Ιστορίες φίλων

Νίκος

Η οικογένειά μου είχε χρήματα. Έμπορος ήταν ο πατέρας μου. Μεγάλωσα μέσα στα χάδια. Στην τύχη πέρασα στο μαθηματικό. Δεν με ενδιέφερε και τόσο, αν και τα έπαιρνα τα γράμματα και στα μαθηματικά ήμουν καλός. Πήγα στη Θεσσαλονίκη κι έκανα ζωή. Μας έβρισκε το πρωί παίζοντας χαρτιά πίνοντας και καπνίζοντας. Στο τρίτο έτος άρχισα να σκέφτομαι ότι έπρεπε να τελειώσω και τη σχολή κάποτε. Άργησα αρκετά. Χρωστούσα πολλά μαθήματα.
Άκου τώρα μια ιστορία. Στην εξεταστική του Φεβρουαρίου, στο δεύτερο έτος, πίναμε όλη τη νύχτα και παίζαμε. Κατά τις επτά έφυγα για να πάω στο σπίτι να κοιμηθώ. Βγαίνοντας είχε χιονίσει. Ήταν η χρονιά που έριξε πολύ χιόνι. Όλη τη νύχτα χιόνιζε κι εμείς δεν καταλάβαμε τίποτα. Το κρύο με συνέφερε. Με το χιόνι ως το γόνατο, πήγα στη στάση να πάρω το λεωφορείο για το σπίτι. Λεωφορεία όμως δεν είχε. Αν θυμάσαι, κουβαλούσαν τον κόσμο με στρατιωτικά ΡΕΟ. Το σπίτι μου απείχε δύο χιλιόμετρα από εκεί. Δεν είχα κουράγιο να περπατήσω τόσο. Σκέφτηκα να περάσω από το Πανεπιστήμιο που ήταν κοντά μήπως έβρισκα ανοιχτά τα κυλικεία να πιω καφέ και να φάω κάτι. Έφαγα μια τυρόπιτα και ήπια έναν νες ζεστό. Με τόνωσαν. Θυμήθηκα ότι γράφαμε άλγεβρα εκείνη την ημέρα. Πήγα στην αίθουσα από περιέργεια να δω μήπως βρω κανέναν γνωστό να γυρίσουμε παρέα. Δεν είχε πάει κανείς, λόγω καιρού μάλλον. Ο καθηγητής καθόταν μόνος στην έδρα. Με είδε. «Έλα εδώ», μου φώναξε. «Πώς είναι το όνομά σου;» Του είπα. «Ήρθες για το μάθημα;» Ντράπηκα. «Ναι», ψιθύρισα με σκυμμένο το κεφάλι. Έσκυψε τότε κι εκείνος, σπρώχνοντας τα χοντρά γυαλιά του πάνω στη μύτη του και υπογράμμισε το όνομά μου. «Μπορείς να φύγεις». Καλημέρισα πάλι κι έστριψα να φύγω. «Εσύ που έκανες τόσο κόπο και ήρθες μέσα στα χιόνια για να εξεταστείς, θα περάσεις το μάθημα χωρίς εξετάσεις», άκουσα πίσω μου. Γύρισα, ευχαρίστησα κι απομακρύνθηκα σοκαρισμένος. Δεν πίστευα αυτό που μόλις είχε συμβεί. Αν θυμάμαι καλά ήταν το τρίτο μάθημα που πέρασα.

Θανάσης

Τον αγαπούσα και με είχε βοηθήσει πολύ στα φιλολογικά αφιλοκερδώς. Μας δίδασκε «Ιφιγένεια εν Ταύροις» στο Γυμνάσιο. Τυχαία τον έβρισκα στον δρόμο μερικές φορές και τον χαιρετούσα. Τον συνάντησα ξανά στον δρόμο στη Δευτέρα του Λυκείου. Μου πρότεινε να περνάω τα απογεύματα, όποτε μπορούσα, από ένα προποτζίδικο στην αρχή της Ασκληπιού, το οποίο λειτουργούσε ταυτόχρονα και ως βιβλιοπωλείο. Εκεί παράγγελνε καφέ από το διπλανό καφενείο του Κωστίκα και συμπλήρωνε τα δελτία. Έπαιρνε μια θεματογραφία των αρχαίων και με έβαζε δίπλα του να διαβάσω και να μεταφράσω ένα άγνωστο κείμενο. Όταν ήμουν έτοιμος, του έλεγα τη μετάφραση. Το καλοκαίρι με συμβούλεψε να κάνω μόνος μου ένα κείμενο την ημέρα από τη θεματογραφία του Τζουγανάτου. Τον άκουσα και σώθηκα. Έτσι έμαθα αρχαία. Στο φροντιστήριο ελάχιστα πράγματα έμαθα, δεν είχα και τον νου μου μετά τον θάνατο του πατέρα. Μου διόρθωσε και μερικές εκθέσεις. Με βαθμολογούσε αυστηρά, αλλά ακριβοδίκαια. Στην έκθεση δεν τον έλαβα πολύ υπόψη. Μου είχε πάρει το μυαλό ο καθηγητής του σχολείου που με γέμιζε δεκαεννιάρια και νόμιζα ότι ήμουν καλός. Με τον βαθμό των αρχαίων πέρασα στο Πανεπιστήμιο. Στην έκθεση τα πήγα χάλια.
Από συναδέλφους που συνυπηρετούσαμε έμαθα ότι πολλοί τον θαύμαζαν και εξαιτίας του διάλεξαν τη φιλολογία. Τον βρίσκω πια τα καλοκαίρια να περπατάει στην πόλη. Συχνά πιάνουμε κουβέντα όρθιοι ή περπατώ κι εγώ δίπλα του. «Δεν μου αρέσει η φιλολογία», μου εξομολογήθηκε κάποια φορά. «Μα...» ψέλλισα εγώ, αλλά δεν με άφησε να συνεχίσω. «Ήταν δύσκολα εκείνα τα χρόνια. Εγώ λάτρευα την οικονομία και την κοινωνιολογία. Όλα τα βιβλία που διαβάζω έχουν σχέση με αυτά τα αντικείμενα. Ελάχιστα φιλολογικά διάβασα στη ζωή μου. Έπρεπε όμως να σκεφτώ το μέλλον. Η οικονομία και η κοινωνιολογία τα χρόνια εκείνα δεν είχαν μέλλον. Ένα παιδί από χωριό ήμουν. Οι φιλόλογοι διορίζονταν τότε. Και δήλωσα φιλολογία».


Πέτρος

Ψαρεύαμε μαζί. Η γυναίκα του σχεδόν κάθε μέρα του τηλεφωνούσε για να δει πού βρίσκεται. Εκείνος μου έδινε το τηλέφωνο να της μιλήσω για να ησυχάσει. «Με βασανίζει», μου έλεγε. «Ζηλεύει και τον ίσκιο μου».
«Πώς γνωριστήκατε και παντρευτήκατε;» τον ρώτησα, διακόπτοντας την κουραστική σιωπή ένα απόγευμα που τα ψάρια δεν τσιμπούσαν.
«Είχα μια παθιασμένη σχέση με μια φοιτήτρια της ιατρικής. Ήμασταν δυο χρόνια μαζί. Τελείωνα το μεταπτυχιακό και, επειδή άργησα αρκετά να περάσω στη Σχολή και να τελειώσω, αισθάνθηκα ξαφνικά μια πίεση ότι έπρεπε κάποια στιγμή να φτιάξω τη ζωή μου. Ήμουν τριάντα πέντε. Εκείνη όμως είχε μπροστά της χρόνια σπουδών, ειδικότητα, αγροτικό και δεν ήθελε να δεσμευτεί σε κάτι πιο μόνιμο. Τότε γνώρισα τη γυναίκα μου. Κορίτσι από την επαρχία. Μου φάνηκε ότι ήταν και κορίτσι για σπίτι», είπε και κούνησε θλιμμένα το κεφάλι του.


Θωμάς

Γνωριστήκαμε στο Άγιο Όρος. Μας έβαλαν στο ίδιο δωμάτιο. «Από περιέργεια ήρθα», μου είπε. «Δεν είμαι πιστός». Στους εσπερινούς προσπαθούσε να φύγει κρυφά, αλλά τον έβλεπα στο τέλος να μπαίνει στο ναό με τη συνοδεία κάποιου μοναχού που τον «ψάρευε» κάπου έξω. Ένα βράδυ που ξαπλώσαμε νωρίς, αποκαμωμένοι έπειτα από μια τετράωρη πεζοπορία προς μια μονή, τον έπιασε η διάθεση για εξομολόγηση. Μου είπε ότι είχε πρωτοδιοριστεί στην Πάρο. Εκεί έκανε δεσμό με μια δεκαοχτάχρονη από το τεχνικό λύκειο όπου υπηρετούσε. Η μικρή έμεινε έγκυος. Εκείνος όμως ήταν παντρεμένος με τη Ζωή. Η γυναίκα του εργαζόταν στην Αθήνα. «Όταν βυθίστηκε το “Σάμινα“, η γυναίκα μου ήταν επάνω. Ερχόταν να με δει. Τότε μέσα μου ένιωσα μια συντριβή. Για πολλές ώρες δεν ήξερα αν ζούσε ή είχε πνιγεί. Η συντριβή οφειλόταν στο ότι δεν ήξερα στ’ αλήθεια εγώ αν ήθελα να ζήσει ή να πεθάνει. Τελικά επέζησε. Μόλις έφυγε, πήρα τη μικρή κρυφά και έκανε έκτρωση στην Αθήνα. Τώρα με τη Ζωή αποκτήσαμε ένα κοριτσάκι».

 

αυτόν το μήνα οι εκδότες προτείνουν: