Αλόνσο Κιχάνο

«Ο Δον Κιχώτης και ο Σάντσο» του Γουστάβου Ντορέ
«Ο Δον Κιχώτης και ο Σάντσο» του Γουστάβου Ντορέ

Canto XLV: Alonso Quixano (Hidalgo Non Sum)

Dadme albricias, buenos señores, de que ya yo no soy don Quijote de la Mancha, sino Alonso Quijano, a quien mis costumbres me dieron renombre de Buenο*   ————Μiguel De Cervantes, Don Quixote, τόμ. Β΄, κεφ. LXXIV

Με τον πιστό μου οδηγό γυρνώ στα πανδοχεία
Εκείνο που ‘χασα να βρω ξανά το ιδανικό
Χωρίς το φως σου, ω Aelun, με πνίγει η δυστυχία
Βυθίζομαι και ναυαγώ σαν πλοίο ισπανικό

Με έφερε ο δρόμος μου ως την Ανδαλουσία
Μ’ όσο κι αν περιπλανηθώ πάλι σε νοσταλγώ
Σφιχτά σαν καραβόσκοινο με σφίγγει η απελπισία
Ως που ξανασυνάντησα κείνον τον Ιδαλγό

Μ’ αυτόν που γνώρισα εγώ, δεν έμοιαζε ο ιππότης
Του έλειπε το ιδανικό και η αποκοτιά
Αυτός ένας αλλιώτικος ήτανε Δον Κιχώτης
Που λύγισε απ’ τα βάσανα κι από τα γηρατειά

«Μία ζωή να πολεμώ και μια ζωή δαρμένος
Η κάθε μου προσπάθεια και μια αναποδιά
Μία ζωή περίγελος και ονειροπαρμένος
Καθώς βαρούν στην πλάτη μου του κόσμου τα ραβδιά

Όταν μιλάτε θα σιωπώ, γιατί είμαι βλάκας πρώτης
Ξεπέζεψα απ’ τα σύννεφα, τσακίστηκα στη γη
Τις χίμαιρές μου αρνήθηκα, το φως στο πρόσωπό της
Με μάτια δείχνοντας ογρά την μάταιη πληγή

Κι αν στωικά αποδέχτηκα κάθε βρισιά χυδαία
Γιατί ήμουνα ο ιδαλγός και πήγαινα μπροστά
Μ’ έχει προδώσει η παλιά ρομαντική ιδέα
Κι η Δουλτσινέα χάθηκε, π’ αγάπησα πιστά

Κι έτσι σαν άνθρωπος απλός, απόψε θα πεθάνω
Και πάνω στην ταφόπλακα θα γράφει μόνο αυτό
"Εδώ πέθανε τ’ όνειρο, μαζί του κι ο Quixano
Που αρνήθηκε ο,τι αγάπησε. Έτσι ήταν γραφτό"

Μα είπα γονατίζοντας, με μια φωνή θλιμμένη
«Εμάς τους δυο ένα όνειρο μας ένωσε κοινό
Κι αν πέθανε ο άνθρωπος, τ’ όνειρο δεν πεθαίνει
Σαν άστρο μας καθοδηγεί από τον ουρανό».

*Μτφρ.: Έχω καλά νέα για σας, καλοί κύριοι, δεν είμαι πια ο Δον Κιχώτης Ντε Λα Μάντσα, είμαι ο Αλόνσο Κιχάνο, που οι περιπέτειές μου έδωσαν το όνομα του Καλού.

 

αυτόν το μήνα οι εκδότες προτείνουν: