Και τότε αρθρώσαμε την ερώτηση που τόσο καιρό ντρεπόμασταν να ξεστομίσουμε: Ποιος ήταν, τέλος πάντων, ο Καπέλας;
Μπορεί και να το βρει κανείς υπονοούμενο σε κάποια διφορούμενη απόδοση ενός αγγλικού αριστουργηματικού ποιήματος
«Άσπρο το θέλει», ακούστηκε πάλι η φωνή του θείου κι ένα μουρμουρητό βαθύ, φωνή γδαρμένη από το τσιγάρο και τα κλάματα
Σ' αυτό το όνειρο είναι Γενάρης και τον Γενάρη τα μαλλιά σου μακραίνουν από τη βροχή
Όσοι μου τράβηξαν τις χαρακιές / δεν θα έχουν τη χαρά / να δουν το χάραμα μες απ’ το χαράκωμα
Οι σημαίες, άλλωστε, είναι για τους γενναίους κι αυτός σημαία δεν κράτησε ποτέ
διακόπτοντας απότομα το λογύδριό του, τσίμπησε ένα μπισκότο κανέλας με επικάλυψη πικρή σοκολάτα
α, λέξεις τέτοιες δε μου βρίσκονται που ξένες πείνες να χορταίνουν
«Κανείς δεν μας υπολογίζει», είπε άλλη μια φορά η γυναίκα παίρνοντας πίσω το μισοφαγωμένο σφουγγαράκι της, «είμαστε μικρή χώρα»
Ένα μεσημέρι είχε βγει στο παράθυρο μιλώντας στο τηλέφωνο. Τα βλέμματά μας συναντήθηκαν. Ήταν χαρούμενη, τα μάτια της γελούσαν
Κατέβαινε βιαστικά στο δρόμο, όταν τις έβλεπε να σηκώνονται από τα παγκάκια με το κινητό πάντα στο αφτί
Τη νύχτα δεν μπορώ να κοιμηθώ από θορύβους ετοιμόρροπων μύθων / Τυλιγμένοι σε σεντόνι σωριάζονται ...