Τους μπέρδεψες και φύγαν οι Πέρσες άρον άρον απ’ τη Σαλαμίνα και ποιος είναι τίμιος να μας πει πόσα κάνουν ένα κι ένα; Εεεε;
Το γράφει και ταυτόχρονα το ζει, γιατί μέσα του το έχει γράψει ήδη. Σκέφτεται στίχους και γράφει πεζό
Μπορεί να λείψω για λίγο για να εφεύρω μια καινούρια μονάδα μέτρησης του χρόνου για να μετράω το χρόνο που είσαι μακριά μου
Καλύτερα να ήμουν θήραμα της νυχτερίδας / θα είχα πετάξει στη ζωή μου μια φορά.
Το άρμα του έρωτα με μύριους δονεί την καρδιά τριποδισμούς βαριές ανάσες στις άκρες των ηνίων κλαίνε οι ζεμένοι με χλιμιντρίσματα
Ανυπότακτη οχιά και παμπόνηρη / με δαγκώνει κάθε μέρα / και δεν ξέρω πώς ν’ αντισταθώ
Ομοιόμορφα χάλκινα κεφάλια / που όταν τα κουνάς / χτυπούν μεταξύ τους / παράγοντας έναν ρυθμικό / χάλκινο ήχο
Το θείο σου τον κυνηγήσανε οι χίτες μέσα στο κριθοχώραφο. Τον βρήκε η πρώτη στο λαιμό και τιναζότανε το αίμα σιντριβάνι
Καθώς πήγε να φιλήσει το χέρι του παπά, το ξύλινο ποδάρι του γλίστρησε σε μια πέτρα έπεσε, θρύψαλα το κρανίο. Και ο οίκος ρημαδιό
Η αίθουσα του επισκεπτηρίου είναι ελεεινή, το βλέπεις κι εσύ. Έχει δύο φεγγίτες όλους κι όλους και δεν αερίζεται καθόλου.
Η σκέψη ότι δεν θα έβλεπε ξανά τη γκρίζα πόλη όπου την πήγε να αγοράσει τσάι τώρα της προκαλούσε θλίψη.
Είδωλα επιμελώς χτισμένα με γρανίτη προτού βυθιστεί το Σύμπαν στον ορίζοντα. Εδώ, μέσα στην έρημο, κάτι άλλαζε