Η γλώσσα και η γλώσσα μου

Η γλώσσα και η γλώσσα μου

Η γλώσσα, ενώ στους άλλους τομείς –από την καθημερινή επικοινωνία μέχρι την επιστήμη και τη φιλοσοφία– υπηρετεί τις ανάγκες και τις ιδέες, στην ποίηση ταξιδεύει, όχι ανέμελα οπωσδήποτε. Ίσα ίσα, λύνει και δένει τις σιωπές, ξανοίγεται σε απέραστες θάλασσες της φαντασίας, περιπλανιέται στις εξωτικές χώρες του ονείρου και του πάθους, αγωνιά στα βαθιά ρεύματα του πόνου και του φόβου, πιάνεται από έρωτες, συναντάει τον θάνατο, περνάει στα θαύματα και στις χαρές.

Και, βέβαια, ο ποιητής –αλλά και ο αναγνώστης ή ο ακροατής– οφείλει να είναι καλά προετοιμασμένος, να έχει στις αποσκευές του όλα τα απαραίτητα που θα τον βοηθήσουν σε αυτό το ξεχωριστό ταξίδι. Ο ποιητής δεν είναι προφήτης, ούτε επιστημονικός αναλυτής. Αισθάνεται μόνο υπεύθυνος φωτός. Χρειάζεται, λοιπόν, τον καθαρό χάρτη της καρδιάς, αγάπη και μνήμη της στιγμής για να τρέφει τις αυταπάτες, βλέμμα-πυξίδα της ελευθερίας και, φυσικά, λέξεις. Όχι πολλές, ούτε λίγες. Όσες και όποιες κάθε φορά τού φτάνουν για να αποτυπώνει τα ίχνη της πορείας του προς τους τόπους των συναισθημάτων, εκεί όπου γεννιέται ο κόσμος και αρχίζει η μοναξιά.

Κάποιοι, ωστόσο, απαράσκευοι και ανυποψίαστοι, ξοδεύουν την ψυχή τους σε ονόματα θαυμαστικά. Κι άλλοι περιφέρουν τον δίσκο της παρηγοριάς τους, επαίτες της αθανασίας.

Όμως, η ποίηση –από τη μεριά της επιθυμίας– και η γλώσσα –από τη μεριά της προθυμίας– χρειάζονται την αλήθεια. Όχι τόσο ως προς την ορθότητα των ιδεών και των διάφορων συστημάτων κοινωνικής, πολιτικής και θρησκευτικής ευταξίας, όσο ως προς την πληρότητα που εξασφαλίζεται από το δίκαιο της φύσης και την πνευματικότητα του ανθρώπου. Κι αυτή η αλήθεια αποκαλύπτεται μέσα από την αρμονία και τον ρυθμό του στίχου, μέσα από την αισθητική ποιότητα των λέξεων, μέσα, εντέλει, από την ειλικρινή τόλμη του ποιητή να αγγίξει τη ρίζα του εαυτού του και των πραγμάτων.

Γι’ αυτό πιστεύω ότι η ποίηση δεν ακολουθεί κανόνες ηθικής που διαχωρίζουν το σωστό από το λάθος. Η ποίηση κυοφορείται ως έμπνευση και εκφράζεται ως γραφή χωρίς ενοχικά σύνδρομα και χωρίς το άγχος της αποδοχής. Η ποίηση δεν έχει ηθικές προθέσεις πειθούς ή διδαχής. Την περιοχή της αρετής ελέγχουν η λογική και η πίστη. Η ποίηση, όπως και κάθε μορφή τέχνης, δεν σκοπεύει στη βελτίωση (ως προ τι άραγε;) αλλά στον πειρασμό της απλότητας και, συνεπώς, της ελευθερίας, που ωθεί τον ποιητή να δημιουργεί και ύστερα να παίζει με τα δημιουργήματά του, ισορροπώντας ανάμεσα στη φθορά του χρόνου και στην αφθαρσία της στιγμής.

Ο ποιητής, με όπλο την περιέργεια και τους μύθους του, βγαίνει στη γλώσσα και μαζεύει τις αιμοφόρες λέξεις που θα τον συντηρήσουν ζωντανό σε ένα σύμπαν που αγνοεί και ταυτόχρονα νοσταλγεί. Έτσι, διατηρεί ακαταπόνητες τις αισθήσεις του απέναντι στα χρώματα, στους ήχους, στα τρυφερά σκοτάδια και στις εκπλήξεις των βλεμμάτων, για να κοινωνεί αδιαλείπτως των κερδισμένων του θανάτων.

Προσωπικά, βιώνω την ποίηση ως αγώνα να κρατήσω τη γλώσσα στις εξοχές της λογικής, υπερβαίνοντας την πραγματικότητα που έχει σωρεύσει μέσα μου η ιστορία ως παρελθόν και παρόν. Αναζητώ έναν λόγο, δηλαδή μια απάντηση στην αμηχανία μου μπροστά στην ομορφιά που απαιτεί πόνο και θυσίες.

Προσπαθώ να αφεθώ στη σαγήνη του κενού, χωρίς να το ξορκίζω, ρίχνοντας μέσα του λουλούδια και πουλιά. Αντίθετα, προκαλώ τον εαυτό μου να ακούει τον αντίλαλο της πλησμονής, δεμένος στην υπόσχεση της μνήμης. Γι’ αυτό θεωρώ ότι κάθε λέξη έχει ένα ερώτημα μέσα της και κάθε ποίημα ψιθυρίζει και μια απορία.

Γράφοντας ποίηση, διεκδικώ το δικαίωμά μου να πάρω από τη γλώσσα αποζημίωση ψυχικής οδύνης και ηδονής. Νιώθω ελεύθερος να ασκώ το καθήκον μου: να διεγείρω έρωτες, «αιώνιους» ή μάταιους, αδιάφορο. Θέλω να ζω, δηλαδή να πάλλομαι στον ρυθμό του κόσμου. Για τούτο εξασκούμαι στις τέσσερις πράξεις της συγκίνησης: διαίρεση, για να διασώζω τη μοναδικότητα˙ αφαίρεση, για να βρίσκω την ουσία˙ πρόσθεση, για να πλουτίζω – από τον Όμηρο στους Προσωκρατικούς και από το δημοτικό τραγούδι στον Σολωμό και στον Ελύτη˙ τέλος, πολλαπλασιασμό, για να προσφέρω τη βαθιά χαρά ή τον καθαρό πόνο της συμμετοχής. Να γιατί μιλώ για έρωτα και για ταξίδι στο Άλλο με τον λόγο. Να γιατί εμπιστεύομαι τη δημοκρατία των συναισθημάτων ή, αλλιώς, την εσωτερική αρμονία, και προσπαθώ να τηρώ το θεμελιώδες άρθρο του Συντάγματος της Αληθείας: Όποιος θέλει να λάμψει, πρώτα καίγεται.

Δεν φοβάμαι, αγαπώ και χαίρομαι στον κόσμο. Άλλωστε, έχω από χρόνια αποκτήσει την ιθαγένεια του νερού. Στον ευλογημένο τόπο της γλώσσας μου αλλού θαμπώνω, αλλού αγιάζω, αλλού πίνομαι και αλλού ποτίζω. Άλλοτε χάνομαι και άλλοτε αναβλύζω. Παρασύρομαι και παρασύρω το ίδιο εύκολα και επίπονα.

Κάπως έτσι, στον ρυθμό του μέσα μου χρόνου, ας τον πω έμπνευση, και μέσα στο σκοτάδι –το απαραίτητο για λάμψεις– βαθαίνω τα χαμένα, αραιώνω τα κερδισμένα και ανακαινίζω τις εποχές. Και τότε, αναπάντεχα, συναντώ τις λέξεις, μετά από δική μου πρόσκληση ή δική τους, δεν ξέρω. Εκείνο που με γοητεύει είναι η συνέπεια στη στιγμή της επιθυμίας μας να μιλήσουμε. Και νιώθω μεγάλη ικανοποίηση, όταν στις λέξεις, με τις πολύχρωμες σημασίες τους και με τα πολύσημα σχήματά τους, καταφέρνω να διαλέγω μύθους εφαρμοστούς στα λάθη και στις αλήθειες.

Το ταξίδι της γλώσσας δεν τελειώνει. Και αυτό είναι η χαρά της ποίησης.



(Διαβάστηκε στη Στοά του Βιβλίου, Αθήνα, 22 Μαρτίου 2011, στο Ποιητικό Βήμα «Γλώσσα και Ποίηση».)

 

αυτόν το μήνα οι εκδότες προτείνουν: