Τον αγκάλιασα σφιχτά με τα δυό μου χέρια. Τότε αισθάνθηκα μια δύναμη σχεδόν υπερφυσική και πήρα μια πολύ σοβαρή απόφαση
Δε σ’ το ’χω εξηγήσει ποτέ αυτό, αλλά δεν είναι τώρα ν’ αρχίσεις να εξηγείς στον κόσμο ότι πού και πού ξερνάς ένα κουνελάκι
Τα μάτια τους μόνο εξέχουν και προς τον ουρανό κοιτάζουν με θλίψη, να διατρέξουν προσπαθώντας τον όγκο του νερού ως την επιφάνεια
Ανέστιοι κι εξαντλημένοι, επιβιώνουμε μέσα στο ικτερικό όνειρο του πραγματικού φωτός μας
Mα τώρα πια / ολομόναχο διαβαίνεις / σε κόσμο ασεβή / και αμνησίθεο
Τις νύχτες, όταν χάνεσαι γυρνάς γεμάτη μυστικά που βγαίνουν απ’ το βλέμμα σου σαν τη βαθιά σοφία μιας μικροσκοπικής θεάς...
Πάντοτε, ωστόσο με το χαμόγελο στα χείλη. Λες και το είχε κεντήσει με ειδική βελονιά
Της είπα να την διασωληνώσουν και η κτηνίατρος γέλασε. «Δεν ταιριάζουν οι μοντέρνες λέξεις σε όλες τις περιπτώσεις», μου απάντησε
Ακόμα πιο σπάνια είδη ψαριών στις φλέβες των κυμάτων
Υποβρύχια αλλόκοτα πλάσματα καθημερινής χρήσης
Στη θέση της καρδιάς μου υπάρχει μια κυψέλη. Στο στήθος μου βουίζουν ακατάπαυστα οι μέλισσες.
Ο πιο καλαίσθητος ελέφαντας εσύ 'σαι, των ποιητών, ο ποιητής ελέφας, κήνσωρ, κι απ’ τη βαρύτιμη καθέδρα σου δικάζεις.