«Τόσκα» του Τζιάκομο Πουτσίνι

____________
Ο Π Ε Ρ Α  Γ Ι Α  Α Ρ Χ Α Ρ Ι Ο Υ Σ

«Τόσκα», σε σκηνοθεσία Φράνκο Τζεφιρέλι. Η Μαρία Κάλλας με τον και Ρενάτο Τσιόνι. Λονδίνο, Κόβεντ Γκάρντεν, 9 Φεβρουαρίου 1964
«Τόσκα», σε σκηνοθεσία Φράνκο Τζεφιρέλι. Η Μαρία Κάλλας με τον και Ρενάτο Τσιόνι. Λονδίνο, Κόβεντ Γκάρντεν, 9 Φεβρουαρίου 1964


ΠΡΩΤΗ ΠΡΑΞΗ

—————

Στην εκκλησία του Άη Ανδρέα

Ο Μάριος ο Καβαραντόσι, πρώτο πινέλο της Ρώμης, κλήθηκε να ζωγραφίσει μια εικόνα της Παναγίας στην εκκλησία του Άη Αντρέα. Ο σπιούνος νεωκόρος που του φέρνει φαγητό τον κουτσομπολευει γιατί λέει είναι από αυτούς τους τύπους που μιλάνε για ατομικά δικαιώματα, ελευθερία, δημοκρατία και άλλα τέτοια σατανικά. Ο Μάριός μας όμως είναι ερωτευμένος και δεν ακούει. Μπορεί η Παναγία που ζωγραφίζει να είναι ξανθιά και γαλανομάτα αλλά το φως της ψυχής του είναι η μαυρομάλλα Φλόρια Τόσκα με το φλογερό βλέμμα.
Καταδιωκόμενος για τις πολιτικές του πεποιθήσεις από τον κακό Σκάρπια, διευθυντή της Αστυνομίας, ο Αντζελότι κρύβεται στην εκκλησία. Σε μια φάση που τον βρίσκει μόνο διακόπτει τον Καβαραντόσι.

— Αλτ, τι συ;
— Είπαμε, χάλια η μούρη μου από τις κακουχίες, αλλά είμαι ο παλιός σου φίλος ο Αντζελότι και πρέπει να με βοηθήσεις!
— Να σε βοηθήσω βρε αδερφέ, αλλά δεν κρύβεσαι μια ακόμα γιατί ακούω την δικιά μου και δεν θέλω να σε δει.

Μπαίνει η Τόσκα φουριόζα με φρουφρου και αρώματα.

— Μ’ απατάς, Μάριε;
— Τι είναι αυτά που λες, βρε κουτό!
— Μάριε, μ’ απατάς! Άκουσα φωνές!

Αγαπημένο ζευγάρι μεν αλλά όπως όλες οι ντίβες έτσι και η Τόσκα πάσχει από αδικαιολόγητη και συνεχή ανασφάλεια. Ο Μάριος βέβαια, ξέρει να πείθει και έτσι η Τόσκα ηρεμεί.

— Την Παναγία να την κάνεις μαυρομάτα όμως, παραείναι ξανθιά!
— Φύγε τώρα να τελειώσω την δουλειά μου και τα λέμε το βράδυ!
— Με διώχνεις, του λέει η Τόσκα όλο νάζι, πίτσι-πίτσι και σορόπια.

Με το που φεύγει, βγαίνει ο Αντζελότι από την κρυψώνα του. Δεν προλαβαίνουν τα παλικάρια να συντονιστούν καλά-καλά, όταν αντιλαμβάνονται ότι ο Σκάρπια και οι μπράβοι του τον ψάχνουν.

— Πάμε γρήγορα στη βίλα μου να σε κρύψω στο πηγάδι.

Μπουκάρει στην εκκλησία ο Σκάρπια και είναι από τις περιπτώσεις που έρχεται ο άλλος και εκσφενδονίζονται τα σώβρακα απάνω του. Πιο μάτσο αρσενικό πεθαίνεις. Κυριολεκτικά. Ο Διευθυντής της Αστυνομίας της Ρώμης είναι όσα ονειρεύεται ο Ταραντίνο σε έναν κακοποιό: μισογύνης, σαδιστής με αξιοθαύμαστη λίμπιντο, τρομερές ικανότητες στην ίντριγκα και στο βασανισμό. Καταλαβαίνει αμέσως το σκηνικό στην εκκλησία! Ο Καβαραντόσι υποθάλπει τον εγκληματία Αντζελότι! Βρίσκοντας τον έναν θα ξεπαστρέψει και τον άλλον.

Επιστρέφει η Τόσκα στην εκκλησία να πει του Μάριου ότι πάπαλα το πίτσι-πίτσι, πρέπει να τραγουδήσει το βράδυ τελικά. Μα βρίσκει μόνο τον Σκάρπια που μεμιάς διαισθάνεται την ανασφάλεια της γυναίκας και την πείθει πως ο εραστής της αποχώρησε με γκόμενα. Θυμάται η δικιά μας τα σούρτα φέρτα και την εικόνα της Παναγίας, που σαν πολύ να μοιάζει σε αντίζηλο. Δεν θέλει πολύ και ορκίζεται μέγα ξεμάλλιασμα!

— Μες την εκκλησία τέτοια λόγια;
— Ο Θεός με βλέπει που πονάω και με καταλαβαίνει *κλαψ-λυγμ*!

Ο Σκάρπια μόνο που δεν χύ*ει βλέποντας το σχέδιό του να μπαίνει σε λειτουργία.

«Τόσκα», σε σκηνοθεσία Φράνκο Τζεφιρέλι. Β' πράξη, η «σκηνή του βασανιστηρίου». Η Μαρία Κάλλας με τον Τίτο Γκόμπι. Λονδίνο, Κόβεντ Γκάρντεν, 9 Φεβρουαρίου 1964


ΔΕΥΤΕΡΗ ΠΡΑΞΗ

———————

Στα κεντρικά της Αστυνομίας

Ο Σκάρπια τα πίνει εν ώρα υπηρεσίας και μονολογεί στο γνωστό μοτίβο των απανταχού σερνικών παλαιάς κοπής “τι ‘α σου κάνω μάνα μου”. Στέλνει μήνυμα στην Τόσκα που λέει τα κάλαντα εκεί κοντά σε μια εκκλησία να έρθει αμέσως στη Γενική Αστυνομική Διεύθυνση να τον συναντήσει. Πρωτύτερα έβαλε να γυρέψουν τον Αντζελότι, τον οποίον δε βρήκαν μεν στη βίλα του Μάριου, συνέλαβαν όμως τον ίδιο.

— Γέλαγε και μας κορόιδευε, κλαίνε τα μαντρόσκυλα του Σκάρπια, που τους έθιξε τις ευαισθησίες. Τονε φέρνουν σηκωτό αλλά αυτός συνεχίζει τον γέλωτα έτσι για να του την σπάσει.
— Εδώ δεν είναι τόπος για γέλια αλλά για δάκρυα!

Έρχεται η Τόσκα θορυβημένη αλλά προλαβαίνει ο Μάριος να της πει: -δεν είδες, δεν άκουσες, δεν ξέρεις, δεν απαντάς! Τον μεταφέρουν σε ένα ιδιωτικό κελί εκεί κοντά για να ακούει η Τόσκα τα ουρλιαχτά του όταν θα του βγάζουν τα νύχια ένα-ένα. Η Τόσκα, πεπειραμένη θεατρίνα, αρχικά το παίζει κουλ. Ο Σκάρπια ετοιμάζει επίθεση.

— Α, επιτέλους τα δυο μας να τα πούμε.
— Ίου μπίχλα, μην με ακουμπάς!
— Τι έγινε, γουστάρουμε τον καλλιτέχνη;
— Δεν ξέρω, δεν απαντώ.

Σε ένα παράλληλο σύμπαν, ο Σκάρπια μπορεί να ήταν και διανοούμενος. Τι να πήγε στραβά; Να του ’λειψε το χάδι στην παιδική του ηλικία; Όπως και να χει, ξέρει πάρα πολύ καλά να δημιουργεί σασπένς και να στήνει παγίδες, να τυλίγει το θύμα του και να παίρνει τις απαντήσεις που θέλει. Μια τα ουρλιαχτά του Μάριου, μια οι ερωτήσεις του Σκάρπια, η Τόσκα ολοένα και χάνει την ψυχραιμία της.

— Το θέμα της γκόμενας στην εκκλησία;
— Α, καλέ, ούτε καν, χαχα!
— Και στη βίλα μόνος;
— Ναι βρε αχώνευτε, μόνος!

Σε μια σπάνιας διαστροφής μουσική σύνθεση ο Σκάρπια ενορχηστρώνει εξαίσια τα βασανιστήρια του Μάριου ως ψυχολογικό βιασμό της Τόσκα. Διατάζει να ανοίξει η κερκόπορτα!

— Nα ακούει καλύτερα τα ουρλιαχτά του!

Η Τόσκα αντιλαμβάνεται, ότι αν δεν αποκαλύψει την κρυψώνα του Αντζελότι, ο αγαπημένος της θα πεθάνει σε εκείνο το μπουντρούμι. Όταν ο Σκάρπια κάνει νεύμα να εντείνουν τον βασανισμό, η Τόσκα, σοκαρισμένη από την κραυγή του Μάριου, αποκαλύπτει την κρυψώνα.

— Είδες που ξες τελικά;
— Φέρτε τον Μάριο να τον δω ΤΩΡΑ!

Τον φέρνουν σε κακό χάλι.

— Μίλησες, Τόσκα;
— Εχμ, όχι…

Ο Σκάρπια τους παρακολουθεί απολαμβάνοντας το θλιβερό θέαμα. Τότε λέει φωναχτά στους μπράβους του, πού θα βρουν τον Αντζελότι και ξεσπά σε γέλια.

— Με πρόδωσες;!

Γίνονται μαλλιά κουβάρια. Η Τόσκα τρομοκρατημένη προσπαθεί να κατευνάσει τον Μάριο. Ο Σκάρπια παθαίνει απανωτά εγκεφαλικά μαθαίνοντας, πως τα συμμαχικά στρατεύματα έχασαν την μάχη με τον Ναπολέοντα! Ο Καβαραντόσι το ακούει μες την αναμπουμπούλα και εξακοντίζει κάτι κορώνες να! με το συμπάθιο, να τον χαρεί η μάνα που τονε γέννησε.

Δεν έπρεπε. Ο Σκάρπια τα παίρνει, διατάζει να τον ξαναγυρίσουν στο κελί. Η Τόσκα στα πρόθυρα νευρικής κρίσης.

— Α, κρύωσε η σουπίτσα μου. Θες μια γουλιά κρασί;
— Πες πόσα θες, κτήνος!
— Τίποτα. Λίγο πίτσι-πίτσι για την ζωή του αγαπημένου σου!
— ΊΟΥ μέχρι να σβήσει ο ήλιος!

Εκείνη τη στιγμή ακούγεται το απόσπασμα.

— Ή μου κάθεσαι ή θα κάτσεις πρώτη σειρά στο κοντσέρτο που ετοιμάζω στο Μάριο! Γκέγκε;!

Η Τόσκα πέφτει στα γόνατα να ικετέψει για την ζωή του εραστή της – σε μορφή άριας όπως καταλαβαίνετε.

Τελικά υποκύπτει και με ένα νεύμα συμφωνεί στην τρομερή συναλλαγή. Ο Σκάρπια ικανοποιημένος, που και πάλι αποδείχθηκε τόσο μα τόσο καλός στη δουλειά του, δίνει διαταγή για φέικ τουφέκισμα του κρατούμενου και να τους δοθεί ελεύθερη διάβαση να διαφύγουν. Γράφει εκεί ένα σημείωμα για να έχει μαζί της η Τόσκα, διώχνει τους πάντες, χαμηλώνει φώτα και ετοιμάζεται να ερωτοτροπήσει. Η Τόσκα από την ταραχή της όλη αυτήν την ώρα δεν ξέρει που να βάλει τα χέρια της. Τελικά βρίσκει: με μια κίνηση αστραπή πιάνει το μαχαίρι που βρίσκεται μπροστά της στο τραπέζι με τα τυριά και τα σαλάμια και με τη δύναμη της απελπισίας το μπίγει στα σωθικά του βασανιστή της. Τον σφάζει σαν γουρούνι. Ο Σκάρπια αγκομαχά —καθόλου σέξι— και έτσι ο άλλοτε πανίσχυρος άντρας που τον έτρεμε όλη η Ρώμη πεθαίνει από τα χέρια μιας γυναίκας! Η Τόσκα βρίσκει το χαρτί με την άδεια εξόδου, βάζει και ένα σταυρό στο στέρνο του σκοτωμένου, καθότι θρήσκα, και εγκαταλείπει το απαίσιο μέρος φτύνοντας τρεις φορές τον κόρφο της! Φτου! Φτου! Φτου!

Η Daniela Dessí, «Τόσκα». Ορχήστρα και χορωδία του Θεάτρου Φελίτσε (διεύθ. Μάρκο Μποέμι), σκηνοθεσία Ρέντζιο Τζακιέρι, Φλωρεντία 2010

Runch cartoon depicting the end of Sardous La Tosca 1888


ΤΡΙΤΗ ΠΡΑΞΗ

———————

Σε ένα κάστρο-φυλακή πάνω από τον Τίβερη

Ο δόλιος ο Καβαραντόσι δεν έχει ιδέα για το τι συνέβη και περιμένει το απόσπασμα. Είναι προχωρημένη η ώρα και κοντεύει να ξημερώσει. Ζητάει από το φύλακα μια χάρη, να παραδώσει ένα αποχαιρετιστήριο γράμμα στην αγαπημένη του Τόσκα. Αλλά όσο και να προσπαθεί δεν μπορεί να γράψει ούτε μια σειρά. Αντ’ αυτού λέει μια από τις πιο σπαραξικάρδιες άριες που έχουν γραφτεί ποτέ για φωνή τενόρου ή φωνή γενικότερα εδώ που τα λέμε. Κλάμα… Και κει που μας έχουν πάρει τα ζουμιά σκάει μύτη η Τόσκα!

— Τζα, τι σού χω;

Του λέει συνοπτικά τι συνέβη και ότι το μόνο που μένει είναι να το παίξει πεθαμένος όταν θα τον τουφεκίσουν στα ψέματα. Τραγουδάνε εκεί τον έρωτα τους, ώσπου έρχεται όντως το απόσπασμα. Τον στήνουν στο δυο μέτρα, σημαδεύουν και ΜΠΑΜ! Πέφτει ο Μάριος και η Τόσκα είναι περήφανη για το τόσο πειστικό πέσιμο. Φεύγει το απόσπασμα. Η Τόσκα πλησιάζει δειλά-δειλά τον Μάριο.

— Σήκω γρήγορα να φύγουμε, Μάριε! Τον ακουμπάει και μέσα σε κλάσματα του δευτερολέπτου καταλαβαίνει την προδοσία του Σκάρπια! Στο μεταξύ έχει ανακαλυφθεί ο φόνος. Ακούμε φωνές, οι μπράβοι του Σκάρπια αναζητούν την Τόσκα ως ένοχη για τον φόνο! Εκείνη, μην έχοντας πια τίποτα να χάσει, ανεβαίνει σε έναν πύργο του κάστρου και πηδάει στο κενό.

Α   Υ   Τ   Α


Giacomo Puccini
Giacomo Puccini