Τέσσερα ποιήματα

Fred Aris, «Oscar & Bosie»
Fred Aris, «Oscar & Bosie»

Το πάτωμα και ο Ουάιλντ

Είμαι από αυτούς που αγάπησαν το πάτωμα που περπάτησες
γιατί άντεξε και δε χωρίστηκε στα δυο
Απομνημόνευσα τα βήματά σου και τις φορές που γύρισες
το κεφάλι γιατί νόμισες πως κάποιος σε κοιτούσε
Δεν είναι λίγο να μπορείς να καταπιείς τα αντίο και τα χνώτα
αυτών που περπατούν στις 4 το ξημέρωμα
Τώρα που τα καλοκαίρια επαναλαμβάνονται και όλο πιο πολύ μοιάζουν με θάνατο
Τώρα που τα νύχια των ανθρώπων έχουν σκληρύνει
Τώρα που κανείς δε διαβάζει Όσκαρ Ουάιλντ
Τώρα που το τώρα δεν υπάρχει γιατί το σκοτώνουμε με κάθε τρόπο
Τώρα θα μπορούσα να σε αγαπήσω όπως εσύ το ήθελες

Κανείς δεν πρέπει να μάθει

Άφησα το κορμί μου να ξεχάσει
αυτό που οι άλλοι ονομάζουν φόβο
Άφησα τα χέρια μου να αγγίξουν
χωρίς να ζητήσουν τίποτα πίσω
Άφησα την πνοή μου να ανασάνει μέσα σου
και ακόμη πιο βαθιά
Ένιωσα τους τοίχους να ιδρώνουν
Τα φτηνά σεντόνια να δακρύζουν
Και το πάτωμα να θυμάται
Κάποτε υπήρξαν δύο που έγιναν ένα
Δεν τους αναφέρει ούτε η Βίβλος ούτε το Κοράνι
Κανείς δεν ξέρει και κανείς δεν πρέπει να μάθει
πως φυλάω τη σιωπή που μου χάρισες
κάτω από το δέρμα μου
Και πλέον διόλου με ενδιαφέρει
αν τα μάτια ή τα χείλη μου χάσω
αν τα πόδια μου δε με πάνε εκεί που θέλω να πάω
αν κανείς δεν ξαναχτυπήσει την πόρτα μου
Δε με ενδιαφέρει
Γιατί άφησες
το κορμί μου
να ξεχάσει
αυτό που οι
άλλοι
ονομάζουν
ΦΟΒΟ.

Η πόλη των φαντασμάτων και των αδέσποτων

Ο τύπος με τα μακριά μαλλιά πίσω από το μπαρ
ήθελε να ανοίξει καφέ-βιβλιοπωλείο στο Πήλιο
Ο φίλος του με τα γυαλιά έπαιζε κιθάρα και μπάσο
αλλά η μπάντα του διαλύθηκε γιατί η τραγουδίστρια έκανε παιδί
Η σερβιτόρα έχει κάνει όχι ένα αλλά είκοσι παιδιά
με τον ξανθό γραμμωμένο νεαρό
που κάθεται δύο τραπέζια μακριά μου,
μόνο που αυτός δεν το ξέρει και ούτε θα το μάθει.
Ο Κόεν σαν από μηχανής θεός τραγουδάει στα ηχεία
And then I confess that I tortured the dress that you wore for the world to look through
Και εγώ αναρωτιέμαι πως ακριβώς βασάνισε το φόρεμα της
και άραγε να πήρε ικανοποίηση από αυτό το βασανιστήριο ;

Ξαφνικά ένα αίσθημα απελπισίας γεμίζει τους πνεύμονες μου
Λέω στους φίλους μου από των οποίων τις συζητήσεις περήφανα απείχα :
«Πρέπει να φύγω, αύριο έχω να ξυπνήσω νωρίς»
Τη σιωπή ακολουθούν αδύναμες προσπάθειες να με πείσουν να μείνω λίγο ακόμα
Χαμογελάω, πληρώνω και φεύγω
Στο δρόμο συνάντησα δύο αδέσποτα
Το ένα μου γάβγισε το άλλο με ακολούθησε μέχρι το σπίτι
Αυτή η πόλη είναι περίεργη

Οθόνη

Λευκές γραμμές και εργοστάσια
Ξενοδοχεία, θάλασσα, καφές σε πλαστικό
ΚΤΕΛ· σε πεθύμησα και θέλω να σε δω
Πουλάμε τα νιάτα μας σε μια οθόνη
κι αυτή αναρωτιέται πως είστε τόσο μόνοι
Κάτω από τα βλέφαρά μας ξεκουράζεται
η δίψα για ζωή, για έρωτα και πτώση
το ξέρουν όλοι πλέον
κανείς δε θα μας σώσει
Και ανακουφισμένοι αν είμαστε που
το νερό ακόμα παγώνει
και το ξύλο ακόμη καίγεται
δε θα δούμε ποτέ τον κόσμο μας να φλέγεται
Μέσα από την οθόνη θα ζούμε για καιρό
μου το ‘πάνε οι φίλοι μου πως είναι για καλό

 

αυτόν το μήνα οι εκδότες προτείνουν: