Βαμπίρ

Μετάφραση: Μαρία Δούμπα

O Πέτρε Μ. Αντρέεβσκι (Петре М. Андреевски, Σλοέστιτσα 1934 -Σκόπια 2006) ήταν ποιητής, διηγηματογράφος, μυθιστοριογράφος, θεατρικός συγγραφέας, δοκιμιογράφος, ακαδημαϊκός. Από τους πιο ταλαντούχους και δημοφιλείς στη χώρα του. Οι ιστορίες του με την ασυνήθιστη πλοκή τους, με την καθολικότητα του τοπικού, αποκαλύπτουν έναν οικείο κόσμο ως απόηχο αρχαίων ιστοριών. Θεμελίωσε τη γραφή του μεταμορφώνοντας παραδοσιακές, μυθικές, λαογραφικές φόρμες τις οποίες ωστόσο τις έκανε να ηχούν ως μοντέρνες, σύγχρονες, ευανάγνωστες, τραγουδιστές. Η λογοτεχνία αυτή είναι σε αρμονία με τον έρωτα και τον θάνατο, τα ανθρώπινα τραύματα, τον πόνο και τα διλήμματα. Έχει μεταφραστεί σε πολλές γλώσσες.

Βαμπίρ

Δε θα 'χε νυχτώσει, μετά την ταφή τού Νάιντεν Στόικοϊτσιν, και, ο Νάιντεν* γύρισε πάλι στο χωριό. Πώς γύρισε, γιατί γύρισε, για τίνος το γινάτι, μήπως ξέχασε κάτι, μήπως θυμήθηκε κάτι μετά θάνατον, κανείς δεν ήξερε να πει. Μερικοί λένε ότι την επιστροφή του την βοήθησε η κλαμένη του γυναίκα, η Ναϊντενίτσα, επειδή μετά την κηδεία ξέχασε να πλυθεί** στη νεροδεσιά Νότσεσκι και να ρίξει νερό** πάνω από τους ώμους της. Άλλοι νόμιζαν ότι πλησίασε κι ακολούθησε κάποιον που πολύ θλιμμένος στράφηκε και κοίταξε προς τα πίσω** στην έξοδο του νεκροταφείου. Τα μάντευαν όλα και κάθε τι για την επιστροφή του, κι ας μην μπορούσε κανείς να δει με τι γύρισε, μήπως μόνο με την πεθαμένη του ψυχή ή και με κάτι άλλο. Κανείς δε τον είχε δει τον Νάιντεν Στόικοϊτσιν, όμως όλοι τον ένιωθαν δίπλα τους. Κάπου φανερωνόταν σαν μυρωδιά βαριάς ατμόσφαιρας πριν τη βροχή, κάπου σαν σκιά κάποιου, όμως πιο συχνά σαν κάτι που πετάει πίσω σου και μετά σαν ρεύμα που περνά ανάμεσα στα μπατζάκια σου, ανάμεσα στα μανίκια σου. Εμφανιζόταν από το πουθενά παντού απ’ όπου πέρασε πριν πεθάνει. Συχνά ξέφραζε τους κήπους οδηγώντας μέσα τα βοειδή, για να τσαλαπατάνε τα λαχανικά ή ανεβασμένος στα άλογα του χωριού έκανε βόλτες στο βουνό. Κάθε φορά που ένα άλογο επέστρεφε ιδρωμένο στους βουβώνες και με κλωστές αφρού στο στόμα, όλοι ήξεραν ότι αυτό το καβάλησε ο Νάιντεν Στόικοϊτσιν…
Και τι δεν υπέφεραν οι άνθρωποι εκείνη τη χρονιά του θεού, την πιο μακριά από όλες τις χρονιές… Καθόντουσαν να δειπνήσουν και έβλεπαν κι ένα κουτάλι που δεν κρατούσε κανείς, καθώς φανερωνόταν πάνω από το τραπέζι, ανακατευόταν στο φαγητό, κυκλοφορούσε στον αέρα. Οι άνθρωποι πάγωναν και για πολύ μετά από αυτό έμεναν μ’ ανοιχτό το στόμα, με σχεδόν αμάσητη την τροφή στο στόμα. Μετά από λίγο, κάποιοι από τους γεροντότερους είχαν φοβηθεί πολύ και φώναζαν τη Ναϊντενίτσα να παρακαλάει, για να μη τους τρομάζει ο Νάιντεν κι αυτή ικέτευε κι αυτοί της έλεγαν να ικετεύει περισσότερο «παρακάλα περισσότερο» της έλεγαν.

«Φύγε, Νάιντεν, πήγαινε εκεί που σε αφήσαμε», επαναλάμβανε η Ναϊντενίτσα, γιατί δεν τον πήρες εξ ολοκλήρου, Κύριε, γιατί δεν τον παίρνεις ολόκληρο, ταραγμένη μίλαγε η Ναϊντενίτσα, ενώ οι άνθρωποι κοίταζαν όλη την ώρα ο ένας τον άλλο, σκοτεινά κι ανήσυχα κοίταζαν ο ένας τον άλλο, σαν όλη η νύχτα να είχε κυλήσει από τους βολβούς των ματιών τους. Κι ας έτρεμαν σαν βέργες που τις νανουρίζει το φύσημα από ποταμού αεράκι, δεν έδειχναν να κουνάνε τίποτε άλλο παρά τα μάτια τους. Και παγωμένα ρίγη τους ανέβαιναν από τα νύχια ως την κορφή κι όλο το δωμάτιο γέμιζε με παγωμένα ρίγη, όταν έτριζε κι άνοιγε κάποιο παράθυρο από όπου έβγαινε ο Νάιντεν Στόικοϊτσιν, επειδή λυπόταν την Ναϊντενίτσα. Τότε, την ίδια στιγμή, όλα τα σκυλιά του χωριού άρχιζαν να γαβγίζουν. Ήταν αυτό το εκκωφαντικό γάβγισμα που υψωνόταν ως τον ουρανό, που ακουγόταν μέσα από το  βουνό, σε απόσταση σχεδόν μιας μέρας με το άλογο μακριά από το χωριό, ακουγόταν αυτό το εκκωφαντικό γάβγισμα των σκύλων. «Θα μας ξεθεμελιώσει τα σπίτια αυτό το καταχθόνιο γάβγισμα», σκέφτονταν οι άνθρωποι και βούλωναν τα αυτιά τους, κρατούσαν την αναπνοή τους, σταμάταγε το ποτάμι τους, κάποιοι το είδαν πώς σταμάτησε, δεν ξεράθηκε, αλλά μόνον σταμάτησε, μαρμάρωσε.

«Τι ίχνος αφήνεις στα σκυλιά» ψιθύριζε τότε η Ναϊντενίτσα, «γιατί σε γαβγίζουν, τι βλέπουν σε σένα, αφού πουθενά δεν φαίνεσαι , Ναϊντένε».

Κι ολόκληρη εκείνη τη χρονιά του θεού κανείς δεν κοιμήθηκε, κανέναν δεν τον ξεγέλασε ο ύπνος από φόβο μη πνιγεί, μην τον πάρει κάποιος ανεμοστρόβιλος, στη μέση μιας ποταμίσιας νερομάνας, να μη ξυπνήσει σε κάποιο ψηλό και μακρινό δέντρο. Άμα τον έπαιρνε ο ύπνος, κάποιος, με το κλείσιμο των βλεφάρων αμέσως λιγωνόταν, σκούζοντας σαν να ποδοπατήθηκε από κάποια πεταλωμένη οπλή, από κάποιο ασώματο βάρος. Οι άνθρωποι μαζεύονταν γύρω του, του δίνανε να πιει σερμπέτι , και μετά από αυτό όλοι λιβανίζονταν με κάποια ξερά και δύσοσμα βότανα. Πνίγονταν από τους καπνούς, έβηχαν βασανιστικά, έτσι όπως ήταν βασανιστικές κι οι δικές τους μακριές νύχτες.

Όμως τι νύχτες είχε η Ναϊντενίτσα, πώς τις έσβηνε εκείνες τις νύχτες, πώς άραγε τις ξημέρωνε; Επειδή οι δικές της νύχτες ήταν οι πιο μακριές νύχτες του κόσμου. Και τέτοιες τις της έκανε ο Νάιντεν, όταν ανέβαινε τις σκάλες της, όταν της γρατσούνιζε τα παράθυρα, όταν της άνοιγε διάφορες πόρτες και ντουλάπια, όταν της σκόρπιζε τα αναμμένα κάρβουνα στο τζάκι… Και, αλίμονο, πόσο μακρές και βασανιστικές νύχτες είχε, όταν σερνόταν στο κρεβάτι της, όταν ξάπλωνε πάνω της βαρύ φορτίο. Πάντοτε εκείνες τις στιγμές, πρώτα πρώτα προτιμούσε να σκέφτεται ότι αυτό το βάρος είναι μόνο από το σκέπασμα και μεμιάς πέταγε το σκέπασμα από πάνω της, με τρομερό κόπο το πέταγε, όμως το βάρος έμενε πάλι πάνω της κι αυτή άρχιζε να ικετεύει ξανά :

«Φύγε, Ναϊντένε, μη με βασανίζεις, Ναϊντένε, να είσαι καλός όπως τότε που τα πόδια σου σε έφερναν στο σπίτι, αλλά τι σε φέρνει τώρα, Ναϊντένε, το σκοτάδι ή ο άνεμος;»

Κι έτσι καθώς παρακαλούσε η Ναϊντενίτσα, την ίδια στιγμή σαν και να άκουγε: «Πού να φύγω και να πάω, χρυσή μου γυναίκα, πού να επιστρέψω, αφού από πουθενά δεν έχω έρθει;» Στην πραγματικότητα κι αυτά τα λόγια τα έλεγε η Ναϊντενίτσα, λίγο σαν επίπληξη, λίγο σαν μάταιη παρηγοριά. Κι ακόμη, όταν την ελάφρωνε, ακόμη και τότε ήξερε ότι τα ικετευτικά της λόγια τα άκουσε ο Νάιντεν κι ότι μετατοπίστηκε σε κάποια άλλη άκρη του δωματίου. Μερικές νύχτες πάλι, κάπου κάπου έμπαινε στο σπίτι φέρνοντάς της ζαχαρωτά, κλεμμένα από το καπηλειό του Βίνταν Σίβεσκι. «Πώς μπορεί και τα φέρνει, θεέ μου», σκεφτόταν τότε η Ναϊντενίτσα, «με ποια χέρια τα παίρνει, αφού τα χέρια μέσα στη γη του τα αφήσαμε, σε ποιες τσέπες τα βάζει και πώς τα παρουσιάζει, αφού το καπηλειό είναι κλειδωμένο.» Αλλά, ορίστε, αυτός της τα έφερνε τα ζαχαρωτά, ενώ ξαφνικά κροτάλιζαν από πάνω, στον πνιγερό αέρα, στην αρρωστημένη ατμόσφαιρα, και χύνονταν καταμεσής στο δωμάτιο και στραφτάλιζαν από κάπου.

Κάποιες φορές της έπεφταν ακριβώς στην ποδιά της και τότε ιδρώτας σε μέγεθος μπιζελιού της ξεχύνονταν κάτω από τον λαιμό, στις μασχάλες και παντού.

«Δεν μπορώ να φάω κλεμμένο, Ναϊντένε, κι αν θέλεις θύμωσέ μου, πάλι θα του τα επιστρέψω του ταβερνιάρη», έλεγε η Ναϊντενίτσα, με πρησμένη γλώσσα από τον φόβο, κι ακόμη την άλλη μέρα τα επέστρεφε.

«Δεν πίστευα ότι θα με κλέβει», μουρμούριζε ο ταβερνιάρης Βίνταν Σίβεσκι, λικνίζοντας κάποιο μολύβι στα αυτιά, «δεν πίστευα ότι θα κλέβει κι αυτός που ολόκληρη ζωή τους τιμωρούσε τους κλέφτες.»

«Συγχώρα τον, αδελφέ Βίντανε», έλεγε η Ναϊντενίτσα, «ποιος ξέρει πώς αισθάνεται κι αυτός: τριγυρνά ανάμεσα σε ανθρώπους, μα κανέναν δε βλέπει, και ίσως του είναι μπερδεμένες η μέρα κι η νύχτα, και για τόσο καιρό κανείς δεν ξέρει τι να κάνει, κανείς δεν ξέρει τι να δουλέψει».

«Ίσως είναι έτσι», απαντούσε ο ταβερνιάρης Βίνταν Σίβεσκι «ίσως κι οι νεκροί χρειάζονται κάποιο φίλο, αλλά πώς την διάλεξε την κλεψιά για δουλειά ;»

«Συγχώρα τον, αδελφούλη Βίντανε», επαναλάμβανε η Ναϊντενίτσα, «εγώ όλα θα σου τα επιστρέψω, οτιδήποτε θα σου κλέψει, εγώ θα σου το επιστρέψω».

Ε, όμως ο Νάιντεν Στόικοϊτσιν δεν έκλεβε μόνο από την ταβέρνα του Βίνταν Σίβεσκι, αλλά από όλα τα σπίτια, από όλο το χωριό. Από τους Νέτσκοφτσι έλειπε ένας σωρός δεμάτια, κι όλα τα βρήκαν στο αλώνι της Ναϊντενίτσα. Κάποιοι είδαν καλά πώς τα δεμάτια πηγαίνουν στον αέρα και πώς κατεβαίνουν στο αλώνι της Ναϊντενίτσα. Αργότερα, όλοι μαζί έβγαιναν για να βλέπουν τα κλεμμένα αντικείμενα, πώς ταξιδεύουν πάνω από το χωριό και πώς κατεβαίνουν πάνω από το σπίτι της Ναϊντενίτσα. Οι Πλεβνέσιοβτσι χάσανε το γαϊδούρι και το βρήκαν δεμένο στον στάβλο της Ναϊντενίτσα. Από τους Μπομπούσιοβτσι χάθηκε μια μπάλα καπνός και μερικά μήλα για κάλεσμα γάμου, από τους Κβάτσκοβτσι ένα κάρο κολοκύθια, από τους Γιόνοβτσι μια αρμαθιά πιπεριές και τρεις πλεξίδες κρεμμύδια, από τους Σβργκόβτσι ολόκληρο βαμμένο νήμα για πλέξιμο καλτσών και δυο-τρία καλάθια με κράνα, αυγά και φουντούκια. Κι όλα αυτά είχαν βρεθεί πάλι στης Ναϊντενίτσα. Κι αυτή όλα τους τα επέστρεφε, μέχρι βελόνι τα επέστρεφε η Ναϊντενίτσα, ακόμη και τότε που αναμεταξύ τους κλέβανε οι άνθρωποι, ακόμη και αυτά που δεν είχαν βρεθεί στο σπίτι της τα επέστρεφε. Μέχρι που μπορούσε να τα επιστρέφει. Αλλά, όταν πλέον δεν μπορούσε, οι άνθρωποι ξεσηκώθηκαν.

«Δεν θέλουμε στο χωριό μας γυναίκα που κάνει παρέα με ανόσιους», φώναζαν οι άνθρωποι, συγκεντρωμένοι σε παρέες μπροστά στο σπίτι της, «πού τα έκρυβε αυτά που έκλεβε εκείνος;»

«Άρα, μόνο η εκδίκηση σας οδηγεί σε μένα», έλεγε η Ναϊντενίτσα και σταυρώνοντας τα χέρια ορκιζόταν στο ψωμί και στον ήλιο, ορκιζόταν ότι δεν έχει τίποτε, ότι δεν ξέρει τίποτε.

«Μην ορκίζεσαι για ψέματα», φώναζαν οι άνθρωποι, «μάρτυράς μας ο θεός ότι ολόκληρη χρονιά δεν έχουμε κοιμηθεί, ότι τα βόδια μας στέγνωσαν, εξαντλήθηκαν, δεν έχουμε όρεξη να φάμε, δεν θέλουμε πια να ζούμε μέσα σε κλεψιές και φόβους», κραύγαζαν οι άνθρωποι.

«Αφού δεν με πιστεύετε, καλοί μου άνθρωποι, τότε πέστε μου πώς μπορώ να λυτρωθώ, με τι μπορώ να λυτρώσω τον εαυτό μου», επαναλάμβανε η Ναϊντενίτσα σκουπίζοντας το κάθυγρό της πρόσωπο.

«Με το να μετακομίσεις εκεί που ξενυχτάνε οι αρρώστιες, εκεί που συγκεντρώνονται τα φαντάσματα» φώναζαν οι άνθρωποι «ή με το να μαζέψεις παράδες, για να πληρώσουμε άνθρωπο που μπορεί να βλέπει βρικόλακες, επειδή μόνο άνθρωπος που μπορεί να βλέπει βρικόλακες μπορεί και να τους σκοτώνει».

Η Ναϊντενίτσα πάλι ορκιζόταν ότι δεν έχει από πού να μαζέψει χρήματα, ότι ο Νάιντεν, αν ήξερε ότι θα χρειαζόταν και νεκρός ακόμα να σκοτωθεί, σίγουρα θα είχε αφήσει παράδες, όμως οι άνθρωποι της υπενθύμισαν τα χωραφάκια της και της είπαν να τους πουλήσει τα χωραφάκια της «και από πού θα ζω εγώ» έλεγε η Ναϊντενίτσα, «μη δοκιμάσεις με κλάματα να τον σώσεις» της απαντούσαν οι άνθρωποι, «να πεθάνεις από πείνα όπως και εμείς, ολόκληρη χρονιά, πεθαίνουμε από φόβο», λέγανε οι άνθρωποι.

Μετά από τρεις ημέρες έφεραν έναν άνθρωπο που μπορούσε να βλέπει βαμπίρ. Ποιος ξέρει πού τον βρήκαν από πού τον έφεραν αλλά τον έφεραν κι αμέσως του έδωσαν όπλο. Κι όταν σκοτείνιασε, όταν τα σκυλιά άρχισαν ανατριχιαστικά να γαβγίζουν, όλοι πια ήξεραν ότι στο χωριό μπαίνει ο Νάιντεν Στόικοϊτσιν κι ο άντρας βγήκε να τον ψάξει. Οι άνθρωποι τον ακολουθούσαν ανατριχιασμένοι όπως κι η νύχτα, όπως και το γάβγισμα των σκυλιών, όπως και το ποτάμι που σταμάτησε πάλι, δεν ξεράθηκε, αλλά μόνον σταμάτησε, μαρμάρωσε.

«Να τον», ψιθύρισε συμπυκνώνοντας τα λόγια του ο άντρας που μπορούσε να βλέπει βαμπίρ. «Κι αυτός με είδε κι άρχισε να φεύγει, τώρα ανέβηκε στον αχυρώνα, πήδησε στη σάλα, θέλει να κρυφτεί στο κελάρι, προσπαθεί να γίνει αράχνη, κατσαρίδα ή σκώρος, δεν ξέρω τι θέλει, αλλά δεν τα καταφέρνει και ήδη τρέχει μέσα στο αλώνι», έλεγε ο άνθρωπος και καθώς μίλαγε, μεμιάς σταμάτησε, σήκωσε το όπλο και πυροβόλησε. Ο πυροβολισμός αντήχησε μέσα στο σκοτάδι, έστριψε μέσα απ’ τον κάμπο, όρμησε στους λόφους και πάλι γύρισε από το βουνό. Πράγματι αυτός ο πυροβολισμός σαν να ξεβούλωσε κάτι από τη νύχτα, σαν να την ξαλάφρωσε από κάποιο βάρος, τα σκυλιά σταμάτησαν να γαβγίζουν, το ποτάμι πάλι άρχισε να κυλάει, ξεχύθηκε όπως και πριν.

« Άραγε πού το έκρυβε το αίμα», αναρωτιόντουσαν οι άνθρωποι, επιστρέφοντας στα σπίτια τους, «πώς άραγε το κουβαλούσε», ψιθύριζαν για το αίμα που έχυσε αυτός, αυτό που ξαπλώθηκε στο αλώνι της Ναϊντενίτσα.

Την επόμενη μέρα το αλώνι της είχε σκοτεινιάσει από κόσμο. Μαζευόταν  άντρες και γυναίκες, μικροί και μεγάλοι, κάθε καρυδιάς καρύδι. Όλοι στριμώχνονταν, σπρώχνονταν, ποδοπατιούνταν, μερικοί χοροπηδούσαν ή μόνο τέντωναν τους λαιμούς τους, άλλοι, γονατίζοντας χώνονταν ανάμεσα στους ανθρώπους, για να κρυφοκοιτάξουν το αίμα από το πνεύμα του Νάιντεν Στόικοϊτσιν, για να δουν τον δεύτερο θάνατό του. Όμως στο αλώνι, μέσα στο αίμα, περικυκλωμένη από τους ανθρώπους, πλάγιαζε η Ναϊντενίτσα.

Ξάπλωνε λαβωμένη στην καρδιά, με ανοιχτά τα μάτια της που κοίταζαν ψηλά στον ουρανό και με ελαφρώς χαμογελαστό πρόσωπο. Φαινόταν σαν  πολύ όμορφη και τρισευτυχισμένη νεκρή.

«Για να τον σκοτώσει στα σίγουρα εκείνον, έπρεπε να τη σκοτώσει κι αυτήν», έλεγε ένας γέρος.

«Και γιατί τον άφησε να κρυφτεί στην καρδιά της», έλεγαν οι άνθρωποι, σηκώνοντας τα κεφάλια προς τους λόφους, από όπου ξεχύνονταν σαν καλοκαιρινοί χείμαρροι πλήθη ανθρώπων από τα γειτονικά χωριά.

*Νάιντεν : Το όνομα σημαίνει: αυτός που έχει βρεθεί.
** Δοξασίες σχετικές με την ταφή που ακόμη τηρούνται μερικώς στα Βαλκάνια.

[ Το διήγημα είναι από τη συλλογή Neverni godini, 1974 ]

 

αυτόν το μήνα οι εκδότες προτείνουν: