Μονόλογος του ατόμου

Μετάφραση: Βάσω Χρηστάκου


——————

Ο Νι­κα­νόρ Πά­ρα Σα­ντο­βάλ (Nicanor Parra Sandoval, 1914-2018) εί­ναι, με­τά το Νε­ρού­δα, ο πλέ­ον ανα­γνω­ρι­σμέ­νος διε­θνώς σύγ­χρο­νος Χι­λια­νός ποι­η­τής. Λο­γο­τέ­χνης μιας αντι­συμ­βα­τι­κής και σκό­πι­μα «αντι­ποι­η­τι­κής ποί­η­σης», κή­ρυ­ξε τον πό­λε­μο σε κά­θε ρη­το­ρι­κή και έδω­σε μια νέα πνοή στην ποι­η­τι­κή έκ­φρα­ση της χώ­ρας του.
Η ποί­η­ση τού Πά­ρα πέ­ρα­σε από διά­φο­ρες φά­σεις. Στην νε­α­νι­κή του ηλι­κία, στα τέ­λη της δε­κα­ε­τί­ας του ’30, ο ποι­η­τής έκα­νε ένα γρή­γο­ρο πέ­ρα­σμα σαν εκ­πρό­σω­πος της λε­γό­με­νης «ποί­η­σης της διαύ­γειας», έντο­να εμπνευ­σμέ­νης από την πρό­σφα­τη δο­λο­φο­νία του Φε­δε­ρί­κο Γκαρ­θία Λόρ­κα· μια κρι­τι­κή απά­ντη­ση στον ερ­μη­τι­σμό και τον υπο­κει­με­νι­σμό των πρω­το­πό­ρων ρευ­μά­των ποί­η­σης κα­θο­δη­γού­με­να από τους Ουι­δό­βρο (Huidobro) και Νε­ρού­δα ή τους νέ­ους σου­ρε­α­λι­στές ποι­η­τές της ομά­δας του Μαν­δρα­γό­ρα.
Με το τέ­λος αυ­τής της πε­ριό­δου, αντί να προ­σχω­ρή­σει στο σο­σια­λι­στι­κό ρε­α­λι­σμό, του οποί­ου κρι­τί­κα­ρε την έλ­λει­ψη αξιο­πι­στί­ας και την υψη­λή δογ­μα­τι­κή αφαί­ρε­ση, απο­φά­σι­σε να συ­νε­χί­σει μια γραμ­μή πιο πρω­το­πο­ρια­κή και δι­ψα­σμέ­νη για ανα­ζή­τη­ση. Η ποί­η­σή του εί­ναι έντο­να κρι­τι­κή, γε­μά­τη ερω­τη­μα­τι­κά, αντι­κλη­ρι­κή, πο­λι­τι­κή και αβέ­βαιη. Στα με­τα­μο­ντερ­νι­στι­κά και ανα­λυ­τι­κά «αντι­ποι­ή­μα­τά του» πρέ­πει να προ­στε­θούν και ποι­ή­μα­τα οι­κο­λο­γι­κά κα­θώς και άλ­λα της προ­φο­ρι­κής, λαϊ­κής και το­πι­κής πα­ρά­δο­σης. Χρη­σι­μο­ποιώ­ντας στοι­χεία του πα­ρά­λο­γου, του χιού­μορ, της τέ­χνης του δρό­μου και της λαϊ­κής κουλ­τού­ρας, ο Πάρ­ρα εκ­δη­μο­κρά­τι­σε την ποί­η­ση, φέρ­νο­ντάς την κο­ντά σε ανα­γνώ­στες δια­φο­ρε­τι­κών κοι­νω­νι­κο-μορ­φω­τι­κών επι­πέ­δων.
Επιρ­ρο­ές του ποι­η­τή υπήρ­ξαν οι Σέξ­πιρ, Λόρ­κα, Ουί­τμαν, Έλιοτ, Φρόιντ, Κάφ­κα και οι σου­ρε­α­λι­στές. Στους πα­ρα­πά­νω πρέ­πει να προ­στε­θεί και η φι­λι­κή σχέ­ση του με τους μπίτ­νικς και τη γε­νιά μπιτ, και η γνω­ρι­μία του με την ποπ-αρτ του Άντι Ουόρ­χολ.
Πά­ντα πι­στός στην τα­πει­νή του κα­τα­γω­γή, θε­ω­ρεί­ται ένα άτο­μο της Αρι­στε­ράς αλ­λά ανε­ξάρ­τη­το. Δεν θή­τευ­σε πο­τέ σε κά­ποιο κόμ­μα και οι σχέ­σεις του με την Αρι­στε­ρά και τη Δε­ξιά δεν υπήρ­ξαν πο­τέ ιδιαί­τε­ρες, πράγ­μα που του δη­μιουρ­γού­σε διά­φο­ρα προ­βλή­μα­τα. Κα­τά τη δε­κα­ε­τία του ’60, δια­τη­ρού­σε κα­λές σχέ­σεις τό­σο με την Κού­βα και τον κο­μου­νι­σμό όσο και με τις Ηνω­μέ­νες Πο­λι­τεί­ες, αν και συ­μπε­ρι­φε­ρό­ταν σαν αναρ­χι­κός. Στη δε­κα­ε­τία του ’80 και με τη Χι­λή ακό­μα να στε­νά­ζει κά­τω από τη δι­κτα­το­ρία του Πι­νο­σέτ, ο Πά­ρα υπήρ­ξε ένας από τους πρώ­τους ισπα­νό­φω­νους ποι­η­τές που άρ­χι­σε να ασχο­λεί­ται με την πο­λι­τι­κή οι­κο­λο­γία. Το 2011, ο σύγ­χρο­νός του Κάρ­λος Πέ­νια τον ονό­μα­σε «ο δι­κός μας Χάι­ντε­γκερ ή ο δι­κός μας Βιτ­γκεν­στάιν».

Το έρ­γο του Πά­ρα κα­λύ­πτει πά­νω από 75 χρό­νια και πά­νω από 20 ποι­η­τι­κές συλ­λο­γές. Με­τα­ξύ αυ­τών βρί­σκο­νται τα: Αν­θο­λο­γία χω­ρίς όνο­μα (Cancionero sin nombre), Ποι­ή­μα­τα και αντι­ποι­ή­μα­τα (Poemas y antipoemas), Στί­χοι σα­λο­νιού (Versos de salón), Ρω­σι­κά τρα­γού­δια (Canciones rusas), Που­κά­μι­σο ισχύ­ος (La camisa de fuerza), Άλ­λα ποι­ή­μα­τα (Otros poemas), Ψαλ­μοί και κη­ρύγ­μα­τα του Χρι­στού του Έλ­κι (Sermones y précas del Cristo de Elqui) και Νέ­οι ψαλ­μοί του Χρι­στού του Έλ­κι (Nuevos Sermones del Cristo de Elqui).
Τι­μή­θη­κε με πά­μπολ­λα βρα­βεία με­τα­ξύ των οποί­ων και το Βρα­βείο Θερ­βά­ντες (2011). Υπήρ­ξε τρεις φο­ρές υπο­ψή­φιος για το Βρα­βείο Νο­μπέλ Λο­γο­τε­χνί­ας.


Μονόλογος του ατόμου




Εγώ είμαι το Άτομο.
Στην αρχή έζησα σε ένα βράχο
(Εκεί σκάλισα κάποιες φιγούρες).
Μετά έψαξα ένα μέρος καταλληλότερο.

Εγώ είμαι το Άτομο.
Στην αρχή έπρεπε να μου εξασφαλίσω τροφή,
Να ψάξω ψάρια, πουλιά, να ψάξω ξύλα,
(Ήδη με απασχολούσαν και τα άλλα θέματα).
Να ανάψω μια φωτιά,
Ξύλα, ξύλα, πού να βρω λίγα ξύλα,
Τίποτα ξύλα να ανάψω μια φωτιά,

Εγώ είμαι το Άτομο.
Ταυτόχρονα αναρωτήθηκα,
Πήγα σε μια άβυσσο γεμάτη αέρα·
Μου απάντησε μια φωνή:

Εγώ είμαι το Άτομο.

Μετά προσπάθησα να αλλάξω βράχο,
Και εκεί σκάλισα φιγούρες,
Σκάλισα ένα ποτάμι, βουβάλια,
Σκάλισα ένα φίδι,

Εγώ είμαι το Άτομο.
Μα όχι. Βαρέθηκα τα πράγματα που έφτιαχνα,
Η φωτιά με ενοχλούσε,
Ήθελα να δω κι άλλα,

Εγώ είμαι το Άτομο.
Κατηφόρισα σε μια κοιλάδα που άρδευε ένα ποτάμι,
Εκεί απάντησα αυτό που χρειαζόμουν,
Απάντησα ένα λαό άγριο,
Μία φυλή,

Εγώ είμαι το Άτομο.
Είδα ότι εκεί έκαναν κάποια πράγματα ,
Φιγούρες σκάλιζαν στους βράχους, 
Άναβαν φωτιά, και αυτοί άναβαν φωτιά!

Εγώ είμαι το Άτομο.
Με ρώτησαν από πού έρχομαι
Nαι απάντησα, ότι δεν είχα καθορισμένα σχέδια, 
Όχι απάντησα, ότι από δω και μπρος.
Καλώς.
Πήρα τότε ένα κομμάτι πέτρα που βρήκα σ’ ένα ποταμό,
Και άρχισα με εκείνη να δουλεύω,
Άρχισα να τη γυαλίζω
έκανα από εκείνη ένα μέρος της δικής μου ζωής.
Αλλά αυτό κρατάει πολύ.
Έκοψα μερικά δέντρα για να σαλπάρω,
Έψαχνα ψάρια,
Έψαχνα διαφορετικά πράγματα.

Εγώ είμαι το Άτομο.
Μέχρι που άρχισα εκ νέου να βαριέμαι.
Οι θύελλες κουράζουν,
Οι κεραυνοί, οι αστραπές,

Εγώ είμαι το Άτομο.
Καλώς. Έκατσα να σκεφτώ για λίγο,
Ανόητες απορίες μου έρχονταν στο νου.
Ψευτοπροβλήματα.
Άρχισα τότε να περιπλανιέμαι σε κάποια δάση.
έφτασα σ’ ένα δέντρο και σ’ άλλο δέντρο,
Έφτασα σε μια πηγή,
Σε μια χαράδρα όπου κάποιοι αρουραίοι φαίνονταν:
Εδώ σιμώνω εγώ, είπα τότε:
Έχετε δει τριγύρω εδώ μια φυλή,
Ένα άγριο λαό που ανάβει φωτιά;
Και έτσι προς την ανατολή μετακινήθηκα
Συνοδευόμενος από άλλα πλάσματα,
Ή μάλλον μόνος.
Για να δεις πρέπει να πιστέψεις, μου έλεγαν,

Εγώ είμαι το Άτομο.
Σχήματα έβλεπα στη σκοτεινιά,
Σύννεφα ίσως,
Έβλεπα ίσως σύννεφα, έβλεπα αστραπές,
Με όλα τούτα είχαν περάσει πια κάμποσες μέρες,
Εγώ ένιωθα να πεθαίνω·
Επινόησα κάποιες μηχανές,
Κατασκεύασα ρολόγια,
Όπλα, οχήματα,

Εγώ είμαι το Άτομο.
Μετά βίας είχα χρόνο να θάψω τους νεκρούς μου,
Μετά βίας είχα χρόνο για να σπείρω,

Εγώ είμαι το Άτομο.
Χρόνια αργότερα συνέλαβα κάποιες έννοιες,
Κάποιες μορφές οργάνωσης,
Πέρασα τα σύνορα
Και παρέμεινα ακίνητος σε ένα είδος κρύπτης,
Σε μια βάρκα που ταξίδεψε σαράντα μέρες
Σαράντα νύχτες,

Εγώ είμαι το Άτομο.
Ήρθαν μετά μερικές ξηρασίες,
Ήρθαν κάποιοι πόλεμοι,
έγχρωμοι τύποι εισέβαλαν στην κοιλάδα,
μα εγώ έπρεπε να προχωρήσω,
Έπρεπε να παράγω.
Παρήγαγα επιστήμη, ακλόνητες αλήθειες,
Παρήγαγα
Παρήγαγα Ταναγραίες κόρες,
Γέννησα βιβλία χιλιάδων σελίδων,
Μου πρήστηκαν τα μάτια,
Κατασκεύασα ένα φωνογράφο,
Τη ραπτομηχανή,
Άρχισαν να εμφανίζονται τα πρώτα αυτοκίνητα,

Εγώ είμαι το Άτομο.
Κάποιου οι εκκρίσεις ήταν πλανήτες
ήταν δέντρα!
Μα εμένα οι εκκρίσεις μου ήταν εργαλεία...
έπιπλα, είδη γραφείου,

Εγώ είμαι το Άτομο.
Κατασκευάστηκαν και πόλεις
Δρόμοι,
Θεσμοί θρησκευτικοί έφυγαν απ’ τη μόδα,
Έψαχναν μακαριότητα, έψαχναν ευτυχία,

Εγώ είμαι το Άτομο.
Μετά καταπιάστηκα καλύτερα με το να ταξιδεύω
Να εξασκώ, να εξασκώ γλώσσες.
Γλώσσες,

Εγώ είμαι το Άτομο.
Κοίταξα από μια κλειδαρότρυπα
Ναι, κοίταξα, τι λέω, κοίταξα
Για να βγω από την αμφιβολία κοίταξα,
Πίσω από κάποιες κουρτίνες.

Εγώ είμαι το Άτομο.
Καλώς.
Μάλλον είναι καλύτερα να επιστρέψω σε κείνη την κοιλάδα,
Στο βράχο εκείνο που μου χρησίμεψε για εστία,
Και να αρχίσω να ξανασκαλίζω,
Από τα πίσω προς τα μπρος να σκαλίζω
Τον κόσμο απ’ την ανάποδη.
Αλλά όχι: με τη ζωή δε βγάζεις άκρη.

 

αυτόν το μήνα οι εκδότες προτείνουν: