Από τις «Αντικριστές Πολιτείες»

Από τις «Αντικριστές Πολιτείες»

Πραγματικότητα 20: Μεταφορά των αμφιβολιών στο παρεκκλήσιο Brancacci

Υπάρχουν διάφορες αντικριστές εικασίες για το πώς έγινε το έργο. Αντικρουόμενες και συμπληρωματικές. Σε ένα βαθμό πρόκειται για buon fresco, αναμφίβολα βρισκόμαστε μπροστά σε εκλεκτό παράδειγμα buon fresco πριν η τεχνική ξεπέσει σε αχρησία τη δεκαετία του ’30, πριν προτιμηθούν λύσεις spolvero. Οι ακτινογραφίες δείχνουν ότι υπήρχε και σχέδιο. Δεν ξέρουμε αν το σχέδιο, οι sinopie, είναι πιο σημαντικές ή πιο σημαδιακές από το τελειωμένο έργο. Αν το σχέδιο επικρατεί του έργου ή το έργο επικρατεί του σχεδίου. Δεν ξέρουμε ποιο είναι το τελειωμένο έργο. Δεν ξέρουμε ποιο θα έπρεπε να είναι το τελειωμένο έργο. Δεν ξέρουμε αν ο στόχος ήταν ένα τελειωμένο έργο. Ίσως υπάρχει κάποια προσθήκη a secco. Ίσως πολλές. Ίσως έγινε και προσπάθεια ανάνηψης του υγρού κονιάματος με τεχνική fresco secco ή mezzo secco. Ίσως έγιναν και τα τρία: buon fresco, fresco secco, a secco. Δεν ξέρουμε τι ήταν προτιμητέο και τι είχε προαποφασιστεί. Δεν ξέρουμε αν το προτιμητέο και το προαποφασισμένο συνέπιπταν ή αποκλίνουν. Δεν ξέρουμε ποιος προτιμούσε και ποιος αποφάσιζε. Δεν ξέρουμε. Αν υπάρχει ουσιαστικό σχέδιο κι όχι απλώς σχέδιο προσχεδίασμα. Αν υπήρχε σχέδιο, αλλά και κάποιο σχέδιο να μην υπάρχει σχέδιο. Τώρα βέβαια μπορούμε να δούμε ξεχωριστά, ξεκάθαρα την κάθε giornata. Εκ των υστέρων. Δεν ξέρουμε επακριβώς ποια μέρα δουλεύτηκε η κάθε giornata, ούτε με ποια σειρά. Αν υπήρχε πρόθεση να τηρηθεί ορισμένη σειρά. Τι προστέθηκε αργότερα. Από ποιον. Πότε. Πόσο αργότερα. Αν ήταν μέρος της αρχικής πρόθεσης ή εκ των υστέρων προσθήκη. Δεν το ξέρουμε ούτε αυτό. Αν υπήρξε προσθήκη ή υποτίμηση του έργου. Αν ισχύει το τελευταίο, αν υπήρχε πρόθεση υποτίμησης ή βελτίωσης που, εσφαλμένη και ανεξέλεγκτη, οδήγησε σε υποτίμηση. Ποιος θα κρίνει ποιον. Ποιος θα κρίνει τι. Η Φλωρεντία δεν είναι δυστυχώς σαν την Φερράρα. Ασφυκτική κίνηση, σκέτη ταλαιπωρία, οι δρόμοι κλειστοί, δεν βρίσκεις πουθενά να παρκάρεις στην Piazza Torquato Tasso ή ανεβαίνοντας τη Viale Ludovico Ariosto. Ο ένας τρελάθηκε στην Φερράρα, ο άλλος πέθανε στη Φερράρα, τι θέλει κι ασχολείται μαζί του η Φλωρεντία; Εκτός κι αν εννοούν τις μέρες που τριγύριζε άπορος και απορημένος κι απορούσανε μαζί του στους κήπους των Pitti Actum est de eo ή τις δυο σύντομες διπλωματικές επισκέψεις στην Τοσκάνη. Και περπατώντας ακόμα, σπρώχνεσαι μέσα στο πλήθος των επισκεπτών, δεν προχωράς αλλά ρέεις μαζί τους. Έχεις επίσης κάποια αναστολή να ξαναδείς το παρεκκλήσι Brancacci. Κάπου κάπως θεωρείς ότι η Εκδίωξη από τον Παράδεισο είναι ένα τελειωμένο έργο. Ότι έχει κλείσει αυτό το κεφάλαιο. Γιατί να το ξαναδείς; Γιατί να το ξαναφήσεις ατέλειωτο; Καλύτερα να μην παρκάρεις το αυτοκίνητο, καλύτερα να περπατήσεις προς την απέναντι όχθη όσο μακρύτερα από την Santa Maria del Carmine: διασχίζεις την Ponte alla Carraia, συναντάς έναν μικρό κυκλικό κόμβο, προχωράς ευθεία στη Via dei Fossi, σε τριακόσια μέτρα πέφτεις πάνω στη Santa Maria Novella. Από εκεί γρήγορα βρίσκεσαι στην Pisa κι από εκεί στη Ρώμη, πριν το καλοκαίρι του 1428. Πριν σε δηλητηριάσουν από φθόνο. Μέχρι το καλοκαίρι του 1428 δεν έχεις και πολύ χρόνο αλήθεια. Πολλά από όσα κάνεις θα καταστραφούν, θα καούν, θα μαυρίσουν απ’ την καπνιά, θα επισκιαστούν, θα ξαναζωγραφιστούν (το χειρότερο αυτό) από αξιόλογους, διπλωματούχους καλλιτέχνες. Ή θα καλυφθούν από μαρμάρινες κολώνες, θα είναι παράπλευρες απώλειες ασήμαντων πολιτικών αψιμαχιών και αχρείαστων πολεμικών επιχειρήσεων. Άσε να δούμε τι θα μείνει. Κάνε πίσω απ’ το έργο σου κι άφησέ το ανυπεράσπιστο να καταστραφεί όσο και όπως χρειάζεται. Γιατί να έχεις εσύ την ευθύνη για ό,τι χαθεί, για ό,τι αλλοιωθεί, για ό,τι δεν αντέξει, για ό,τι τροποποιηθεί, για ό,τι βελτιωθεί έστω; Γιατί να έχεις εσύ να προβλέψεις τις αλλαγές από τα μικρόβια που προέρχονται από τα ρυπαρά φιλήματα των πιστών, τα κολοβακτηρίδια της θρησκείας τους, την ομαδική εκπνοή των επισκεπτών, το άγγιγμα των περίεργων, αδιάκριτων χεριών τους; Να πρέπει να απολογηθείς για τις επιζωγραφίσεις, τις επιτοιχογραφίσεις, την αιθάλη, την επίδραση της έντονης ή ελλιπούς θέρμανσης, την υγρασία 68% ή 86%, τα όποια έντομα φωλιάσουν μέσα στο έργο, το άναμα των κεριών, την περιστασιακή αποτοίχιση. Όταν είδα για πρώτη φορα την Εκδίωξη ήμουν 19 χρονών. Η γη ήταν πιο σκοτεινή, πιο λεριασμένη. Γη ήταν εξάλλου, μια λέρα σκέτη, πώς θα’πρεπε να είναι; Στον ουρανό είχε θολώσει το μπλε από καστανό κοκκινόχωμα που φέρνει ο νοτιάς από τη Σαχάρα. Το ξίφος του αγγέλου είχε οξειδωθεί. Όταν την ξαναείδα ήμουν ήδη 30 και βάλε. Το έργο έμενε ακόμα ατέλειωτο. Δεν ξέρουμε ποιο είναι το τελειωμένο έργο. Δεν ξέρουμε αν ο στόχος ήταν ένα τελειωμένο έργο. Οι τελευταίες τρεις προτάσεις (που επαυξάνονται σε 4 με αυτή που γράφω τώρα) γράφτηκαν εκ των υστέρων, πριν τελειώσει το έργο που (σημειωτέον) δεν τελείωσε.  

Από τις «Αντικριστές Πολιτείες»

Πραγματικότητα 21: Νευτώνεια σπουδαιοφανή και εγκιβωτισμένη τέχνη με ψυχοθεραπεία σε gelateria

Τι έχασε άραγε ο Νεύτωνας το 1692; Nor have my former consistency of mind, ισχυρίζεται. Έτσι κι ο Domenichino δακρύζει όταν βλέπει τους πίνακες απ’ το αλαβάστρινο σπουδαστήριο να φορτώνονται στη Νάπολη με προορισμό τη Μαδρίτη. Η τέχνη ανήκει στους καλοπληρωτές. Η επιστήμη το ίδιο. Στο λιμάνι υπάρχει gelateria, προλαβαίνουμε ένα παγωτό nocciola πριν την αναχώρηση του καταμαράν για το Κάπρι. Έτσι διαπιστώνει κάποια στιγμή ο συγγραφέας των Principia ότι το ενα εκατομμύριο λέξεις που μάζευε μεθοδικά τόσα χρόνια, κυρίως αλχημεία και θεολογία, μπορούν να αποσυρθούν σε πλήρη και οριστική αχρηστία. Τόσα χρόνια τα κύρια αντικείμενα που τον απασχόλησαν δεν ήταν απλώς λάθος. Χειρότερα, δεν μπορούσαν ούτε καν λάθος να είναι, έχασε τη ζωή του παλεύοντας με ένα τίποτα. Αντίστοιχα ο Annibale Roncaglia διαπιστώνει ότι οι πόρτες έχουν διανοιχτεί στο αλαβάστρινο σπουδαστήριο κι οι πέντε πίνακες λείπουν. Έχουν αφαιρεθεί από άγνωστα χέρια, ένας Bellini, τρεις Τισιανοί, κι ένας Dosso Dossi. Σε αυτήν την πόλη προτιμώ μια gelateria απέναντι από τον καθεδρικό. Nocciola πάλι παρακαλώ. Τόσα χρόνια χαμένα, τόσα πειράματα χωρίς λόγο, τόσα διαβάσματα χωρίς αντίκρισμα, μια εμμονή αδικαιολόγητη, μια συνεχής ασυναρτησία η ζωή του. Ας είμαστε ακριβείς χωρίς υπεροβολές: το 93% της ζωής του, το 94% έσταζε από το αποστακτικό κέρας. Άλλη μια σταγόνα στο δοχείο. Την μέτρησε κι αυτή, είχε στραγγίξει πλέον η ζωή του κατά 94,1%. Μπορείς να ζήσεις με 5,9 τοις εκατό; De Occulta Philosophia, De Transmutatione Metallorum, Currus Triumphalis Basilii Valentini, Alchymia, οκτώ βιβλία του Raymondus Lullus και το Musaeum Hermeticum κι όλα αυτά τα άκρως διασκορπιστικά και τα ανώφελα για μια σύντομη De Nature Acidorum. Και τώρα που κατάντησε; Να παρακαλεί έναν άσχετο εκδότη να δημοσιεύσει ένα letter to the editor στο Nature Biotechnology με impact factor 44. Να έχουν γίνει οι σημαντικές εργασίες letters to the editor και οι ασχετοσύνες κανονικές δήθεν εργασίες. Κατάντια, μια ανθηρή δήθεν επιστήμη που ασχολείται μόνο με ασχετοσύνες, που καταλογραφεί ασχετοσύνες, που πάσχει από παθολογικό αποθησαυρισμό. Στο Cambridge ποτέ δεν βρήκα καλό παγωτό, πόσο μάλλον nocciola. Ματαιοπονία, όπως κι οι αιτήσεις για τις θέσεις του Master και του Provost στο Trinity και στο King’s. Ακατάλληλος κρίθηκε. Τα πανεπιστήμιά μας τα ελέγχουν εδώ και αιώνες συμβιβασμένοι μικρόνοες. He will lose the former consistency of his mind – στο μέλλον. Άγνωστο γιατί. Κι όλα αυτά συνέβησαν πριν καν χάσει τα λογικά του, πριν τον αναγνωρίσουν ως το απόλυτο απαύγασμα της λογικής του διαφωτισμού και του αέναου επιστημονικού νου. Αγχώθηκα. Άλλο ένα παγωτό nocciola παρακαλώ. Ματαιπονία. Γιατί να επιμένεις ακόμα; Άραγε ο κόμης του Monterey ξύπναγε κάθε πρωί στις 4 πριν τα χαράματα, φορτωμένος με το φορτίο του; Άραγε ο Ludovico Ludovisi ξύπναγε κάθε πρωί στις 4 πριν τα χαράματα; Μήπως ο Giovanni Andrea Podestà ξυπνούσε τόσο νωρίς, όταν εκτελούσε το χαρακτικό του έργο το 1637 αντιγράφοντας τη Λατρεία της Αφροδίτης; Δεν θέλω να πιστέψω κάτι τέτοιο. Κι άλλο ένα παγωτό nocciola παρακαλώ. Ερωτώ ξανά. Κάποιος επιτέλους πρέπει να απαντήσει. Ξυπνούσε κανείς ήρωας της ιστορίας αυτής συστηματικά στις 4 πριν τα χαράματα; Ξυπνούσε κι αναλογιζόταν ποιος είναι, γιατί, γιατί, γιατί; Ξυπνούσε κανείς τόσο νωρίς ανήσυχος, χωρίς ελπίδα, χωρίς σημείο αναφοράς, χωρίς να ξέρει γιατί, το 1637, το 1598, το 1689, το 1692 ή έστω το 1696 που πακεταρίστηκαν αυτές οι λέξεις, ένα εκατομμύριο και βάλε λέξεις, για να μην διαβαστούν ξανά κι εγώ εκεί, αδιόρθωτα εμμονικός, να επιμένω να τις διαβάζω;        

ΒΡΕΙΤΕ ΤΑ ΒΙΒΛΙΑ ΤΟΥ Ιωάννη Π. Α. Ιωαννίδη ΣΤΟΝ ΙΑΝΟ.    

 

αυτόν το μήνα οι εκδότες προτείνουν: