Η έκθεση

Η έκθεση

Παρασκευή 25 Νοεμβρίου

Αγαπητό μου ημερολόγιο,

Χθες στο σχολείο η δασκάλα μάς μοίρασε τις εκθέσεις που είχαμε γράψει την Δευτέρα. Περίμενα πως και πως να έρθει η τελευταία ώρα για να μάθω τον βαθμό μου γιατί είχα κουραστεί πάρα πολύ για να την γράψω τέλεια. Λίγα λεπτά πριν σχολάσουμε, η κυρία Ελένη πέρασε από κάθε θρανίο για να τις μοιράσει κι εγώ, για να περάσει η ώρα όσο περίμενα τη σειρά μου, άρχισα να μουντζουρώνω το εξώφυλλο του τετραδίου μου. Όταν πέρασε επιτέλους κι απ’ το δικό μου θρανίο, άφησε απλώς την έκθεσή μου πάνω στο θρανίο και πήγε να κάτσει στην έδρα. Έψαξα πάνω στο χαρτί να βρω τον βαθμό και μάντεψε! Δεν είχε! Γύρισα μπρος πίσω την κόλλα μου δυο-τρεις φορές για να σιγουρευτώ. Τίποτα. Μόνο υπογραφή. Ούτε βαθμός ούτε παράπονα όπως στις άλλες εκθέσεις μου για τα μικρά γράμματα που κάνω ή τις τελείες που ξεχνάω να βάλω στις προτάσεις. Στεναχωρήθηκα πολύ. Στεναχωρήθηκα τόσο που, να φανταστείς, έσπασα την μύτη του μολυβιού! Τι έκανα λάθος; Ήμουν πολύ περήφανη γι’ αυτή την έκθεση γιατί μόνο αυτή μπόρεσα να γράψω χωρίς να σκίσω το χαρτί από τα πολλά σβησίματα. Είχα ανοίξει και το λεξικό που μου είχε κάνει δώρο η μαμά για να βρω τις ομορφότερες λέξεις. Τι συνέβη; Ήθελα πολύ να σηκώσω το χέρι μου και να ρωτήσω την κυρία γιατί δεν της άρεσε η έκθεση, αλλά με σταμάτησε η Κατερίνα δίπλα μου. Ήθελε όπως πάντα να με ρωτήσει τι βαθμό πήρα. Ευτυχώς που εκείνη την ώρα χτύπησε το κουδούνι και έφυγα σαν σίφουνας μαζί με την έκθεση. Δεν ήθελα να της πω τίποτα γιατί ήταν καλή μαθήτρια και θα με κορόιδευε ή μπορεί και να σταματούσε να κάνει παρέα μαζί μου. Άσε που μπορεί να τα μαρτυρούσε όλα στη μαμά της και μετά η μαμά της θα τα έλεγε όλα στη δική μου. Κάνουν παρέα καμιά φορά όταν συναντιούνται τα μεσημέρια έξω από το σχολείο. Σήμερα όμως ήμουν τυχερή. Η μαμά δεν μπορούσε να έρθει να με πάρει γιατί είχε πολλές δουλειές στο σπίτι κι έτσι γλύτωσα την κατσάδα. Ευτυχώς! Μετά ήρθα στο σπίτι και έκατσα να φάω μαζί με την μαμά μακαρόνια. Όλα πήγαιναν καλά. Δεν ρώτησε τίποτα για την έκθεση. Χάρηκα που το είχε ξεχάσει. Με ρώτησε όταν μασούσα την προτελευταία μου μπουκιά. Αχ γιατί το θυμήθηκε! Όταν της έδειξα το χαρτί το κοίταξε για αρκετά λεπτά σαν να μην το πίστευε και μετά πήρε το πιάτο από μπροστά μου και είπε να σηκωθώ αμέσως από το τραπέζι. Είπε ότι δεν θα φάω γλυκό σήμερα. Θύμωσα πολύ. Έμεινα στο δωμάτιό μου όλη τη μέρα. Πήρα αγκαλιά την κούκλα που είχα βάλει να κάθεται μέσα στην κουζίνα του κουκλόσπιτου για να μείνει κι αυτή μακριά από κέικ και μπισκότα. Όταν νύχτωσε άνοιξα την λάμπα και έκατσα στο γραφείο μου. Σκέφτηκα να διορθώσω μόνη μου την έκθεση αφού η δασκάλα μου δεν ήθελε να το κάνει. Για να βλέπω καλύτερα πήρα τον μεγεθυντικό φακό από το συρτάρι και άρχισα να ψάχνω για λάθη. Οι σειρές του τετραδίου που φαίνονταν μέσα απ’ το γυαλί του φακού μου θύμισαν λίγο πόδια σκαθαριών σαν και αυτά που είχαμε βρει το καλοκαίρι με την φίλη μου τη Λίζα στον κήπο. Είχαμε κλέψει δυο μεγεθυντικούς φακούς κι ένα τσιμπιδάκι από το νεσεσέρ της μαμάς και παίζαμε τους επιστήμονες. Διάβασα όλες τις λέξεις και δεν βρήκα κανένα λάθος. Μετά σκέφτηκα ότι καλό θα ήταν να διαβάσω την έκθεση μου δυνατά και καθαρά σαν ποιηματάκι μπροστά στα παιχνίδια μου. Αν έβρισκα κανένα λάθος θα είχα τότε μάρτυρες όλες τις κούκλες και τα αρκουδάκια μου και θα σταματούσε να ακούγεται για λίγο το στομάχι μου που γουργούριζε. Επίσης σκέφτηκα να αντιγράψω τώρα και την έκθεση στο ημερολόγιο για να μην την χάσω αλλά και για να ξέρουν οι άλλοι αν διαβάσουν το ημερολόγιο ότι δεν έχω κάνει κανένα λάθος. Η έκθεσή μου:

Η οικογένειά μου

Είμαστε μια ευτυχισμένη οικογένεια. Έχω ακούσει τους γείτονες να το λένε συχνά όταν βλέπουν τον μπαμπά μου να δίνει ένα φιλί στη μαμά πριν φύγει για τη δουλειά. Πριν φύγει φοράει πάντα σιδερωμένο πουκάμισο και γυαλισμένα παπούτσια. Ο μπαμπάς θυμώνει πολύ αν δεν βρει κάθε πρωί τα ρούχα του πλυμένα και σιδερωμένα στην κρεμάστρα. Επίσης θυμώνει πολύ όταν δεν παίρνω άριστα σε όλα μου τα μαθήματα. Κι αυτό σημαίνει ότι δεν πρέπει να βγω από το σπίτι και να παίξω με τους φίλους μου αν δεν πάρω άριστα σε όλα. Αλλά όταν βγαίνει έξω είναι πάντα χαμογελαστός κι ευγενικός με όλους.
Η μαμά μου είναι πολύ στοργική. Μας φροντίζει όλους αλλά πιο πολύ απ όλους τον μπαμπά που του πλένει και του σιδερώνει τα ρούχα κάθε μέρα κι έχει έτοιμο το φαγητό πριν γυρίσει. Είναι πάντα όμορφη αν και φοράει συνέχεια φαρδιά και ζεστά ρούχα γιατί λέει πως κρυώνει. Όταν μπαίνει μέσα στο σπίτι μερικές φορές μοιάζει με χταπόδι. Την βλέπω συχνά να απλώνει το ένα της πλοκάμι για να σώσει ένα τηγάνι που καίγεται, με το άλλο πλοκάμι να βάζει μπουγάδα και μ’ ένα άλλο να τρίβει το πάτωμα. Δεν μπορώ όμως να μετρήσω όλα τα πλοκάμια της γιατί στριφογυρίζουν τόσο γρήγορα που στο τέλος ζαλίζομαι. Η μαμά είναι πάντα ήρεμη ή σχεδόν πάντα. Όπως την προηγούμενη Κυριακή το βράδυ για παράδειγμα που ετοίμαζε βραδινό και ο μπαμπάς της είπε ξαφνικά μερικές πολύ άσχημες λέξεις που δεν έπρεπε ποτέ να πω και βρόντηξε την πόρτα. Η μαμά ήταν σιωπηλή. Άκουγα μόνο το μαχαίρι της που έκοβε το μαρούλι τόσο δυνατά που μου θύμισε έναν κύριο που είχα δει κρυφά μια φορά στην τηλεόραση ο οποίος έκοβε πόδια και χέρια με ένα πριόνι. Τελικά έκοψε το δάχτυλό της. Μόλις το καθάρισε κάτω απ' το νερό έσκυψα και το φίλησα για να περάσει όπως κάνει κι εκείνη κάθε φορά που χτυπάω τα γόνατα μου. Μόνο κάτι μελανιές που έχει τελευταία στα μπράτσα της δεν μ’ αφήνει να φιλήσω αλλά ούτε και να τις δω. Η μαμά είναι πολύ ήρεμη. Ίσως γιατί έχει ξανακούσει τέτοιες λέξεις. Όπως κι εγώ που μόλις της ακούσω τρέχω στο δωμάτιο μου και μετά από λίγη ώρα τις ξεχνάω. Ίσως γιατί όλοι πέφτουμε και χτυπάμε συνέχεια τα γόνατα και τους αγκώνες μας και στο τέλος αυτό που μένει μόνο είναι το σημάδι που αφήνει η πληγή.
Ξέχασα να πω ότι ο μπαμπάς και η μαμά έχουν το πιο φωτεινό χαμόγελο στη γειτονιά και είναι το πιο ταιριαστό ζευγάρι. Έχω ακούσει συχνά να το λένε κι αυτό.

Δεν έβγαλα άκρη. Μου φάνηκε «φυσιολογικό» που λέει και η μαμά μου όταν κάτι φαίνεται να λειτουργεί σωστά. Τι δεν πήγε καλά; Ίσως η δασκάλα όταν διάβασε την έκθεση μου να ζήλεψε την ευτυχία μας και να μην ήθελε να την βαθμολογήσει γιατί οι δικοί της γονείς ήταν κακοί. Ποιος ξέρει;

 

αυτόν το μήνα οι εκδότες προτείνουν: