Μια φορά κι έναν καιρό, σε μια λιμνούλα μικρή, ξεχασμένη από τον κόσμο, ζούσε ένα βατραχάκι. Για την ακρίβεια, όχι ακόμα βατραχάκι, καθώς ο Βάλτερ θα λέγαμε ότι ήταν στην προβατραχία. Είχε δηλαδή ακόμη μακριά την ουρά του, όπως όταν ήταν γυρίνος, όμως εδώ και λίγο καιρό είχε βγάλει τα πίσω πόδια του και ετοιμαζόταν να βγάλει και τα μπροστινά. Η ουρά του τον βοηθούσε να κολυμπάει γρήγορα κι έτσι ο Βάλτερ ένιωθε πολύ δυνατός. Επιπλέον, καμάρωνε για τα πόδια του, κι ας ήταν ακόμη μικρά και αδύνατα.
Όμως δε ζούσε μόνος του στη λιμνούλα. Ζούσε με τα πολλά αδέρφια και ξαδέρφια του. Αυτό ακριβώς ήταν που τον δυσκόλευε, εκτός από τις φορές που κάποιο φίδι ή κάποιο πουλί έτρωγε ένα από αυτά, οπότε τότε δεν τον δυσκόλευε καθόλου, γιατί σκεφτόταν ότι στάθηκε τυχερός που το φίδι ή το πουλί βρήκε κάποιον άλλο να φάει και όχι τον ίδιο! Ναι, εννοείται πως τα βατράχια σκέφτονται. Αν θέλετε να ξέρετε, έχουν και συναισθήματα.
Για να καταλάβετε, ο Βάλτερ ένιωθε ένα απροσδιόριστο άγχος για το μέλλον. Μια πίεση. Μια ζήλια για τα μεγαλύτερα βατράχια από αυτόν. Μια ενόχληση, όταν αυτά του έλεγαν ότι είναι μικρός, και καμιά φορά κάθονταν επάνω στην όχθη και του γύριζαν την πλάτη επιδεικτικά, δείχνοντάς του πόσο μεγάλωσαν και δεν έχουν πια καθόλου ουρά. Επίσης, απολάμβανε να κολυμπάει με την ουρά και τα πόδια του, ειδικά όταν τον έβλεπαν οι μικροί γυρίνοι, που φαίνονταν όμως να είναι κάπως πιο σβέλτοι από εκείνον.
Τι κι αν οι γονείς του κι ο παππούς του τον συμβούλευαν να ζει την κάθε του μέρα με χαρά και να μην ασχολείται με τους άλλους! Τι κι αν του εξηγούσαν ότι η ζωή ενός βατράχου είναι γεμάτη από μεταμορφώσεις! Αυτός ένιωθε μπερδεμένος. Δεν άντεχε να νιώθει μικρός. Αλλά δεν ήθελε και να τον αναγκάζουν να δείχνει ότι μεγάλωσε. Αχ, γιατί να έχει τόσο πολλές συγκρούσεις η ζωή ενός βατράχου!
Και τότε, μόλις είχε αρχίσει το καλοκαίρι, συνέβη κάτι πολύ απλό, που όμως τον έβαλε σε σκέψεις. Εκεί που ο Βάλτερ κολυμπούσε νευρικά, συνάντησε πίσω από μια παχιά καλαμιά, για πρώτη φορά στη ζωή του, τη σοφή Ρανέτ. Μέχρι τότε, την είχε ακουστά μονάχα. Ήταν η πιο ηλικιωμένη βατραχίνα της περιοχής, και όλοι τη σέβονταν. Εκείνη θα πρέπει να ενοχλήθηκε που σχεδόν έπεσε πάνω της, διότι ξεκουραζόταν, όμως δεν τον μάλωσε πολύ. Του είπε απλά:
«Γιατί τόση βιασύνη, νεαρέ; Θέλεις να ζήσεις όλη σου την ζωή μέσα σε μια μέρα;», και συνέχισε να αναπαύεται.
Ο Βάλτερ ντράπηκε κάπως, έκανε μια βουτιά και προχώρησε πιο κάτω. Σταμάτησε κοντά στην όχθη, σε ένα σημείο λίγο ερημικό, και άρχισε να επαναλαμβάνει μέσα του αυτές τις λέξεις. Χωρίς να καταλάβει γιατί, έφερε στο μυαλό του αυτό που του είχαν πει οι γονείς του για τη γιαγιά του, πως δηλαδή την είχε φάει για μεζεδάκι μια κουκουβάγια, όταν ήταν ακόμα νέα η καημένη. Τότε σκέφτηκε πως δεν βιαζόταν καθόλου να ζήσει όλη του τη ζωή σε μια μέρα και πως θα προτιμούσε να ζήσει πάρα, μα πάρα πολλές μέρες ακόμα.
Μετά από αυτό, ο Βάλτερ σταμάτησε να δίνει και πολλή σημασία στους μεγαλύτερους βάτραχους και στους μικρότερους γυρίνους. Όπως και να άλλαζε, ήταν αυτός που ήταν. Είχε τη δική του ζωή να ζήσει.