Βοριάς ήταν ένας θυμωμένος άντρας, που ξεσπούσε σαρώνοντας την ηρεμία του σπιτιού του, ένα ανήσυχο παιδί που καταργούσε την τάξη
Αλλά και ο γιος του, που έπλυνε υστερότερα των ακολούθων του τα πόδια, το έκανε, υποθέτω, γιατί τους πήρε όλους στο λαιμό του
Μακραίνει τώρα η μνήμη άυπνη, σε μαύρες εκτάσεις παλιών αντικειμένων, παιχνίδια εξόριστα, στιγμών, αποθετήρες σκουριασμένους
Εγώ πήρα ένα φοβισμένο ύφος, αφού έτσι κι αλλιώς ήξερα πως είχα στρίψει παράνομα και τότε τον θυμήθηκα…
Καθώς μεγαλώνω ακούω τον ήχο της θάλασσας καλύτερα. Αγαπάω τα προοίμια, τις ουβερτούρες... Φοβάμαι τα κυρίως μέρη.
«Tα πηγάδια, τρύπες στη γη με νερό ακίνητο, θαμμένοι μαύροι καθρέφτες» - Από το ομώνυμο, εν εξελίξει κείμενο
Μιλάει σαν πολυβόλο: πως ενώ έχει τα προσόντα να γίνει μανεκέν, γι' αυτό το «σκατο-ύψος» της αποκλειστικά ευθύνεται ο πατέρας της
βάδιζε κι οι βροχές θα συνεχίσουν να πέφτουν αστραπές και ήλιοι και νέφη καλπάζοντα πάταγος γέννησης μακρινών συμπάντων
(για τους ουρανούς:) Η διαφορά υπάρχει στο ύψος του βλέμματος. Και στα σωθικά του ορίζοντα
Παίρναμε ρόλους [...] όταν κάποιος λες αφυπνίστηκε: «είναι ώρα πια να μαζευόμαστε», σαν από ξένο κόσμο ακούστηκε η φωνή του
Aπεφάνθη: «Όποιος θεωρεί τα κολοκύθια φαγητό και τον συμπέθερο συγγενή δεν ξέρει τι του γίνεται»
Μόνο άκουγαν που βρόνταγε πίσω της την ξύλινη πόρτα κι άφηνε τις νιφάδες του χιονιού και το χρόνο να καλύψουν τον πόνο της