«Φαντάσματα», του Πολ Όστερ: η διαλεκτική του ενός (;)

Ο Paul Auster (1947-2024)
Ο Paul Auster (1947-2024)




Τα Φαντάσματα, του Paul Auster, η δεύτερη νουβέλα (από τις τρεις) τής «Τριλογίας της Νέας Υόρκης», είναι μια τεχνηέντως ψευδο-αστυνομική, ντετεκτιβίστικη ιστορία* (Κώτσιου, 2014̇ Βαϊλάκης, 2022), που ασχολείται περίτεχνα και μεταμοντέρνα, με ποικίλα θέματα όπως η ταυτότητα, το πρόσωπο, ο εαυτός, η φιλοσοφική και αναστοχαστική σκέψη εν γένει και η κατάσταση της γραφής – ως πρακτική εναρμονισμένη με τη (φυσική) ζωή. Τα παιχνίδια, οι πειραματισμοί και οι παρεξηγήσεις της διακειμενικότητας και της μεταμυθοπλασίας, όπως άλλωστε και το ανοικτό τέλος, της ιστορίας, ενισχύουν σε μεγάλο βαθμό την ήδη υπάρχουσα σύγχυση στον αναγνώστη κάνοντάς τον να αναρωτιέται και να διστάζει να πάρει ισχυρές θέσεις και αποφάσεις αναφορικά με τα τεκταινόμενα.
Τα Φαντάσματα δικαιολογούν αυτό που θα μπορούσαμε να ονομάσουμε ως φόβο για το μεταμοντέρνο. Είναι από τα βιβλία εκείνα που, εξαιτίας της ρευστής πλοκής και γραφής τους, σε κάνουν να διστάζεις όχι μόνο να τα εξηγήσεις, αλλά και να αναφερθείς σε αυτά, έστω και περιμετρικά. Όπως και να’ χει όμως θα πάρω το ρίσκο να επιχειρήσω μια περιγραφή.
Η – ελάχιστη – πλοκή της ιστορίας είναι ο ιδιωτικός ντετέκτιβ ονόματι Μπλου, εκπαιδευμένος από τον Μπράουν, που προσλαμβάνεται από έναν μυστηριώδη άνδρα, τον Γουάιτ, για να παρακολουθήσει έναν άλλον άνδρα, τον Μπλακ, χωρίς να παρέχονται σαφείς εξηγήσεις και χωρίς να δίνονται επαρκείς διευκρινήσεις. Ίσως μόνο ότι ο Γουάιτ ζητά από τον Μπλου να του στέλνει σε εβδομαδιαία βάση αναφορές προόδου σχετικά με την υπόθεση. Ο Μπλου βρίσκεται βυθισμένος όλο και περισσότερο στην παρατήρηση της μονότονα επαναλαμβανόμενης ζωής του Μπλακ. Ο τελευταίος περνά ολόκληρη τη μέρα γράφοντας, διαβάζοντας, ψωνίζοντας από τη γειτονιά και πηγαίνοντας καμιά βόλτα. Κυρίως όμως γράφοντας και διαβάζοντας. Ο Μπλου απογοητεύεται και παρά τα σενάρια που φτιάχνει με το μυαλό του, αισθάνεται ότι δεν μπορεί να επιτελέσει το έργο για το οποίο τον προσέλαβαν, ότι εμποδίζεται. Σκέφτεται ότι για να φέρει ες πέρας αυτή την υπόθεση, θα πρέπει να επινοήσει άλλες μεθόδους και τακτικές. Ψάχνει να εντοπίσει κάποιο νόημα στις ενέργειες του Μπλακ, αλλά τίποτα. Σε αυτή την κατάσταση, ο Μπλου αρχίζει να αισθάνεται αποκομμένος από τον εαυτό του, αλλά και από τον πραγματικό κόσμο. Αυτή η συνθήκη απραξίας, μουδιάσματος και ακινησίας, του προκαλεί τάσεις ενδοσκόπησης. Έπειτα από ποικίλα περιστατικά, μεταμφιέσεις και συγκυρίες, ο Μπλου αποφασίζει να διαρρήξει το διαμέρισμα του Μπλακ και να κλέψει τα χειρόγραφά του. Τότε ανακαλύπτει ότι τα πολυπόθητα χαρτιά του Μπλακ ήταν οι εβδομαδιαίες αναφορές που ο ίδιος έστελνε στον Γουάιτ.
Ήδη από την προηγούμενη παρατήρηση, αλλά και από τούτη τη μινιμαλιστική και χαώδη – ανοικτή θα λέγαμε – πλοκή, μπορεί να εξαχθεί – τουλάχιστον ως προς το ύφος, τις ποιότητες και το περιβάλλον – περί τίνος πρόκειται: «Ο Κάφκα ως ντετέκτιβ προσλαμβάνεται από τον Μπάροουζ για να παρακολουθεί τον Μπόρχες». Επιχειρώντας να δικαιολογήσω αυτόν τον εναλλακτικό τίτλο που μόλις πρότεινα, γράφω τα εξής: εκεί που ο αναγνώστης θεωρεί ότι διαβάζει μια ιστορία στην οποία δε φαίνεται να υπάρχει κάποιο κεντρικό θέμα και τίποτα μεγάλο και σημαντικό δε μοιάζει να συμβαίνει, ταυτόχρονα διαισθάνεται ότι όλο το μυθοπλαστικό οικοδόμημα, παρά την αφελή και ανιαρή ίσως όψη – κάτι τέτοιο δεν υιοθετείται από το παρόν κείμενο – κρύβει ένα πιο μεγάλο και πιο βαθύ διακύβευμα. Κατ’ αυτόν τον τρόπο, αυτό που ενδεχομένως να συναρπάζει στα ‘Φαντάσματα’, δεν είναι το γεγονός ότι ο αναγνώστης περιμένει να συναρπαστεί, όπως συνήθως συμβαίνει με την αστυνομική λογοτεχνία, αλλά μάλλον ότι συναρπάζεται από εκεί – και με τρόπους και λόγους – που δεν το περιμένει.
Κάθε σημείο, κάθε τμήμα της ιστορίας είναι κατά μία έννοια μοναδικό, έχει τη δική του ξεχωριστή σημασία, αλλά μόνο για να περιπλέξει τα τεκταινόμενα ακόμη περισσότερο. Ένα πρόβλημα αποκτά ξαφνικά ορατότητα και τότε τα πράγματα αλλάζουν, μπλέκονται μεταξύ τους και δημιουργούν μια ζάλη που συσκοτίζει τις επιλογές και τις προτάσεις, την έλλογη σκέψη και τη φαντασία. Ένα μικρό πρόβλημα οδηγεί σε ένα μεγαλύτερο πρόβλημα και αυτό με τη σειρά του οδηγεί σε ένα ακόμη μεγαλύτερο πρόβλημα και ούτω καθεξής.
Ο συνεχής υπαινικτικός και αινιγματικός λόγος του Auster, δημιουργεί ψυχογνωστικές μεταπτώσεις στον αναγνώστη, θυμίζοντάς του διαρκώς και επίμονα ότι ο συγγραφέας, ως υποψία [(ως φάντασμα (;)], είναι πάντα εκεί, βρίσκεται πάντα εκεί (Μπαρτ, 2022). Αυτή η παρατήρηση έχει κάποια σημασία. Τι εννοώ; Ο σκοτεινός χώρος που δημιουργείται από την εμμεσότητα και τον κρύφιο λόγο του Auster έχει δύο αποδέκτες: ανασφαλειοποιεί όχι μόνο τον αναγνώστη καθιστώντας την αναγνωστική του πράξη (περισσότερο) τρωτή (απ’ ότι εγγενώς είναι), αλλά επηρεάζει και τον ίδιο τον Μπλου, ο οποίος, σαν τον αναγνώστη, ψάχνει στους Μπλακ και Γουάιτ να βρει κάποιο – ελάχιστο – νόημα για να κρατηθεί ώστε να συνεχίσει.

Τα Φαντάσματα μαρτυρούν πραγματικά την παρουσία τους. Διηγούνται αριστοτεχνικά τον πολυκερματισμό των ταυτοτήτων και των ζωών των λογοτεχνικών χαρακτήρων που δρουν μέσα στις σελίδες, διαχέοντάς τον σε ολόκληρη την ιστορία, σε κάθε διάστασή της, με τέτοιο τρόπο που δεν αφήνει ούτε την παραμικρή ευκαιρία για επιβολή στον ορθολογισμό και την επιτήρησή του, αλλά αντίθετα παρατηρούμε την αγαστή συνεργασία μυθοπλασίας και πραγματικότητας (βλ. Βέης, 2014). Κείμενο επιδεκτικό σε πολλαπλές αναγνώσεις και ερμηνείες, το μυθοπλαστικό κατασκεύασμα του Auster μοιάζει με γρίφο που στριφογυρνά ανεξάρτητος και σίγουρα πολύ μακριά από κάθε είδος βεβαιότητας. Ο Auster στήνει έναν μπέρδεμα γύρω από τους ανθρώπους, αναμιγνύει σαν άλλος ζωγράφος τα – κατά κυριολεξία – χρώματα έτσι που δημιουργεί ένα αφαιρετικό αποτέλεσμα, που μπερδεύει τόσο τον ίδιο τον Μπλου, που από επιτηρητής αντιλαμβάνεται σταδιακά ότι είναι επιτηρούμενος, όσο και τον αναγνώστη, που αντιλαμβάνεται με τη σειρά του ένα άγχος, έναν παραλογισμό και μια ανεξήγητη, αλλά αιτιώδη συνάφεια μεταξύ των γεγονότων.
Πιο συγκεκριμένα, στην ιστορία, ο αναγνώστης βλέπει τις έννοιες της ταυτοπροσωπίας και της ετεροπροσωπίας, του ‘εγώ’ και του ‘άλλου’ και εν τέλει της ύπαρξης της ίδιας της ύπαρξης, να θεωρητικοποιούνται – στον ύψιστο βαθμό – και να θέτουν – πότε υπογείως και πότε ευθέως – ερωτήματα γύρω από την παρουσία, την απουσία και την ταυτότητα του υποκειμένου. Ο συγγραφέας, τολμηρός: σπα το αυτονόητο, πολεμά τη δογματική κυριολεξία εντός της οποίας όλοι συμμετέχουμε και αναπαράγουμε και επανανοηματοδοτεί το – ελάχιστο – δεδομένο που αποτελεί το θεμέλιο όχι μονάχα της επικοινωνίας (και της εξασφάλισης αυτής) αλλά και της ίδιας της θεώρησης της ζωής: την ταυτότητα και το ακλόνητο αυτής.
Συνεπώς, δικαίως αναρωτιέται κανείς για τη φύση – στην ουσία – των βασικών χαρακτήρων: ποιοι είναι οι Μπλου, Μπλακ και Γουάιτ; Υπάρχουν όντως τρεις διαφορετικοί άνθρωποι στην ιστορία; Ή μήπως υπάρχουν δύο; Ή ακόμη χειρότερα: μόνο ένας. Μήπως υπήρχε από την αρχή μόνο ένας; Με άλλα λόγια, πρόκειται για έναν λαβύρινθο του εαυτού, μια αντανάκλαση των πτυχών του, ένα ταξίδι/εξερεύνηση στην πολλαπλότητα του ενός (;).
Τι συμβαίνει εδώ; Mε τι έρχομαι αντιμέτωπος; Ο Auster, με προοδευτικό αιφνιδιασμό, διασπά τον Μπλου, αποδιοργανώνει τη ροή του, ταράζει τη συνοχή του. Ρευστοποιεί και κομματιάζει το είναι του συνδέοντας τα κομμάτια του με έναν τρόπο άτακτο και εναλλακτικά λειτουργικό. Αντλώντας από τους Deleuze & Guattari, θα πω ότι στα ‘Φαντάσματα’ παρατηρούμε την υπόθεση των δύο στοχαστών που ανέφερα να επιβεβαιώνεται: η γραφή είναι «γραμμές φυγής» που έχει να κάνει με το «γίγνεσθαι» (Deleuze & Guattari, 2017̇ Ντελέζ & Παρνέ, 2022̇ Ντελέζ, 2024, βλ. επίσης, Κατσιγιάννης, 2024). Και ο Paul Auster φαίνεται να το κατανοεί αυτό και να το χειρίζεται καλά. Όμως, εδώ δεν έχουμε να κάνουμε με το γίγνεσθαι ‘ενός’ με έναν ‘άλλο’ αλλά με το γίγνεσθαι μεταξύ των πτυχών και των μερών του ίδιου εαυτού και συγκεκριμένα του Μπλου. Πρόκειται για έναν μηχανισμό αποσυναρμολόγησης και επανασυναρμολόγησης – χωρίς το αποτέλεσμα να είναι στατικό – των προσώπων και των προσωπείων του Μπλου που χαράζουν πια μία άλλη, διαφορετική προοπτική – κάτι που ίσως μπορεί να εξαχθεί και από τις τελευταίες σκηνές της ιστορίας, ειδικά την τελευταία. Με άλλα λόγια, στα Φαντάσματα, παρακολουθούμε και διαπιστώνουμε την ανατομία μιας υβριδικής ύπαρξης. Εξηγώ τι εννοώ.
Αυτή η εαυτότητα, το κομφούζιο των προσώπων, των ιδιοτήτων, των προθέσεων και των σκοπών, όλα αυτά αναδεικνύουν έναν βαθμό κενότητας, με αφετηρία τον οποίο ξεκινά η εργασία του παραπάνω μηχανισμού. Ο τρόπος που εννοείται η εσωτερική πολλαπλότητα του Μπλου, καθιστά την εξωτερικότητά του απούσα. Ή μάλλον, εκείνο το οποίο παρίσταται από τον Μπλου είναι η απουσία μιας μονοσήμαντης και μονοκατευθυντικά καλλιεργημένης ταυτότητας και η παρουσία μιας υβριδικής ταυτότητας που βρίσκεται πάντα στο ενδιάμεσο, στις σχισμές, στις ρωγμές: όχι εντός του κάδρου αλλά γύρω από αυτό, στα τοιχώματα. Επομένως, δεν πρόκειται ούτε για – ελιτίστικη – ασάφεια ούτε για υπαρξιακή μάχη με τον εαυτό. Δεν είναι μια προσπάθεια λογοτεχνικής ανάδειξης της κυριαρχίας του παράλογου ή/και του άλογου ούτε εκλογίκευσης αυτών, αλλά μόνο η προβολή του γεγονότος ότι ο Μπλου ενσαρκώνει την ανυποταξία στην κατεστημένη και δεσποτική ταυτότητα και η κατασκευή ενός άλλου υβριδικού είδους (εαυτότητας και κόσμου).
Η ρευστοποιητική προσέγγιση της γραφής του Auster αλλά και ολόκληρο το νοηματικό πλέγμα που διαμορφώνει, μηδενοποιεί τα όντα και τα πράγματα, κενοποιεί τον ίδιο τον κόσμο. Ωστόσο, δανειζόμενοι τα λόγια του Blanchot πρέπει να επισημάνουμε ότι δεν έχουμε να κάνουμε εδώ με την ονειροπόληση ενός μηδενισμού πολυτελείας. Η γλώσσα αντιλαμβάνεται ότι οφείλει το νόημά της όχι σ’ αυτό που υπάρχει αλλά στην οπισθοχώρησή της μπροστά στην ύπαρξη, και αναλαμβάνει να προσπαθήσει να κρατηθεί σ’ αυτή την οπισθοχώρηση, να θέλει να κατακτήσει την άρνηση μέσα της και να συναγάγει απ’ το τίποτε το άπαν (2003: 39).

Ποιος και πώς γράφει ένα βιβλίο; Ποιος και πώς διαβάζει ένα βιβλίο; Και ποια η σχέση αυτών των δύο; Οι συγγραφείς είναι φαντάσματα, πληροφορούμαστε από τον Auster αλλά και από την λογοτεχνική μας γνώση και εμπειρία. Οι συγγραφείς στοιχειώνουν ο ένας τον άλλο. Οι συγγραφείς κατασκευάζουν λογοτεχνικούς χαρακτήρες για να υπάρξουν οι ίδιοι, για ν’ ανασάνουν πιο καθαρά και ναι, πιο ρεαλιστικά, αλλά μετά στοιχειώνονται, και καταδιώκονται απ’ αυτούς. Η λογοτεχνία: φαύλος κύκλος. Αλλά ένας φαύλος κύκλος η φαυλότητα του οποίου δεν έχει καμία σχέση με ήττες και νίκες, μόνο με την αναζήτηση και την παραγωγή ρωγμών, που καθιστούν τον συγγραφέα και τον κόσμο (του/μας) – διάτρητα – διαλεκτικό. Οι συγγραφείς, οι πραγματικοί συγγραφείς, ζουν μέσα από – και σε – τους ανθρώπους και τις συνθήκες που πλάθουν αλλά και από – και σε – τα ερεθίσματα και τις καταστάσεις που στάθηκαν είτε ως αφορμή είτε ως αιτία για τη γέννησή τους. Και ο αναγνώστης; Τι ρόλο διαδραματίζει σε όλο αυτό το θέ(α)μα, σε όλο αυτό το παιχνίδι;
Δεν προτίθεμαι φυσικά να δώσω κάποια λύση στο μυστήριο των ‘Φαντασμάτων’. Κάτι τέτοιο θα αποδυνάμωνε βαθιά την κριτική (μου). Άσε που θα τρόμαζε και τον ίδιο τον Auster. Νομίζω ότι αυτή ακριβώς είναι η ουσία: να παραμείνει ο γρίφος ως έχει, ανεπίλυτος (δηλαδή να μην γίνεται αντιληπτός ως δισεπίλυτος), περιπλανώμενος, χαώδης και ανεξάντλητος, αντί να προσπαθούμε να του αποσπάσουμε ομολογία – σαν άλλοι ντετέκτιβ.
Καταληκτικά, προσθέτω τούτο: σ’ ένα βιβλίο, οποιοδήποτε βιβλίο, μπορεί κανείς να διαβάσει τα πάντα – κυριολεκτικά – και να τα υπερπολλαπλασιάσει. Ο Auster φαίνεται να το γνωρίζει αυτό κι έτσι αφήνει το πεδίο ελεύθερο, μη κυριευμένο από την παρουσία του, στον αναγνώστη και την ανάγνωση. Μοιάζει δηλαδή να αποδέχεται το στοίχημα του Barthes (2019) και να θυσιάζεται. Τώρα πια, ο αναγνώστης είναι μόνος και παρακολουθεί τον Μπλου που παρακολουθεί τον Μπλακ. Το δωμάτιο ανοίγει, κλείνει και ξανανοίγει. Αυτό επαναλαμβάνεται αενάως. Και κάπου εκεί, στα ενδιάμεσα πλάνα, είμαστε όλοι ως φαντάσματα.


Β Ι Β Λ Ι Ο Γ Ρ Α Φ Ι Α

Βαϊλάκης, Γ. (2022). «Η τριλογία της Νέας Υόρκης» του Πολ Όστερ αξιοποιεί την αστυνομική ιστορία για να αναδείξει υπαρξιακά θέματα. Popaganda. Ανακτήθηκε 7 Ιουλίου 2025, από: https://popaganda.gr/art/books/vivliografies/i-trilogia-tis-neas-yorkis-toy-pol-oster-axiopoiei-tin-astynomiki-istoria-gia-na-anadeixei-yparxiaka-themata/
Barthes, R. (2019). Εικόνα, Μουσική, Κείμενο (Γ. Σπανός, Μτφρ., Β. Πατσογιάννης, Επιμ.). Πλέθρον.
Βέης, Γ. (2014). H Νέα Υόρκη του Πολ Όστερ. Bookpress. Ανακτήθηκε 7 Ιουλίου 2025, από: https://bookpress.gr/kritikes/xeni-pezografia/4081-auster-paul-metaichmio-i-trilogia-tis-neas-uorkis-gualini-poli-fantasmata-to-kleidomeno-domatio
Blanchot, M. (2003). Η λογοτεχνία και το δικαίωμα στο θάνατο (Ν. Ηλιάδης, Μτφρ.). Αθήνα: Futura.
Deleuze, G. & Guattari, F. (2017). Καπιταλισμός και Σχιζοφρένεια 2. Χίλια Πλατώματα (Β. Πετσογιάννης, Μτφρ.). Πλέθρον.
Κατσιγιάννης, Μ. (2024). Η ποίηση ως άνθρωπος: Μια ντελεζιανή ανάγνωση στο θεωρητικό έργο του Γκρέγκορι Κόρσο. Διάστιχο. Ανακτήθηκε 7 Ιουλίου 2025, από: https://diastixo.gr/arthra/23371-i-piisi-os-anthropos-mia-nteliaziani-anagnosi-sto-theoritiko-ergo-tou-gregori-korso
Κώτσιου, Ν. (2014). H Νέα Υόρκη του Πολ Όστερ. Ο Αναγνώστης. Ανακτήθηκε 7 Ιουλίου 2025, από: https://www.oanagnostis.gr/h-%ce%bd%ce%ad%ce%b1-%cf%85%cf%8c%cf%81%ce%ba%ce%b7-%cf%84%ce%bf%cf%85-%cf%80%ce%bf%ce%bb-%cf%8c%cf%83%cf%84%ce%b5%cf%81/
Μπαρτ, Ρ. (2022). Η απόλαυση του κειμένου (Φ. Χατζιδάκη & Γ. Κρητικός, Μτφρ.). Κέδρος.
Ντελέζ, Ζ (2024). Κριτικά και κλινικά (Χ. Κολύρη, Μτφρ., Γ. Ρήγας, Επιμ.)
Ντελέζ, Ζ. & Παρνέ, Κ. (2022). Διάλογοι (Κ. Β. Μπούντας, Μτφρ., Δ. Τουλάτου, Επιμ.).Εκκρεμές.

______________
* Ο Auster, χειρίζεται την αστυνομική ιστορία ως προκάλυμμα για μια αλλόκοτη και βαθιά φιλοσοφική συζήτηση. Ο συγγραφέας αξιοποιεί το ρόλο και το σχήμα του ντετέκτιβ όχι τόσο – ενδεχομένως και καθόλου – επειδή τον ενδιαφέρει η φυσιογνωμία της εν λόγω ιδιότητας αλλά μάλλον επειδή αντιλαμβάνεται ότι το είδος της τελευταίας εμπεριέχει και περικλείει την αρχετυπική εικόνα των πρακτικών αλλά και των εννοιών της παρακολούθησης, της παρατήρησης, της διασταύρωσης, της ανακάλυψης, της αποκάλυψης και της μεταμφίεσης. Με άλλα λόγια, ο συγγραφέας βλέπει στη φιγούρα του ντετέκτιβ την υποστασιοποίηση του γρίφου, της πλάνης και του ερέβους. Εργαλεία ούτως ή άλλως ιδιαιτέρως προσφιλή στην πειραματική γραφή και λογοτεχνία. Έτσι, ο Auster μεταχειρίζεται τον ντετέκτιβ διαχωρίζοντάς τον από την ουσιαστική του ασχολία και κρατώντας απ’ αυτόν μόνο το γεγονός ότι αποτελεί ένα χρήσιμο και λειτουργικό φόντο, μια ευνοϊκή φόρμα και φόρμουλα, πάνω στην οποία μπορεί – πιο εύλογα και ενδεχομένως πιο εύκολα – να κατασκευάσει ένα μυστηριώδες, απόκοσμο περιβάλλον.

 

αυτόν το μήνα οι εκδότες προτείνουν: