O Οδυσσέας κι οι Κύκλωπες δάκρυα λείβοντες, τη μάγισσα παρακαλούν χοίροι να γίνουν, εδέσματα για το γαμήλιο τραπέζι του Αντίνοου
Δεν έλυσαν ποτέ την παρεξήγηση στην οποία βασίστηκε ο έρωτας του μολυβένιου στρατιώτη, χάρη στον οποίο κακόπαθε, αφού η χορεύτρια
Ο άντρας είναι στόμα με φιλιά. Είναι ψιχίο ιερό μέσα στην ύλη. Είναι αυτός που έγραψε: «το τίποτε προπορεύεται και έπεται».
Άσε να ξαφνιάζονται οι μίζεροι / απ ’την τόλμη μου, / όσο θέλουν. // Έγινε το θαύμα στην ελευθερία μου.
Αλλά τελικά η κουρτίνα ... ποτέ δεν άνοιξε / για να μπορέσω να δω αραδιασμένα στη σειρά / τα σουβενίρ από τα φλογερά μου πεπρωμένα
Είναι η πρώτη έγχρωμη ταινία της Καρέζη. Φοράει ένα κορυφαίο μπλουτζίν (στα 1966; / σε τι γραμμή; / εφαρμοστό) κι αστράφτει.
Βρήκα τα σκουλαρίκια που ’θελες ν’ αγοράσεις. Στα είχα πάρει στα κρυφά το τελευταίο βράδυ· αλλά παρέπεσαν και χαθήκαν.
Εκεί εισέρχονταν οι κτίστες με τις γαλότσες και ντενεκέδες με τσιμέντο στις ηλιοπαρμένες ωμοπλάτες καθώς ανέβαιναν στον ουρανό
Ο πρώτος θάνατος συμβαίνει μες στη γλώσσα. Να ελευθερωθώ / να καθαρίσει ο έρωτας από τον εφιάλτη του
Τις γυναίκες που ερωτεύομαι τις έχει στεφανώσει η δεκαετία του ’70
Σάπιο —τώρα που ξαναβρήκα τις λέξεις μου— ένα ιερό πουλί εδώ —μέσα στα σπλάχνα μου— το έθαψα
Κι έπειτα… Από το ένα ξάφνιασμα στο άλλο, από τον ενδόμυχο φόβο στην δύναμη του παράδοξου!