Ματιές στους «Βρικόλακες»

Έντβαρντ Μουνκ, «Η κραυγή», 1893, Εθνική Πινακοθήκη Νορβηγίας
Έντβαρντ Μουνκ, «Η κραυγή», 1893, Εθνική Πινακοθήκη Νορβηγίας

«Κραυγή»

Στο μεγάλο συνέδριο για τον Έντβαρ Μουνκ
ειπώθηκαν και πάλι πολλές απόψεις
για την «Κραυγή».

Ακόνισαν τα ξίφη τους οι ειδικοί,
χωρίστηκαν σε στρατόπεδα οι επαΐοντες,
άστραψαν και βρόντησαν οι ειδήμονες.

Το βράδυ μετά το συνέδριο,
στο βάθος μιας μικρής ταβέρνας,
ένας νεαρός σερβιτόρος είπε σε γνωστό ιστορικό τέχνης
την ακόλουθη ιστορία.

«Ο προπάππος μου τον είχε γνωρίσει τον Μουνκ.
Ήταν τότε δεκαεπτά-δεκαοκτώ χρονών
και παραθέριζε στο χωριό.
Ήταν το καλοκαίρι που μια γυναίκα ντυμένη στα μαύρα
έβγαινε κάθε μέρα στους δρόμους
μόλις ανέτελλε ο ήλιος
και φώναζε:
‘’’Οχι τον ήλιο!‘’»

Βραδινή μελέτη

Όποιος περνά αργά τη νύχτα
κάτω από το σπίτι
του πάστορα Μάντερς
θα παρατηρήσει
ένα φωτισμένο παράθυρο.

Δε θα δει όμως τον πάστορα
να τραβά με προσοχή από την βιβλιοθήκη
τους βίους των αγίων
για να βρει μια δεύτερη σειρά βιβλίων
και να ριχτεί με τα μούτρα
στη μελέτη
προσπαθώντας να καταλάβει
τι τέλος πάντων ήθελαν
αυτές
οι Μποβαρύ και οι Καρένινες
και οι Γκραντέ και οι Ρακέν.

Κόκκινο βελούδο

Στο μεγάλο τραπέζι
είναι ριγμένα εδώ και δέκα χρόνια
εκατό κομμάτια κόκκινο βελούδο.
Κομμάτια μεγάλα και μικρά, στρόγγυλα, τρίγωνα, ακανόνιστα.
Και κάθε μεσημέρι
ο νεαρός αφέντης παίζει μ’ αυτά:
τα βάζει στη σειρά,
τα κλείνει στις φούχτες του
και χαίρεται
που
πάντα είναι εκατό.

Η τέταρτη βότκα

Στο μακρινό Ιρκούτσκ
με θέα τη Βαϊκάλη
η Ρεγκίνα Έγκστραντ-Πόποβα,
σύζυγος του μεγαλέμπορου δερμάτων φώκιας Αλεξέι Ποπώφ,
πίνει το τέταρτο ποτήρι βότκα
κι αναρωτιέται
αν
θα καταφέρει ποτέ κι αυτή να πιει σαμπάνια.

Τα εγκαίνια

Έβρεχε στα εγκαίνια του «Οίκου του ναύτη».
Και, καθώς πήγε να φιλήσει το χέρι του παπά,
το ξύλινο ποδάρι του γλίστρησε σε μια πέτρα
έπεσε,
θρύψαλα το κρανίο.
Και ο οίκος ρημαδιό, πριν καν ανοίξει.

 

αυτόν το μήνα οι εκδότες προτείνουν: