Και, μαζί, και το ιδεώδες του υγιώς αμιλλάσθαι αφανίζεται πίσω από μια μαντινάδα
μια μυρωδιά καφέ καβουρδισμένου / ένας μονάχα Αύγουστος αρκεί για να γεράσεις
Κρέμονται επί ασπαλάθων τα ποιήματα, γίνεσαι κομμάτια να τα πιάσεις
Πολύ νωρίς για να ξεκινήσει οτιδήποτε, σκέφτηκα, και πολύ αργά για τα περισσότερα από όσα σχεδιάσαμε ως τώρα
κι απ' τα μαλλιά τους ευωδίαζαν τα ποιήματα / σαν ένα φρέσκο σαμπουάν μπίρας / από μια παλιά διαφήμιση
μερικοί μεταλαμβάνουν και την ερωτεύονται με πάθος αμήχανο γιατί εκείνη σπάνια δίνεται σε κάποιον ενώ σε άλλους αδιάφορη φαντάζει
Απέναντι, στον άσπρο τοίχο που αχνοφέγγει κινούνται σπασμωδικά κάτι σκιές σαν ανθρωπόμορφα καραγκιοζάκια
Γι’ αυτό κι εδώ, σ’ ετούτον τον κόσμο από πέτρα, η γλώσσα είν’ η πέτρα...
Mέσα της να κρατάει ζωντανά τα έργα, το κορμί του / να τ᾽ αξιώνει, να φαίνονται στα μάτια της, στο βάδισμά της
Σήκωσα με το ματωμένο χέρι σαν τρόπαιο τον γωβιό ψηλά
Μπροστά από τον ξυλουργικό πάγκο εργασίας, στέκεται ένα παιδί έντεκα χρόνων με χαλκοκόκκινα μακριά μαλλιά
Μια ποιητική συνομιλία με έργα της Georgia O’ Keeffe