Σκέφτεται το τωρινό, στεγνό, λυπημένο σώμα της κι αισθάνεται το χάσμα του χρόνου, το ανεπίστρεπτο, το ανεξαγόραστο της νεότητας.
Σήμερα είναι η μεγάλη μέρα, το τέλος της υπομονής και της προσπάθειας. Έχει τα 90 ευρώ στο μπουφάν του. Κολλαριστά.
[Άκου τώρα κάτι σοβαρό: αυτός ο δρόμος που χαράζεις με το νύχι / οδηγεί σ’ ένα σημείο χωρίς επιστροφή. / Εγώ έχω ήδη φτάσει.]
Το κλείστρο πρόλαβε / Την έκοψε απ’ τη ζωή / Την φύλαξε στη μνήμη
Άλλοι για να αποκοιμηθούν μετρούν πρόβατα. Η Έλινορ μετράει φυσίγγια.
παρ’ όλα αυτά οι Έλληνες θα διασκεδάζουν / η ζέστη θα έρχεται απότομα και θα μαραίνει
Χρώμα και χρώμα, χρώματα και κύανος και ώχρα, / ουσίες υλικών επιστροφής: / κιννάβαρι, χρυσόκολλα, ιός χαλκού και μίλτος…
«Μια εβδομάδα ολόκληρη μίλαγε για τη μοναξιά του, για την ομορφιά μου και άλλα μεταφυσικά απ’ αυτά που ήθελα ν’ ακούω».
γδαρμένος τοίχος / κι η πληγή / κόκκινη βουκαμβίλια
δεν προλαβαίνω να τα θυμηθώ όλα. ούτε πολλών άλλων πόλεων τις βροχές που με δρόσισαν
Έπιασα τη μοτοσικλέτα απ’ το τιμόνι: «Μπράβο κυρ-Αιμίλιε», του λέω, «Άντε γιατί τα κορίτσια σε περιμένουνε...»
– Πόσο πολύ μου αρέσει να με αγαπάς / – Κι εμένα πόσο πολύ μου αρέσει να σε αγαπώ / – Θέλω κι άλλο