Δέκα ποιήματα

Μετάφραση: Βάσω Χρηστάκου
Δέκα ποιήματα
9 ποιήματα από το βιβλίο «Breviario de lo incierto» και ένα εκτός


Μια λέ­ξη

Με το μέ­τω­πο στην άβυσ­σο
χω­ρίς να το ξέ­ρεις.
ΜΑΡΙΑ ΜΕΡΣΕΔΕΣ ΚΑΡΑΝΣΑ*

Μια λέ­ξη σε πή­γε
πιο πέ­ρα απ’ την ψευ­δαί­σθη­ση.
Μό­νο η σιω­πή σε ξα­νά­φε­ρε
στη γλυ­κιά οδύ­νη της πα­ρου­σί­ας σου.
Μια άχρη­στη λέ­ξη που θα μπο­ρού­σε,
σαν σκου­ριά γυ­μνής συλ­λα­βής
σαν ανα­πό­φευ­κτη φω­νή του τί­πο­τα
σαν αξό­δευ­τη απο­τα­μί­ευ­ση της ζω­ής
σαν θλί­ψη κα­κο­μα­θη­μέ­νη και σα­ρω­τι­κή
να ξέ­ρει κα­λύ­τε­ρα από εσέ­να ότι δεν αρ­κεί
μό­νο ο θό­ρυ­βος των στί­χων
για να φτιά­ξεις από τον πα­ρά­δει­σο τον
Πα­ρά­δει­σο,
για­τί για το Ποί­η­μα εί­μα­στε κά­τι λί­γο
πε­ρισ­σό­τε­ρο από ένα οστέι­νο σκά­φος.


Επι­το­μή

Πο­τέ δεν μου αρέ­σει το άμε­σο, με γοη­τεύ­ει μό­νο το πριν από εμέ­να (…), οι αμέ­τρη­τες στιγ­μές όπου εγώ απου­σί­α­ζα: το αγέν­νη­το, εν ολί­γοις
ΣΙΟΡΑΝ


Υπάρ­χει κά­τι πριν από εμέ­να που δεν γνω­ρί­ζω:
Κά­τι βα­θύ που στις ρί­ζες μου αντι­στέ­κε­ται,
κά­τι που αδιά­φο­ρο αγνο­εί τη φύ­ση μου.

Υπάρ­χει κά­τι πριν από εμέ­να που δεν δια­κρί­νω,
κά­τι που το εν­δε­χό­με­νο του θα­νά­του γνω­ρί­ζει
αφού στην άλ­λη όψη της ύπαρ­ξης κρύ­βει το όνο­μά του.

Υπάρ­χει κά­τι πριν από εμέ­να που μου κά­νει κα­κό:
Το αβέ­βαιο∙ δεν εί­ναι και εί­ναι, τι θα εί­χα γί­νει
αν αφό­του γεν­νή­θη­κα δεν με εί­χαν πε­τά­ξει εδώ.

Υπάρ­χει κά­τι πριν από εμέ­να (εί­ναι ένα μυ­στή­ριο):
Οι σκέ­ψεις μου τρέ­χουν σή­με­ρα κό­ντρα στην επο­χή μου
και αγκυ­ρο­βο­λούν σ’ ένα άκρο στο οποίο ο Θε­ός έγρα­ψε.

Μια ατέ­λειω­τη επι­το­μή του αβέ­βαιου
όπου επα­να­λαμ­βά­νε­ται η μνή­μη και η λή­θη
σαν κά­τι τε­ρα­τώ­δες κι άδι­κο που δεν κα­τα­λα­βαί­νω.

Και κα­νείς δεν έχει κα­τα­λά­βει

Τα δέ­ντρα πε­θαί­νουν όρ­θια
πά­νω στη σκιά τους,

και εί­ναι μια σιω­πη­λή λή­θη
η λέ­ξη που δεν λέ­νε

από σε­βα­σμό στους νε­κρούς
που κλαί­νε στις ρί­ζες τους.


Ποί­η­μα αγά­πης

Θα σε κά­νω να βρέ­ξεις
σαν να ήσουν χει­μώ­νας.

Θα κά­νω για σέ­να ένα μι­κρό πα­ρα­μύ­θι
που θα ’χει ει­δι­κές μυ­ρω­διές
σαν αυ­τή των μα­τιών σου το κα­λο­καί­ρι
αν αυ­τή του δέρ­μα­τός σου το με­ση­μέ­ρι.

Θα σε κά­νω να βρέ­ξεις, πε­ρι­στέ­ρι,
περ­νώ­ντας με για θεό:
θα κά­νω να μι­λή­σει το γέ­ρι­κο δέ­ντρο
στο αυ­τί σου, με τη φω­νή του αη­δο­νιού.

Θα σε κά­νω να κλά­ψεις, χει­μώ­να,
χω­ρίς τη γλυ­κύ­τη­τα του κορ­μιού σου κα­τ’ ιδί­αν,
με την ακλό­νη­τη τρυ­φε­ρά­δα της πί­στης σου.

Ίσως κλά­ψω εγώ, αγά­πη…
πά­νω στο στή­θος σου στη μο­να­ξιά
αλ­λά θα σε κά­νω να βρέ­ξεις
μέ­χρι να πλύ­νεις τα χέ­ρια μου, αγά­πη,
σαν το χει­μώ­να.


Πες ποί­η­μα

Τό­τε που υπήρ­χες, υπήρ­χε μια τρύ­πα στον κό­σμο, που έβρι­σκα διαρ­κώς
κα­θώς περ­πα­τού­σα τη μέ­ρα και όταν έπε­φτε η νύ­χτα.
Σε επι­θύ­μη­σα σαν την κό­λα­ση
.

ΕΝΤΝΑ ΒΙΝΣΕΝΤ ΜΙΛΕ**


Πες τους ποί­η­μα πως εί­μαι κου­ρα­σμέ­νος,
πως τα μά­τια μου στρέ­φο­νται σε μια εγκα­τά­λει­ψη
αδι­καιο­λό­γη­τα επι­τρε­πτή.

Πες τους ακό­μα πως φο­βά­μαι,
πως το γρά­ψι­μο εί­ναι λί­γο σαν να πε­θαί­νεις
ακό­μα κι αν κά­θε στί­χος εί­ναι μια ανά­σα.

Πες τους ποί­η­μα πως τα χέ­ρια μου τρέ­μουν,
ότι επα­να­λαμ­βά­νο­μαι την κρί­σι­μη στιγ­μή.

Πες τους πως έχω ένα πα­ρά­λο­γο μί­σος
για την ανα­ζή­τη­ση της από­λυ­της τα­πει­νό­τη­τας.

Πες τους ποί­η­μα πως θα θε­λή­σω να σε σκο­τώ­σω
με την ίδια ιε­ρή απελ­πι­σία
με την οποία σ ου γρά­φω.

Πες τους, σε πα­ρα­κα­λώ, να με ξε­χά­σουν
να με θε­ω­ρή­σουν κομ­μά­τι της αντά­ρας του νε­ρού,
του μα­κρι­νού με­γα­λώ­μα­τος της θαλ­πε­ρής μο­να­ξιάς άλ­λων και­ρών.

Πες τους να με ξε­χά­σουν, σε πα­ρα­κα­λώ…

Μπρος στην τε­ρά­στια πα­ρη­γο­ριά των λό­γων μου
λί­γη σιω­πή θα κα­θα­ρί­σει τις πλη­γές μου.


Hom innis vel Absque

Μα­κά­ρι να μη σε φτά­σει ο αι­μα­τό­βρε­χτος πό­νος μου,
μή­τε το μαύ­ρο μου τρα­γού­δι, μή­τε η γα­λά­ζια αγά­πη μου,
μα­κά­ρι μη σε αγκα­λιά­σει η νε­κρή μου γη
ας μη σβή­σει απ’ τη φω­νή σου ο ήλιος.

Μα­κά­ρι το όρα­μα που στα μά­τια σου λά­μπει
να μπερ­δευ­τεί με τον μά­ταιο θρή­νο του Θε­ού,
μα­κά­ρι να μην ξε­χά­σεις τις ιε­ρές συλ­λα­βές
που συν­θέ­τουν το μυ­στή­ριου του λου­λου­διού.

Μα­κά­ρι να μην γρά­ψεις πο­τέ με τη μου­σι­κή της ψυ­χής
μή­τε με το στι­λέ­το του ρή­μα­τος μή­τε με το κα­θρέ­φτι­σμα του αντίο,
μα­κά­ρι να μην βρει η χα­ρά σου το λι­μά­νι τη γα­λή­νης
μα­κά­ρι να μην πε­θά­νει το άρ­ρω­στο αστέ­ρι στη θλιμ­μέ­νη σου φω­νή.


Kelch (δι­σκο­πό­τη­ρο)

Το μό­νο ποί­η­μα που μας σώ­ζει
εί­ναι το βα­θύ μουρ­μου­ρη­τό της ψυ­χής
που έρ­πει και κεί­τε­ται ανά­με­σα στις μοι­ραί­ες
και σκο­τει­νές κι αν­θρώ­πι­νες στα­γό­νες,
που πέ­φτουν ή ανα­βλύ­ζουν ή αι­μορ­ρα­γούν
από κά­ποιο μι­κρό ση­μείο που τρα­γου­δά­ει
με μια φω­νή πε­ρι­χα­ρή και ήρε­μη
και που ο νους μου
–για πά­ντα έρη­μος–,
συγ­χέ­ει με τ’ όνο­μά σου, αγά­πη:
την πο­λυ­τι­μό­τε­ρη απ’ τις λέ­ξεις μου.


Νο­σταλ­γία

Κρέ­με­ται μια κραυ­γή πά­νω απ’ κε­φά­λι μου.
Κά­τι από εμάς υπάρ­χει μέ­σα της.

Και ωρι­μά­ζει κά­τι πριν απ’ τη λέ­ξη
ένας ζε­στός ήχος που μα­τώ­νει και σκέ­φτε­ται
τη σκλη­ρή πτώ­ση των διά­φα­νων μο­να­ξιών σου.

Κρέ­μα­σε πά­νω στο κε­φά­λι μου τη λευ­κή πλη­γή
της νο­σταλ­γί­ας: Κά­τι από σέ­να υπάρ­χει μέ­σα της.


Θύ­μα

Προ­σπά­θη­σε να κρύ­ψει
το βα­ρύ νό­μι­σμα του αί­μα­τός του,
πα­ρα­δί­νο­ντας την ψυ­χή του
στα πλά­σμα­τα της σκέ­ψης του.

Χω­μά­τι­νοι δρό­μοι, σχο­λι­κές αυ­λές,
μο­να­στή­ρια και νύ­χτες γυ­μνές,
ήταν κα­λό πε­ρι­βάλ­λον για να τον
πα­ντρέ­ψουν με τον θά­να­το.

Οι δο­λο­φό­νοι του μι­λού­σαν μια γλώσ­σα
που κα­κό­μα­θαν σε βι­βλία, σε πλα­τεί­ες,
απο­τε­λειω­μέ­νη με­τά
στη λά­σπη και στο βου­νό.

Τον πυ­ρο­βό­λη­σαν ψά­χνο­ντας το στό­μα του.

Δεν υπήρ­χαν πια λό­για.
Η σπα­σμέ­νη καρ­διά της ύλης δεν αφθο­νού­σε
όπως οι μέ­ρες.
Τον σταυ­ρό που του όφει­λαν τον ξέ­χα­σαν.
Ο τά­φος εί­ναι χα­μέ­νος ανά­με­σα στους
ύμνους της πα­τρί­δας.
Μό­νο η βρο­χή τον επι­σκέ­πτε­ται για να τον
κά­νει να λου­λου­διά­σει.


Μορ­φί­νη

Κά­ποιος κλαί­ει μπρο­στά στην τυ­φλό­τη­τα
και την άδεια καρ­διά των νό­μων.
Το βε­λό­νι της σκέ­ψης
χαϊ­δεύ­ει τη νε­α­νι­κή του καρ­διά.

Τα δά­κρυά του συ­νο­δεύ­ο­νται·
στις μεμ­βρά­νες της νύ­χτας,
από το κε­λάι­δι­σμα μιας κι­θά­ρας:

Το μπρά­τσο εί­ναι φτιαγ­μέ­νο από ψέ­μα­τα,
το σώ­μα και οι χορ­δές δεν
Το σώ­μα και οι χορ­δές δεν εί­ναι άλ­λο
από μια ρωγ­μή στη διαύ­γεια μου.




* Μα­ρία Μερ­σέ­δες Κα­ράν­σα (María Mercedes Carranza, Μπο­γκο­τά 1945-2003). Κο­λομ­βια­νή ποι­ή­τρια και δη­μο­σιο­γρά­φος. Αυ­το­κτό­νη­σε με υπερ­βο­λι­κή δό­ση αντι­κα­τα­θλι­πτι­κών χα­πιών μη μπο­ρώ­ντας να αντέ­ξει την κοι­νω­νι­κή αδι­κία και τον πα­ρα­λο­γι­σμό της χώ­ρας της.
** Έντ­να Βίν­σεντ Μι­λέ (1892-1950). Αμε­ρι­κα­νί­δα λυ­ρι­κή ποι­ή­τρια, θε­α­τρι­κή συγ­γρα­φέ­ας, ακτι­βί­στρια, φε­μι­νί­στρια και η πρώ­τη γυ­ναί­κα που έλα­βε Βρα­βείο Πού­λι­τζερ για την ποί­η­ση. 

 

αυτόν το μήνα οι εκδότες προτείνουν: