Το βάζο στη ντουλάπα

Το βάζο στη ντουλάπα




Στριφογύρισε τη λεκάνη με τη ζύμη τρεις φορές δεξιόστροφα, τρεις φορές αριστερόστροφα και μετά την σταύρωσε. Έκλεισα τα μάτια προσπαθώντας να συγκρατήσω της φωνές που ήθελα να της βάλω.

«Μαμά…», είπα. «Τι στο καλό;»
«Άσε μας μωρέ! Πήγατε στα πανεπιστήμια και τα ξέρετε όλα.»

Ώρες ώρες δεν μπορώ να την καταλάβω. Δώσανε τόσα χρήματα να το τελειώσω το ρημάδι και τώρα το κακολογούν;

«Μάλιστα», είπα. «Και δε μου λες, σε ποιόν άγιο θα αφιερώσουμε τον άρτο σήμερα;»
«Τι λόγια είναι αυτά; Πάντα πρέπει να σταυρώνουμε το φαΐ όταν μαγειρεύουμε.»
«Α, τώρα ξέρω γιατί δεν μου πέτυχε η μπεσαμέλ χθες.»
«Η μπεσαμέλ δεν σου πέτυχε γιατί δεν ξέρεις να μαγειρεύεις. Εγώ στην ηλικία σου μαγείρευα για δυο παιδιά, τον πατέρα σας και την κατάκοιτη μάνα του. Ενώ εσείς…»

Της χάρισα ένα λαμπρό χαμόγελο δείχνοντάς της όλα μου τα δόντια.

«Οκ, καλό μαγείρεμα μανούλα!»

Έβγαλα αργά την τσίχλα από το στόμα μου και την άφησα να πέσει μαλακά πάνω στη ζύμη.
Χρειάστηκε ένα μονάχα χτύπημα του δείκτη στο ξύλινο ρολόι του τοίχου και… αυτό ήταν.

«Αν σ’ έβλεπε η γιαγιά σου τώρα», μούγκρισε όσο κατευθυνόταν προς τη σακούλα σκουπιδιών.

Α, ναι! Η γιαγιά! Σαφέστατα είχε βάλει το χεράκι της ώστε να συνεχιστεί αυτή η παραδοσιακή εκτέλεση συνταγών.

«Εντάξει, πώς κάνεις έτσι; Δεν έπεσε δα και αρουραίος! Απλά πέτα το κομματάκι της ζύμης. Είναι τόσο απλό. Άσε εμένα να το κα…»
«Χάσου από τα μάτια μου!»

Χωρίς αμφιβολία η βρομερή τσίχλα είχε μολύνει ανεπανόρθωτα τον άρτο που είχε ευλογηθεί νωρίτερα με τόση περιποίηση. Εννοείται ότι έφυγα. Δεν ήθελα να την προκαλέσω περισσότερο γιατί σίγουρα θα έτρωγα τη ζύμη μαζί με το γυάλινο μπολ καπέλο. Θα την άφηνα να ηρεμήσει λίγο.
Δεν είχα προλάβει καλά καλά να βγάλω το ένα μου πόδι έξω από το κατώφλι όταν την άκουσα να μουρμουράει θυμωμένη: «Να πάρει η ευχή!» Γύρισα και την είδα να σέρνει μανιασμένα το αριστερό πόδι της στο πάτωμα, σαν να προσπαθούσε να ξεριζώσει το πλακάκι.

«Τι έπαθες; Γιατί χτυπιέσαι έτσι;»
«Το ρημάδι! Δεν ξεκολλάει!»

Όσο την έβλεπα να παλεύει με το πάτωμα, τόσο περισσότερο προσπαθούσα να μην με πιάσουνε τα γέλια.

«Σιγά, μαμά. Δεν είναι κατάρα. Μια τσίχλα είναι».
«Καλά, αντί να γελάς, τρέξε να ζεστάνεις λίγο νερό και να μουλιάσεις μέσα ένα πανί μαζί με μηλόξυδο και σόδα!»
«Τόση φασαρία για μια τσίχλα στο παπούτσι σου;»
«Σαν τι άλλο θα πρότεινες;» είπε σκουπίζοντας τον ιδρώτα με την παλάμη της.
«Οινόπνευμα ίσως ή να βρέξουμε το παπούτσι με το λάστιχο και να το ξύσουμε σε καμιά γωνία;»

Γούρλωσε τα μάτια.

«Δεν είσαι στα καλά σου!»
«Και γιατί όχι;» Τι ρωτάω; Αυτά είναι φυσιολογικά πράγματα.
«Παιδί μου, θα περάσει η υγρασία μες τα θεμέλια και θα πέσει το σπίτι.»

Στο άκουσμα του καταστροφικού συμπεράσματος άρχισα να χάνω την υπομονή μου. Απλώς επαναλάμβανε αυτά που έλεγε τόσα χρόνια η γιαγιά.

«Μαμά, άκουσε με. Είναι αδύνατον να συμβεί αυτό. Αν μη τι άλλο έχω βγάλει και μια σχολή αρχιτεκτονικής και ξέρω τι μου γίνεται σε τέτοια θέματα.»
«Α, ναι; Και τι λέει η αρχιτεκτονική για τις λακουβίτσες που έγιναν απ’ τις πλαστικές καρέκλες που άφηνες για ώρες στο βρεγμένο τσιμέντο και γεμίζουν νερό κάθε φορά που βρέχει; Θέμα χρόνου είναι να πέσει το σπίτι», είπε όσο έψαχνε τριγύρω για ένα πρόχειρο πανί.

Δεν μίλησα. Δεν υπήρχε περίπτωση να κάτσω και να εξηγήσω ότι οι λακουβίτσες που το σχήμα τους ήταν όσο η πατούσα μιας γάτας ήταν τόσο επικίνδυνες όσο οι σταγόνες της βροχής που πέφτουν στο τζάμι. Προτίμησα να αποσυρθώ για λίγο και να κάνω μια μικρή περιήγηση στο σπίτι της γιαγιάς προτού κοιτάξω το επόμενο δρομολόγιο για Θεσσαλονίκη.

Το σπίτι της γιαγιάς είναι το τελευταίο του χωριού, πάνω στην κορυφή μιας τεράστιας ανηφόρας. Θυμάμαι πόσο κουραζόμουν να την ανέβω όταν ήμουν μικρή. «Για όλα πρέπει να κοπιάσεις», έλεγε η γιαγιά όταν με έβλεπε να παραπονιέμαι. Από τότε που πέθανε ερχόμαστε σπάνια. Τα αντικείμενα του σπιτιού, αν και τα βρήκαμε θαμμένα κάτω από τόνους σκόνης, είχαν ακόμα τη θέση τους στο χώρο. Η ξύλινη σκούπα πίσω απ’ την πόρτα, για να διώχνει μάλλον τους ανεπιθύμητους επισκέπτες, οι τσεβρέδες φαρδιοί πλατιοί στους καναπέδες και τα μπιτονάκια νερού στην άκρη του χολ, όπου συνήθιζε να τα αφήνει η γιαγιά για να τα μεταφέρει στην κουζίνα πριν αρχίσει το μαγείρεμα, το ένα πίσω απ’ το άλλο, με το μπροστινό να συμβολίζει πάντα το φρεσκότερο νερό. Αν τους άλλαζες έστω στο ελάχιστο θέση το καταλάβαινε.
Η γιαγιά δεν ήταν καθόλου εύκολος άνθρωπος και της άρεσε να κάνει και την ζωή της δύσκολη. Την θυμάμαι σαν τώρα να ανεβοκατεβαίνει ξυπόλυτη δεκάδες φορές τις σκάλες του σπιτιού κουβαλώντας μαγειρικά σκεύη σε ένα κουζινάκι χωρίς ρεύμα και βρύση και να τα πλένει κάτω απ’ τον ήλιο με έναν κουβά και ένα μπρίκι. Δεν κατάλαβα ποτέ την χρησιμότητα όλων αυτών των κινήσεων. Όπως δεν κατάλαβα τι γύρευε το βάζο της γιαγιάς στην άκρη της ντουλάπας.
Βρισκόμουν στην κρεβατοκάμαρά της. Ένα βάζο από πορσελάνη Βοημίας, δώρο γάμου, στεκόταν απειλητικά πάνω από το κεφάλι μου. Το έπιασα προσεκτικά και πήγα να το βάλω στο κομοδίνο. Δεν πρόλαβα να κάνω βήμα όταν ήρθε αστραπιαία στο νου μου εκείνο το παραμύθι που μου διηγούταν η γιαγιά τα καλοκαίρια και μιλούσε για έναν κόσμο που δεν κρατιέται από νόμους φυσικής, αλλά από την Τάξη ―την αρχαία, άρρητη Τάξη― που κατοικεί στα σπίτια και τα δωμάτια, όπου κάθε αντικείμενο που βρισκόταν στη σωστή θέση κοιμόταν γαλήνια και όποιος δοκίμαζε να του αλλάξει θέση έχανε πρώτα την αίσθηση του χρόνου, μετά το πρόσωπό του στον καθρέφτη και στο τέλος ξεχνιόταν από τους πάντες. Σαν να μην υπήρξε ποτέ.
Το άφησα τελικά εκεί όπου το είχα βρει. Καλύτερα να μην διαταράξω την ισορροπία του σπιτιού. Άνοιξα το συρτάρι που είχα βάλει τα εσώρουχά μου όταν φτάσαμε στο σπίτι. Έπιασα ένα βρακί. Το δίπλωσα με αγανάκτηση. Ήθελα να γυρίσω όσο το δυνατόν γρηγορότερα στην πόλη μου ― εκεί που οι άνθρωποι δεν σταυρώνουν τη ζύμη, δεν φοβούνται το νερό στο θεμέλιο, την αταξία και, κυρίως, δεν γίνονται ένα με το παρκέ αν τολμήσουν να πατήσουν τσίχλα.
Τέλεια γωνία. Το τακτοποίησα μέσα στη βαλίτσα. Έπειτα άλλο ένα. Μόλις δίπλωσα και το τελευταίο έσκυψα πάνω από τη βαλίτσα και κοίταξα τα σωθικά της. Όλα ήταν τακτοποιημένα. Τα πουκάμισα διπλωμένα, τα φούτερ ρολαρισμένα, τα παπούτσια σε σακούλα, και φυσικά τα βρακιά. Τα είχα διπλώσει με εκείνον τον παλιό τρόπο, που περιελάμβανε δίπλωμα προς τα μέσα, μετά φάκελο, μετά μικρό «πακετάκι» που θυμίζει μπακλαβά.
Έκλεισα το φερμουάρ και πήρα μια βαθιά ανάσα. Τηλεφώνησα στο ΚΤΕΛ για να μάθω ποιο ήταν το επόμενο δρομολόγιο. Είχα ακόμη χρόνο για το λεωφορείο. Ένα απαλό, δροσερό αεράκι πέρασε από το ανοιχτό παράθυρο. Χάιδεψε τα μαλλιά μου, ακούμπησε τα μάγουλά μου. Δεν ήταν τίποτα σπουδαίο. Μια ανάσα μόνο. Σχεδόν… ευγενική. Μύριζε λεβάντα. Όχι εκείνη την τεχνητή απ’ τα φακελάκια του σούπερ μάρκετ. Τη λεβάντα της γιαγιάς. Της σπιτικής, που έβαζε μέσα στις ντουλάπες σε πουγκιά από δαντελένιο ύφασμα, ραμμένα στο χέρι.
Χαμογέλασα. Πήγα προς το παράθυρο και τράβηξα λίγο την κουρτίνα. Η θέα δεν είχε αλλάξει. Η ανηφόρα πάντα εκεί, κουραστική και περήφανη, όπως τότε. Το σπίτι σιωπηλό. Η μαμά κάπου κάτω στην κουζίνα, μάλλον ακόμα παλεύει με την τσίχλα στο παπούτσι της. Μπορεί να φύγω το μεσημέρι. Μπορεί και αύριο. Ή μπορεί και να μείνω λίγες μέρες ακόμα. Να φτιάξω ένα ψωμί. Να διπλώσω δυο μαντίλια σωστά. Να ακούσω καλύτερα τον αέρα.

 

αυτόν το μήνα οι εκδότες προτείνουν: