Ερχόμαστε από μια σκοτεινή άβυσσο· καταλήγουμε σε μία σκοτεινή άβυσσο· το μεταξύ φωτεινό διάστημα το λέμε Ζωή. Από την εναρκτήρια φράση του προλόγου του φιλοσοφικού μανιφέστου ―της βάσης γι’ όλο το μετέπειτα έργο― του Καζαντζάκη γίνεται φανερή η επίδραση της φιλοσοφικής σκέψης του Νίτσε. Σ΄ αυτή τη φράση πυκνώνεται η μηδενιστική αντίληψη για τη ζωή με την έννοια του υποβιβασμού κάθε ηθικής βάσης τω υψηλών αξιών και καθιερωμένων αξιακών συστημάτων και διατυπώνεται και παρακάτω στο Δεύτερο χρέος με άλλα λόγια: Ξεκίνησα από ένα σκοτεινό σημείο, τη Μήτρα. Οδεύω σ’ ένα άλλο σκοτεινό σημείο, το Μνήμα.
Ο Καζαντζάκης φαίνεται να απορρίπτει οποιαδήποτε υπερβατική δύναμη, γειώνοντάς την σε ωμό ρεαλισμό υπονοώντας και ελευθερώνοντας χώρο για την υπαρξιακή διερεύνηση του ανθρώπου και την πάλη χωρίς τη συνδρομή κάποιου υπερβατικού παράγοντα. Ο άνθρωπος, για να καταστεί ελεύθερος, πρέπει να επαναπροσδιορίσει τις αξίες του. Η θέληση για δύναμη είναι αυτή που πρέπει να τον διαπνέει, να τον φέρει αντιμέτωπο με την ίδια του την ύπαρξη. Ο άνθρωπος θα πρέπει να έρθει αντιμέτωπος με την τάση για άκριτη και τυφλή υιοθέτηση των καθιερωμένων αξιακών συστημάτων. Ο άνθρωπος έχοντας μια έμφυτη τάση προς εξύψωση υιοθετεί με αφοσίωση αξίες και τις ανάγει σε θεϊκές προσταγές με βάση τις οποίες νοηματοδοτεί τη ζωή του (Νίτσε, 2008: 18)[1], με αποτέλεσμα να αρνείται τη ζωή και την ίδια του την ύπαρξη.
Ο μηδενισμός κατά τον Νίτσε συντελείται σε τρία στάδια. Στο πρώτο επιτυγχάνεται η συνειδητοποίηση ότι δεν υπάρχει ένα νόημα μια ερμηνεία για την πραγματικότητα, άρα οποιαδήποτε προσπάθεια προς αυτή την κατεύθυνση είναι μάταιη, γεγονός που με τη σειρά του οδηγεί στο αίσθημα της ανασφάλειας και της ψυχικής ταραχής (ο.π., 2008:18). Το δεύτερο στάδιο συνδέεται με το τέλος του Θεού, το οποίο ο Νίτσε διακηρύττει εξ΄αρχής, ενώ ο Καζαντζάκης οδηγείται σταδιακά στην αποκήρυξή του. Τόσο ο Νίτσε όσο και ο Καζαντζάκης αποκηρύσσουν την υπο- κείμενη φύση του ανθρώπου απέναντι στις επιταγές του θεϊκού, καθώς από αυτή τη θεώρηση ο Θεός είναι υπερβατική και κυριαρχική δύναμη και μοναδική πηγή αλήθειας. Αυτό έχει ως αποτέλεσμα ο άνθρωπος να αποδυναμώνεται, να ετεροκαθορίζεται. Αυτός ο ετεροκαθορισμός αποδυναμώνει την αυθυπέρβαση και την πορεία προς τον Υπεράνθρωπο (Δόϊκος, 2008:15-20)[2]. Το τρίτο στάδιο του μηδενισμού προκύπτει από τα προηγούμενα δύο και συνίσταται στην απουσία της πίστης για την ύπαρξη ενός μεταφυσικού κόσμου και στην αποδοχή του εγκόσμιου γίγνεσθαι ως τη μοναδική πραγματικότητα.
Ο Καζαντζάκης ονομάζει το χρέος του κάθε ανθρώπου Προετοιμασία και διακρίνει τρία στάδια. Στο πρώτο από αυτά ο άνθρωπος καλείται να καθορίσει τα σύνορα του νου και τα πεδία δράσης του. Στο δεύτερο η ένωση της καρδιάς και του νου όλων των ανθρώπων στη στράτευση του κοινού και υπερανθρώπινου αγώνα. Τελευταίο χρέος είναι η αποδέσμευση από τα υπάρχοντα αξιακά συστήματα, από τον φόβο και ελπίδα, με αποτέλεσμα της απόκτηση της εσωτερικής ελευθερίας[3].
Στο στάδιο της Προετοιμασίας, ο μηδενισμός γίνεται φανερός μέσα από την αποκήρυξη των δεδομένων των αισθήσεων: Όλα τούτα που θωρώ, γρικώ, γεύουμαι, οσφραίνουμαι κι αγγίζω είναι πλάσματα του νου μου, θυμίζοντας παράλληλα και το πλατωνικό σπήλαιο και τους απαίδευτους δεσμώτες που αντιλαμβάνονται τις σκιες, τις αντανακλάσεις των πραγματικών όντων και πραγμάτων με τις αισθήσεις και τις θεωρούν αληθινές. Ο Πλάτωνας απέναντι σ΄ αυτή την καθήλωση και την πνευματική αδράνεια επιτάσσει την πνευματική εγρήγορση και την ανηφορική διαδρομή εξόδου από Σπήλαιο και ενατένισης του πραγματικού κόσμου. Ο Καζαντζάκης αναγνωρίζει μόνο την ανθρώπινη ύπαρξη την οποία ηγεμονεύει ο νους: «Εγώ μονάχα υπάρχω!» φωνάζει ο νους. […] Καμία άλλη εξουσία στο βασίλειό του δεν υπάρχει. Αποδομεί οποιαδήποτε μεταφυσική και μεταβατική αξία: Δεν ξέρω αν πίσω από τα φαινόμενα ζει και σαλεύει μια μυστική, ανώτερη μου ουσία και αποδέχεται ως το εγκόσμιο γίγνεσθαι. Τίποτε δεν υπάρχει! Μήτε ζωή, μήτε θάνατος.
Προϋπόθεση, ώστε να τεθεί σε κίνηση η διαδικασία του μηδενισμού και ο επαναπροσδιορισμός της ζωής, αποτελεί η θέληση για δύναμη η οποία με τη σειρά της προϋποθέτει ελευθερία πνεύματος. Για αυτό στο τέλος του Τρίτου Χρέους γράφει: Ξέρω τώρα. Δεν ελπίζω τίποτα, δε φοβούμαι τίποτα, λυτρώθηκα από το νου και από την καρδιά, ανέβηκα πιο πάνω, είμαι λεύτερος. Αυτό θέλω, Δε θέλω τίποτα άλλο. Ζητούσα ελευτερία. Μια παρόμοια διατύπωση και αναφορά στην ελευθερία συναντάμε και στο Τάδε Έφη Ζαρατούστρα: «Αλλά αυτός τον οποίο μισεί ο λαός είναι ότι ο λύκος για τους σκύλους: είναι το ελεύθερο πνεύμα, ο εχθρός των δεσμών, εκείνος που δε λατρεύει τίποτε, εκείνος που μένει στα δάση» (Νίτσε, 2009: 102)[4] Η ταύτισή τους είναι εμφανής. Υπέρβαση των εμποδίων, υλικών και νοητών, και αναζήτηση της προσωπικής πορείας.
Και οι δύο προτρέπουν στην αποδοχή του της αγωνίας και του κινδύνου. Ο Νίτσε με τον Ζαρατούστρα, προτρέπει τους ανθρώπους να διακινδυνεύσουν, ο κίνδυνος και ο πόνος κρύβουν την αλήθεια και ωθούν την ψυχή να νιώσει ελεύθερη: χτίστε τα σπίτια σας στις άκρες του Βεζούβιου, διακινδυνέψτε (Νίτσε, 2009: 236)[5]. Προς την ίδια κατεύθυνση και ο Καζαντζάκης συμφιλιώνει τον άνθρωπο με τον κίνδυνο: αγάπα τον κίντυνο […] μου αρέσει ο κίντυνος! Αυτός είναι ο δρόμος θα οδηγήσει στη συμφιλίωση και στην αναγνώριση του ανθρώπου με τον προσωπικό του θεό. Το παραπάνω, όπως αναφέρεται και από τον Beaton (2015: 56), φανερώνει την ισχυρή επιρροή της «νιτσεϊκής ιδεολογίας της δύναμης», καθώς κι ο ίδιος ο Καζαντζάκης διατυπώνει στην Ασκητική το δρόμο προς τη λύτρωση πέρα απ’ το καλό και το κακό[6], ταυτίζοντάς τα. Ο Σπόρος και η Μήτρα και οι δύο φωνές ανήκουν στον άνθρωπο, τις χαίρεται και δεν τις αρνιέται. Καλή είναι η ζωή, καλός ο θάνατος…, αν επιθυμεί να λυτρωθεί και να σωθεί.
Η εξεύρεση της προσωπικής πορείας είναι μια διαδικασία που περιλαμβάνει ανάβαση και κατάβαση κατά τον Καζαντζάκη: α)ο ανήφορος, προς τη σύνθεση, προς τη ζωή, προς την αθανασία. β) ο κατήφορος, προς την αποσύνθεση, προς την ύλη, προς τον θάνατο […] Πού πάμε; Μη ρωτάς! Ανέβαινε, κατέβαινε. Μάλιστα, η τελευταία φράση παραπέμπει στην αέναη επανάληψη, στον αιώνιο γυρισμό. Σ΄ αυτές τις φράσεις απηχούνται συνιστώσες της νιτσεϊκής φιλοσοφίας, η οποία ορίζει ως ουσία του ανθρώπου τη θέληση για δύναμη και την αιώνια επιστροφή. Η επίπονη προσπάθεια που περιλαμβάνει στάδια και σκαλοπάτια μέχρι την επίτευξη του στόχου, της αφοβίας, της ελευθερίας, της θέασης του υψηλού. Η αιώνια γέννηση και φθορά (μέσω αυτής της σκέψης αναγόμαστε στον φυσικό φιλόσοφο Ηράκλειτο και στο ρητό του «πάντα ῥεῖ»), την οποία μονάχα ο δυνατός, υπερβατικός τύπος ανθρώπου βιώνει χωρίς να πτοείται απ’ τη ματαιότητα: Είμαι ο θαυματοποιός φακίρης που ακίνητος, καθούμενος στο σταυροδρόμι των αιστήσεων, θεάται τα πλήθη να σαλεύουν και να φωνάζουν στα πολύχρωμα μονοπάτια της ματαιότητας.
Η επίτευξη της αφοβίας, παραπέμπει παράλληλα στην ελληνιστική φιλοσοφία και μάλιστα στους Στωικούς. Η ηδονή για τους στωικούς είναι η βάση για την επίτευξη της ανθρώπινης ευδαιμονίας (Επιστολή προς Μενοικέα, 129). Συνίσταται, βέβαια, σε αντίθεση με την προσέγγιση του Νίτσε και του Καζαντζάκη, στη μετρημένη απόλαυση φυσικών και πνευματικών αγαθών και οδηγεί στην απονία, στη ψυχική γαλήνη. Ο ευδαίμων άνθρωπος έχοντας απαλλαγεί από τον πόνο της ζωής και τον φόβο του θανάτου, παραλληλίζεται με τον θεό.
Στο κεφάλαιο με τίτλο Πορεία γίνεται λόγος για μια Κραυγή, η οποία είναι το κάλεσμα προς τον πνευματικό ανήφορο στο πλαίσιο του ανθρώπινου αγώνα. Την Κραυγή αυτή την ακούει ο δυνατός, ο έτοιμος άνθρωπος, ο άφοβος και συνειδητοποιημένος στην επιταγή του αγώνα. Πρώτο σκαλοπάτι της ανηφορικής πορείας είναι το Εγώ, το οποίο πρέπει να αγαπήσει την ευθύνη και τη δυσκολία: Ποιο δρόμο να πάρεις; Τον πιο κακοτράχαλον ανήφορο. Παράλληλα, πρέπει να είναι συνεχώς ανήσυχος: Να’ σαι ανήσυχος, αφχαρίστητος, απροσάρμοστος πάντα.
Το δεύτερο σκαλοπάτι της ανοδικής πορείας ονομάζεται Ράτσα και συνεκφράζει τη διαγενεακή ολότητα που συγκροτεί τη ράτσα, τους προγόνους: Δεν είσαι ένας. Είσαι ένα σώμα στρατού […] Η ράτσα σου είναι το μεγάλο σώμα, το περασμένο, το τωρινό και το μελλούμενο. Η Κραυγή, δηλαδή, δεν είναι κτήμα του ενός, αλλά συνεκφράζει τις υπαρξιακές αγωνίες όλων των ανθρώπων. Στο στάδιο αυτό ο άνθρωπος έχει τρία χρέη: Το πρώτο σου χρέος, εχτελώντας τη θητεία σου στη ράτσα, είναι να νιώσεις μέσα σου όλους τους προγόνους. Το δεύτερο, να φωτίσεις την ορμή τους και να συνεχίσεις το έργο τους. Το τρίτο σου χρέος, να παραδώσεις στο γιο τη μεγάλη εντολή να σε ξεπεράσει. Η ράτσα και το αίμα των προγόνων ως εικόνα υιοθετείται και από τον Γιώργο Ιωάννου, από το πεζογράφημα «Για ένα φιλότιμο»: Μου 'ρχεται να καμπυλώσω τη ράχη μου για να περάσει χωρίς εμπόδια αυτό το ποτάμι. Της Γονατιστής, όταν περνάει από πάνω μου το βουβό ποτάμι των προγόνων, γονατισμένος πάνω στα καρυδόφυλλα, σκύβω βαθιά στο χώμα, για να μη βγάλουν οι ψυχές εξαιτίας μου τον παραμικρότερο παραπονιάρικο βόμβο. Ο αφηγητής γίνεται δεκτικός στο πέρασμα των προγόνων από μέσα του και στην συνένωση μ’ αυτούς.
Στο επόμενο σκαλοπάτι που αποκαλείται Ανθρωπότητα, η Κραυγή αποτελεί γνώρισμα όλης της ανθρωπότητας, είναι προανθρώπινη φωνή που αναβλύζει από όλη τη γη, από τα φυτά, τα ζώα, τους ανθρώπους και τους Θεούς. Η Κραυγή αυτή συμπίπτει απόλυτα με το κήρυγμα του προφήτη Ζαρατούστρα. Ουσιαστικά, η Κραυγή αποτελεί το κάλεσμα στην υπέρβαση του εαυτού μας και της ύλης, με την προϋπόθεση να έχει προηγηθεί ο μηδενισμός. Την Κραυγή στο νιτσεϊκό έργο τη συναντάμε με τη μορφή της εγγενούς θέλησης για δύναμη, η οποία ωθεί το υποκείμενο στην υπέρβαση του περατού εαυτού και στη σχηματοποίηση και διαμόρφωση του υπερανθρώπου.
Η αποδόμηση του παλαιού θεϊκού συστήματος, νιτσεϊκά ειπωμένη, οδηγεί στη δημιουργία ενός αγωνιστή Θεού, καθώς ο θεός είναι ο αγώνας για τον Καζαντζάκη και τον Νίτσε, μακριά από την αντίληψη του ρυθμιστή και κυριαρχικού Θεού που συντροφεύει τα πλήθη. Όπως σημειώνει σε άλλο έργο του, στην Αναφορά στον Γκρέκο: Δε λευτερώνουμε μονάχα θεό παλεύοντας κι υποτάζοντας τον ορατό γύρω μας κόσμο· δημιουργούμε θεό[7].
Το αφηγηματικό υποκείμενο στον Καζαντζάκη φαίνεται να ενσαρκώνει τα χαρακτηριστικά του Υπερανθρώπου του Νίτσε: Όξω από εμένα δεν υπάρχει τίποτα […] Να ξεπεράσω το νόμο, να συντρίψω τα κορμιά, να νικήσω το θάνατο. Είμαι ο Σπόρος! […] Κρατώ, σκλαβώνω την πνοή, δεν την αφήνω να πετάξει. Μισώ τη φλόγα που ανεβαίνει. Είμαι η Μήτρα! Όπως ο Νίτσε διακήρυττε την αλλαγή της παρούσας συνθήκης και την επιλογή ανάμεσα στην απειρότητα και την περατότητα για την ανάδειξη του Υπερανθρώπου, έτσι και ο Καζαντζάκης καλείται να προετοιμάσει τον άνθρωπο να αποδεχτεί αυτό που είναι «γίνε ό, τι είσαι» κι ό, τι φέρει απ’ τους προγόνους και τη ράτσα του. Ο υπεράνθρωπος λοιπόν του Νίτσε επηρεάζει βαθιά τη σκέψη του κρητικού λογοτέχνη, ο οποίος ταυτίζεται με το ανθρώπινο ον, απελευθερωμένο από την επιρροή του δυναστικού Θεού που προσπαθεί να κατανοήσει τη φύση του και να έλξει το άπειρο που γειώνεται εντός του, εσωτερικά. Η έλξη προκαλεί την ανέγερση προς τα άνω και υπέρβαση του εαυτού μας και ενεργοποίηση του μεγάλου μας εαυτού.

Κατά τη τρίτη δεκαετία του 21ου
αιώνα την οποία διανύουμε τόσο ο Νίτσε και ο διαμεσολαβημένος από τον Καζαντζάκη Νίτσε, όσο και ο ίδιος ο Καζαντζάκης, θα μπορούσαν να λειτουργήσουν ως η εσωτερική κινητροδότρα δύναμη του ανθρώπου να παλέψει και να αγωνιστεί. Ο σύγχρονος άνθρωπος έχοντας ως όπλο την πίστη στις δυνάμεις του, την απόρριψη του φόβου του θανάτου, τη δύναμη να ρίχνεται σε κάθε «μάχη» όσο δύσκολη και να είναι, δικεδικώντας τα δικαιώματα του, απορρίπτοντας κάθε μορφή εκμετάλλευσης και απομύζησης του, μπορεί να καταστεί ελεύθερος. Ελεύθερος από κάθε μορφή χειραγώγησης και επόπτευσης. Ελεύθερος από κάθε δεσμό που τον κρατά γειωμένο και αδρανοποιημένο σε μια παθητική θέση.
Η σύνδεση της παραπάνω φιλοσοφικής σκέψης με το όραμα και τις πολιτικές ιδέες του Λένιν είναι εμφανής και καθίστανται και επίκαιρες ακόμα και σήμερα. Η έννοια της ζωτικής ορμής που πρέπει να χαρακτηρίζει κάθε πράξη και ενέργεια, που κινεί την ιστορία, η οργή και αποφασιστικότητα που ήταν αναγκαίες κατά την περίοδο του μεσοπολέμου και η δύναμη της εμψύχωσης, καθίστανται ως αναγκαιότητες στο σήμερα.
Συχνά, παρατηρείται η στροφή των σύγχρονων ανθρώπων προς την αναζήτηση του εαυτού και την αυτοβελτίωση. Την εύρεση πνευματικών εσωτερικών δυνάμεων, που ―αν ακολουθηθεί η συλλογιστική του νιτσεϊκού Καζαντζάκη― προκύπτουν από την έλξη του απείρου πέρα από τη περατότητά μας. Η τάση αυτή οδηγεί στον Θάνατο του θεού, μόνο μετά τον θάνατό του θα μπορέσουμε να ανυψωθούμε πνευματικά και να ενσαρκώσουμε το παράδειγμα του υπερανθρώπου, να ανατρέψουμε την καθεστηκυία ηθική τάξη των πραγμάτων και να οδηγηθούμε στην ελευθερία.
Η πολυπόθητη διαχρονικά ―από την αρχαιότητα κιόλας― ελευθερία ξεκινά από τον άνθρωπο και καταλήγει στον άνθρωπο. Προϋποθέσεις: η πίστη στη δύναμη του ανθρώπου και η αδιάκοπη και κοπιώδης πνευματική προσπάθεια ―απλά πολέμα και μη ρωτάς το γιατί― στο φωτεινό διάστημα που λέμε Ζωή.