Το μακροπρόθεσμο

Έργο της Reginald Pepper (1981)
Έργο της Reginald Pepper (1981)

«Βρέ­χει. Κο­ντεύ­ει δέ­κα, και δεν ήρ­θε. Αντί να με ευ­γνω­μο­νεί που της πα­ρα­χώ­ρη­σα την υλι­κο­τε­χνι­κή υπο­δο­μή του τμή­μα­τός μου για να εκ­πο­νή­σει τη δια­τρι­βή της, δεν έρ­χε­ται και δεν ει­δο­ποιεί ότι θα απου­σιά­σει. Στρά­βω­σε, όταν ανέ­βα­σα στον Γε­νι­κό την με­λέ­τη της με τί­τλο, “Ο κε­ντρι­κός χα­ρα­κτή­ρας στο ελ­λη­νι­κό με­τα­μο­ντέρ­νο μυ­θι­στό­ρη­μα”, χω­ρίς την άδειά της. Έμα­θα πως θύ­μω­σε, όχι τό­σο για­τί υπέ­γρα­ψα την ερ­γα­σία της, αλ­λά επει­δή πεί­ρα­ξα ελα­φρώς τα συ­μπε­ρά­σμα­τά της. Σι­γά το πρά­μα, δη­λα­δή! Εδώ άλ­λοι αλ­λά­ζουν απο­τε­λέ­σμα­τα δη­μο­σκο­πή­σε­ων και επη­ρε­ά­ζουν εκλο­γι­κές ανα­με­τρή­σεις και ζω­ές εκα­τομ­μυ­ρί­ων αν­θρώ­πων, και αυ­τή, το δε­ξί μου χέ­ρι, πή­γε να με κρε­μά­σει επει­δή με­τέ­τρε­ψα τον κοι­νώς απο­δε­κτό βα­σι­κό χα­ρα­κτή­ρα από θη­λυ­κού γέ­νους σε αρ­σε­νι­κό και τον έπλα­σα κα­τ’ ει­κό­να και ομοί­ω­σή μου. Και όλα αυ­τά για το κα­λό όλων μας, αφού το πλά­σμα που προ­έ­κυ­ψε από τον στα­τι­στι­κό συ­γκε­ρα­σμό των επι­θυ­μιών συγ­γρα­φέ­ων, κρι­τι­κών και των προσ­δο­κιών του ανα­γνω­στι­κού κοι­νού πα­ρα­ή­ταν άχρω­μο, άο­σμο και άγευ­στο.
Η απου­σία της υπο­δη­λώ­νει δυ­σα­ρέ­σκεια. Τι άλ­λο μπο­ρεί όμως να κά­νει; Πή­γε να με εντυ­πω­σιά­σει, και την πά­τη­σε. Ας πρό­σε­χε και ας εί­χε εξα­σφα­λί­σει τα πνευ­μα­τι­κά της δι­καιώ­μα­τα πριν μου εμπι­στευ­τεί το πό­νη­μά της».

Μόρ­φα­σε ο Αντώ­νης Απο­στο­λί­δης μι­σο­κο­ροϊ­δευ­τι­κά μι­σο­θυ­μω­μέ­να στον κα­θρέ­φτη που βρέ­θη­κε μπρο­στά του στον τοί­χο πί­σω από την πόρ­τα του γρα­φεί­ου του. Κοί­τα­ξε το ρο­λόι του και συ­νέ­χι­σε να βη­μα­τί­ζει με φο­ρά κά­θε­τη προς την κί­νη­ση των πε­ρι­στε­ριών που προ­στά­τευαν τη θέ­ση τους στο σκο­νι­σμέ­νο περ­βά­ζι του πα­ρά­θυ­ρου του γρα­φεί­ου του, από εκεί­να που, σκα­λω­μέ­να στα κα­λώ­δια της ΔΕΗ, πε­ρί­με­ναν υπο­μο­νε­τι­κά κά­τω από τη βρο­χή κά­ποια απε­ρί­σκε­πτη απο­χώ­ρη­ση.
Φα­νε­ρά εκνευ­ρι­σμέ­νος με την ασυ­νέ­πεια της Κά­κιας Λά­σκου, άμι­σθης ερευ­νή­τριας του Τμή­μα­τος Δια­λο­γής Πλη­ρο­φο­ριών της εται­ρεί­ας «Μυ­θι­στο­ρή­μα­τα Κων­στα­ντί­νου Γε­ωρ­γό­που­λου Α.Ε.», έρι­ξε μια μα­τιά στο παρ­κά­κι με τα πα­ρα­με­λη­μέ­να παρ­τέ­ρια, όπου άρα­ζαν χει­μώ­να κα­λο­καί­ρι διά­φο­ροι πε­ρί­ερ­γοι τύ­ποι κα­πνί­ζο­ντας, χα­ζεύ­ο­ντας, ζη­τια­νεύ­ο­ντας ή κά­νο­ντας χρή­ση ου­σιών. «Βρέ­χει, αλ­λά δεν θα ασχο­λη­θώ άλ­λο με το αναι­δέ­στα­τον τού­το πλά­σμα, που εί­χε το θρά­σος να στή­σει τον Αντώ­νιο Απο­στο­λί­δη. Δεν αρέ­σει η λάν­τζα στην κυ­ρία. Θέ­λει από την αρ­χή τον πρώ­το ρό­λο, αλ­λά οι γυ­ναι­κεί­οι χα­ρα­κτή­ρες θά­φτη­καν κά­τω από το μα­κρο­πρό­θε­σμό μου, στις πί­σω σε­λί­δες του νέ­ου μυ­θι­στο­ρή­μα­τος του Γε­ωρ­γό­που­λου. Δεν κα­τά­λα­βε ακό­μα, πό­σο νω­ρίς εί­ναι γι’ αυ­τήν. Πό­σα χρό­νια πε­ρί­με­να εγώ για να φτά­σω ως εδώ; Πό­σες υπο­χω­ρή­σεις και πό­σους συμ­βι­βα­σμούς έκα­να, πό­σες υπο­κλί­σεις και γλει­ψί­μα­τα… Τό­σος κό­πος, τό­σος ιδρώ­τας για να ανα­στη­θώ, να γί­νω ένας κα­νο­νι­κός χα­ρα­κτή­ρας…»
Πή­ρε το blue ice σα­κά­κι του από την κρε­μά­στρα και, βγαί­νο­ντας, άνα­ψε τσι­γά­ρο κά­τω από την τα­μπέ­λα που απα­γό­ρευε το κά­πνι­σμα. Τρά­βη­ξε μια βα­θιά τζού­ρα και κο­ντο­στά­θη­κε στο κα­τώ­φλι της με­γά­λης αί­θου­σας, όπου οι υπαλ­λη­λί­σκοι πέμ­πτης τά­ξε­ως ψά­ρευαν με μι­κρές από­χες τις άχρη­στες για τη συγ­γρα­φή των μυ­θι­στο­ρη­μά­των του Γε­νι­κού πλη­ρο­φο­ρί­ες και με τρο­χή­λα­τους κά­δους τις άδεια­ζαν στο στό­μα ενός τε­ρά­στιου βά­τρα­χου, που πε­ρί­με­νε ολά­νοι­χτο στο τέ­λος του δια­δρό­μου του πρώ­του ορό­φου. Έπει­τα έρι­ξε μια λο­ξή μα­τιά, δε­ξιά στην ιμα­τιο­θή­κη, όπου στα δια­λείμ­μα­τα στρι­μώ­χνο­νταν για ένα τσι­γά­ρο οι μι­κρές, ζου­με­ρές βι­βλιο­θη­κο­νό­μοι με τους τα­πει­νούς υπαλ­λή­λους του Τμή­μα­τος, το οποίο εδώ και έναν χρό­νο εί­χε την τύ­χη να διευ­θύ­νει.
Η ανά­λη­ψη της διεύ­θυν­σης του Τμή­μα­τος Δια­λο­γής Πλη­ρο­φο­ριών της εται­ρί­ας ανά­στη­σε τη λα­χτά­ρα που σι­γό­βρα­ζε μέ­σα του από τα χρό­νια της λάν­τζας, όταν, πε­ρι­φε­ρό­με­νος σαν τον τσιγ­γά­νο από όρο­φο σε όρο­φο, από μύ­θο σε μύ­θο και από κε­φά­λαιο σε κε­φά­λαιο, ανά­σαι­νε τις αφρο­δι­σια­κές ιδιό­τη­τες της εξου­σί­ας χω­ρίς να γί­νε­ται ανα­γνω­ρί­σι­μος: να εί­ναι ο πρω­τα­γω­νι­στής, ο κε­ντρι­κός χα­ρα­κτή­ρας, ενός μυ­θι­στο­ρή­μα­τος, να πά­ρει επι­τέ­λους τον ρό­λο, που πά­ντα κά­ποιος άλ­λος, άρ­πα­ζε την τε­λευ­ταία στιγ­μή από τα χέ­ρια του, και, περ­νώ­ντας στην αθα­να­σία με τα κα­λά του και με τα στρα­βά του, να απο­λαύ­σει, όπως όλοι οι ήρω­ες, τον σε­βα­σμό του συγ­γρα­φέα, των εκ­δο­τών, του ανα­γνω­στι­κού κοι­νού και των κρι­τι­κών, και φυ­σι­κά τα τσι­ρι­χτά γε­λά­κια των γλει­φι­τζου­ριών που πε­τά­γο­νταν σαν τις φλο­γί­τσες από τις πί­σω σε­λί­δες των μπεστ σέ­λερ.
Ο Απο­στο­λί­δης ξε­κί­νη­σε στα δε­κα­πέ­ντε από το υπό­γειο της εται­ρί­ας, όπου πολ­το­ποιού­νται όσοι τί­τλοι εξα­ντλούν πε­ντα­ε­τία χω­ρίς να εκ­δο­θούν. Τε­λειώ­νο­ντας το νυ­χτε­ρι­νό, προ­ή­χθη σε εξω­τε­ρι­κό πλη­ρο­φο­ριο­δό­τη. Δου­λειά του ήταν να φέρ­νει στο ισό­γειο τις μι­κρές ιστο­ρί­ες που άκου­γε στους δρό­μους και στις γει­το­νιές ή αυ­τές που επι­νο­ού­σε, με αντάλ­λαγ­μα την εμ­φά­νι­σή του στις πα­ρυ­φές των μυ­θι­στο­ρη­μά­των. Στο τρί­το μυ­θι­στό­ρη­μα του Γε­ωρ­γό­που­λου ήταν ο υπη­ρέ­της που έδω­σε ένα πο­τή­ρι νε­ρό στον ετοι­μο­θά­να­το ιε­ρέα, στο επό­με­νο ο άν­θρω­πος που τρά­βη­ξε την κουρ­τί­να για να εμ­φα­νι­στεί η κα­κο­μα­θη­μέ­νη πρι­μα­ντό­να στη σκη­νή, και στο πέμ­πτο ο αμα­ξάς που κα­τέ­βη­κε να ξε­κολ­λή­σει το φο­βι­σμέ­νο άλο­γο της πρι­γκί­πισ­σας από τις λά­σπες. Αυ­τός ο τε­λευ­ταί­ος ήταν ο ρό­λος που του έδω­σε φω­νή: «Ω Ντο­ρή!» Στη συ­νέ­χεια, αφού έφα­γε τη μι­σή του ζωή στη βι­βλιο­θή­κη, ανέ­βη­κε στον πρώ­το όρο­φο και θε­ώ­ρη­σε με­γά­λη επι­τυ­χία την από­κτη­ση μιας μι­κρής από­χης δια­λο­γής πλη­ρο­φο­ριών. Τέ­λος, όταν ένα πε­ρί­ερ­γο ατύ­χη­μα κα­θή­λω­σε τον προ­κά­το­χό του στο ανα­πη­ρι­κό κα­ρο­τσά­κι, κι ενώ ο δεύ­τε­ρος τη τά­ξει μνη­στή­ρας της θέ­σης απου­σί­α­ζε με εκ­παι­δευ­τι­κή άδεια στο Πα­ρί­σι, ανέ­λα­βε τη διεύ­θυν­ση του Τμή­μα­τος Δια­λο­γής Πλη­ρο­φο­ριών και γνώ­ρι­σε την Κά­κια Λά­σκου, η οποία του εμπι­στεύ­τη­κε την πρω­τό­τυ­πη με­λέ­τη της για τον κε­ντρι­κό ήρωα στο ελ­λη­νι­κό με­τα­μο­ντέρ­νο μυ­θι­στό­ρη­μα. Τό­τε ήταν που πί­στε­ψε πως εί­χε έρ­θει η ώρα να πιέ­σει την Νο­μι­κού, να δι­η­θή­σει την ιστο­ρία του από τα αζή­τη­τα και, πα­ρά τις μι­κρές φθο­ρές που εί­χε υπο­στεί στο πε­πτι­κό σύ­στη­μα του βα­τρά­χου, να την προ­ω­θή­σει μα­ζί με την ελά­χι­στα τρο­πο­ποι­η­μέ­νη με­λέ­τη της συ­νερ­γά­τι­δάς του στον Γε­νι­κό αλ­λά και στον εκ­δό­τη.
Στις δέ­κα και μι­σή χτύ­πη­σε την πόρ­τα της Ντο­ρί­τας Νο­μι­κού στον δεύ­τε­ρο. Δεν πή­ρε απά­ντη­ση και μπή­κε. Η Νο­μι­κού έλει­πε ως συ­νή­θως. Άρα­ξε σε μια από τις κα­ρέ­κλες του γρα­φεί­ου της και προ­σπά­θη­σε να χα­λα­ρώ­σει πα­ρα­κο­λου­θώ­ντας τα λευ­κο­κύ­α­να πυ­κνά δα­χτυ­λί­δια του κα­πνού του, να κα­τα­πί­νουν το λι­γο­στό φως της ημέ­ρας και να ξα­πλώ­νουν ξε­διά­ντρο­πα στο τα­βά­νι. Η Νο­μι­κού δι­ηύ­θυ­νε το τμή­μα του ισο­γεί­ου με τις νο­ση­λεύ­τριες, που με ει­δι­κούς φλε­βο­κα­θε­τή­ρες αναρ­ρο­φού­σαν ιστο­ρί­ες από τους πλη­ρο­φο­ριο­δό­τες για να τις προ­ω­θή­σουν στο Τμή­μα Δια­λο­γής Πλη­ρο­φο­ριών. Ήταν, επί­σης, υπεύ­θυ­νη του Τμή­μα­τος Κα­θα­ρι­σμού του Πε­πτι­κού Συ­στή­μα­τος του Βα­τρά­χου δου­λειά που γι­νό­ταν από εξει­δι­κευ­μέ­νους τε­χνο­λό­γους, οι οποί­οι με τη βο­ή­θεια κλυ­σμά­των και υπό­θε­των γλυ­κε­ρί­νης ανα­κού­φι­ζαν τον βά­τρα­χο, συ­νέλ­λε­γαν τα αν­θε­κτι­κά στο υδρο­χλω­ρι­κό οξύ ψήγ­μα­τα έμπνευ­σης και τα ανέ­βα­ζαν στο εται­ρι­κό ασυ­νεί­δη­το, από όπου ο Γε­νι­κός τα ανα­κα­λού­σε σε επό­με­να μυ­θι­στο­ρή­μα­τα.
Τε­λεί­ω­νε το τσι­γά­ρο του, όταν η Νο­μι­κού έφρα­ξε με το τε­τρά­γω­νο κορ­μί της την πόρ­τα – ποιος εί­πε πως οι αφρά­τες γυ­ναί­κες δεν έχουν μέλ­λον; έλα­μπαν τα μά­τια της όπο­τε τον κοι­τού­σε.

– Κύ­ριε Απο­στο­λί­δη, στον ου­ρα­νό σάς γύ­ρευα και στο γρα­φείο μου σας βρή­κα! Ήθε­λα να το μά­θε­τε πρώ­τα από μέ­να. Το βι­βλίο τυ­πώ­θη­κε! πλη­σί­α­σε με χέ­ρια ολά­νοι­χτα.

Εκεί­νος σή­κω­σε το κε­φά­λι, για να δε­χτεί το σα­λιω­μέ­νο της φι­λί στο μά­γου­λο.

– Ο εκ­δό­της κα­τεν­θου­σιά­στη­κε με την πε­ρί­πτω­σή σας και πί­ε­σε τον Γε­νι­κό να τε­λειώ­νει με το μυ­θι­στό­ρη­μα που τό­σα χρό­νια ξε­ψεί­ρι­ζε με τη δι­καιο­λο­γία πως ήταν δύ­σκο­λο να επι­λέ­ξει έναν από τους δια­θέ­σι­μους χα­ρα­κτή­ρες για βα­σι­κό. «Τι πε­ρι­μέ­νεις τό­σο και­ρό;» τον ρώ­τη­σε. «Ιδού η με­λέ­τη. Δες ποια εί­ναι τα εξω­τε­ρι­κά χα­ρα­κτη­ρι­στι­κά και ποιες οι αρε­τές του ήρωα που εί­ναι σε θέ­ση να διεκ­πε­ραιώ­σει την ιστο­ρία σου και θα δεις ποιος μπο­ρεί να επω­μι­στεί αυ­τό τον ρό­λο», του εί­πε και ψι­θύ­ρι­σε το όνο­μά σας. Έτσι, σή­με­ρα πρωί-πρωί ο Γε­νι­κός πα­ρέ­λα­βε την πρώ­τη έκ­δο­ση, και με ει­δο­ποί­η­σε να ανε­βού­με στις έντε­κα, εί­πε η προϊ­στα­μέ­νη και άρα­ξε στο γρα­φείο της.

Ο Απο­στο­λί­δης γύ­ρι­σε την πε­ρι­στρε­φό­με­νη κα­ρέ­κλα της προς το μέ­ρος του και κά­θι­σε στο σκα­μπό μπρο­στά στα πό­δια της, πα­γι­δεύ­ο­ντας το εξω­τε­ρι­κό μέ­ρος των μη­ρών της στην εσω­τε­ρι­κή επι­φά­νεια των γο­νά­των του.

– Κυ­ρία μου, εί­μαι όλος αυ­τιά. Δή­λω­σε με βρα­χνή φω­νή

Εκεί­νη ξε­κί­νη­σε τσαχ­πί­νι­κα να του πε­ρι­γρά­φει το εξώ­φυλ­λο του μυ­θι­στο­ρή­μα­τος και να του λέ­ει πό­σο όμορ­φη ήταν η βι­βλιο­δε­σία του, και πό­σο εξαι­ρε­τι­κή η επι­μέ­λειά του, από τη διά­ση­μη επι­με­λή­τρια κυ­ρία Μ.Κ.

Οι δεί­κτες του επί­χρυ­σου ρο­λο­γιού στον τοί­χο του δια­δρό­μου έδει­χναν έντε­κα πα­ρά πέ­ντε, όταν άρ­χι­σαν να ανε­βαί­νουν τις σκά­λες μπρο­στά εκεί­νη, πί­σω αυ­τός, και πιο μπρος από τους δυο τους ο κα­πνός του δεύ­τε­ρου τσι­γά­ρου του, που σέρ­νο­ντας στην κοι­λιά του την ακά­μα­τη φι­λο­δο­ξία του αφε­ντι­κού του κά­λυ­ψε την από­στα­ση των δύο ορό­φων με την ανυ­πο­μο­νη­σία του εφή­βου που βιά­ζε­ται να ενη­λι­κιω­θεί.
Στις έντε­κα ακρι­βώς χτυ­πά­νε την πόρ­τα του Γε­νι­κού. Ο Απο­στο­λί­δης σφίγ­γει τον κό­μπο της γρα­βά­τας του και πε­τά­ει το απο­τσί­γα­ρο στη γλά­στρα του δια­δρό­μου.

– Εμπρός, ακού­γε­ται από μέ­σα αναι­μι­κή η φω­νή του Γε­νι­κού.

Με τη Νο­μι­κού να τον ακο­λου­θεί, μπαί­νει προ­σπα­θώ­ντας να ανα­κτή­σει την αυ­το­πε­ποί­θη­σή του, αφού δεν νιώ­θει τό­σο χα­ρού­με­νος όσο πε­ρί­με­νε. Κά­τι δεν του κά­θε­ται κα­λά. Εί­ναι, φαί­νε­ται, η μο­να­ξιά, το κε­νό που νοιώ­θουν όσοι φτά­νουν στην κο­ρυ­φή, σκέ­φτε­ται. Κα­λη­με­ρί­ζει και σπρώ­χνει την ενο­χλη­τι­κή σκέ­ψη κά­τω από το κόκ­κι­νο χα­λί.

– Κα­λη­μέ­ρα, κύ­ριε Απο­στο­λί­δη. Κα­θί­στε, λέ­ει ο Γε­νι­κός άχρω­μα.

Αρά­ζει με αυ­θά­δεια απέ­να­ντι από το αφε­ντι­κό. Από το μπρά­τσο της πο­λυ­θρό­νας του η προϊ­στα­μέ­νη ρί­χνει όλο της το βά­ρος πά­νω του. Η στά­ση της τον εξορ­γί­ζει, αλ­λά εί­ναι απο­φα­σι­σμέ­νος να υπο­στεί τα πάν­δει­να από την βα­σι­λι­κή οδό που τον οδή­γη­σε στο σα­λό­νι του με­γα­λειώ­δους μυ­θι­στο­ρή­μα­τος, και, ποιος ξέ­ρει, στην κα­ρέ­κλα του Γε­νι­κού αύ­ριο.

– Κύ­ριε Απο­στο­λί­δη, δεί­τε πα­ρα­κα­λώ το νέο μου βι­βλίο, απλώ­νει προς το μέ­ρος του ο Γε­νι­κός τα χλο­μά του χέ­ρια.

Ζυ­γί­ζει το βι­βλίο, κοκ­κι­νί­ζο­ντας ασυ­ναί­σθη­τα.

«Γε­νι­κός και πρά­σι­να άλο­γα… Τι να την κά­νει ο άν­θρω­πος την εξου­σία αν δεν μπο­ρεί να βγει στον ήλιο και στη θά­λασ­σα, να πά­ει ένα τα­ξί­δι, βρε αδερ­φέ; Λέ­νε πως δου­λεύ­ει ατε­λεί­ω­τες ώρες υπη­ρε­τώ­ντας την τέ­χνη του και πως εί­ναι έντι­μος και αδέ­κα­στος. Λέ­νε πως εί­ναι σο­φός αλ­λά ως γνή­σιο κο­ρόι­δο, αγνο­εί πως η δου­λειά εί­ναι δου­λεία και πως εί­ναι πιο εύ­κο­λο να βά­ζεις τους άλ­λους να κά­νουν κά­τι για σέ­να κι εσύ να απο­λαμ­βά­νεις τους καρ­πούς της κα­πα­τσο­σύ­νης σου. Σαν και του λό­γου μου, που στέ­κο­μαι ατσα­λά­κω­τος στο γρα­φείο μου και βά­ζω τις χα­ζο­γκό­με­νες να τρέ­χουν δε­ξιά κι αρι­στε­ρά και να κα­θα­ρί­ζουν για μέ­να. Ας γί­νω εγώ Γε­νι­κός, και θα δεις πως θα περ­νάω…» ξε­ρο­κα­τα­πί­νει το σά­λιο του και ανοί­γει τον πο­λυ­τε­λή τό­μο με το κόκ­κι­νο εξώ­φυλ­λο και τον τί­τλο Οι ερα­στές της λά­σπης, Κε­φά­λαιο Πρώ­το.
Η τρο­μαγ­μέ­νη κραυ­γή της κα­θα­ρί­στριας του «Όα­σις» χα­ρά­κω­σε την πρω­ι­νή υγρα­σία, ξε­ση­κώ­νο­ντας την ανα­το­λι­κή πτέ­ρυ­γα του ξε­νο­δο­χεί­ου. Μέ­σα σε λί­γα λε­πτά σχε­δόν όλοι οι ένοι­κοι κα­τέ­βη­καν στο ισό­γειο, δέ­νο­ντας τις ρό­μπες και σιά­ζο­ντας τα αχτέ­νι­στα μαλ­λιά τους, για να δουν την τρο­μαγ­μέ­νη γυ­ναί­κα να δεί­χνει με πα­γω­μέ­νο δά­χτυ­λο κά­τι που κρυ­βό­ταν πί­σω από την πλά­τη του με­γά­λου κα­να­πέ του λό­μπι.
Όσοι τόλ­μη­σαν να πλη­σιά­σουν εί­δαν τον ξέ­νο που εί­χε φτά­σει αρ­γά το προη­γού­με­νο βρά­δυ με το πα­νά­κρι­βο αυ­το­κί­νη­το, το πού­ρο Αβά­νας στο στό­μα και το Ρω­σά­κι με τα τα­τουάζ στην πλά­τη και στη λα­γό­νια χώ­ρα να κρέ­με­ται από το μπρά­τσο του. Ήταν εκεί στο δά­πε­δο, ακί­νη­τος, με­λα­νια­σμέ­νος. Δί­πλα του δε­κά­δες σκόρ­πια φύλ­λα Α4 σά­λευαν με το πρω­ι­νό αε­ρά­κι, που έμπαι­νε από το μι­σά­νοι­χτο πα­ρά­θυ­ρο.
Σκου­ντου­φλώ­ντας στις γραμ­μές, φτά­νει στο τέ­λος της σε­λί­δας κα­τά­χλο­μος.
Η σύ­ζυ­γος του Αντω­νί­ου Απο­στο­λί­δη, Κά­κια Λά­σκου, πή­ρε με χέ­ρια που έτρε­μαν το χαρ­τί από τον ια­τρο­δι­κα­στή Ν. Μ. Μπε­χρό­που­λο και διά­βα­σε κλαί­γο­ντας:

«Το πό­ρι­σμα της νε­κρο­ψί­ας έχει ως ακο­λού­θως: Ο Αντώ­νιος Απο­στο­λί­δης απε­βί­ω­σε πε­ρί την 6ην π.μ. από οξύ πνευ­μο­νι­κό οί­δη­μα».

Η πόρ­τα χτυ­πά­ει, και μπαί­νει η Λά­σκου απα­στρά­πτου­σα. Αγνο­ώ­ντας την πα­ρου­σία τους, πλη­σιά­ζει τον Γε­νι­κό και τον φι­λά­ει στο στό­μα. Το γέ­λιο του Γε­νι­κού κοκ­κι­νί­ζει και δια­στέλ­λε­ται. Ο Απο­στο­λί­δης νιώ­θει να λι­γο­στεύ­ει, ακού­γο­ντας τη Νο­μι­κού να πα­ρα­πο­νιέ­ται στον Γε­νι­κό:

– Αυ­τό, κύ­ριε Γε­νι­κέ, εί­ναι άδι­κο. Ολό­κλη­ρο μυ­θι­στό­ρη­μα και δεν βρή­κα­τε μια θε­σού­λα κα­λύ­τε­ρη για τον κύ­ριο Απο­στο­λί­δη, που τό­σα έχει κά­νει για σας;
–Υπάρ­χει κα­λύ­τε­ρη θέ­ση για έναν άν­θρω­πο σαν τον κ. Απο­στο­λί­δη από αυ­τήν του ανα­χω­ρή­σα­ντος για τις αιώ­νιες μο­νές συ­ζύ­γου μιας Κυ­ρί­ας με κά­πα κε­φα­λαίο, σαν την κυ­ρία Λά­σκου, που εί­ναι ο βα­σι­κός χα­ρα­κτή­ρας του με­γα­λύ­τε­ρου και σπου­δαιό­τε­ρου μυ­θι­στο­ρή­μα­τός μου;

Το τε­λευ­ταίο που διέ­κρι­νε ο Απο­στο­λί­δης προ­τού δια­λυ­θεί ήταν το προς τη Νο­μι­κού απα­ξιω­τι­κό βλέμ­μα του Γε­νι­κού, ο οποί­ος απο­κα­λού­σε «αί­γες» τις διευ­θύ­ντριες κα­τώ­τε­ρου προ­σω­πι­κού που ήταν πρώ­ην κα­θα­ρί­στριες με πο­λι­τι­κό μέ­σον και με­γά­λη γλώσ­σα.

ΑΛΛΑ ΚΕΙΜΕΝΑ ΤΟΥ ΣΥΓΓΡΑΦΕΑ
 

αυτόν το μήνα οι εκδότες προτείνουν: