Απολλώνιος και Σίλα

———— ≈ ————
Πρόλογος: Ανδρέας Στάικος
———— ≈ ————


Μεταμφιέσεις, παρενδύσεις, αιφνίδιες μεταστροφές της τύχης, παρεξηγήσεις: Τα κύρια συστατικά που «μαγειρεύουν» μια κωμωδία και συνευρίσκονται (και ενίοτε συνωθούνται) στο «Απολλώνιος και Σίλα», αφήγημα, μέρος μιας ευρείας συλλογής αφηγήσεων του Barnaby Riche (1540-1617) με τον τίτλο Ο Ρίτσι αποχαιρετά το στρατιωτικό επάγγελμα (1581).  § Στο παρόν αφήγημα οι πρωταγωνιστές κυνηγούν την ευτυχία του έρωτα. Αλλά ο Έρως, απόλυτος εξουσιαστής, ταλαιπωρεί, σαρκάζει, εμπαίζει τα θύματά του μέχρι τελικής πτώσης ή τελικής επιβράβευσης (happy end). Η ζωή των ερωτευμένων (των κατά λάθος, εξαιτίας της παρενδύσεως ερωτευμένων), περνά κυριολεκτικά από σαράντα κύματα. Μια επίπονη, συνεχής, δοκιμασία. Μια πλοκή - λαβύρινθος. Κοινώς: χάνει η μάνα το παιδί και το παιδί τη μάνα. § Μέσω της μεταμφίεσης και της παρένδυσης που στοχεύουν στην παραπλάνηση ή στη δοκιμασία, θεμελιώθηκε ένα μεγάλο μέρος της θεατρικής κωμωδίας. Ο Σαίξπηρ μάλιστα, ακολούθησε πιστά την πλοκή και τους χαρακτήρες του «Απολλώνιος και Σίλα» στη Δωδέκατη Νύχτα (1601-1602) του. § Κατά το 18° αιώνα στονΘρίαμβο του Έρωτα (1732) ο Μαριβώ ανταλλάσσει ένα συνθηματικό νεύμα με τον συγγραφέα του  Απολλώνιος και Σίλα. Γενικά η μεταμφίεση και η παρένδυση κυριαρχούσαν στο θέατρο του 18ου αιώνα, τόσο στον Γκολντόνι όσο και στον πιο εξελιγμένο Μαριβώ. Η μεταμφίεση και η παρένδυση ήταν και θα είναι πηγές έμπνευσης για το θέατρο και κυρίως πηγή έμπνευσης για τα αιώνια παιχνίδια των παιδιών.

ΑΝΔΡΕΑΣ ΣΤΑΪΚΟΣ

Απολλώνιος και Σίλα

Francis Wheatley: Σκηνή από τη «Δωδεκάτη νύχτα»,
Francis Wheatley: Σκηνή από τη «Δωδεκάτη νύχτα»,

———— ΔΕΥΤΕΡΟ ΜΕΡΟΣ ————

Το επόμενο πρωί μια ξαφνική αδιαθεσία ανάγκασε τη δούκισσα να επιστρέψει στα ιδιαίτερα διαμερίσματά της και όταν ο Σίλβιο ξύπνησε χωρίς εκείνη στο πλάι του, ντύθηκε βιαστικά και έφυγε αποφασισμένος να μην την ξαναδεί. Βλέπετε, αγαπητές δεσποσύνες, η μέρα φέρνει μαζί της τις αμφιβολίες στους ερωτευμένους. Έτσι ο Σίλβιο, σίγουρος ότι η Τζουλιάνα τον νόμισε για κάποιον άλλον -που εδώ που τα λέμε είναι αλήθεια, μονάχα που αυτός ο άλλος ήταν ο δίδυμός του!- έφυγε από την Κωνσταντινούπολη για να αποφύγει μια άσχημη παρεξήγηση και συνέχισε την αναζήτησή της Σίλας.
Στο μεταξύ, ο Απολλώνιος πήγε στο παλάτι της δούκισσας με σκοπό να μάθει την απόφασή της. Είτε θα προχωρούσαν σε γάμο είτε θα αποχωρίζονταν για πάντα. Η Τζουλιάνα νομίζοντας πως είχε περάσει τη νύχτα με τον άνθρωπο του δούκα, σκέφτηκε να επωφεληθεί από τις καλές προθέσεις του Απολλώνιου και να του ζητήσει να παντρευτεί τον Σίλβιο. Από την άλλη όμως δεν μπορούσε να γνωρίζει την αντίδραση του δούκα, αν εκείνος μάθαινε ότι προτιμούσε τον θαλαμηπόλο του από τον ίδιο. Έτσι αποφάσισε να αποκρύψει την αλήθεια έως ότου να μιλήσει με τον Σίλβιο και να αποφασίσουν μαζί για το πως θα χειριστούν το ζήτημα.

«Κύριε», είπε η Τζουλιάνα, «οφείλω να ομολογήσω, πως έχω δοθεί ψυχή τε και σώματι σε άλλον και θα παραμείνω δική του· αυτή είναι η υπόσχεση που έχω δώσει στον εαυτό μου. Γνωρίζω ότι πολλοί θα απορήσουν για την επιλογή μου όμως θέλω να πιστεύω πως εσείς θα με καταλάβετε και θα μου δώσετε την ευχή σας διότι δεν επιθυμώ τίποτε άλλο από το να ακολουθώ πάντοτε τις προσταγές της καρδιάς μου».

«Κυρία, αναγκάζομαι να αποδεχθώ την απόφασή σας. Είσθε ελεύθερη να επιλέγετε όποιον σας αρέσει. Όμως σε καμία περίπτωση δεν δύναμαι να δώσω τη συγκατάθεσή μου, πόσο μάλλον την ευχή μου για να σας χαίρεται κάποιος άλλος εκτός από εμένα που με κάθε τρόπο, αδιάκοπα, σας δείχνω την αγάπη μου. Σας αφήνω λοιπόν να απολαύσετε ό,τι επιλέξατε», είπε ο δούκας και έφυγε περίλυπος από την έκβαση των γεγονότων.

  Ενώ ο Απολλώνιος βρισκόταν στο παλάτι της Τζουλιάνα, κάποιοι από τους υπηρέτες του καθώς περίμεναν τον κύριό τους, κουβέντιαζαν με τους υπηρέτες της δούκισσας κάνοντας υποθέσεις για το κατά πόσο θα γινόταν ο γάμο ή όχι. Τότε ένας υπηρέτης της Τζουλιάνα είπε πως ποτέ δεν είχε δει την κυρία του να είναι τόσο ευδιάθετη με τον Απολλώνιο όσο ήταν με τον Σίλβιο κι άρχισε να διηγείται λεπτομερώς τον γλυκό τρόπο που του μιλούσε και κατέληξε λέγοντας ότι ο θαλαμηπόλος Σίλβιο ήταν ο μνηστήρας με το μεγαλύτερο προβάδισμα απ’ όλους τους μνηστήρες που πολιορκούσαν την πανέμορφη δούκισσα Τζουλιάνα.

  Οι φήμες σύντομα έφτασαν στα αφτιά του Απολλώνιου, ο οποίος χωρίς να χάσει καιρό, έριξε τον Σίλβιο σε ένα ανήλιαγο και βρώμικο μπουντρούμι, χωρίς φαγητό, χωρίς νερό.

Φτωχή μου Σίλα, τι σου έμελλε να πάθεις! Αν ήξερες μόνο ποιος είναι ο υπαίτιος της δυστυχίας σου… ο ίδιος σου ο αδελφός, αυτός που εσύ παριστάνεις, μα πως να φανταστείς τους ιστούς που πλέκει η Μοίρα κι άδικα ψάχνεις το δίκιο σου κι αρνείσαι τα πάντα. Ζητάς αποδείξεις και βέβαιο θάνατο αν βγεις ψεύτρα αλλά ο δούκας, σίγουρος για την ενοχή σου δεν θέλει ν’ ακούσει τίποτα. Μεταμφιέσθηκες σε άνδρα για να σωθείς και τώρα αυτή σου η μεταμφίεση σε καταστρέφει.

    Στο μεταξύ, η Τζουλιάνα αναρωτιόταν κάθε μέρα ποιος ήταν ο λόγος που ο Σίλβιο δεν την επισκεπτόταν αλλά ο νους της δεν πήγαινε στο κακό. Άλλωστε, πολύ σύντομα, μια μεγαλύτερη ανησυχία την κυρίευσε καθώς ανακάλυψε πως ήταν έγκυος. Έτσι φοβούμενη μην καταστρέψει την υπόληψη και την τιμή της, άρχισε να αναζητά τον Σίλβιο. Δεν άργησε να μάθει το φριχτό συμβάν της φυλάκισής του και αμέσως έσπευσε στο παλάτι του δούκα.

«Αγαπητέ μου δούκα», άρχισε, «ζητώ συγνώμη, αν η ξαφνική μου επίσκεψη υπερβαίνει τα όρια της ευπρέπειας, αλλά έχω την υποχρέωση να διαμαρτυρηθώ διότι η άδολη αγάπη μου προκάλεσε συμφορές. Μάθε, κύριε, πως η αγάπη μου για τον Σίλβιο είναι πιο πολύτιμη από όλα τα διαμάντια του κόσμου, ο χαρακτήρας του αξίζει για εμένα πιο πολύ κι από την ίδια μου τη ζωή. Καταλαβαίνω ότι η ιστορία αυτή σε δυσαρεστεί βαθιά, όμως σε ξορκίζω: κατηγόρησε εμένα κι όχι εκείνον».

  Τότε ο Απολλώνιος έστειλε να φέρουν τον Σίλβιο και του είπε: «Αχρείε, βασίστηκα στην αφοσίωση και την ειλικρίνεια σου, όμως εσύ με πανουργία περισσή έπαιξες, όπως φαίνεται, έναν ρόλο που σου άρεσε τόσο πολύ που συνεχίζεις ακόμη να παίζεις δίχως να ντρέπεσαι καθόλου. Ας είμαστε λοιπόν μάρτυρες μιας αλήθειας που όλοι τη γνωρίζουν και μονάχα εσύ την αγνοείς ακόμη».

  Φτωχή μου Σίλα, η αθωότητα σου αρκεί για να ορκιστείς ενώπιον Θεού και ανθρώπων.

Daniel Maclise (1806-1870): Σκηνή από τη «Δωδεκάτη νύχτα» (Λονδίνο, Εθνική Πινακοθήκη)
Daniel Maclise (1806-1870): Σκηνή από τη «Δωδεκάτη νύχτα» (Λονδίνο, Εθνική Πινακοθήκη)

«Ευγενικέ μου δούκα», άρχισε ο αθώος Σίλβιο, «κατανοώ τη λύπη σου και ζητώ ταπεινά να με ακούσεις, αφήνοντας κατά μέρος την οργή και τις φήμες που σε έχουν κάνει να σκέφτεσαι άδικα για μένα και να με μισείς. Ορκίζομαι ενώπιον του Θεού πως το μοναδικό πράγμα που λογαριάζω είναι η καλοσύνη σου και η δίκαιη εύνοιά σου προς το πρόσωπό μου. Επιμένω λοιπόν να σου αποδείξω την αθωότητά μου και χαίρομαι που η δούκισσα Τζουλιάνα βρίσκεται εδώ για να επιβεβαιώσει όσα θα πω: Ορκίζομαι στον παντοδύναμο Θεό, ότι συμπεριφέρθηκα στη δούκισσα σύμφωνα με το καθήκον μου ως υπηρέτης και τίποτε παραπάνω. Δούκισσα, ταπεινά σας ζητώ να διαλύσετε μια και καλή τα σύννεφα της αμφιβολίας που έχουν θολώσει την κρίση του κυρίου μου και να επιβεβαιώσετε πως όσα είπα είναι η αλήθεια».  
Η Τζουλιάνα νομίζοντας ότι ο Σίλβιο δεν ήθελε να εκδηλωθεί για να μετριάσει τη βαθιά δυσαρέσκεια του δούκα, είπε:

«Μην πιστέψεις ούτε στιγμή, αγαπημένε μου Σίλβιο, ότι ο σκοπός μου είναι να σε κατηγορήσω για τον οποιονδήποτε κακό σκοπό ενάντια στον κύριό σου, γι’ αυτό και δηλώνω πως όσα είπες είναι αλήθεια: ποτέ δεν μου απευθύνθηκες με άλλον τρόπο παρά με εκείνον που σου όριζε η θέση του υπηρέτη και εκπλήρωσες υπέρ το δέον το καθήκον σου ως έμπιστος αγγελιαφόρος. Όμως δεν ντρέπομαι να ομολογήσω πως η μέρα που τα μάτια μου είδαν τη θερμή φλόγα της επιθυμίας στα μάτια σου, ήταν η μέρα που κι εγώ αποφάσισα να μη σβήσω ποτέ τη δική μου αλλά να την αφήσω να καίει παντοτινά. Η φυσική έλξη δύο ανθρώπων δεν είναι διαβολική αλλά αξιέπαινη και ενάρετη μπροστά στα μάτια του Θεού. Αγαπημένε μου Σίλβιο, μην αποκρύπτεις άλλο πια πως έχεις δεσμευτεί με όρκο να γίνεις ο σύζυγός μου, έναν όρκο που ευελπιστώ πως αν τηρηθεί δε θα δυσαρεστήσω κανέναν· γιατί δεν μπορώ να πιστέψω πως ένας ευγενής δούκας της τάξεως σας θα αποτρέψει την ευτυχία μιας ανυπεράσπιστης γυναίκας».

«Ποιος θα πίστευε, δούκισσα, ότι μια κυρία τόσο ευυπόληπτη και με τέτοια φήμη θα υποστήριζε τέτοιου είδους συκοφαντίες, άγνωστες σε γυναίκες της τάξεως της! Πως μπορείτε να ψεύδεσθε για σοβαρά ζητήματα, ζητήματα ζωής και θανάτου; Τι λέξεις απομένουν για μένα, τον άμοιρο Σίλβιο, για να αποδείξω την αθωότητα μου; Αχ, δούκισσα Τζουλιάνα! Το μόνο που επιθυμώ είναι να ομολογήσετε, με την ειλικρίνεια και την αρετή που σας διακρίνει, τη δική μου αρετή και ειλικρίνεια. Η γυναίκα είναι, ή τουλάχιστον οφείλει να είναι η επιτομή της τιμιότητας, της λεπτότητας των αισθημάτων κι όχι μια πανούργα που μεταχειρίζεται ποταπά μέσα με σκοπό να πετύχει το σκοπό της. Εσείς, αρνηθήκατε την αγάπη ενός έντιμου κι ευγενέστατου δούκα, μια άρνηση ικανή να σας στερήσει τη λάμψη και την αίγλη που προηγουμένως απολαμβάνατε. Εγώ γνωρίζω πως είμαι ένας άθλιος υπηρέτης, ανάξιος της αγάπης μιας δούκισσας και γι’ αυτό ταπεινά σας συμβουλεύω να ομολογήσετε την αλήθεια σχετικά με τους όρκους και τις υποσχέσεις που ισχυρίζεστε ότι σας έδωσα διότι είναι πράγματι παράξενη η επιμονή σας σε γεγονότα που ποτέ δεν συνέβησαν».

Τα σκληρά λόγια του Σίλβιο όχι μόνο άφησαν εμβρόντητη την Τζουλιάνα αλλά διέλυσαν μέσα της την εμπιστοσύνη στον άνδρα που νόμιζε πως είχε μπροστά της. Έτσι είπε:

«Τι σου συμβαίνει και μου επιτίθεσαι ξαφνικά; Είναι δυνατόν να ντρέπεσαι εσύ να έχεις εμένα για γυναίκα σου; Εμένα, που με διεκδικούν οι πιο σπουδαίοι άνδρες σ’ ολόκληρη την Κωνσταντινούπολη; Πως τολμάς να αθετείς τις υποσχέσεις σου ενώπιον Θεού και ανθρώπων, ενώ επικαλείσαι τα ιερά και τα όσια με τόση ευκολία; Η αχρεία σου στάση με αναγκάζει να αποκαλύψω τον λόγο της επιμονής μου: 8 σε περίμενα δίχως να βάζω κακό στο μυαλό μου -αν και θα έπρεπε, όπως αποδεικνύεται- και ποτέ δεν θα ερχόμουν εδώ φέρνοντας σε δύσκολη θέση τον δούκα κι εμένα την ίδια, η κατάστασή μου με υποχρεώνει: είμαι έγκυος στο παιδί σου και είμαι βέβαιη πως θα κάνεις το καθήκον σου να με παντρευτείς διότι ορκίζομαι στον παντοδύναμο Θεό ότι είσαι ο μοναδικός άνδρας που με άγγιξε μετά το θάνατο του συζύγου μου».

Ευγενικές μου δεσποσύνες, πως λέτε να αντέδρασε η Σίλα όταν άκουσε ότι άφησε έγκυο τη δούκισσα Τζουλιάνα; Όχι, όχι, μην προτρέχετε, δεν αποκάλυψε την αλήθεια αλλά αντιθέτως χειροτέρεψε την κατάσταση καθώς η μόνη εξήγηση που μπόρεσε να δώσει ήταν ότι η δούκισσα ήθελε με δόλο να φορτώσει στον θαλαμηπόλο Σίλβιο την εγκυμοσύνη για να τον αναγκάσει να την παντρευτεί. Έτσι απάντησε με τα ακόλουθα λόγια:

«Ποιος νόμος μπορεί να συγκρατήσει τους ανόητους παροξυσμούς μιας γυναίκας που με τον πιο αναίσχυντο τρόπο προσπαθεί να εκπληρώσει τους πόθους της; Ποια ντροπή μπορεί να συνεφέρει το νου της από την τρέλα στην οποία έχει εκπέσει; Ποιο χέρι μπορεί να τη συγκρατήσει από την εκτέλεση των χυδαίων πράξεων που το άθλιο μυαλό της έχει μηχανευτεί; Ποιο πανίσχυρο δαιμόνιο έχει κυριεύσει μια τόσο σπουδαία αρχόντισσα και την έχει κάνει να ξεχάσει τη θέση της, την ευγενική γενιά των προγόνων της, την αριστοκρατική καταγωγή του συζύγου της; Τι δολερή μανία την κάνει να ντροπιάζεται για χάρη ενός ταπεινού ανδρός, τόσο αταίριαστου για τη θέση της! Όμως το χειρότερο απ’ όλα είναι να ακούει κανείς το όνομα του Θεού, ξανά και ξανά για χάρη ενός αμαρτωλού πάθους και στο όνομα της ιεροσύνης να τελείται το πιο κακόβουλο τέχνασμα, χωρίς φόβο, χωρίς καμία μεταμέλεια, λες και δεν θα επέλθει η τιμωρία, η πιο δίκαιη, η πιο σκληρή».

Η Τζουλιάνα, μη μπορώντας να αντέξει τα σκληρά λόγια του Σίλβιο, ξέσπασε σε κλάματα και ανάμεσα σε σπαραχτικούς λυγμούς είπε τα ακόλουθα λόγια:

«Αλίμονο! Προτιμώ να βρω φριχτό θάνατο παρά να υπομένω τα χειρότερα μαρτύρια που έχουν συμβεί ποτέ σε άνθρωπο. Ευτυχισμένη! Πόσο ευτυχισμένη ήμουν πριν η κακή μου τύχη με ρίξει στα δίχτυα μια περίτεχνης πλεκτάνης όπου σαν αθώος αμνός παγιδεύτηκα δίχως να καταλάβω πως ένας αχρείος απολάμβανε τα λάφυρα της νίκης του. Συγχαρητήρια! Κατορθώσατε να σπιλώσετε την τιμή μου και να αμαυρώσετε τη φήμη μου. Αχ, προδότη, άξεστε, κάθαρμα! Τι έχω κάνει για να αξίζω αυτήν την τιμωρία; Πρέπει να πληρώσω επειδή σε αγάπησα με όλη μου την ψυχή; Εμένα κοροϊδεύεις άθλιε κλέφτη! Δεν έχεις μάτια; Δεν βλέπεις; Αχ, δυστυχισμένη εγώ, απ’ όλες τις γυναίκες η πιο δυστυχισμένη! Με πόσους κόπους προστάτευα τόσα χρόνια την τιμή μου και το καλό μου όνομα για να υποκύψω εντέλει στη λαγνεία ενός υπηρέτη!»

Τα δάκρυα είχαν πνίξει τα λόγια της και μόνο οι λυγμοί πια της απέμειναν, απόδειξη του μαρτυρίου της. Ο δούκας, καθ’ όλη τη διάρκεια αυτής της σκληρής λογομαχίας παρακολουθούσε σιωπηλός και με συγκίνηση τα λόγια της Τζουλιάνα· έτσι ήταν πια σίγουρος πως ο Σίλβιο ήταν ο ένοχος. Διότι γνώριζε, όπως και όλος ο κόσμος στην Κωνσταντινούπολη την τιμιότητα και την ειλικρίνεια αυτής της γυναίκας· έτσι με μια αστραπιαία κίνηση τράβηξε το ξίφος του και σημαδεύοντας τον Σίλβιο, είπε:

«Πως τολμάς εσύ, τιποτένιε και αχρείε υπηρέτη να προκαλείς τόσο πόνο σε μια τίμια γυναίκα δίχως να σέβεσαι την ευγενική της καταγωγή; Σε διατάζω να επανορθώσεις αυτή τη στιγμή, ειδεμή ορκίζομαι στο Θεό πως θα βρεις τον χειρότερο θάνατο από τα ίδια μου τα χέρια».

Τότε ο Σίλβιο έπεσε στα πόδια του δούκα ικετεύοντας να του χαρίσει τη ζωή ενώ ζήτησε να μιλήσει με τη δούκισσα ιδιαιτέρως έτσι ώστε να απολογηθεί για τη συμπεριφορά του και να πράξει ό,τι εκείνη επιθυμούσε.

«Λοιπόν», είπε ο δούκας, «έχω το λόγο σου και σε συμβουλεύω να κρατήσεις την υπόσχεση σου, ειδεμή θα σε τιμωρήσω τόσο σκληρά, που θα είσαι παράδειγμα για κάθε άνδρα που θα τολμήσει να ατιμάσει μια γυναίκα».

Τώρα η Τζουλιάνα δεν ήθελε να ακούσει κουβέντα πια από τον Σίλβιο όμως έπειτα από πολλά παρακάλια δέχθηκε να τον ακούσει καθώς είχε μεγάλη περιέργεια να δει τι ψέματα θα σκαρφιζόταν αυτή τη φορά. Έτσι μόλις έμειναν μόνοι, ο Σίλβιο της είπε:

  «Δε γνωρίζω, Κυρία, τι άσχημα παιχνίδια μας παίζει η Μοίρα κι αν είναι δικό της φταίξιμο το γεγονός ότι έχουμε και οι δύο δίκιο. Βλέπω πως κάποιος σας αδίκησε με τον χειρότερο τρόπο και τώρα κινδυνεύετε να πέσετε θύμα των κακών γλωσσών αλλά εγώ ακόμη χειρότερα, κινδυνεύω να χάσω εκείνο που επιθυμεί πιότερο η καρδιά μου».

Και με αυτά τα λόγια γδύθηκε τελείως, από τη μέση και πάνω και γυμνή, με τα πανέμορφα στήθη της με τις μυτερές ρώγες να κοιτάζουν κατάματα τη δούκισσα Τζουλιάνα, είπε:

«Ιδού Κυρία! Εμπρός σας βρίσκεται εκείνος που ισχυρίζεσθε ότι είναι ο πατέρας του παιδιού σας! Όπως βλέπετε, είμαι γυναίκα, η κόρη ενός φημισμένου δούκα και ερωτεύτηκα σφοδρά εκείνον που εσείς απορρίψατε ελαφρά τη καρδία. Ξέχασα τον πατέρα μου, εγκατέλειψα την πατρίδα μου και όπως βλέπετε έγινα υπηρέτης για να ικανοποιήσω το άσβεστο πάθος μου μονάχα με τη θέα του αγαπημένου μου Απολλώνιου. Και τώρα Κυρία, καθώς τα πάθη μου είναι ασύγκριτα, θα επιθυμούσα να μη με χλευάσετε αλλά ως ερωτευμένη γυναίκα να πιστέψετε πως η αγάπη μου είναι αγνή μα τα μαρτύριά μου ατελείωτα κι ο πόνος μου χωρίς γιατρειά. Γι’ αυτό Κυρία ελπίζω πως όχι μόνο θα με συγχωρήσετε για τα κρίματά μου αλλά θα λυπηθείτε τη δυστυχία μου την οποία θα είχα κρατήσει κρυφή αν μου το επέτρεπε η τύχη μου».

Η Τζουλιάνα βρισκόταν σε χειρότερη θέση απ’ ότι προηγουμένως, μη ξέροντας ποιος είναι ο πατέρας του παιδιού της. Κυριευμένη από ντροπή και απελπισία ετοιμάστηκε να φύγει, όμως προηγουμένως μετέφερε στον δούκα, λέξη προς λέξη, την απολογία του Σίλβιο. Τότε ο Απολλώνιος έπεσε σε βαθιά περισυλλογή εξαιτίας της παράξενης συζήτησης και κοιτάζοντας συνεχώς τον Σίλβιο από την κορυφή ως τα νύχια, κατάλαβε ξαφνικά πως αυτός ο πανέμορφος άνδρας ήταν η Σίλα, η κόρη του Πόντου, δούκα της Κύπρου, κι ευθύς έτρεξε καταπάνω της και αγκαλιάζοντάς την, είπε:

«Ω, ιδού το λουλούδι της αρετής, η προσωποποίηση της λεπτότητας! Σε ικετεύω να με συγχωρέσεις που δεν σου έδειξα το σεβασμό που αξίζεις και σε παρακαλώ να λησμονήσεις τις περασμένες δυστυχίες σου. Τώρα πια, εξαιτίας σου, είμαι ο πιο ευτυχισμένος άνθρωπος του κόσμου. Είσαι η προσωποποίηση της ανιδιοτέλειας, αγαπημένη μου Σίλα. Αν και ανατράφηκες μέσα στην πολυτέλεια μιας φημισμένης αυλής, αν και από τις ευγενέστερες κυρίες ήσουν η ευγενέστερη, από τις ομορφότερες η ομορφότερη, δεν δίστασες ν’ απαρνηθείς τα πάντα για να έρθεις κοντά μου, αψηφώντας κινδύνους, κακουχίες, πόνους και βάσανα. Ω, γενναιοδωρία ανήκουστη! Ω, πράξη που αμοιβή αντάξιά της δεν υπάρχει! Ω αγάπη, η πιο αγνή, η πιο αμόλυντη!».

Ο έρωτας είχε ωθήσει τη Σίλα να διακινδυνεύσει πολλά αλλά όταν οι παράτολμες πράξεις είναι πράξεις αγνής αγάπης, στο τέλος θα ανταμειφθούν από τον κόσμο, την τύχη και τη μοίρα. Έτσι ευγενικές μου δεσποσύνες πιείτε ελεύθερα από το κύπελο του σφάλματος -αυτό για το οποίο σας μίλησα στην αρχή της ιστορίας μας- γιατί αν αγαπάτε αληθινά θ’ ανταμειφθείτε, όπως ανταμείφθηκε και η Σίλα. Ο δούκας κατακτήθηκε από την ανιδιοτελή αγάπη της και αμέσως όρισε το γάμο τους, τον πιο μεγαλοπρεπή γάμο που έγινε ποτέ στην Κωνσταντινούπολη. Όλος ο κόσμος συγκινημένος από την ευγενική ψυχή της Σίλα επικροτούσε την επιλογή του δούκα κι όλοι μιλούσαν συνεχώς για την απαράμιλλη ομορφιά της νύφης η οποία ξεπερνούσε την ομορφιά όλων των γυναικών της Κωνσταντινούπολης.
Η ιστορία του Απολλώνιου και της Σίλα διαδόθηκε παντού κι έτσι δεν άργησε να φτάσει στα αφτιά του Σίλβιο ο οποίος ακόμη αναζητούσε σ’ εκείνα τα μέρη την αδελφή του. Τρισευτυχισμένος, έσπευσε στην Κωνσταντινούπολη όπου ξανάσμιξε με τη δίδυμη αδελφή του, ενώ ο δούκας τον υποδέχθηκε με τις μεγαλύτερες τιμές, παραθέτοντας μια πλουσιοπάροχη δεξίωση για να τιμήσει τον ερχομό του. Μόλις πέρασαν δύο ημέρες ο Απολλώνιος, κουβεντιάζοντας με τον γαμπρό του, του διηγήθηκε με κάθε λεπτομέρεια όσα συνέβησαν μεταξύ της αδελφής του και της δούκισσας Τζουλιάνα. Ο Σίλβιο κατακοκκίνισε από ντροπή μόλις κατάλαβε ότι η Τζουλιάνα είχε εκλάβει τη μεταμφιεσμένη Σίλα για τον ίδιο. Βαθιά μετανιωμένος που αμφισβήτησε τη γυναίκα που είχε ερωτευτεί, ομολόγησε τα πάντα στον Απολλώνιο ο οποίος τον οδήγησε αμέσως στο σπίτι της Τζουλιάνα, όπου τη βρήκαν κλεισμένη στα ιδιαίτερα διαμερίσματά της, να θρηνεί πικρά. Τότε ο δούκας της είπε:

«Πάψε να θρηνείς, δούκισσα. Ιδού ο ευγενής νέος, ο πατέρας του παιδιού σου και ο μέλλων σύζυγός σου που σε αγαπά περισσότερο κι από την ίδια του τη ζωή, γιός του φημισμένου δούκα της Κύπρου, αντάξιος της τάξεως σου».

Η Τζουλιάνα μόλις αντίκρυσε τον Σίλβιο, κατάλαβε ότι αυτός ήταν ο πατέρας του παιδιού της και με ένα επιφώνημα χαράς ρίχτηκε στην αγκαλιά του, μη μπορώντας να καταλάβει ακόμη αν ήταν ξύπνια ή αν ονειρευόταν. Όπως αποδείχθηκε, η δούκισσα δεν ονειρευόταν διότι ο Σίλβιο, με δάκρυα στα μάτια, της ζήτησε συγχώρεση για τα περασμένα και αμέσως όρισε την ημερομηνία του γάμου τους. Έτσι, ευγενικές μου δεσποσύνες, ο Σίλβιο απέκτησε μια γυναίκα ευγενικής καταγωγής όπως και η Σίλα, η αδελφή του, απέκτησε τον άνδρα των ονείρων της. Κι έζησαν τις υπόλοιπες ημέρες της ζωής τους μέσα σε τόση ευτυχία, όση δεν μπορεί να φανταστεί ανθρώπου νους.  

Τ Ε Λ Ο Σ