I.D: Αχινός

I.D: Αχινός

(Ένας άντρας στέκει ακίνητος με κλειστά μάτια. Μουρμουρίζει κάτι σαν προσευχή*)

«Πάρε τη μάνα σου – να δώσει λεφτά…! Δεν θα φύγεις ζωντανός από εδώ!»
Είχε έρθει η σειρά μου. Μήνες στο κέντρο κράτησης, το ’χα δει να το κάνουν και σε άλλους πριν.
«Πάρε, πούστη, τη μάνα σου…! Αλλιώς θα σε κάνουμε πουτανάκι να σε γαμάνε να μας τα φέρνεις!»
«Δεν έχω μάνα…» φώναζα.
«Εδώ είναι Συρία καριόλη, δεν περνάνε θεατρινισμοί! Θα σε στείλουμε στη Λιβύη – προτιμάς σκλαβοπάζαρο;»
«Δεν έχω μάνα…»
«Κόψτου τα δάκτυλα του πούστη! Κόψτου τα!»
Είδα το μαχαίρι να αστράφτει.
«Πέθανε. Δε ζει η μάνα μου. Σκοτώθηκε!» είπα.
Λιποθύμησα.
Σκοτάδι. Σαν μαύρο νερό.

(Μουρμουρίζει με κλειστά μάτια)

Η μάνα μου, στο νερό. Παιδί και φοβόμουν. Στην αγκαλιά της σε μια βάρκα. Νύχτα και άνθρωποι να κλαίνε. Κάπου πηγαίναμε. Φεύγαμε. Έκλαιγα εγώ τρομαγμένος από τις φωνές και το μαύρο νερό γύρω μας. Κι εκείνη μου έλεγε ένα παραμύθι για να μη κλαίω.

«Μια φορά κι ένα καιρό, γεννήθηκε ένα παιδί με τόσο μαύρα σκληρά μαλλιά, που η μαία νόμιζε πως ήταν αχινός, και αρνήθηκε να το αφαλοκόψει.
Είπε ο γιατρός να του τα κόψουν, αλλά δεν μπορούσαν. Μάτωναν τα χέρια τους.
Και έτσι η μαία πεισμωμένη δεν τον αφαλόκοψε. Και το άφησαν έτσι με τον ομφάλιο λώρο να κρέμεται σαν αλλόκοτη κλωστή και τα μαλλιά σαν σίδερα. Και η μητέρα τρομαγμένη από τις φωνές είπε :
«Δεν πειράζει, αφήστε τον λώρο να μπορώ να τον δένω όταν φεύγω για δουλειά, μη βγαίνει στο δρόμο και τον σκοτώσουν. Γεννήθηκε σε τόπο θανάτου. Και τα μαλλιά αφήστε τα, αυτά θα είναι η δύναμή του. Θα ζήσει σαν τους αχινούς, που προσέχουμε μην τους πατήσουμε.»

– Εγώ ήμουν το παιδί μαμά; Ρωτούσα.
– Εσύ ήσουν αυτό το παιδί, σε φώναζα από τότε κι εγώ έτσι: Αχινό…
– Κι εσύ ήσουν η μάνα;
– Ναι. Να και η κλωστούλα που την φύλαξα…!
– Και μού ‘δειχνε με το χέρι της την αόρατη κλωστούλα στην κοιλιά μου.
Και γέλαγα εγώ πολύ. Γιατί γαργαλιόμουν. Από την κλωστούλα μάλλον.
Που την ένιωθα να ζωντανεύει μέσα μου. Μετά όλα χάθηκαν…

(Κλείνει τα μάτια, μουρμουρίζει την προσευχή)

Κάτι σώματα είδα να επιπλέουν. Εμένα με κρατούσαν ψηλά κάτι χέρια που δεν ήξερα. Και ένα πλοίο. Που μας έπαιρνε. Φεύγαμε. Σε μια ησυχία που βούιζε. Κι εγώ έδειχνα τα σώματα που έμοιαζαν μπαλόνια φουσκωμένα από μακριά, κι έκλαιγα. Και έψαχνα την κλωστούλα. Μέχρι που κοιμήθηκα.
Και είδα πως κράταγα την κλωστούλα και στην άκρη της ένα μπαλόνι: η μάνα μου!
Και ανέβαινε ψηλά. Στον ουρανό.

(Ψιθυρίζει με κλειστά μάτια την προσευχή*)

Πώς σε λένε; Από πού είσαι; Πού γεννήθηκες;
Όλο με ρωτάνε. Απαντάω. Και γράφουν.
Μετά έρχονται άλλοι και ρωτάνε πάλι.
Πώς σε λένε; Αχινός. Απαντάω. Το γράφουν.
Ηλικία; 22.
Πότε γεννήθηκες; Δεν θυμάμαι…
Χώρα; Θρησκεία; Τους κοιτάω.
Με κοιτάνε.
Κλείνω τα μάτια.
Γράφουν κάτι σημάδια.
Πάνε στον επόμενο.
629 άτομα. Ο ένας πάνω στον άλλον.
Άντρες γυναίκες, παιδιά.
Περιμένουμε.

Ένας πέθανε.
Δεν περίμενε.
Δεν το κατάλαβαν. Νόμιζαν πως κοιμόταν.
Ήρθε κάποιος. Και έσταζε ο ιδρώτας του.
Σαν να έκλαιγε από το σώμα του.
Στάθηκε από πάνω του.
Άρχισε να μιλάει –όπως όταν προσεύχομαι εγώ μέσα μου– μιλούσε:

«Να λοιπόν. Δείτε.
Δείτε αυτό το ακίνητο σάρκινο τσουβάλι.
Να εδώ, η κοιλία όπου όλα συσσωρεύονται.
Εδώ ο αφαλός του ανθρώπου να θυμίζει.
Πως κάποτε αποκόπηκε.
Βίαια.
Εδώ οι πνεύμονες, που μπαινοβγαίνει ο αέρας της ζωής.
Τα στήθη της αγάπης και στο κέντρο
σε χρώμα σκουριάς – οι θηλές,
καρφιά μιας εσταυρωμένης ηδονής
που μόνο στόμα ερωτικό
μπορεί να μετατρέψει σε ζωντανούς στήμονες
να έρχεται η γλώσσα μέλισσα να ρουφά.
Κι εδώ το κέντρο το κρυφό που συσσωρεύεται η ψυχή.
Αυτός ο μικρός σβώλος κρέατος ανάμεσα στα πόδια
Με τη μορφή κάβλας τεντώνεται να υψωθεί
Προς τον μόνο προσιτό ουρανό στον άνθρωπο
Εφαλτήριο της οδύνης προς την ηδονή
Σπασμός θανάτου πλήρης ζωής.
Με πίδακες λευκού σπέρματος, φανερώνει το αόρατο μέσα μας.
Που δεν βλέπουμε…»

Για τον πεθαμένο το είπε. Που δεν περίμενε.
Εγώ έχω μάθει να περιμένω.
Έτσι έζησα.
Όπως ζουν οι αχινοί στον κόσμο.

(Κλείνει τα μάτια και προσεύχεται δυνατά)


To (νέο) Πιστεύω*

Πιστεύω εις κάτι μικρόν, στου ανθρώπου το ανάστημα
Στο ασήμαντο της ζωής, το ορατόν τε και το αόρατον
Εις φως μέλλοντος, εκτυφλωτικόν,
Τα μεγέθη του κόσμου σμικρυνθούν
Θάλασσα δικαιοσύνης κυριαρχήσει επί του μέλλοντος.
Η στιγμή, χρόνος αληθινός του ανθρώπου,
τα ρολόγια του κόσμου εκ νέου συντονίσει.
Ομοούσια του περαστικού της ζωής,
το τίποτα να μας υπενθυμίζουν.
Τον αποανθρωπισμένο τε υπέρ κοινωνίας
και υπερ πολιτισμού ταφέντα άνθρωπο,
Και αναγεννηθέντα την πάσα μέρα,
κατά τας μη Γραφάς.

(ΣΚΟΤΑΔΙ)



*Το «νέο-Πιστεύω», είναι ποιητικό απόσπασμα που γράφτηκε αρχικά για το έργο Κώστας Νούρος: Ξένος δυο φορές (2017)



ΒΡΕΙΤΕ ΤΑ ΒΙΒΛΙΑ ΤΟΥ Τσιμάρα Τζανάτου ΣΤΟΝ ΙΑΝΟ.