ξεσταύρι μου μέσα», μουρμούρισε ο Ορφέας και τράβηξε καινούργιο χαρτάκι για να φτιάξει καινούργιο τσιγάρο
Τα παιδιά αρκετούς τόνους πιο σκούρα απ’ όταν ξεκίνησε το καλοκαίρι, τα βότσαλα, σταθερά, άσπρα και γκρι
Επικράτησε ηρεμία, το πηγαινέλα σταμάτησε και η σιωπή δεν διαταράχθηκε στο μπαλέτο των πουλιών
Εκείνο το μεσημέρι είχαμε πει να βρεθούμε με τον Γιώργο Ιωάννου και τον Διονύση Σαββόπουλο, καταμεσής του κλεινού άστεως
Στους δρόμους πάλι στους δρόμους / το λάθος της ιστορίας είναι ότι / η ιστορία είναι λάθος
Τα νύχια μου ξεφλουδίζουν σαν κρεμμύδια. Τώρα που κάτω απ’ το δέρμα εξαπλώνεται ο ερυθηματώδης λύκος, μου φτάνουν οι κυνόδοντες
Εκδηλωνόταν στην πείνα της και στον απόκοσμο τρόπο που έτρωγε με το πάντα σε κίνηση μυαλό της και το πάντα ανήσυχο σώμα της
Σκεφτόταν πώς ήρθαν τα πάνω κάτω στη ζωή του από την ώρα που στρατολογήθηκε με τη βία και βρέθηκε στις τάξεις των ανταρτών…
Το μεγάλο μωβ ψάρι με τα πράσινα πτερύγια τσιμπολογάει κίτρινο κλαδί. Κι εγώ μικρή, σε πρώτο πλάνο, βυθίζομαι στην άμμο
Μαζί του τον επήρε / για να λαλεί / μες στων χωμάτων τη σιωπή / ο κίτρινος ο κόκκινος ο πετεινός
Κανένας δε ξέρει πώς μοιάζεις, / γιατί το φεγγάρι είχε παγώσει για τα καλά / και τα γρανάζια πίσω / συνεχίζουν να γυρνάνε