Απολλώνιος και Σίλα

———— ≈ ————
Πρό­λο­γος: Αν­δρέ­ας Στάι­κος

———— ≈ ————


Με­ταμ­φιέ­σεις, πα­ρεν­δύ­σεις, αιφ­νί­διες με­τα­στρο­φές της τύ­χης, πα­ρε­ξη­γή­σεις: Τα κύ­ρια συ­στα­τι­κά που «μα­γει­ρεύ­ουν» μια κω­μω­δία και συ­νευ­ρί­σκο­νται (και ενί­ο­τε συ­νω­θού­νται) στο «Απολ­λώ­νιος και Σί­λα», αφή­γη­μα, μέ­ρος μιας ευ­ρεί­ας συλ­λο­γής αφη­γή­σε­ων του Barnaby Riche (1540-1617) με τον τί­τλο Ο Ρί­τσι απο­χαι­ρε­τά το στρα­τιω­τι­κό επάγ­γελ­μα (1581).
Στο πα­ρόν αφή­γη­μα οι πρω­τα­γω­νι­στές κυ­νη­γούν την ευ­τυ­χία του έρω­τα. Αλ­λά ο Έρως, από­λυ­τος εξου­σια­στής, τα­λαι­πω­ρεί, σαρ­κά­ζει, εμπαί­ζει τα θύ­μα­τά του μέ­χρι τε­λι­κής πτώ­σης ή τε­λι­κής επι­βρά­βευ­σης (happy end). Η ζωή των ερω­τευ­μέ­νων (των κα­τά λά­θος, εξαι­τί­ας της πα­ρεν­δύ­σε­ως ερω­τευ­μέ­νων), περ­νά κυ­ριο­λε­κτι­κά από σα­ρά­ντα κύ­μα­τα. Μια επί­πο­νη, συ­νε­χής, δο­κι­μα­σία. Μια πλο­κή - λα­βύ­ριν­θος. Κοι­νώς: χά­νει η μά­να το παι­δί και το παι­δί τη μά­να.
Μέ­σω της με­ταμ­φί­ε­σης και της πα­ρέν­δυ­σης που στο­χεύ­ουν στην πα­ρα­πλά­νη­ση ή στη δο­κι­μα­σία, θε­με­λιώ­θη­κε ένα με­γά­λο μέ­ρος της θε­α­τρι­κής κω­μω­δί­ας. Ο Σαίξ­πηρ μά­λι­στα, ακο­λού­θη­σε πι­στά την πλο­κή και τους χα­ρα­κτή­ρες του "Απολ­λώ­νιος και Σί­λα" στη Δω­δέ­κα­τη Νύ­χτα (1601-1602) του.
Κα­τά το 18° αιώ­να στον Θρί­αμ­βο του Έρω­τα (1732) ο Μα­ρι­βώ ανταλ­λάσ­σει ένα συν­θη­μα­τι­κό νεύ­μα με τον συγ­γρα­φέα του Απολ­λώ­νιος και Σί­λα. Γε­νι­κά η με­ταμ­φί­ε­ση και η πα­ρέν­δυ­ση κυ­ριαρ­χού­σαν στο θέ­α­τρο του 18ου αιώ­να, τό­σο στον Γκολ­ντό­νι όσο και στον πιο εξε­λιγ­μέ­νο Μα­ρι­βώ. Η με­ταμ­φί­ε­ση και η πα­ρέν­δυ­ση ήταν και θα εί­ναι πη­γές έμπνευ­σης για το θέ­α­τρο και κυ­ρί­ως πη­γή έμπνευ­σης για τα αιώ­νια παι­χνί­δια των παι­διών.

ΑΝΔΡΕ­ΑΣ ΣΤΑΪ­ΚΟΣ

Απολλώνιος και Σίλα

Απολλώνιος και Σίλα


———— ΠΡΩ­ΤΟ ΜΕ­ΡΟΣ ————

Δεν υπάρ­χει τέ­κνο που να γεν­νιέ­ται σε αυ­τόν τον κό­σμο που συ­νε­χώς πα­ρα­παί­ει, και πριν ακό­μη δο­κι­μά­σει το γά­λα της μά­νας του, πί­νει μια γε­ρή γου­λιά από το κύ­πελ­λο του σφάλ­μα­τος η οποία μας οδη­γεί, όταν με­γα­λώ­νου­με, σε κα­τα­στά­σεις όχι μο­νά­χα επι­κίν­δυ­νες αλ­λά και μας απο­μα­κρύ­νει από το δί­καιο και τη λο­γι­κή. Οι χει­ρό­τε­ρες πρά­ξεις —στις οποί­ες μας έχει οδη­γή­σει αυ­τή η δη­λη­τη­ριώ­δης μέ­θη— εί­ναι πά­ντο­τε πρά­ξεις αγά­πης· για­τί ο ερω­τευ­μέ­νος εί­ναι τυ­φλός, κι ένας τυ­φλός δεν εί­ναι ικα­νός να ξε­χω­ρί­σει το σω­στό από το λά­θος, το μαύ­ρο από το άσπρο, την αρε­τή απ’ την κα­κία, αλ­λά οδη­γού­με­νος μο­νά­χα από την ερω­τι­κή επι­θυ­μία, συ­γκε­ντρώ­νει όλη του την νε­α­νι­κή ανοη­σία κι απα­ρά­μιλ­λη τόλ­μη προς ένα και μό­νο πρό­σω­πο: το αντι­κεί­με­νο του πό­θου του.
Επο­μέ­νως, ενά­ρε­τες δε­σπο­σύ­νες, αν ευα­ρε­στη­θεί­τε με υπο­μο­νή να ακο­λου­θή­σε­τε την ιστο­ρία που θα σας δι­η­γη­θώ, θα έχε­τε την τύ­χη να γνω­ρί­σε­τε τη Θεά του Σφάλ­μα­τος, την επι­το­μή του λά­θους μέ­σα από τα πά­θη μω­ρών ερα­στών, ενός αν­δρός και δύο γυ­ναι­κών. Στη σο­φή σας κρί­ση ενα­πο­θέ­τω λοι­πόν τα συ­μπε­ρά­σμα­τα των ανό­η­των τε­χνα­σμά­των τους και των ασυλ­λό­γι­στων πρά­ξε­ων τους.  

Τον και­ρό εκεί­νο, η φη­μι­σμέ­νη πό­λη της Κων­στα­ντι­νου­πό­λε­ως ήταν στα χέ­ρια των χρι­στια­νών. Με­τα­ξύ άλ­λων ευ­γε­νών αν­δρών υπήρ­χε ένας αξιό­λο­γος κι εύ­πο­ρος δού­κας ονό­μα­τι Απολ­λώ­νιος, ο οποί­ος, πα­ρά το νε­α­ρό της ηλι­κί­ας του κα­τόρ­θω­σε να αυ­ξή­σει ση­μα­ντι­κά τα υπάρ­χο­ντά του, που ήταν ήδη άφθο­να και πο­λύ­τι­μα. Ενε­πλά­κη, με δι­κά του έξο­δα σε μια μά­χη ενα­ντί­ον των Τούρ­κων, εξο­πλί­ζο­ντας ο ίδιος μια δι­μοι­ρία αν­δρών. Η μία μά­χη έφε­ρε την άλ­λη —έτσι συμ­βαί­νει πά­ντο­τε— με απο­τέ­λε­σμα οι στρα­τιω­τι­κές του επι­χει­ρή­σεις να διαρ­κέ­σουν έναν ολό­κλη­ρο χρό­νο. Μέ­σα σε αυ­τό το χρο­νι­κό διά­στη­μα ο νε­α­ρός δού­κας αντι­με­τώ­πι­σε με σο­φία και σύ­νε­ση όχι μό­νο τα ζη­τή­μα­τα που αφο­ρού­σαν στις μά­χες αλ­λά και όσα αφο­ρού­σαν στους στρα­τιώ­τες του: συ­μπε­ρι­φε­ρό­ταν στους πά­ντες με κα­τα­νό­η­ση και ισό­τη­τα. Έτσι δεν άρ­γη­σαν να δια­δο­θούν ως τα πέ­ρα­τα της Γης οι ικα­νό­τη­τες του ευ­γε­νούς νέ­ου.
Με­τά το πέ­ρας του χρό­νου, ήχη­σε για πρώ­τη φο­ρά η τρο­μπέ­τα — όχι για να δώ­σει το σύν­θη­μα της επί­θε­σης αλ­λά για να δώ­σει το σύν­θη­μα της οπι­σθο­χώ­ρη­σης. Ο Απολ­λώ­νιος συ­γκέ­ντρω­σε τους άν­δρες του και όσα λά­φυ­ρα εί­χε κερ­δί­σει στον πό­λε­μο και χά­ρα­ξε πο­ρεία για την Κων­στα­ντι­νού­πο­λη διό­τι δεν ήθε­λε να θέ­σει σε κίν­δυ­νο τη ζωή των αν­δρών του στα χέ­ρια των αλ­λό­θρη­σκων. Όμως η θά­λασ­σα δί­νει σε κά­ποιους αν­θρώ­πους πλού­τη αμύ­θη­τα ενώ κά­ποιους άλ­λους τους κα­τα­στρέ­φει. Στον Απολ­λώ­νιο έλα­χε το δεύ­τε­ρο: ο στό­λος του έπε­σε στη δί­νη μιας τρο­με­ρής θύ­ελ­λας και κα­τα­στρά­φη­κε ολο­σχε­ρώς. Μο­νά­χα ο Απολ­λώ­νιος μα­ζί με λί­γους συ­ντρό­φους ναυά­γη­σαν στο νη­σί της Κύ­πρου όπου ο Πό­ντος, δού­κας και κυ­βερ­νή­της του νη­σιού, τους υπο­δέ­χθη­κε με τι­μές ενώ επι­σκεύ­α­σε με δι­κά του έξο­δα ένα μέ­ρος του στό­λου που εί­χε εξο­κεί­λει στις ακτές του.

Ο Πό­ντος, ήταν επί πολ­λά χρό­νια κυ­βερ­νή­της αυ­τού του φη­μι­σμέ­νου νη­σιού και εί­χε δυο παι­διά, έναν γιο και μια κό­ρη: ο γιος του ονο­μα­ζό­ταν Σίλ­βιο και η κό­ρη του Σί­λα. Ο Σίλ­βιο τη δε­δο­μέ­νη στιγ­μή βρι­σκό­ταν στην Αφρι­κή και γι’ αυ­τόν θα μι­λή­σου­με αρ­γό­τε­ρα.
Η κό­ρη του, Σί­λα, ήταν μια δε­σπο­σύ­νη απα­ρά­μιλ­λης ομορ­φιάς και μα­ζί με την αρι­στο­κρα­τι­κή της κα­τα­γω­γή ήταν, με δια­φο­ρά, η πιο άξια δε­σπο­σύ­νη της Κύ­πρου. Η Σί­λα, έχο­ντας ακού­σει τις φή­μες για την αβρό­τη­τα και τα κα­τορ­θώ­μα­τα του Απολ­λώ­νιου, θέ­λη­σε να τον γνω­ρί­σει κα­λύ­τε­ρα, πράγ­μα εύ­κο­λο κα­θό­τι ο νε­α­ρός ήταν φι­λο­ξε­νού­με­νος του πα­τέ­ρα της.
Η Σί­λα ερω­τεύ­τη­κε τον Απολ­λώ­νιο και μο­να­δι­κή της χα­ρά ήταν να βρί­σκε­ται κο­ντά του και να απο­λαμ­βά­νει την πα­ρου­σία του. Όμως η θλί­ψη την κυ­ρί­ευε συ­χνά κα­θώς ο νε­α­ρός προσ­δο­κού­σε έναν ού­ριο άνε­μο για να ανα­χω­ρή­σει μα­κριά της προς κά­ποια ξέ­νη χώ­ρα, χω­ρίς να αφή­νει ανοι­χτό το εν­δε­χό­με­νο μελ­λο­ντι­κής τους συ­νά­ντη­σης. Ήθε­λε να βρο­ντο­φω­νά­ξει την αγά­πη της, όμως η ευ­γε­νι­κή της κα­τα­γω­γή της επέ­τρε­πε μο­νά­χα αδιό­ρα­τους υπαι­νιγ­μούς· σαν τα φευ­γα­λέα βλέμ­μα­τα μιας απελ­πι­σμέ­νης αγά­πης που μια σε­μνή υπη­ρέ­τρια επι­τρέ­πει στον εαυ­τό της όταν ο κύ­ριός της εί­ναι πα­ρών.
Όμως ο Απολ­λώ­νιος, προ­ση­λω­μέ­νος κα­θώς ήταν στο κυ­νή­γι των εχθρών του και εξα­σθε­νη­μέ­νος από μια αρ­ρώ­στια στο στο­μά­χι που εμ­φα­νί­στη­κε αμέ­σως με­τά το ναυά­γιο, δεν αντι­λή­φθη­κε τα ανε­παί­σθη­τα δείγ­μα­τα αγά­πης της Σί­λα· άλ­λω­στε η νε­α­ρή ηλι­κία του δεν του επέ­τρε­πε να ανα­γνω­ρί­ζει ακό­μη τα ση­μά­δια του έρω­τα. Το μό­νο που σκε­φτό­ταν ήταν τα μα­ντά­τα από τους στρα­τιώ­τες του οι οποί­οι εί­χαν επι­στρέ­ψει στην Κων­στα­ντι­νού­πο­λη και προ­ε­τοί­μα­ζαν το έδα­φος για την επι­στρο­φή του Απολ­λώ­νιου.
Εν τέ­λει, οι απε­σταλ­μέ­νοι του επέ­στρε­ψαν στην Κύ­προ με ευοί­ω­νες ει­δή­σεις. Έτσι ο Απολ­λώ­νιος, αφού ευ­χα­ρί­στη­σε εγκάρ­δια τον Πό­ντο για τη θερ­μή φι­λο­ξε­νία του, ανα­χώ­ρη­σε· η Σί­λα δεν ήταν εκεί για να τον απο­χαι­ρε­τί­σει κα­θώς εί­χε ήδη σαλ­πά­ρει για την πο­λυ­πό­θη­τη πα­τρί­δα του Απολ­λώ­νιου. Ενά­ρε­τες δε­σπο­σύ­νες, μη θο­ρυ­βεί­σθε. Θα σας εξι­στο­ρή­σω, όπως υπο­σχέ­θη­κα τα πά­ντα, για­τί μο­νά­χα εσείς μπο­ρεί­τε να κα­τα­λά­βε­τε τις πρά­ξεις μιας αθε­ρά­πευ­τα ερω­τευ­μέ­νης γυ­ναί­κας.
Η Σί­λα, βλέ­πο­ντας την αδια­φο­ρία του Απολ­λώ­νιου, μο­λύν­θη­κε ακό­μη πε­ρισ­σό­τε­ρο από το μι­κρό­βιο του έρω­τα, έτσι απο­φά­σι­σε να επι­σπεύ­σει την εκτέ­λε­ση του σχε­δί­ου που μη­χα­νεύ­τη­κε για να κερ­δί­σει την αγά­πη του. Ανά­με­σα στους αμέ­τρη­τους ακο­λού­θους και υπη­ρέ­τες της υπήρ­χε ένας, ονό­μα­τι Πέ­δρο, τον οποί­ον εμπι­στευό­ταν τυ­φλά. Του εκ­μυ­στη­ρεύ­τη­κε λοι­πόν τον έρω­τά της για τον Απολ­λώ­νιο και με δά­κρυα να τρέ­χουν πο­τά­μι από τα μά­τια της τον όρ­κι­σε να την βοη­θή­σει με κά­θε τρό­πο να τα­ξι­δέ­ψει στην Κων­στα­ντι­νού­πο­λη όπου θα μπο­ρού­σε να βρί­σκε­ται κο­ντά στον αγα­πη­μέ­νο της.
Ο Πέ­δρο, πι­στός στην κυ­ρία του μέ­χρι τέ­λους, ορ­κί­στη­κε να τη βοη­θή­σει με οποιο­δή­πο­τε κό­στος. Δεν χρειά­στη­κε να πε­ρι­μέ­νουν πο­λύ και­ρό, όταν μια γα­λέ­ρα με προ­ο­ρι­σμό την Κων­στα­ντι­νού­πο­λη ετοι­μα­ζό­ταν να σαλ­πά­ρει. Ο Πέ­δρο πή­γε στον κα­πε­τά­νιο και τον πα­ρα­κά­λε­σε να πά­ρει μα­ζί του τον ίδιο και τη φτω­χή αδελ­φή του, διό­τι επεί­γου­σες προ­σω­πι­κές υπο­θέ­σεις, τους ανά­γκα­ζαν να τα­ξι­δέ­ψουν στην Κων­στα­ντι­νού­πο­λη. Εκεί­νος δέ­χτη­κε και η Σί­λα ντυ­μέ­νη με την εν­δυ­μα­σία μιας υπη­ρέ­τριάς της, βγή­κε κρυ­φά από το πα­λά­τι και μπή­κε στη γα­λέ­ρα μα­ζί με τον Πέ­δρο, τον οποίο στο εξής απο­κα­λού­σε αδελ­φό.
Οι ετοι­μα­σί­ες για την ανα­χώ­ρη­ση εί­χαν τε­λειώ­σει, ο άνε­μος ήταν ευ­νοϊ­κός κι έτσι το κα­ρά­βι σάλ­πα­ρε αμέ­σως. Πο­λύ σύ­ντο­μα, ο κα­πε­τά­νιος πρό­σε­ξε την απα­ρά­μιλ­λη ομορ­φιά της Σί­λα και νο­μί­ζο­ντας πως εί­ναι μια απλή υπη­ρέ­τρια, την κά­λε­σε στην κα­μπί­να του και της ψι­θύ­ρι­σε απα­λά στο αφτί πως αν ήθε­λε συ­ντρο­φιά στον ύπνο, εκεί­νος θα μοι­ρα­ζό­ταν με­τά χα­ράς το κρε­βά­τι του μα­ζί της. Η Σί­λα δεν του έδω­σε κα­μία απά­ντη­ση και ο κα­πε­τά­νιος ντρο­πια­σμέ­νος από την άρ­νη­σή της και τυ­φλω­μέ­νος από την ομορ­φιά της, τής πρό­τει­νε γά­μο. Από μια απλή υπη­ρέ­τρια, έλε­γε, θα γι­νό­ταν μια αξιό­τι­μη κυ­ρία ενώ ο αδελ­φός της θα δού­λευε στη γα­λέ­ρα σε πε­ρί­ο­πτη θέ­ση.
Μια πραγ­μα­τι­κή υπη­ρέ­τρια θα θε­ω­ρού­σε τον εαυ­τό της τυ­χε­ρό και θα ήταν πα­νευ­τυ­χής αν η μοί­ρα έρι­χνε στο δρό­μο της έναν ερω­τευ­μέ­νο κα­πε­τά­νιο. Η Σί­λα όμως για να τον απο­φύ­γει έσκυ­ψε τα­πει­νά το κε­φά­λι και του εί­πε πως μια υπη­ρέ­τρια δεν ήταν ιδα­νι­κό ταί­ρι για εκεί­νον και πως σύ­ντο­μα θα το με­τά­νιω­νε αλ­λά θα ήταν πο­λύ αρ­γά. Άλ­λω­στε, πρό­σθε­σε, δεν ήταν έτοι­μη ακό­μη για γά­μο.
Τό­τε ο κα­πε­τά­νιος, φα­νε­ρά εκνευ­ρι­σμέ­νος από την υπεκ­φυ­γή μιας υπη­ρέ­τριας εί­πε:
«Αφού εί­μαι τό­σο ανά­ξιος να σε απο­κα­τα­στή­σω με τι­μή, έτσι όπως ται­ριά­ζει σε μια τί­μια γυ­ναί­κα, θα χρη­σι­μο­ποι­ή­σω τη δύ­να­μη της εξου­σί­ας μου: όπως πο­λύ κα­λά γνω­ρί­ζεις, εί­μαι ο κα­πε­τά­νιος αυ­τής της γα­λέ­ρας και κα­τά συ­νέ­πεια οι δια­τα­γές μου εί­ναι νό­μος. Έτσι, έχω το δι­καί­ω­μα να σε κά­νω δι­κή μου, όπο­τε και όπως μου αρέ­σει. Θα σε κρα­τή­σω εδώ, ολο­δι­κή μου και κα­νείς, ού­τε καν ο αδελ­φός σου δε θα μπο­ρεί να σε υπε­ρα­σπι­στεί όσο θα βρί­σκε­σαι πά­νω σ’ αυ­τό το πλε­ού­με­νο».  
Η Σί­λα προ­τι­μού­σε να σκο­τω­θεί πα­ρά να επι­τρέ­ψει σε έναν άξε­στο να την κα­κο­ποι­ή­σει. Για την ώρα, του έγνε­ψε κα­τα­φα­τι­κά και συμ­φώ­νη­σε να του δο­θεί τη νύ­χτα χω­ρίς να φέ­ρει την πα­ρα­μι­κρή αντί­στα­ση. Ο κα­πε­τά­νιος, πι­στεύ­ο­ντας πως εί­χε σχε­δόν πε­τύ­χει το σκο­πό του, βγή­κε από την κα­μπί­να αφή­νο­ντας την μό­νη. Μό­λις εκεί­νος έφυ­γε, η Σί­λα τρά­βη­ξε το μα­χαί­ρι της με σκο­πό να το καρ­φώ­σει στην καρ­διά της. Γο­νά­τι­σε και προ­σευ­χή­θη­κε στο Θεό να δει­χθεί την ψυ­χή της ως αντάλ­λαγ­μα για τις ανοη­σί­ες που ένας έρω­τας την ώθη­σε να πρά­ξει. Κι ενώ με μια μα­κρο­σκε­λή προ­σευ­χή ζη­τού­σε άφε­ση αμαρ­τιών, ξέ­σπα­σε μια τρο­με­ρή κα­ται­γί­δα που όμοιά της δεν εί­χε ξα­να­δεί αν­θρώ­που μά­τι.
Η θε­ο­μη­νία συ­νε­χί­στη­κε όλη την ημέ­ρα και τη νύ­χτα δυ­νά­μω­σε ακό­μη πε­ρισ­σό­τε­ρο. Τό­τε, μέ­σα στο σκο­τά­δι, η γα­λέ­ρα έπε­σε πά­νω σε μια από­κρη­μνη νη­σί­δα και έγι­νε κομ­μά­τια. Οι πε­ρισ­σό­τε­ροι άν­δρες πνί­γη­καν, ανά­με­σα σε αυ­τούς και ο Πέ­δρο· όμως η Σί­λα η οποία βρι­σκό­ταν όπως εί­πα­με στην κα­μπί­να του κα­πε­τά­νιου, πιά­στη­κε γε­ρά από ένα ξύ­λι­νο σε­ντού­κι και σώ­θη­κε. Οι προ­σευ­χές της ει­σα­κού­σθη­καν και με την πρό­νοια του Θε­ού έφτα­σε στην ακτή. Όταν συ­νήλ­θε δεν βρή­κε κα­νέ­να άλ­λο σώ­μα στην ακτή και συ­νει­δη­το­ποιώ­ντας ότι ο Πέ­δρο εί­χε χα­θεί, έκλα­ψε πι­κρά για τις ατυ­χί­ες της. Σύ­ντο­μα όμως πα­ρη­γο­ρή­θη­κε από τη σκέ­ψη του Απολ­λώ­νιου και η επι­θυ­μία να τον δει την έκα­νε να ξε­χά­σει τις κα­κου­χί­ες της και τον χα­μό του έμπι­στού της Πέ­δρο. Τι να κά­νου­με, εί­πα­με: έτσι εί­ναι ο έρω­τας.
Χω­ρίς να χά­σει και­ρό, βρή­κε μια κο­φτε­ρή πέ­τρα και έσπα­σε την ήδη χα­λα­σμέ­νη κλει­δα­ριά του σε­ντου­κιού. Μέ­σα βρή­κε πολ­λά χρυ­σά νο­μί­σμα­τα και αν­δρι­κές εν­δυ­μα­σί­ες. Τό­τε σκέ­φτη­κε πως εί­ναι πιο ασφα­λές να δια­σχί­σει τη χώ­ρα με­ταμ­φιε­σμέ­νη ως άν­δρας. Κα­θώς άλ­λα­ζε εν­δυ­μα­σία σκε­φτό­ταν ποιο αν­δρι­κό όνο­μα θα μπο­ρού­σε να χρη­σι­μο­ποι­ή­σει. Εν τέ­λει απο­φά­σι­σε να ονο­μα­σθεί Σίλ­βιο, το όνο­μα του αδελ­φού της για τον οποίο μι­λή­σα­με νω­ρί­τε­ρα.
Έτσι ένας όμορ­φος άν­δρας με πολ­λά χρυ­σά νο­μί­σμα­τα επά­νω του, έφτα­σε στην Κων­στα­ντι­νού­πο­λη και ρω­τού­σε για το πα­λά­τι του δού­κα Απολ­λώ­νιου. Μό­λις το βρή­κε, πα­ρου­σιά­στη­κε εμπρός του ως ένας θαυ­μα­στής του που επι­θυ­μού­σε δια­κα­ώς να μπει στην υπη­ρε­σία του. Ο Απολ­λώ­νιος που έδι­νε πά­ντο­τε ευ­και­ρί­ες σε όποιον ξέ­νο ζη­τού­σε τη βο­ή­θειά του, δέ­χθη­κε με­τά χα­ράς.
Ο θη­λυ­κός Σίλ­βιο τον φρό­ντι­ζε τό­σο κα­λά που, πο­λύ γρή­γο­ρα, ο Απολ­λώ­νιος τον προ­βί­βα­σε σε θα­λα­μη­πό­λο του. Τον βοη­θού­σε να ετοι­μα­στεί το πρωί, να ορ­γα­νώ­σει και να διεκ­πε­ραιώ­σει τις υπο­θέ­σεις του ενώ, στο τέ­λος, ο Απολ­λώ­νιος εκ­μυ­στη­ρευό­ταν στον Σίλ­βιο και τις πιο μύ­χιες σκέ­ψεις του. Αναμ­φί­βο­λα, ο Σίλ­βιο ήταν πιο κο­ντά του όχι μό­νο από όλους τους υπη­ρέ­τες αλ­λά κι από τον κα­θέ­να.

Τον και­ρό εκεί­νο ζού­σε στην Κων­στα­ντι­νού­πο­λη μια δού­κισ­σα, χή­ρα, που ο εκλι­πών σύ­ζυ­γός της ήταν ένας από τους πιο σε­βα­στούς άν­δρες σε ολό­κλη­ρη τη Με­σό­γειο. Ο πρό­ω­ρος θά­να­τός του συ­ντά­ρα­ξε τους πά­ντες στην πό­λη, ενώ η σύ­ζυ­γός του κλη­ρο­νό­μη­σε μια αμύ­θη­τη πε­ριου­σία. Η εν λό­γω δού­κισ­σα, ονό­μα­τι Τζου­λιά­να, εκτός από τον τε­ρά­στιο πλού­το της εί­χε και μια ομορ­φιά που ξε­περ­νού­σε την ομορ­φιά όλων των ευ­γε­νών κυ­ριών της Κων­στα­ντι­νού­πο­λης. Έτσι η δού­κισ­σα Τζου­λιά­να έγι­νε η κα­ταλ­λη­λό­τε­ρη υπο­ψή­φια νύ­φη για τον Απολ­λώ­νιο.
Έτσι λοι­πόν ο δού­κας μας, ενώ δεν κα­τεί­χε διό­λου την τέ­χνη του έρω­τα όσο βρι­σκό­ταν στο νη­σί της Κύ­πρου, —αν και εί­χε άπει­ρες ευ­και­ρί­ες για μα­θή­μα­τα— τώ­ρα έγι­νε μα­θη­τής στο σχο­λείο της αγά­πης και μά­λι­στα πή­ρε το πρώ­το του μά­θη­μα: να μι­λά με­τρη­μέ­να, να κοι­τά­ζει τα­πει­νά, να διοι­κεί με προ­θυ­μία και πά­νω απ’ όλα, να υπό­σχε­ται πολ­λά. Στο δεύ­τε­ρό του μά­θη­μα, έμα­θε αντί να λού­ζει μια ήδη πλού­σια γυ­ναί­κα με δια­μά­ντια, κο­σμή­μα­τα και κά­θε εί­δους ακρι­βά δώ­ρα, να μι­λά με ει­λι­κρί­νεια και κυ­ρί­ως να γρά­φει γράμ­μα­τα θερ­μά και δια­χυ­τι­κά, για την αγά­πη του. Και φυ­σι­κά, ποιος θα ήταν κα­ταλ­λη­λό­τε­ρος για να με­τα­φέ­ρει τα γράμ­μα­τα αγά­πης του Απολ­λώ­νιου από τον έμπι­στο θα­λα­μη­πό­λο του, Σίλ­βιο;

Και τώ­ρα, ευ­γε­νείς δε­σπο­σύ­νες, θα νο­μί­ζε­τε πως δεν υπάρ­χει με­γα­λύ­τε­ρο βά­σα­νο για την ερω­τευ­μέ­νη καρ­διά της Σί­λα· να γί­νε­ται η μα­ριο­νέ­τα στα ερω­τι­κά παι­χνί­δια του άν­δρα που αγα­πά, το όρ­γα­νο για να εκ­φρά­σει την αγά­πη του σε μια άλ­λη γυ­ναί­κα. Όμως, δε­σπο­σύ­νες μου, το να αγα­πάς ση­μαί­νει να υπο­μέ­νεις και η Σί­λα, που ήξε­ρε να αγα­πά, ήθε­λε ο Απολ­λώ­νιος να εί­ναι ευ­τυ­χι­σμέ­νος κι έτσι εκτε­λού­σε τις δια­τα­γές του με με­γα­λύ­τε­ρη προ­θυ­μία απ’ ότι προη­γου­μέ­νως.
Η Τζου­λιά­να από την άλ­λη, βλέ­πο­ντας τό­σες φο­ρές τον νε­α­ρό Σίλ­βιο, με την απα­ρά­μιλ­λη ομορ­φιά του και τους αβρούς του τρό­πους τον ερω­τεύ­τη­κε τό­σο σφο­δρά, όσο ο δού­κας εί­χε ερω­τευ­τεί εκεί­νη. Μια μέ­ρα λοι­πόν, ενώ ο Σίλ­βιο εκ­προ­σω­πώ­ντας τον κύ­ριό του, εξέ­φρα­ζε την αγά­πη του Απολ­λώ­νιου για τη δού­κισ­σα Τζου­λιά­να, εκεί­νη τον διέ­κο­ψε λέ­γο­ντας:

«Σίλ­βιο, αρ­κε­τά άκου­σα για τον κύ­ριό σου. Τώ­ρα, μί­λη­σε μου για σέ­να, ει­δε­μή, φύ­γε».

Η Σί­λα έμει­νε εμ­βρό­ντη­τη στο άκου­σμα των λό­γων της. Δεν μπο­ρού­σε να κα­τα­λά­βει πως η Τζου­λιά­να προ­τι­μού­σε εκεί­νη από έναν τό­σο ευ­γε­νή δού­κα που θα της προ­σέ­φε­ρε τα πά­ντα. Αδυ­να­τώ­ντας να το εξη­γή­σει, έρι­ξε το φταί­ξι­μο στον έρω­τα που όπως όλοι ξέ­ρου­με, εί­ναι τυ­φλός.

Για την ώρα όμως, ας αφή­σου­με τα πράγ­μα­τα ως έχουν στην Κων­στα­ντι­νού­πο­λη, για­τί ο πραγ­μα­τι­κός Σίλ­βιο, ο αδελ­φός της Σί­λα, εί­χε στο με­τα­ξύ επι­στρέ­ψει στην Κύ­προ και μα­θαί­νο­ντας για τη φυ­γή της αδελ­φής του λυ­πή­θη­κε βα­θιά. Για­τί ο Σίλ­βιο αγα­πού­σε τη δί­δυ­μη αδελ­φή του πιο πο­λύ κι από την ίδια του τη ζωή· μά­λι­στα, τα πρό­σω­πά τους έμοια­ζαν σαν δυο στα­γό­νες και όταν οι άλ­λοι τους έβλε­παν μα­ζί μπο­ρού­σαν να τους ξε­χω­ρί­σουν μό­νο επει­δή ο ένας ήταν άν­δρας και η άλ­λη γυ­ναί­κα.
Κα­τά συ­νέ­πεια ο Σίλ­βιο, ορ­κί­στη­κε στον πα­τέ­ρα του πως θα έβρι­σκε την αδελ­φή του και θα έπαιρ­νε εκ­δί­κη­ση από τον αχρείο Πέ­δρο που τον θε­ω­ρού­σε απα­γω­γέα της Σί­λα. Τα­ξί­δε­ψε σε πολ­λές πό­λεις ρω­τώ­ντας για την αδελ­φή του όταν στο τέ­λος ο δρό­μος του τον οδή­γη­σε στην Κων­στα­ντι­νού­πο­λη.
Εκεί, ενώ βά­δι­ζε σε έναν δη­μό­σιο κή­πο, εί­χε την τύ­χη να τον δει η δού­κισ­σα Τζου­λιά­να η οποία εί­χε βγει για τον κα­θη­με­ρι­νό της πε­ρί­πα­το και βλέ­πο­ντάς τον, νό­μι­σε πως ήταν ο Σίλ­βιο, εκεί­νος που εί­χε ερω­τευ­τεί, ο θα­λα­μη­πό­λος του Απολ­λώ­νιου. Έτσι, τον φώ­να­ξε και του εί­πε:

«Σίλ­βιο, αν δε βιά­ζε­σαι σε προ­σκα­λώ να κου­βε­ντιά­σου­με για λί­γο, μιας που έχω την τύ­χη να σε συ­να­ντώ σε ένα τό­σο όμορ­φο μέ­ρος».

Ο Σίλ­βιο πα­ρα­ξε­νεύ­τη­κε κα­θώς βρι­σκό­ταν μο­νά­χα δύο ημέ­ρες στην πό­λη και δεν γνώ­ρι­ζε κα­νέ­ναν, όμως την πλη­σί­α­σε από πε­ριέρ­γεια.

«Βλέ­πω, Σίλ­βιο, πως απορ­ρί­πτε­τε τις κα­λές μου προ­θέ­σεις και την ανι­διο­τε­λή αγά­πη που σας δεί­χνω, κι αυ­τό με κά­νει να σκέ­πτο­μαι πως οι άν­δρες δεν εκτι­μούν αυ­τό που απλό­χε­ρα τους προ­σφέ­ρε­ται αλ­λά εν­δια­φέ­ρο­νται μο­νά­χα για εκεί­νο που μο­χθούν για να το απο­κτή­σουν. Τό­σοι ευ­γε­νείς άν­δρες έχουν πο­θή­σει εκεί­νο που σας προ­σφέ­ρω απλό­χε­ρα κι εσείς το πε­ρι­φρο­νεί­τε ή το λαμ­βά­νε­τε ως δε­δο­μέ­νο».

Τα λό­για της πα­νέ­μορ­φης ξέ­νης, αντί να τον δια­φω­τί­σουν τον έκα­ναν να απο­ρή­σει ακό­μη πε­ρισ­σό­τε­ρο· δεν μπο­ρού­σε να κα­τα­λά­βει πως γί­νε­ται κα­νείς να απορ­ρί­πτει μια τό­σο έξυ­πνη και τί­μια γυ­ναί­κα, με τό­ση χά­ρη, ομορ­φιά και πνεύ­μα. Έτσι, μα­γε­μέ­νος από το θε­σπέ­σιο πλά­σμα που η τύ­χη έφε­ρε στο δρό­μο του, απά­ντη­σε:

«Κυ­ρία, αν φά­νη­κε πως αδια­φο­ρώ για την εύ­νοια που τό­σο απλό­χε­ρα μου δεί­χνε­τε, πα­ρα­κα­λώ να με συγ­χω­ρέ­σε­τε και σας ζη­τώ να τα αφή­σου­με όλα αυ­τά στο πα­ρελ­θόν. Από εδώ και στο εξής εί­μαι ο τα­πει­νός σας δού­λος και σας πα­ρο­τρύ­νω να με τι­μω­ρή­σε­τε κα­τα­πώς πι­στεύ­ε­τε πως μου αρ­μό­ζει».

Η Τζου­λιά­να, η ευ­τυ­χέ­στε­ρη από όλες τις γυ­ναί­κες στο άκου­σμα των χαρ­μό­συ­νων νέ­ων, εί­πε: «Τό­τε, αγα­πη­τέ μου Σίλ­βιο, σε προ­σκα­λώ από­ψε στο σπί­τι μου όπου θα ορί­σω την τι­μω­ρία σου».

Ο Σίλ­βιο συμ­φώ­νη­σε και ευ­χα­ρι­στη­μέ­νοι και οι δυο τους, χω­ρί­στη­καν. Η Τζου­λιά­να δεν έβλε­πε την ώρα να δρέ­ψει τους καρ­πούς ενώ ο Σίλ­βιο μό­λις εκεί­νη απο­μα­κρύν­θη­κε, έτρε­ξε σε έναν πε­ρα­στι­κό και δεί­χνο­ντας την, τον ρώ­τη­σε ποια εί­ναι. Ο πε­ρα­στι­κός τον πλη­ρο­φό­ρη­σε εκτε­νέ­στα­τα για τη δού­κισ­σα, μά­λι­στα του εί­πε και σε ποιο ση­μείο της πό­λης κα­τοι­κεί.

Ο Σίλ­βιο αδη­μο­νού­σε να συ­να­ντή­σει τη δού­κισ­σα, μα τον κα­τέ­τρω­γε και η ανη­συ­χία για την αδελ­φή του και για το πώς θα εξε­λι­χθούν τα πράγ­μα­τα. Τη νύ­χτα έμει­νε ξά­γρυ­πνος κι ανή­συ­χος, ενώ ο χρό­νος έμοια­ζε να κυ­λά εξα­ντλη­τι­κά αρ­γά. Ο χρό­νος, δί­καιος κρι­τής, δεν στα­μα­τά πο­τέ. Έτσι αρ­γά το από­γευ­μα ο Σίλ­βιο έφτα­σε στο σπί­τι της Τζου­λιά­να. Η δού­κισ­σα, πα­ρέ­θε­σε ένα πλου­σιο­πά­ρο­χο δεί­πνο για τους δυο τους, όπου κα­τά τη διάρ­κειά του δεν έλ­λει­ψαν διό­λου τα γέ­λια, οι συ­ζη­τή­σεις και τα ερω­τι­κά βλέμ­μα­τα, βλέμ­μα­τα που χορ­ταί­νουν τους ερω­τευ­μέ­νους πιο πο­λύ από το φα­γη­τό. Με­τά τα με­σά­νυ­χτα, ο Σίλ­βιο ετοι­μά­στη­κε να φύ­γει. Η Τζου­λιά­να όμως επέ­με­νε να μην επι­στρέ­ψει τό­σο αρ­γά κι έτσι τον οδή­γη­σε σε ένα πο­λυ­τε­λές δω­μά­τιο για να πε­ρά­σει τη νύ­χτα. Όταν όλοι στο πα­λά­τι απο­κοι­μή­θη­καν, η δού­κισ­σα Τζου­λιά­να τρύ­πω­σε στο δω­μά­τιο του Σίλ­βιο, όπου οι δυο τους πέ­ρα­σαν μια υπέ­ρο­χη νύ­χτα γε­μά­τη έρω­τα και διαρ­κείς εκ­δη­λώ­σεις αγά­πης. 



[ Στο επόμενο τεύχος το δεύτερο μέρος ]

ΑΛΛΑ ΚΕΙΜΕΝΑ ΤΟΥ ΣΥΓΓΡΑΦΕΑ
 

αυτόν το μήνα οι εκδότες προτείνουν: