Γνώριμοι με τη νύχτα

Μετάφραση: Μαρία Βαχλιώτη
Ρόμπερτ Λι Φροστ
Ρόμπερτ Λι Φροστ

Ο Robert Frost (1874-1963) ένας από τους κορυφαίους και πιο λαοφιλείς ποιητές του 20ού αιώνα, έλαβε πολυάριθμες διακρίσεις και τιμήθηκε τέσσερις φορές με το βραβείο Πούλιτζερ. Γεννήθηκε στην Καλιφόρνια και πέρασε τα περισσότερα χρόνια της ζωής του στη Νέα Αγγλία. Από το 1885 έως το 1906 έκανε διάφορες περιστασιακές εργασίες, κυρίως αγροτικές, ενώ στη συνέχεια εργάστηκε ως καθηγητής Αγγλικής Φιλολογίας σε κολέγια. Η ποίησή του είναι γραμμένη σε παραδοσιακή φόρμα, τη διακρίνει η λιτότητα στο ύφος και στη γλώσσα, ενώ η θεματική και η εικονοποιϊα της συνδέονται με τη φύση και την αγροτική ζωή. Μέσα από αυτήν την απλότητα, πηγάζει μια ποίηση βαθύτατου υπαρξιακού στοχασμού, που συνήθως εκφράζεται με τη χρήση αλληγορικών συμβολισμών. Τα τρία ποιήματα που ακολουθούν έχουν ως θέμα τους την ανθρώπινη μοναξιά.

 

Γνώριμοι με τη νύχτα

Εγώ κι η νύχτα είμαστε γνώριμοι παλιοί.
Βγήκα και την περπάτησα με τη βροχή, γύρισα πάλι με βροχή,
έφτασα ως εκεί που φως δεν είχε παραπέρα.

Είδαν τα μάτια μου κάθε σοκάκι θλιβερό
πέρασα δίπλα από της νύχτας τον φρουρό
τι να του εξηγώ — κοίταξα κάτω κι ούτε καλησπέρα.

Σταμάτησα, μαρμάρωσα μεσ’ στη σιωπή
όταν κομματιασμένη άκουσα να φτάνει μια κραυγή —
διαπέρασε τα σπίτια και τους δρόμους μέχρι πέρα

μα ούτε αντίο, ούτε γύρνα πίσω ήθελε να πει.
Μόνο απόκοσμο κι ακίνητο, ψηλά πάνω απ’ τη γη
ένα ρολόι λαμπερό έστεκε καρφωμένο στον αέρα,
σημαίνοντας πως λάθος ώρα δεν υπάρχει, ούτε και σωστή
γι’ αυτούς, που με τη νύχτα είναι γνώριμοι παλιοί.

 

Ο φόβος του σπιτιού

Πάντα, κι ήταν το μόνο που έμαθαν καλά,
πάντα τις νύχτες όταν γύριζαν στο σπίτι τους στην ερημιά
—μέσα οι λάμπες του σβηστές και γκρίζα στάχτη η φωτιά—
έκαναν θόρυβο με τα κλειδιά,
μια ηχηρή προειδοποίηση
που έδινε χρόνο κι ευκαιρία
σε ό,τι μέσα ελλόχευε, να φύγει βιαστικά.
Κι έτσι, διαλέγοντας την έξω από τη μέσα σκοτεινιά
μάθανε ορθάνοιχτη ν’ αφήνουνε την πόρτα,
ώσπου ν’ ανάψουν μέσα λίγα φώτα.

 

Έρημα μέρη

Πέφτει το χιόνι γρήγορα, γρήγορα πέφτει η σκοτεινιά
κι ένα χωράφι έρημο βρίσκω στον δρόμο μου μπροστά.
Τα χώματά του ολόγυρα με χιόνια σκεπασμένα
φαίνονται μόνο τ’ αγριόχορτα και λίγα στάχια θερισμένα.

Χιόνια στα δέντρα όπου κοιτώ — κατάφορτα κλαδιά,
όλα τα ζώα έχουν λουφάξει στη φωλιά
κι εγώ, τόσο απών, που δεν μετράω πια.
Ερήμην μου μ’ έκλεισε μέσα της η μοναξιά.

Μια μοναξιά απέραντη —
θα γίνει απόλυτη ερημιά προτού καταλαγιάσει
κι ένα κενό απ’ το χιόνι πιο λευκό θα έρθει για να με σκεπάσει
μιλιά δεν θα 'χει, ούτε κάτι να εκφράσει.

Μα τι να φοβηθεί κανείς σε τέτοιες ερημιές —
εδώ ή εκεί ψηλά στου ουρανού τις εσχατιές, που άνθρωπος δεν τις ξέρει.
Την έχω μέσα μου εγώ τη μοναξιά, χρόνια στο σπίτι μου την έχω φέρει —
τρομάζω κι από μόνος μου, με τα δικά μου τα έρημα τα μέρη.

 

 

 

 

αυτόν το μήνα οι εκδότες προτείνουν: