Μια θάλασσα κάτω από τη θάλασσα

Γάτα της ερήμου, φωτ. Ch. Barilleaux
Γάτα της ερήμου, φωτ. Ch. Barilleaux

Άλλοι για να αποκοιμηθούν μετρούν πρόβατα. Η Έλινορ μετράει φυσίγγια. Ξυπνάει συχνά μέσα στη νύχτα –από την κουφόβραση, το άγχος, ποιος ξέρει;– και μετράει τα φυσίγγια. Από μέσα της. Δύο, τρία, πέντε, δέκα, μετράει φυσίγγια για να την ξαναπάρει ο ύπνος, δεκαπέντε, είκοσι, αλλά ο ύπνος δεν έρχεται, είκοσι πέντε, τριάντα, στα τριάντα δύο σταματάει, στους τριάντα δύο γύρους σταματάει και το X95 της. Tavor X95, το καλύτερο ημιαυτόματο στον κόσμο, τους είπε ο εκπαιδευτής όπως το κρατούσε σαν νεογέννητο στην αγκαλιά του, το καλύτερο για τους καλύτερους, φώναξε. Τι είμαστε; συνέχισε με την ίδια ανάσα. Οι καλύτεροι, απάντησε φωναχτά η διμοιρία των αντρών. Οι καλύτερες, ακολούθησε η διμοιρία των γυναικών. Βροντερότερη όλων η φωνή της Έλινορ. Ο καλύτερος λόχος, συνέχισε ο εκπαιδευτής. Πιο δυνατά. Υπάκουσαν. Το ισχυρότερο τάγμα. Τάγμα Καρακάλ. Το πρώτο μικτό μάχιμο τάγμα του IDF. Καρακάλ, όπως η αγριόγατα, το άφυλο αιλουροειδές. Το φύλο εδώ δεν παίζει ρόλο, είχε πει ο διοικητής, άντρες και γυναίκες μάχονται μαζί για την πατρίδα. Δεν πολεμάμε, μαχόμαστε για την ειρήνη, τα λόγια του διοικητή ανεξίτηλα στο μυαλό της.
Η τρομερότερη ταξιαρχία, αναβοά τώρα ο λοχαγός, οι στρατιώτες επαναλαμβάνουν με διαπρύσια φωνή, η ανίκητη μεραρχία, πιο δυνατά, ο κορυφαίος στρατός στον πλανήτη. Οι φλέβες στον λαιμό του φούσκωναν. Ο αντίλαλος ήρθε στεντόρειος. Η Έλινορ ένιωθε τις φωνητικές χορδές της να γδέρνονται, δεν μπορούσε όμως να κάνει διαφορετικά, όλα τα μάτια είναι καρφωμένα πάνω της. Ή τουλάχιστον έτσι πίστευε. Είμαστε οι καλύτεροι, εμείς, εμείς, όλα σε αυτόν τον πρώτο πληθυντικό που ανοίγει σαν αχόρταγο στόμα, εμείς, επαναλαμβάνει, ας είναι ολομόναχη, μονάχη μέσα σε τόσο κόσμο, τα φυσίγγια τελείωσαν, τα φυσίγγια δεν τελειώνουν ποτέ, οι παλμοί της αραιώνουν, η ανάσα της πιο ρηχή, η Έλινορ βουτάει σ’ αυτόν τον σύντομο, παράδοξο ύπνο, δεν βυθίζεται, επιπλέει, εδώ στο άβολο ράντζο, αλλά ταυτόχρονα κι εκεί, στην οικεία θάλασσα που ακύμαντη απλώνεται κάτω από το μουδιασμένο κορμί της.
Σε αυτή τη θάλασσα έκανε την πρώτη της βουτιά. Οι ντόπιοι την αποκαλούν θάλασσα, ας είναι λίμνη. Στους τουριστικούς οδηγούς αναγράφεται ως λίμνη της Γαλιλαίας. Πράγματι, είναι λίμνη, τους έλεγε εκείνη η μικροκαμωμένη δασκάλα, αλλά λίμνη της Γεννησαρέτ. Στη λίμνη τα βρίσκουμε, στο όνομα τα χαλάμε, έλεγε η Μύριαμ όπως έφευγαν από την τάξη, Τιβεριάδα οφείλουμε να τη λέμε. Όχι δα και λίμνη, είχε πει ο Ζακάρια, εκείνος ο ημίτυφλος καφετζής από την Καπερναούμ. Θάλασσα της Κινερέτ, είναι το σωστό. Χενερέθ λέγεται, μούγκριζε ο Σάαρ που ψαρεύει εκεί κάθε απόγευμα.
Ούτε θάλασσα, ούτε λίμνη, έλεγε με τη γάργαρη φωνή του ο πατέρας της Έλινορ. Ένα ποτάμι είναι που πήρε λάθος δρόμο κάτω από τη γη. Η μητέρα της, από την άλλη, αμφιβάλλει ότι πρόκειται καν για υδάτινο σώμα σαν όλα τ’ άλλα – κάτι άλλο είναι, ψιθυρίζει, κάτι αλλόκοτο, μια θάλασσα κάτω από τη θάλασσα, γλυκιά θάλασσα κάτω από την αλμυρή, πού ακούστηκε; Αναρωτιέται. Δεν έχει άδικο, διακόσια, διακόσια πενήντα μέτρα κάτω από την επιφάνεια της θάλασσας, και αναβλύζει νερό γλυκό. Μπορείς να μου το εξηγήσεις; ρωτάει τον άντρας της. Τα σωθικά του Ιορδάνη είναι που αναβλύζουν, της απαντάει εκείνος κελαριστά. Μην είσαι βλάσφημος, αντιγυρίζει εκείνη, πάνω σ’ αυτά τα νερά περπάτησε ο Ιησούς, και κάνει τον σταυρό της.
Η Έλινορ δεν κάνει τον σταυρό της. Δεν πιστεύει ότι ο Ιησούς περπάτησε στα νερά της λίμνης. Ουδείς περπατάει στο νερό, ουδείς επιπλέει. Όλοι βουλιάζουν σε αυτή την άχρονη θάλασσα, της Γαλιλαίας, της Κινερέτ, της Χενερέθ, όπως διάολο τη λένε. Μπαρταμπαπρίγια, τη διορθώνει ο Αρφάν, οι Άραβες πρέπει να τη λέμε Μπαρταμπαπρίγια. Ο Σαούλ, ο μεγάλος αδερφός της Μύριαμ, τα ξαναμπερδεύει. Πηγή είναι, λέει, αφού διοχετεύει ζωή στη Νεκρά θάλασσα. «Διοχετεύει» και άλλα τέτοια περίεργα λέει ο Σαούλ για να δείξει ότι είναι σπουδασμένος, σε αντίθεση με τα χωριατόπαιδα που μεγαλώνουν προορισμένα να ζήσουν, να δουλέψουν και να πεθάνουν στα χωράφια. Ο Σαούλ ετοιμάζεται να φύγει για σπουδές στην Αμερική. Χωρίς καν να κάνει τη θητεία του. Η Έλινορ δεν γνωρίζει άλλον Εβραίο που να αρνήθηκε να καταταγεί μόλις τελείωσε το σχολείο. Ο Αρφάν τον χλευάζει, και Εβραίος και λιποτάκτης, λέει, η Έλινορ όμως υποψιάζεται ότι δεν θα ’λεγε και ο ίδιος όχι αν του δινόταν η ευκαιρία να σπουδάσει στην Αμερική. Ο Αρφάν όμως θα μείνει καρφωμένος στο χωριό, όπως χιλιάδες άλλοι πριν απ’ αυτόν και χιλιάδες άλλοι που θα ακολουθήσουν. Θα βουλιάξουν όλοι σ’ αυτή τη θάλασσα που μετατρέπεται σε αιώνιο βάλτο, σκέφτεται η Έλινορ. Από αυτόν τον βάλτο θέλει να ξεκολλήσει. Να επιπλεύσει έστω.

Θα καταταγώ, ανακοίνωσε ένα ζεστό απομεσήμερο στον πατέρα της. Αυτός καθόταν κατάχαμα στην αυλή και έπλεκε ένα ακόμη ψάθινο καλάθι. Μπα; αναρωτήθηκε χωρίς να την κοιτάει. Παίρνουν και Άραβες τώρα; Η Έλινορ ένευσε καταφατικά. Ο πατέρας μειδίασε και συνέχισε να πλέκει το καλάθι του. Στην καλύτερη να σε βάλουν σε γραφείο, είπε μετά από λίγο, αλλά όπλο δεν πρόκειται να πιάσεις, και κούνησε το πηγούνι του τρεις τέσσερεις φορές σαν να συμφωνούσε με τον εαυτό του. Θα πιάσω, πείσμωσε εκείνη. Και έπιασε. Σε αυτές τις εκατόν είκοσι μέρες της σκονισμένης εκπαίδευσης στο τάγμα Καρακάλ, μόνο σε γραφείο δεν μπήκε. Και νιώθει άφατη υπερηφάνεια γι’ αυτό. Υπερηφάνεια που δεν κρατιέται να μοιραστεί τώρα που επιστρέφει στο χωριό με την πρώτη της άδεια.
Με το που κατέβηκε από το λεωφορείο, έπεσε πάνω στη Μύριαμ και τον Σαούλ. Η Μύριαμ κοίταξε εξεταστικά το ραφτό με το όνομά της πάνω στη στολή, λες και έψαχνε κάποιο λάθος. Η Έλινορ θυμήθηκε ότι Μύριαμ σημαίνει πικρή θάλασσα. Πόσο παράταιρο, σε έναν τόπο που βουλιάζει σ’ αυτήν τη γλυκιά θάλασσα. Δίκιο είχες, είπε η Μύριαμ στον αδερφό της, δέχονται και χριστιανές στο στράτευμα. Ο Σαούλ κάγχασε. Ισραηλινές και Ισραηλινούς δέχονται, απάντησε κοφτά η Έλινορ. Η ιστορία μας γράφεται με θάρρος και αυταπάρνηση, επανέλαβε με δυνατότερη φωνή όσα τους είχαν δασκαλέψει στην εκπαίδευση, χωρίς όμως να τους κοιτάει. Κάποτε ονειρευόταν τη ζωή της δίπλα στον Σαούλ, φαντασιωνόταν ότι έγερνε το κεφάλι της στον ηλιοκαμένο ώμο του. Και τώρα δεν θέλει ούτε να τον αντικρίσει. Δεν θέλει ή δεν αντέχει, ποιος ξέρει; Την ιστορία δεν τη γράφουν αυτοί που κρύβονται, κατέληξε κοιτώντας το ρυπαρό πεζοδρόμιο. Ούτε οι Σαρβανίμ, οι λιποτάκτες, σκέφτηκε να προσθέσει, αλλά μάσησε τα λόγια της, τα μάσησε τόσο που της άφησαν μια άφατη πικράδα. Έκανε να φύγει, αλλά ο Σαούλ την κράτησε από τον ώμο. Η ιστορία μας γράφεται με αίμα αθώων, είπε ο Σαούλ, και με διαμελισμένες σάρκες παιδιών, και ένα χαιρέκακο χαμόγελο σχηματίστηκε στο πρόσωπό του. Η Έλινορ κατέβασε το χέρι του και συνέχισε σκυφτή προς το πατρικό της.
Το ίδιο απόγευμα συνάντησε τον Αρφάν. Εκείνος καμώθηκε ότι δεν πρόσεξε την στολή. Της σέρβιρε τσάι και άρχισε να φλυαρεί για τις αδερφές του, για τους τουρίστες, για τη ζέστη. αερολογούσε για ώρα, λες και έψαχνε κάτι να πει μόνο και μόνο για να μην της δώσει τον λόγο. Ξάφνου, έκανε μια μεγάλη παύση και αφού την κοίταξε κατάματα, είπε χαμηλόφωνα: Πώς είναι να σκοτώνεις Άραβες; Η Έλινορ απέφυγε το βλέμμα του. Κανείς δεν σκοτώνει Άραβες, ήθελε να του πει. Τρομοκράτες εξοντώνουμε, εχθρούς της πατρίδας, εχθρούς της ελευθερίας, αλλά μάσησε τα λόγια της. Η ίδια πικράδα κατέλαβε τους γευστικούς κάλυκες της γλώσσας της. Ο Αρφάν συνέχισε κοιτώντας το εθνόσημο στο πέτο της: Δεν λέγονται Άραβες όσοι κάνουν τις βρωμοδουλειές των Εβραίων, της είπε. Μαρωνίτες είμαστε, ακούστηκε η τρεμάμενη φωνή της μετά από ώρα. Σκατά είσαστε, είπε ο Αρφάν και σηκώθηκε από την καρέκλα του.
Η Έλινορ έμεινε καθισμένη. Δάγκωσε το μάγουλό της από μέσα, για να μην κλάψει, να μην ουρλιάξει, ποιος ξέρει; Το δαγκώνει μέχρι να ματώσει. Με αίμα δεν γράφεται η ιστορία; Αίμα απλώνεται και στον βάλτο που κολυμπάει. Αίμα που πήζει και σχηματίζει μια δίνη από την οποία δεν πρόκειται να ξεφύγει ζωντανή. Ξυπνάει ιδρωμένη, οι ανάσες κοφτές, η καρδιά πλησίστια, δεν είναι ο τρόμος του κενού, όμως, είναι που τόσες ώρες, τόσες μέρες, τόσα χρόνια συνεχίζει να κολυμπάει με μεγάλες απλωτές για να μην παγιδευτεί στον βάλτο, αυτόν που άλλοι αποκαλούν λίμνη κι άλλοι θάλασσα.
Δίχως να αποχαιρετήσει τους δικούς της, φεύγει αξημέρωτα για το στρατόπεδο. Είναι η μέρα της πρώτης περιπολίας, και η διμοιρία της Έλινορ έχει πάρει εντολή περιφρούρησης του τελευταίου σημείου ελέγχου πριν τα Κατεχόμενα. Όταν κατέβηκαν από το καμιόνι, τα παιδιά που στέκονταν με τις ώρες στην ουρά, τους παρακολουθούσαν τρομαγμένα. Όλα τα μάτια καρφωμένα πάνω της. Ή τουλάχιστον έτσι πίστευε. Μας εχθρεύονται, σκέφτηκε, αν μπορούσαν θα μας σκότωναν με τα μικρά τους χέρια, όλους, όλα σε πρώτο πληθυντικό, όλα εμείς, ας ήταν ολομόναχη, μονάχη μέσα σε τόσο κόσμο, οι παλμοί της πυκνώνουν, έπρεπε να το περιμένει, η εκπαίδευση τελείωσε πια, ήρθε η ώρα για δράση, δεν πρόκειται για πόλεμο, έλεγε ο διοικητής, δίνουμε μάχες για την ειρήνη. Πρέπει να πολεμήσουμε για την ειρήνη, να πολεμήσεις, το γύρισε στον ενικό και της φάνηκε ότι την κοίταξε κατάματα. Ειδικά εκείνη, μέσα σε τόσους στρατιώτες, λες και διάβαζε τον αντίλογο στο μυαλό της: δεν θέλω να πολεμήσω, μάσησε τα λόγια της, η πικράδα και πάλι εκεί, το μετάνιωσα, θέλει να ξεστομίσει, αλλά το πνίγει στο δηλητήριο, το μετάνιωσες; ρωτούν τα σφιγμένα φρύδια του διοικητή, η Έλινορ αποφεύγει το βλέμμα του, αποφεύγει τα βλέμματα των παιδιών, στο μυαλό της ακούγεται η φωνή του Σαούλ σε λούπα, το αίμα, οι σάρκες, όσα ξεστόμισε για να την πληγώσει, δεν πληγώνομαι, του αντιμιλά, η ιστορία θα συνεχίσει να γράφεται με αίμα, ερήμην μου, ερήμην σου, κοιτάει ξανά τα παιδιά, στις φλέβες μας κυλάει το ίδιο αίμα, θέλει να τους πει, είμαι σάρκα από τις σάρκες σας, θέλει να τους πει πολλά, αλλά για ακόμη μια φορά μασάει τα λόγια της.
Μασάει τα λόγια και δαγκώνει το μάγουλό της από μέσα, για να μην κλάψει, να μην ουρλιάξει, ποιος ξέρει; Φευ, το κόλπο δεν πιάνει πάντα. Τα βλέφαρα βαραίνουν από αλμυρές στάλες που γυρεύουν να ξεχυθούν στα κατακόκκινα μάγουλα. Η Έλινορ, όμως, δεν τους το επιτρέπει. Τρεμοπαίζει τα βλέφαρα και σιγά σιγά τα δάκρυα στεγνώνουν στον βουβό αέρα που φέρνει μέχρι εκεί τη μυρωδιά της γλυκιάς θάλασσας. Ας είναι.

*Το 2010, η Έλινορ Τζόζεφ έγινε η πρώτη γυναίκα Αραβικής καταγωγής (και χριστιανικού θρησκεύματος) που κατατάχθηκε σε μάχιμη μονάδα του ισραηλινού στρατού. Συνεχίζει να υπηρετεί μέχρι σήμερα στο μικτό τάγμα Καρακάλ.

 

αυτόν το μήνα οι εκδότες προτείνουν: