Νούρι αλ Τζαράχ: «Μια βάρκα για τη Λέσβο» & άλλα ποιήματα

Νούρι αλ Τζαράχ: «Μια βάρκα για τη Λέσβο» & άλλα ποιήματα

Μια βάρκα για τη Λέσβο

(Τραγούδι)

Είδα την αστραπή στην ανατολή.
Έλαμψε μόλις για μια στιγμή
και μου φάνηκε παράξενη.
Είδα τον ήλιο στο αίμα της,
βρεγμένο,
τη θάλασσα ταραγμένη,
και το χθες κλεμμένο από τα βιβλία.

Φωνή

Δραπετεύω από το θάνατο στην καρότσα του θανάτου.
Ο ουρανός με εκτοξεύει μακριά με σκισμένα φτερά.
Πέφτω με θόρυβο στο αίμα μου
και
στο δικό της
αίμα.
Καταρρέω
και κερδίζω την απουσία μου.
Και τώρα στη Δαμασκό
έχω δυο φωτογραφίες.
Στη πρώτη,
μια γροθιά σπάει την πόρτα,
αιμορραγεί.
Στην άλλη, ένα ματωμένο μέτωπο
τη βροντοχτυπάει ακόμα.
Ενώ εγώ,
όπως με βλέπω στην εικόνα,
βρίσκομαι στο έδαφος, πρηνής
και κοιτάζω προς το πεπρωμένο μου.

IV. Τέταρτη πλάκα

Περίμενα ένα γράμμα από μια άλλη πόλη.
Περίμενα τον ήλιο να έλθει σε μια επιστολή
και το φεγγάρι σε μιαν άλλη.
Όμως άνθρωποι σκιές, άνθρωποι σκόνη
σκοτείνιασαν τη μέρα σου και σκόρπισαν.
Και τώρα, η δολοφονημένη νύχτα κρύβεται
στο πνιγμένο μας σκοτάδι.
Ο ήλιος και το φεγγάρι,
δυο αδέλφια εξαντλημένα.
Αν ήσουν παιδί του αδύνατου χεριού μου…
Αν ήσουν το νυσταγμένο βλέμμα μου…
Μάτι που βλέπει και δακρύζει…
Μα ήσουν σιωπή ξαπλωμένη στο γρασίδι…
Μυστήριο μιας σύντομης στιγμής.
Η ημέρα σου,
μια μοίρα που ουρλιάζει
«Πεπρωμένο»
Και η ζωή σου
βροχή μέσα στη νύχτα.

Ελληνική Πλάκα

H προειδοποίηση / Το κάλεσμα της Σαπφούς

Σύριοι εξαντλημένοι, εσείς που τρέμετε από το κρύο στις ακτές. Εσείς που περιπλανιέστε, σε όλα τα μήκη και τα πλάτη της γης. Μη γεμίζετε τις τσέπες σας με το χώμα των νεκρών. Εγκαταλείψτε ετούτη τη γη, για να ζήσετε. Πεθάνετε μεταφορικά, όχι αληθινά… Αφήστε τη γλώσσα να σας θάψει στις περιγραφές και στα επίθετα. Μην ξεψυχάτε και μη θάβεστε στο χώμα. Το χώμα δεν έχει μνήμη, παρά μόνο τη σιωπή. Ταξιδέψετε με τις βάρκες προς κάθε κατεύθυνση και κερδίστε τον ορυμαγδό, την οχλαγωγία της ψυχής σας. Μετά την καταιγίδα και τη συντριβή, σηκωθείτε πάνω. Εγερθείτε, σε κάθε γλώσσα, σε κάθε βιβλίο, σε κάθε εποχή, και σε κάθε φαντασία. Εξυψωθείτε παντού και λάμψετε, όπως η αστραπή ανάμεσα στα δέντρα.

Λονδίνο 2015-2016

AΛΛΑ ΠΟΙΗΜΑΤΑ

(Λέσβος 2016)

Κανένα άλογο δεν επέστρεψε από εκείνο το βουνό.
Και κάθε αγόρι που κατάφερε να φτάσει σ’ αυτήν εδώ την κορυφή
Τ’ αρπάζει ο άνεμος, κι απαγάγει την ηχώ του.
Κανένα άλογο και κανένα αγόρι δεν επέστρεψε ποτέ από αυτήν εδώ την κορυφή.

Ένα βουνό στη Λέσβο

Αφήνω το μπλε του ουρανού
να κάνει τον περίπατό του στο λιμάνι,
και σκαρφαλώνω στο βουνό,
με μια σπασμένη βάρκα,
και ένα κλαδί πικροδάφνης.
Φτάνοντας στο κάστρο, ψάχνω
να βρω το δέντρο των ευχών.
Περιφέρομαι
με σχισμένη ικεσία
και κομματιασμένη καρδιά.
Περιπλανιέμαι ακόμα
Σε ποιον μπορώ να ομολογήσω τον πόνο μου
σε ποιον να αφηγηθώ όλα εκείνα που έζησα και είδα;
Τίποτα δεν υπάρχει εδώ
πέρα από σκισμένα αποκόμματα
Σαν τα πουλιά
φτερουγίζουν στον αέρα.
Είναι τα γράμματα που άφησαν πίσω τους
αγόρια και κορίτσια
από τη Συρία.
κατατρεγμένοι Κούρδοι και Γιαζίντι
κι απελπισμένοι Παλαιστίνιοι…
Μουσουλμάνοι, Χριστιανοί και όλοι
εκείνοι που δραπετεύουν από τις φλεγόμενες πόλεις
ή καταβροχθίζονται απ’ την πανώλη.
Βαδίζω ανάμεσα στα συντρίμμια του φωτός
ανάμεσα στα ουρλιαχτά του ανέμου
για να συναντήσω εδώ
τον άνεμο του πεπρωμένου μου.
Στο όνειρο της Δαμασκού
μια επιτύμβια στήλη
υψώνεται στο βουνό
Χαράζω πάνω της
το νεανικό μου όνομα
και μια αιματηρή επιγραφή
«Εδώ οι τέσσερις άνεμοι έθαψαν τον ανατολίτη πρόσφυγα,
πριν από χίλια χρόνια, όταν τον πρόλαβε η πλημμυρίδα».

Φτάνοντας στην Αθήνα

Σύριοι στη σκιά της Ακρόπολης

Δεν υπάρχει αέρας στην Αθήνα,
δεν υπάρχει τίποτα στο δρόμο
πέρα από τις σκιές εκείνων
που κάθονται σ’ ένα καφενείο.
Πίνουν τσάι,
και η Ακρόπολη
προβάλει πίσω από τις πλάτες τους,
χαϊδεύοντας με θλίψη τα ισχνά κορμιά τους…
Άραγε είναι νέοι από τη Συρία,
ή αρχαίοι τυχοδιώκτες που περιμένουν
το καράβι για την Ατλαντίδα;
Νεαροί άνδρες με μικρά σακίδια στην πλάτη
Περιφέρονται εδώ και εκεί
μουρμουρίζοντας
ακατανόητα στα κινητά.
Οι φωνές τους θυμίζουν σπασμένα φτερά.
Είναι νέοι
που φεύγουν για μια μέρα
κι επιστρέφουν την επόμενη.
Στο ίδιο πάντα λιμάνι
κάτω από έναν ήλιο που κατακαίει την άσφαλτο,
και ξεθωριάζει τους χάρτες που κρατούν στα χέρια.
Η θάλασσα στερεύει
βάρκες ανατρέπονται.
Δεν υπάρχει
ίχνος πια από την
Ατλαντίδα στο νερό…
Οι Σύριοι περιμένουν κάτω απ’ τα ερείπια της Ακρόπολης.
Δεν υπάρχει λιμάνι στον Πειραιά,
δεν υπάρχουν πλοία στη Ραβέννα
και τα μάτια, δεν βλέπουν τίποτα από εδώ,
παρά μόνο το νερό που τρέχει προς την άβυσσο της
θάλασσας.
Ο ώμος του Ποσειδώνα έχει λερωθεί με λάσπη
το άψυχο χέρι του, πλοκάμι στα συντρίμμια των σκαφών.
Γύρισε στη Σμύρνη
ή πέθανε εδώ κάτω από τις σκιές της Ακρόπολης
σαν τη γύρη κάτω από τις δάφνες.

Τραγούδια και σονάτες

Αστραπή στο παράθυρο

Σήκω και κοίταξέ με, φίλε μου
Κι ελευθέρωσε την ομορφιά των ματιών σου…
ΣΑΠΦΩ

Ι.

Σήμερα έφτασα στο σπίτι σου.
Η πόρτα ήταν σπασμένη και τα λουλούδια
στον κήπο λυγισμένα από τον άνεμο.
Η βροχή, γερμένη κι αυτή, σημάδεψε
το πρόσωπό μου.
Άραγε είναι το σκοτάδι του σπιτιού
αυτό που βλέπω
ή μήπως το σκοτάδι του ουρανού;
Το ματωμένο μου χαμόγελο,
είναι το πρωινό μου δώρο,
για την παρατεταμένη απουσία σου.

ΙΙ.

Σήμερα επισκέφθηκα το σπίτι σου,
Η πόρτα ήταν κλειστή,
έτσι τουλάχιστον μου φάνηκε.
Αλλά αυτή δεν ήταν η πόρτα.
ήταν το χθες, που σαν φως,
διαπερνούσε τις ρωγμές του μάρμαρου.
Εδώ ήταν το κάθισμά σου,
κι οι μικρές αγαπημένες σου,
που θάφτηκαν κοντά στο σπίτι σου,
Τα ερείπια του γέλιου διαπερνούν
την καρδιά των περαστικών.

III.

Σήμερα επισκέφθηκα το σπίτι σου.
Έσκυψα μαζί με τον αγέρα.
Τα κύματα που έσκαγαν στα βράχια
με ζάλισαν,
και οι σπασμένες αχτίδες του μαρμάρου
τραυμάτισαν το χέρι μου με το βέλος
του δειλινού.
Τι θόρυβος είναι αυτός;
Έρχεται από τα τρομαγμένα κύματα,
τη συντριβή των καραβιών πάνω στους βράχους.
Τα ποδοβολητά και τα φτερουγίσματα
των μουσκεμένων ρούχων.
Τις φωνές των παιδιών που χάθηκαν
στο υγρό βασίλειο του Ποσειδώνα,
τυλιγμένα στα χάχανα της άλγης.
Επισκέπτες,
εσείς που παρασύρεστε απ’ τα κύματα
και φτάνετε ως εδώ, νεκροί ή ζωντανοί.
Ο αφρός βγάζει τη γλώσσα του,
γλείφει το λαιμό του νεκρού αγοριού
που το σιωπηλό κορμί του
πίσω της αφήνει η θάλασσα.
Σαπφώ, υμνήτρια της αγάπης και του έρωτα,
Να, οι μικροί σου Σύριοι αγαπημένοι,
φτάνουν σε σένα σιωπηλοί κι ανάλαφροι,
Η ομορφιά τους είναι η αστραπή που κατοικεί στα
παράθυρα.
Στρώσε για εκείνους το τραπέζι,
και πες τους το ξεκάθαρα,
ότι αυτό είναι το τελευταίο γεύμα τους.

——————————

Βλ. Παύλος Δ. Πέζαρος: «Η περιπέτεια της προσφυγιάς και η ποιητική της έκφραση»


ΒΡΕΙΤΕ ΤΑ ΒΙΒΛΙΑ ΤΗΣ Πέρσας Κουμούτση ΣΤΟΝ ΙΑΝΟ.

ΑΛΛΑ ΚΕΙΜΕΝΑ ΤΟΥ ΣΥΓΓΡΑΦΕΑ
 

αυτόν το μήνα οι εκδότες προτείνουν: