Μίλο Ντε Άντζελις: Ποιήματα & συνομιλίες

Μίλο Ντε Άντζελις: Ποιήματα & συνομιλίες

ΣΥΖΗΤΗΣΗ ΤΟΥ ΠΟΙΗΤΗ ΜΕ ΤΟΝ ΜΕΤΑΦΡΑΣΤΗ


Η ποίησή σου είναι μια ποίηση δύσκολη, στην κατανόησή της. Όμως οι στίχοι σου δεν είναι ελεύθεροι, μοιάζουν να γεννιούνται από μια βαθιά αναγκαιότητα. Ποια είναι αυτή;

Η αναγκαιότητα είναι πάντοτε η ίδια: να αποσπάσεις κάποια λέξη από το σκοτάδι και να την παραδώσεις σε ένα βλέμμα. Οι δικές μου λέξεις έρχονται από κει, από κείνο τον δύσκολο τόπο, δύσκολο και περίκλειστο, από κείνο το σκοτεινό δωμάτιο στο όποιο είναι κλεισμένες και ζητούν να βρουν μια μορφή, για να μην μένουν εκεί σιωπηλές σε μια μόνο καρδιά. Και είναι αλήθεια ότι δεν είναι ελεύθερες: η πορεία από αυτό το δωμάτιο στον κόσμο, η πορεία από την σιωπή στην φωνή είναι μια πορεία γεμάτη από κινδύνους και παγίδες. Δεν μπορεί να είμαστε ενθουσιασμένοι, περίεργοι ή αυθαίρετοι. Η έξοδος είναι μία μονάχα. Ένας μονάχα είναι ο τρόπος με τον οποίο η λέξη μπορεί να ολοκληρωθεί. Γι’ αυτό η λέξη θα πρέπει να μετρήσει τα βήματα και να τα οδηγήσει σε κείνο τον δρόμο που είναι και η σωτηρία της και ένας δρόμος υποχρεωτικός: δεν υπάρχει άλλος τρόπος για τη λέξη παρά από αυτό που θα χαραχτεί στην σελίδα. Και ο αναγνώστης θα πρέπει να τον νοιώσει: είναι ο μοναδικός τρόπος.

Σε μια συνέντευξή σου μιλάς, για μια σκοτεινή ζώνη, όπου μπορείς να πας μόνο εσύ, όπου οι άλλοι δεν μπορούν να σε φτάσουν…

Υπάρχουν στιγμές τέτοιας μοναξιάς… στιγμές ή μέρες… μήνες… χρειάζεται να τους περάσεις μόνος… κανένας δεν μπορεί να σε βοηθήσει… είμαστε σε έναν τόπο χωρίς διάλογο… είμαστε σε μια μετωπική επικοινωνία με τον θάνατο ή με την απώλεια… ένας ποιητής εκεί είναι μόνος… δεν υπάρχουν φίλοι, παιδιά, γυναίκες… μπορεί να χαθεί σ’ αυτόν τον λαβύρινθο… ένας ποιητής είναι μόνος του με τη λέξη του… πρέπει να ορίσει αυτό το σκοτάδι… πρέπει να δώσει ένα όνομα στα βάσανα, στην εσωτερική καταστροφή… αυτή που κολλάει στην ανάσα και την απειλεί… πρέπει να βρει τον μοναδικό δρόμο που του ταιριάζει και τον εκφράζει… τότε ακόμη και αυτό το πηγάδι μπορεί να καταστεί ένα δώρο…

Μετά την πρώτη σου εμφάνιση, πολλοί κριτικοί μιλούσαν για έναν ποιητή χωρίς πνευματικούς πατέρες, χωρίς αληθινούς δασκάλους με τους οποίους μπορούν να συνδέσουν την ποίησή σου. Συμφωνείς με την άποψη αυτή. Ποιοι είναι οι συγγραφείς τους οποίους θεωρείς δασκάλους σου;

Η νεότητά μου επηρεάστηκε από τη Γαλλία: δύο γονείς που ερωτεύτηκαν στο Παρίσι, μια θεία που δίδασκε γαλλική γλώσσα και λογοτεχνία. Πέρασα πολλούς μήνες στη Λοζάνη, τη Λυών, το Μονπελιέ. Άρχισα από μικρός να μιλάω γαλλικά και να γίνω εκ των πραγμάτων δίγλωσσος. Οι πρώτες λογοτεχνικές μου αγάπες ήταν ο Chateaubriand, ο de Vigny, ο Lamartine, ο Victor Hugo αλλά και άλλοι λιγότερο γνωστοί. Όμως η αποφασιστική συνάντηση υπήρξε ο γαλλικός ποιητικός δέκατος ένατος αιώνας: όλη η δεκαετία που προηγήθηκε της συλλογής Αντιστοιχίες πέρασε διαβάζοντας τους μεγάλους συγγραφείς αυτού του αιώνα: René Char κυρίως, και μετά Yves Bonnefoy, André Frénaud, Saint-John Perse, Patrice de la Tour du Pin, Claude Esteban, Jacques Reda, για να μη μιλήσω για τις υπέροχες μεταφράσεις του Gallimard ή του Grasset που μου αποκάλυψαν έναν άγνωστο κόσμο. Marina Cvetaeva, Bolesław Leśmian, Γιώργος Σεφέρης, Ion Barbu, Paul Celan, Gottfried Benn είχαν μεταφραστεί στη Γαλλία πολύ πριν μεταφραστούν στην Ιταλία! Οι δάσκαλοι στην πραγματικότητα είναι όλοι αυτοί που ανέφερα– προσθέτοντας μεταξύ των Ιταλών τον Leopardi, τον Campana, τον Pavese και τον Montale – αλλά μπαίνουν κι αυτοί σ’ αυτό το μοναχικό ταξίδι στο τέλος της νύχτας που γονιμοποιεί κάθε ποιητικό βιβλίο.
Δεν γράφω ό, τι γνωρίζω, αλλά αρχίζω να το γνωρίζω γράφοντας. Δεν γράφω αυτό που θυμάμαι, αλλά αρχίζω να βαδίζω στη μνήμη μέσα από τα μονοπάτια της λέξης που με οδηγούν σε απροσδόκητους και αναπάντεχους δρόμους. Η ποίηση είναι μια μορφή γνώσης που συνδέεται με την αποκάλυψη, αποκαλύπτει κάτι που ήδη υπήρχε πριν από μας, αλλά μπορούμε να το δούμε μόνο μέσα από μια νέα λέξη, μόνο μέσα από την ανακάλυψη της λέξης. Εάν η ποίηση δεν γνώριζε την τέχνη της ανακάλυψης, θα ήταν μόνο η γραπτή εφαρμογή των γνώσεών μας: θα ήταν πολύ λίγο, θα ήταν μια απολογία ή ένα ντοκιμαντέρ. Αλλά η ποίηση είναι αυτή που επιτρέπει στη γνώση μας να ξεπεράσει τον εαυτό της, να ακολουθήσει άγνωστα και εκπληκτικά μονοπάτια, όσο δύσκολα ή επικίνδυνα κι αν είναι. Είμαι επίσης ευγνώμων στους συγγραφείς που έχουν αποτολμήσει στους δρόμους του πόνου, είμαι ευγνώμων στον Leopardi, στον Pavese ή στον Paul Celan. Ήταν γενναίοι εξερευνητές –μερικές φορές μάρτυρες– που μας επέτρεψαν να ρίξουμε φως στα σκοτεινά μέρη που αλλιώς θα παρέμεναν άγνωστα και απειλητικά.
Η ποίηση μπορεί να σώσει τη ζωή ή να την θέσει σε σοβαρό κίνδυνο. Είναι πάντα μια εμπειρία του ορίου, πράγμα φυσικό όταν βασίζεται εξ ολοκλήρου σε μια λέξη που ποτέ δεν συμβαδίζει με τις εποχές: λίγοι σήμερα τη διαβάζουν και πολύ λιγότεροι την καταλαβαίνουν. Ως εμπειρία του ορίου, περιέχει μέσα της τα αντίθετα, τους διαφορετικούς τρόπους, το ασυμβίβαστο, τη σωτηρία και τη θανατική ποινή. Κάθε ποιητής φλέγεται από αυτή τη μάχη των αντιθέτων.
Δεν υπήρξε ποτέ μοιρολατρία στην ποίηση. Η μοιρολατρία είναι ένα πολύ εύκολο φάρμακο, μια φτηνή θεραπεία. Η μοιρολατρία είναι το αντίθετο του τραγικού, είναι μια παραλλαγή της κατάθλιψης. Σε μια τραγική θέαση της ποίησης, το πεπρωμένο (ανάγκη)*, η τύχη (τύχη)* και η ελευθερία (ελευθερία)* ζουν μαζί σε μια έντονη αντίθεση. Ακόμη και στην πιο υποχρεωτική χειρονομία αναδύεται η κορυφή της ελευθερίας και ταυτόχρονα τα ζάρια της τύχης. Αλλά ούτε και στον Παβέζε, αν διαβάσετε καλά, δεν έχουν όλα ήδη αποφασιστεί από την παιδική ηλικία. Μαζί με τη σκοτεινή απαισιοδοξία υπάρχει σε αυτόν το εφηβικό σκίρτημα του ξεκινήματος, η χαρά μιας αρχικής χειρονομίας. Σκεφτείτε αυτό που γράφει στο βιβλίο του Το επάγγελμα του ζην, λίγους μήνες πριν από την αυτοκτονία του (9 Μαρτίου 1950): «Χτυποκάρδι, τρεμούλα, ατελείωτοι αναστεναγμοί. Είναι δυνατόν να συμβαίνουν αυτά στην ηλικία μου; Το ίδιο γινόταν όταν ήμουν 25 χρονών. Και όμως, έχω μια αίσθηση εμπιστοσύνης, (απίστευτης) ήρεμης ελπίδας. Είναι τόσο καλή, τόσο ήρεμη, τόσο καρτερική. Τόσο φτιαγμένη για μένα. Μετά απ’ όλα αυτά εκείνη με αναζήτησε.»
Και λίγες μέρες πριν πεθάνει (18 Αυγούστου 1950): «Όσο πιο καθορισμένος και σαφής είναι ο πόνος, τόσο πε­ρισσότερο παλεύει το ένστικτο της ζωής και υποχωρεί η ιδέα της αυτοκτονίας.
Φαινόταν εύκολο να το σκέφτεσαι. Ακόμα και γυναικούλες το ’χουν κάνει. Χρειάζεται ταπεινότητα, όχι αλαζονεία.
Όλα αυτά μου προκαλούν αηδία.
Όχι λόγια. Μια χειρονομία. Δεν θα ξαναγράψω.»

*Έτσι στο πρωτότυπο.

ΠΟΙΗΜΑΤΑ

Oι ήχοι που έρχονται

Ο λύκος είναι ακόμη κάτω από την κουβέρτα
και χρειάζονται χίλιες ερωτήσεις για να τον καταλάβεις
αν και η επιθυμία
είναι να πιστεύεις αμέσως και σε όλα
προφέροντας ένα ευχαριστώ σιωπηλό και έντονο
η ενότητα της άμμου, το δεξί χέρι που ακουμπά
το φωτεινό αριστερό των αιγυπτιακών αγαλμάτων
μια ηρεμία που μένει,
αναζωπυρώνεται στην τελετή, αυτόν τον Ιούνιο
μιας εισακουσμένης προσευχής,
η δασκάλα, οι σκάλες
και στην αγκαλιά υπάρχει το χρώμα των μαλλιών
και μετά το χρυσό λεπτό,
το σκούρο πράσινο του λεμονιού.

«Α. Α.»

Το ακρωνύμιο (στο πρωτότυπο: «T.S.») υποδηλώνει την «Απόπειρα αυτοκτονίας [Tentato suicidio]» που αναγράφεται στις καρτέλες των νοσοκομείων.

Ι.

Ο καθένας σας θα ένιωσε
τον ήρεμο ύπνο, τη γλυκιά δίνη
που γέρνει στο κρεβάτι
και μετά το δέντρο, τη φλούδα, το φύκι
τα μάτια δεν αντέχουν
και οι οροί δεν είναι πια απειλητικοί
στο γκρίζο φως του απογεύματος
καθώς χιλιάδες ζωύφια
περικυκλώνουν το φορείο, σταματούν τους νοσοκόμους,
την καταστροφή της αναπνοής που ολοένα λιγοστεύει
στα θολά τζάμια
του ασθενοφόρου, φαίνεται ξεκάθαρα
το κεφαλόσκαλο του ορόφου, ο χρόνος
που ελευθερώνει τους ζωντανούς
και τους κάνει να τρέχουν
με τον ηλεκτρισμό στα μάτια τους,
τη στιγμή της προσφοράς, να σπινθηρίσουν.
Απρόσμενη, η ηρεμία
του αμπελιού και του πηγαδιού,
με τη λεία πέτρα να τεμαχίζει τη σάρκα,
μια γαλήνη βυθισμένη στο σιτάρι
καθώς η γυναίκα γεννάει στο λιβάδι
όλο και πιο αργά,
έως ότου ο γιος να επιστρέψει στη γονιμοποίηση
κι ακόμη πιο πίσω, στο φιλί και στο φως
ενός δωματίου, στον μεγάλο καθρέφτη,
στην επιθυμία που γεννιέται, στη χειρονομία.

ΙΙ.

Κι έπειτα θα έχετε ακούσει, τουλάχιστον μια φορά,
το υγρό να βγαίνει,
με χάρη από το στόμα,
και να τρέχει κίτρινο στο νιπτήρα

κι ο καθετήρας και οι σειρήνες είναι ακόμη μακριά.
Η ανάσα λαχανιασμένη, τελειώνει, ξαναρχίζει
πόση ηρεμία στην παγωμένη ακρογιαλιά από την καταιγίδα:
ένα κανό προχωράει προς το κοραλλιογενές νησί
και στα βάθη του ωκεανού ζευγαρώνουν
τα γενετικά κύτταρα
δεν υπάρχουν ανεπανόρθωτα γεγονότα
αλλά μόνο στρογγυλά σφουγγάρια,
τα έντομα που έχουν γεμίσει τον αέρα:
να ένα χρώμα μαργαριταριού, ένας βράχος μέσα στην άμμο,
το μπουρνούζι που το βγάζει με μια μόνο κίνηση
τελετή φωτός, αρχικό θαύμα,

και ο θηλυκός πελεκάνος

καλεί τα νεογνά του που χάθηκαν στην καταιγίδα
κι ίσως να διακρίνει κάτι, ανάμεσα στα βράχια
κάτι που κινείται
αύριο θα τρέξει με τα μικρά του να αναπνεύσει
στο βαθύ μπλε της παλίρροιας,
που ανεβαίνει στην επιφάνεια, αναγεννιέται τώρα
και βρίσκει μια άλλη γη, μια άλλη φωνή.

[Από τη συλλογή Αντιστοιχίες, 1976]

31 Αυγούστου 1941

Marina Tsbetagieba

«Το ποίημα είναι αφιερωμένο στη Μαρίνα Τσβετάγιεβα, τη μεγάλη Ρωσίδα ποιήτρια που πέθανε ακριβώς εκείνη την ημέρα: είναι αυτή που τρέχει στην κούρσα και πεθαίνει μερικά μέτρα πριν τον τερματισμό […] Η ονειρική ατμόσφαιρα είναι τόσο ισχυρή σε αυτό το ποίημα που κάνει δύσκολη μια ακριβή και σαφή αναφορά» [Σχόλιο του ποιητή στον Γ.Η.Π.]
«Στο Τσίστοπολ (Ταταρστάν) της Ρωσίας στις 31 Αυγούστου του 1941 αυτοκτόνησε η ποιήτρια Μαρίνα Τσβετάγιεβα. Οι δύο συνομιλητές –ίσως δύο κριτές αγώνων– μιλούν γι’ αυτήν σαν να ήταν αθλήτρια ενός αγώνα δρόμου, μαζί με όλους τους άλλους, με τον θάνατο να σημειώνεται στο ξεκίνημα. Ήδη πριν τον αγώνα η αθλήτρια τραυματίστηκε από ένα κομμάτι γυαλί ενός χρονομέτρου. Είχε τα μαλλιά της πολύ μαύρα και κοντά, και υποχρεώθηκε να τρέξει μέχρι το τέρμα, για να κόψει το νήμα όπως είχε ορκιστεί. Το έκοψε αν και είχε πριν πεθάνει. Το έκανε συνεχίζοντας να τρέχει πέρα από τον θάνατό της».

«Οι θεατές ήταν σιωπηλοί»
«Μια απόλυτη σιωπή;»
«Ναι αλλά την ώρα που το τραίνο- παραδίδει»
«Τι θέλεις να πεις;»
«Έσπασε ένα γυαλί, στην είσοδο»
«Πότε; »
«Ενώ ελέγχανε τα χρονόμετρα»
«Και μετά;»
«Ο θόρυβος των καυστήρων του Τσίστοπολ σταμάτησε»
«Πώς έγινε αυτό; »
«Δεν ξέρω»
«Κι αυτή; »
«Αυτή μπήκε στο στάδιο μαζί με τους άλλους»
«Και τα γόνατά της;»
«Τα γόνατα τρέμανε, έτοιμα, πάνω στη χτυπημένη γη»
«Είχαν ήδη πληγωθεί;»
«Ναι, όμως λύγισαν αμέσως»
«Και τα μαλλιά;»
«Τα μαλλιά ήτανε μαύρα, μαύρα και πολύ κοντά»
«Πέθανε στον τερματισμό;»
«Όχι, πριν, ένα μέτρο πριν»
«Πώς το ξέρεις;»
«Το άκουσα. Τα πόδια της δεν κουνιόντουσαν· όμως
αυτή δεν ήταν πλέον ζωντανή»
«Και έκοψε το νήμα;»
«Ναι, το έκοψε»
«Είχε ορκιστεί να το κόψει;»
«Ναι, το είχε ορκιστεί»

[Από τη συλλογή Η γη του προσώπου, 1985]

Ο ωκεανός γύρω από το Μιλάνο

To Μιλάνο εκεί μπροστά, εκεί μπροστά
σαν μια κάθετη ιδέα
ή σαν μια αιμόπτυση
στο πιο μεγάλο εκατοστό ανάμεσα στους ναούς
κοιτάμε στις σελίδες με το ωροσκόπιο
τα κουτάκια που μας δίνουν ένα όριο
ώσπου ένας δρόμος μας οδηγεί
στην ξένη συζήτηση
επαίτες ξενοδοχείων
με την ιδέα και το σχίσμα στην ιδέα.

Cartina Muta

Μίλο Ντε Άντζελις: Ποιήματα & συνομιλίες

«Το ποίημα “Cartina muta” [γεωγραφικός χάρτης χωρίς ονομασίες, που τις τοποθετεί ο μαθητής για να ασκείται] είναι ένα από τα αγαπημένα μου ποιήματα. Γεννήθηκε μετά από πολλές προσπάθειες και εκδοχές και τώρα είμαι πλήρως ευχαριστημένος. Είναι ένα αφηγηματικό σύντομο ποίημα, το οποίο αφηγείται το τελευταίο βράδυ που πέρασα με μια αγαπημένη φίλη και ποιήτρια, την Νάντια Καμπάνα, [γεννήθηκε στην Τσεζένα το 1954. Έγραψε περίπου πενήντα ποιήματα. Μετέφρασε στα ιταλικά το έργο της Έμιλυ Ντίκινσον η οποία πέθανε με τραγικό τρόπο (αυτοκτόνησε στο Μιλάνο)] τον Ιούνιο του 1985. Αφηγείται μια μεγάλη βόλτα που κάναμε μαζί από την Comasina στη συνοικία Città studi – και την αυξανόμενη αίσθηση θανάτου που μας συνόδευσε σε κείνο το ταξίδι. Θανάτου, αλλά και τρόμου […].

Τώρα το ξέρεις και συ / το ξέρουμε / ενώ ετοιμαζόμαστε να ξαναγεννηθούμε
Franco Fortini

Μπαίνουμε τώρα στην τελευταία μέρα, στο φαρμακείο
όπου το άσπρο σου και αναστατωμένο πρόσωπο δεν ανταποκρίνεται στον χαιρετισμό
του νυχτοφύλακα: πρόσωπο διψασμένο, δεν μπορώ να το κρύψω,
είναι το ίδιο πρόσωπο που κάποτε το φώναξα αγάπη, εδώ
στην ομίχλη της Comasina.
Περπατάμε ακόμα μπροστά από μια τζαμαρία. Μετά αυτή

πετάει σε ένα καλάθι το ωράριο και τα γυαλιά,
βγάζει το γαλάζιο σκουφάκι, μου το δίνει σιωπηλή. «Γιατί το κάνεις αυτό; »
«Γιατί έτσι είμαι εγώ», απαντάει μια σκληρή μορφή της φωνής,
ένας πόνος που μοιάζει
μονάχα με σένα τον ίδιο. «Γιατί εγώ…
ούτε παίρνω ούτε αφήνω.» Λέξεις δημιουργούνται
στο αίμα, μάτια που καρφώνονται πάνω στο νέον
παγωμένα, έξυπνα και απαρηγόρητα,
χέρια που ζωγραφίζουν τον φύλακα άγγελο πάνω στο τζάμι
και τον αδέκαστο άγγελο, πέντε δάκτυλα δεμένα με σκοινί,
η κυρίαρχη ιδέα του τίποτα, ο λαιμός ακόμη ζεστός.
«Ζωή, που δεν είσαι μονάχα ζωή και αναδεύεσαι
σε πολλές υπάρξεις πριν γίνεις δική μας …

ζωή, κυρίως εσύ θέλεις να τις δώσεις
ένα παγωμένο τέλος, ακριβώς εδώ, όπου τα χρόνια
αναζητούνται σε ένα μέτρο ασφάλτου…»
Ας σταματήσουμε την ανθολογία,
και την ικεσία της συγκίνησης. Ας αναφέρουμε ακριβώς
τα γεγονότα και τα λόγια. Αυτό,
αυτό μπορώ να το κάνω. Στις τρεις το πρωί
σταματάμε σε ένα κιόσκι, ζητάμε
δύο ποτήρια κόκκινο κρασί. Θέλεις να πληρώσεις εσύ. Μετά
μου ζήτησες να σε συνοδεύσω στο σπίτι, στη via Vallazze.
Οι λέξεις γίνονταν κατανοητές και το στόμα δεν ήταν πλέον στεγνό.

«Πού ήσουνα

σε όλη μου τη ζωή …» Το Μιλάνο επιστρέφει σιωπηλό
ατελείωτο και εξαφανίζεται μαζί της, σε έναν τόπο σκοτεινό
και υγρό όπου χάνεται ακόμα και το όνομα,
βυθιζόμαστε στο αίμα δίχως μουσική. Αλλά θα γίνουμε,
μαζί θα γίνουμε εκείνο το κλάμα
που ένα ποίημα δεν μπόρεσε να πει, τώρα το βλέπεις
και θα το δω και γω… το βλέπουμε,
τώρα το βλέπουμε… το βλέπουμε όλοι … τώρα…
…τώρα που θα ξαναγεννηθούμε.

Idroscalo

Το Idroscalo του Μιλάνου ήταν μια τεχνητή λίμνη η οποία κατασκευάστηκε στα τέλη της δεκαετίας του 1920 και χρησίμευε ως διάδρομος προσγείωσης υδροπλάνων. Με την παρακμή του υδροπλάνου ως μέσου μεταφοράς, η λίμνη είναι πλέον κέντρο ψυχαγωγικών και αθλητικών δραστηριοτήτων.


Το αγόρι που βουτάει
με ένα δυνατό  κρόουλ και χτυπάει στο βράχο…
...H ματωμένη μπούκλα…
Η νεότητα παίρνει τη μορφή
ενός σκοτεινού βήματος, ενός τριαντάφυλλου
κρεμασμένου στο παράθυρο
«πατέρα σώσε με, απ’ αυτή την οδυνηρή στιγμή
κόσμος ανέβαινε, κατέβαινε, έψαχνε
ένα σκοινί, ένα κάτι
οτιδήποτε, έφτυνε, έριχνε στο νερό
το μαντήλι του, ο καθένας
μιλούσε στο αυτί
ενός άλλου, έλεγε
Θεέ δεν έχει πια επιθυμία,
μια φορά είχε κρύο, Θεέ, άπλωνε
τα χέρια για να φορέσει
ένα πανωφόρι, το πρώτο, ακόμη κι αυτό
που είναι παλιό, κοίτα,
ακούμπησέ το, κράτα το κιόλας…
ένα πανωφόρι, καταλαβαίνεις, όχι τα βελούδα
που έρχονται από τον ουρανό, αλλά αυτό,
το δικό μου, ακόμη δικό μου πανωφόρι.

Donatella

Με το ποίημα «Donatella», η γυναικεία παρουσία λαμβάνει ένα ιδιαίτερο χαρακτηριστικό: ξεκινάει από τον διάλογο μεταξύ δύο προσώπων σε έναν προφανώς ασυνήθιστο τόπο, ένα γυμναστήριο όπου προπονείται η αθλήτρια, για να προετοιμαστεί για τον αθλητικό αγώνα, μια μεγάλη μεταφορά της ζωής, στην οποία αυτή εμφανίζεται, από τους πρώτους στίχους, ως μια αρχαία και ακίνητη ύπαρξη που προσλαμβάνει μια φυσικότητα ολοκληρωμένη στην ποίηση αν και δεν είναι αυτή που μιλάει σε πρώτο πρόσωπο.
Έτσι, ενώ το Μιλάνο έχει μεταμορφωθεί σε μια πόλη-ωκεανό, η Donatella έχει γίνει «χαρισματική» και είναι μόνο η σκιά αυτού που υπήρξε στα νιάτα της, στα χρόνια της ακμής της. Η Donata δεν είναι πια εκεί, αλλά η μεγάλη δρομέας, νεκρή η ίδια, είναι ακόμα εκεί. Η ταπεινή της μορφή ανήκει σε έναν σβησμένο και ανέγγιχτο χρόνο, η οποία ζει στη μνήμη εκείνων που τη γνώρισαν. Είναι πάντα εδώ – επαναλαμβάνει η φωνή. Είναι η Donatella που έτρεξε σε μεγάλους ασφάλτινους δρόμους, ανάμεσα σε εγκαταλελειμμένα αυτοκίνητα, ανάμεσα σε φουγάρα εργοστασίων. Στάθηκε για λίγο στις διασταυρώσεις των βιομηχανικών δρόμων και έπειτα ξεκίνησε γρήγορα, σαν αστραπή, για να δωρίσει τον εαυτό της στη σκιά των αποβάθρων, με τη θαυμαστή δύναμη των γονάτων όταν έτρεχε στον στίβο και «έλαμπε στα ογδόντα μέτρα»

[Αποσπάσματα από την κριτική που δημοσιεύθηκε στο: Passione Poesia, Αναγνώσεις σύγχρονης ποίησης 1990-2015, σε επιμέλεια των Sebastiano Aglieco, Luigi Cannillo, Nino Iacovella, εκδόσεις CFR/Gianmario Lucini, 2016]

Υπήρξε 25 φορές πρωταθλήτρια Ιταλίας, συμμετείχε σε τέσσερεις Ολυμπιάδες και σε τέσσερα πρωταθλήματα Ευρώπης, με δύο εθνικά ρεκόρ στα 400 μέτρα, το 1970 και στα 800, το 1971. [Σ.τ. Μ.]


Ο χορός ανθίζει, σβήνει τον χρόνο και τον ανασυνθέτει
όπως αυτός ο χειμωνιάτικος ήλιος στους τοίχους
της Arena φωτίζει τα σκαλοπάτια, ξυπνάει με τα χρόνια
τους θεούς της σκουριασμένης πέτρας. «Είναι η Donata De Giovanni;
Προπονείται ακόμα εδώ;» «Ναι, η Donatella,
η δρομέας, είναι πάντα εδώ για σένα.»

Με κοίταζε επίμονα, με την παλιά μιλανέζικη γλυκύτητα
που τρέμει ελαφρά, αλλά χαμογελά. «Εδώ είναι, κοιτάξτε,
στο δίχτυ της σφύρας ... σας παρακαλώ ... μιλήστε σιγά ...
με το ένα χέρι καταστρέφει αυτό που έχει κάνει το άλλο χέρι.»
«Ποιος είναι αυτός; Ένας φύλακας, μια σκιά, ένας τυφώνας ...
Ποια αινίγματα μού ψιθυρίζει; Πάω κοντά
στην Donata, μαζεύει ένα παπούτσι με τέσσερα καρφιά.
«Το κρατάς, κύριε, ξύνει τα πόδια της ...
... καημένη Donata ... και τόσο όμορφη ... Την είδες ...»

Ίσως το φωτεινό σημείο του στίβου
είναι καρφωμένο σε έναν αόρατο τρόμο, ίσως
αυτόν το χειμώνα μπήκε στο λαρύγγι μαζί με τον ουρανό:
Ήταν μόνη, ήταν είκοσι μία ή είκοσι δύο Ιανουαρίου
και αποφάσισε να φιλοξενήσει όλο το κρύο»
«Ή ίσως, λένε, συνέβη όταν έχασε
τη θέση στο Oviesse, φαίνεται ότι κλαίει
μέρα και νύχτα ... για να μη μιλήσω για τον πατέρα της ...
τους γιατρούς που φώναξε ... το μισό Μιλάνο.»

«Εγώ, κύριε, νομίζω ότι είναι λάθος, μπορεί να σας φαίνεται περίεργο
αλλά λέω σε όλους να τη φιλήσουν, ακόμα κι αν σε αυτή
τη γειτονιά είναι δύσκολο, υπάρχουν τα σφάγια της αγάπης
υπάρχουν τα πάντα πίσω από τις πόρτες. Ναι, να τη φιλήσω
σαν προσευχή στο σώμα της, να φιλήσω
τα γόνατα, τη θαυμαστή δύναμη των γονάτων
όταν αστράφτει στα ογδόντα μέτρα, σχεδόν στην άκρη
και ξαφνικά γίνεται, σαν το φρούτο.»

«Πείτε το απόψε, στον ουρανό, στη γη, παντού
πείτε στους ανθρώπους να έρθουν πιο κοντά: θα νοιώσουν
επιθυμία - είναι τόσο όμορφη - και θα καταλάβουν ότι το φως
δεν προέρχεται από τους προβολείς ή από ένα αστέρι, αλλά από τον αγώνα
δείχνοντας το νήμα, προέρχεται από αυτήν, τη Donatella.»

Ημιτελικός

Η Doxa* με ρωτάει ποιον θα ψηφίσω. Η φωνή
είναι ενός παιδιού που, ανασαίνει, από την άλλη άκρη. Δεν ξέρω
ποια καθαρότητα μέσα την καταστρέφει. Όλα
επιστρέφουν εδώ, όριο του τόπου. Εκείνη η σιωπή
των καρφιών στο πάτωμα.** Ο καθηγητής D’Amato εξηγούσε
μια αντωνυμία…nemo: κανείς, non nemo: κάποιος. Κανένας
δεν θα φτάσει πέρα από τις φλέβες, είναι απλό παιδιά. Κάποιος
εξαφανίζεται ή δεν δίνει σημεία ζωής. Ο ταχυδρόμος
με συμβουλεύει να κοιτάξω καλύτερα στην τρύπα,
ακόμη και στις διπλανές. Θα κοιτάξω. Neminem
excepi diem: δεν εξαίρεσα καμία μέρα. Να πεθαίνεις
είναι λοιπόν να χάνεις ακόμη και τον θάνατο, ατελείωτο
παρόν, καμία πρόσκληση, καμία μουσική
μιας προσωπικής κλήσης. Πέρα από τις φλέβες που ήταν ιεροτελεστία
και κατοικία, χιλιοστόγραμμο και αγγελία, ατελείωτη κραυγή
χαράς ή ανακούφισης, ποτέ κανείς
πέρα από αυτές τις φλέβες. Είναι απλό, παιδιά, κανείς.

*H Doxa είναι ένα ινστιτούτο που ειδικεύεται σε δημοσκοπήσεις, έρευνα αγοράς και στατιστική ανάλυση. Ιδρύθηκε το 1946 από τον Pierpaolo Luzzatto Fegiz. Πήρε το όνομά της από την αρχαία ελληνική δόξα (dóxa) που σημαίνει «γνώμη».
«Το ποίημα αφηγείται μια πραγματική ιστορία. Μια μέρα, πριν από πολιτικές εκλογές, τη δεκαετία του ’80, έλαβα μια κλήση από την εταιρεία δημοσκοπήσεων Doxa και αναγνώρισα τη φωνή ενός αναπληρωτή καθηγητή ο οποίος, είκοσι χρόνια πριν, μας δίδασκε ελληνικά και λατινικά για μερικούς μήνες σε ένα κλασικό λύκειο του Μιλάνου, αφήνοντάς μας έκπληκτους από την τολμηρή καινοτομία του σε ιδέες για τον άνθρωπο και τη ζωή. Ήταν ο νεαρός καθηγητής D'Amato, ένα λαμπρό και πονεμένο παιδί, πολύ καλλιεργημένο αλλά βασανισμένο, άθεος και οραματιστής, ίσως και με προβλήματα ναρκωτικών. Μας διηγούνταν υπέροχα πράγματα για τον Λουκρήτιο, για τον Νίτσε, για τους Έλληνες τραγικούς και άφησε ένα ανεξίτηλο ίχνος σε όλους μας». (Σχόλιο του ποιητή στον Γ.Η.Π.).

**«Αυτή η εικόνα θέλει να υπαινιχθεί τη σιωπή και την ερήμωση, με τα καρφιά που πέφτουν από τον τοίχο τα οποία μένουν άχρηστα και εγκαταλειμμένα στο πάτωμα και το σιωπηλό μου βλέμμα που τα κοίταζε για πολλή ώρα στο διάδρομο του Λυκείου». (Σχόλιo του ποιητή στον Γ.Η.Π.).

[Από τη συλλογή Συνοπτική βιογραφία, 1999]

Aπό τη συλλογή «Το θέμα του αποχαιρετισμού»

Μετρώ τα δευτερόλεπτα, τα βαγόνια του Eurostar, σε βλέπω,
να κατεβαίνεις από το νούμερο εννέα, το καροτσάκι, το χαμόγελο,
το χτυποκάρδι, η είδηση, η μεγάλη είδηση.
Αυτό συνέβη, το 1990. Συνέβη, σίγουρα
συνέβη. Και πριν ακόμα, τη βουτιά στον Τιτσίνο,
ενώ η μπάλα χανόταν. Συνέβη.

Είδαμε το φανερό και το κρυμμένο μιας στιγμής.

Οι νεράιδες επέστρεφαν στα δημοφιλή καταλύματα, η καταιγίδα
ξαναγέμιζε έναν έκθαμβο ουρανό. Κάθε πράγμα ήταν εκεί,
έρημο και πλήρες, για μας που περιμέναμε.

Το Μιλάνο ήταν άσφαλτος, λιωμένη άσφαλτος. Στην ερημιά
ενός κήπου πήρε το χάδι, η γλυκιά σκιά
που εισβάλλει στα φύλλα, τώρα δίχως κρίση,

Απόλυτος χώρος για ένα δάκρυ. Μια στιγμή
στην ισορροπία δύο ονομάτων ήρθε προς το μέρος μας,
έγινε φωτεινή, ξεκουράστηκε ανασαίνοντας πάνω στο στήθος,
στη μεγάλη άγνωστη παρουσία. Ο θάνατος ήταν εκείνος που
έσπασε τις γραμμές, εμείς εκεί και η χειρονομία παντού,
εμείς χαμένοι στις υψηλές εξάρσεις του καλοκαιριού,
εμείς ανάμεσα στα κόκαλα και την ουσία της γης.

Δεν υπήρχε πλέον χρόνος. Το δωμάτιο είχε μπει σε μια αμπούλα.
Δεν ήταν πια δεδομένο να χωριστεί η ύπαρξη. Δεν είχες
πια το περιδέραιο. Δεν είχες πια χρόνο. Ο χρόνος ήταν ένα θαλασσινό φως
ανάμεσα στις περσίδες, μια γιορτή με τις νοσοκόμες,
η πληγή, το νερό στον λαιμό, η Βίλα Litta.*** Δεν υπήρχε
πια μέρα. Η σκιά του χώματος γέμιζε τα μάτια
με τον φόβο των χαμένων χρωμάτων. Κάθε μόριο
ήταν σε αναμονή. Είδαμε τις κηλίδες
στα χέρια. Δεν υπήρχε πλέον φως. Ακόμα μια φορά
μας καλούν, για να κριθούμε από ένα σταθερό αστέρι.

*** Η βίλα Litta βρίσκεται στην περιοχή Affori, βόρεια του Μιλάνου, στο ομώνυμο πάρκο. Χτίστηκε με εντολή του Μαρκήσιου Corbella το 1687.

Δεν είναι πια δεδομένο. Το κλάμα που σε οδηγούσε
σε ένα τρελό γέλιο, οι νύχτες που πέρασαν
τρέχοντας στη οδό Crescenzago, ακολουθώντας το νέον
του περιπτέρου. Δεν είναι πια δεδομένο. Δεν είναι πια δικό μας
το χτυποκάρδι να περιμένουμε τα μεσάνυχτα, να περιμένουμε
μέχρι τα μεσάνυχτα να μπουν στην δική σου αληθινή αναστάτωση,
στο παραλήρημα όλων των ωρών, όλων των ωρών.

Δεν είναι πια δεδομένο. Ένας μονάχα είναι ο χρόνος, ένας μονάχα
ο θάνατος, λίγα τα βάσανα, λίγες
οι νύχτες του έρωτα, λίγα τα φιλιά, λίγοι οι δρόμοι
που οδηγούν έξω από μας, λίγα τα ποιήματα.

Ο τόπος ήταν ακίνητος, η λέξη σκοτεινή. Ήταν εκείνος
ο σταθερός τόπος. Αντίο μνήμη από νύχτες
φωτεινές, αντίο μεγάλο χαμόγελο. Ο τόπος ήταν εκεί.

Η ανάσα ήταν ένα σκοτάδι από περσίδες, μια πρωτόγονη κατάσταση
Σιωπή και ερημιά αλλάζανε πρόσωπο και μεις
μιλάγαμε σε μια λάμπα. Ο τόπος ήταν εκείνος. Τα τραμ
περνούσαν αραιά. Η Αφροδίτη επέστρεφε στο καλύβι της.
Από τον εμπειροπόλεμο λαιμό απελευθερώνονταν επεισόδια.
Δεν είπαμε τίποτα πια. Ο τόπος ήταν αυτός. Ήταν εκεί
που πέθαινες.


Προδημοσίευση από το βιβλίο Μίλο ντε Άντζελις: Κείμενα-συνεντεύξεις-ποιήματα, μετάφραση-σχόλια Γιάννης Η. Παππάς, που θα κυκλοφορήσει τον χειμώνα του 2019 από τις εκδόσεις Ρώμη της Θεσσαλονίκης


 

αυτόν το μήνα οι εκδότες προτείνουν: