«Τριστάνος και Ιζόλδη» του Ρίχαρντ Βάγκνερ

——————
Ο  Π  Ε  Ρ  Α    Γ  Ι  Α    Α  Ρ  Χ  Α  Ρ  Ι  Ο  Υ  Σ

Ο πρώτος «Τριστάνος» και η πρώτη «Ιζόλδη»: Ludwig & Malvina Schnorr von Carolsfeld
Ο πρώτος «Τριστάνος» και η πρώτη «Ιζόλδη»: Ludwig & Malvina Schnorr von Carolsfeld

Ναρκωτικά, σεξ και ψυχανάλυση

Στην όπερα αυτή υπάρχει άφθονη συζήτηση, στοχασμός και γενικά τα πάντα υπεραναλύονται μέχρι να γίνουν σούπα. Οι πρωταγωνιστές έχουν άπειρα προβλήματα, θεωρούν ότι κανείς δεν τους καταλαβαίνει και πως μόνο αυτοί νιώθουν και ζουν το δράμα. Όπως κάθε έφηβος που σέβεται τον εαυτό του, δηλαδή. Ο λόγος για τον Τριστάνο και την Ιζόλδη. Ο Τριστάνος είναι από αυτά τα emo παιδιά, που μονίμως είναι μέσα στην μαυρίλα και την κατάθλα, ενώ παραδόξως είναι και το πρώτο σπαθί στην αυλή του βασιλιά Μάρκε. Η Ιζόλδη πάλι είναι από τα κορίτσια με τα ωραία μαλλιά και τα διαπεραστικά μάτια, που από μακριά θαυμάζεις, αλλά κωλώνεις να πας να της μιλήσεις, γιατί θα σου πει για θαυματουργά βότανα και πως να σκοτώσεις κάποιον με αυτά – φρικιό δηλαδή.


«Τριστάνος και Ιζόλδη», Πρελούδιο, Carlos Kleiber, Ορχήστρα του Φεστιβάλ Μπάιρόιτ  1976


Πρώτη πράξη

Βρισκόμαστε στο φέρι μποτ που μας γυρνάει από την Ιρλανδία στην Αγγλία. Πάνω στο φέρι μποτ είναι ο Τριστάνος, ο φίλος του ο Κούρβεναλ, η Ιζόλδη και η κολλητή της η Μπραγκαίνε. Δεν σας άρεσαν τα ονόματα, ε; Προτιμάτε το Καίτη, Τούλα, Μήτσος, Κίτσος. Τέλοσπάντων, αυτά είχανε τότε στο βορρά, αυτά τους βάλανε. Η Ιζόλδη είναι Ιρλανδέζα πριγκίπισσα, που λέτε, και τρέφει μίσος τρομερό για τον emo ιππότη Τριστάνο, διότι αυτός της σκότωσε τον αρραβωνιαστικό, τον Μόρολντ. Ναι, ξέρω τι σκέφτεστε, ωραίο όνομα κι αυτός. Εκείνη την εποχή η Αγγλία και η Ιρλανδία έκαναν επιδρομές η μία στην άλλη και σκοτώνονταν άδικα ο κόσμος. Για να τελειώνει αυτή η ιστορία, ο βασιλιάς Μάρκε έστειλε τον καλύτερο του ιππότη, τον Τριστάνο, να πάει άλλη μια φορά στην Ιρλανδία να νικήσει εκεί πέρα ό,τι ήταν να νικήσει και να φέρει μαζί του την Ιζόλδη, ώστε να την παντρευτεί ο Μάρκε, να συμπεθεριάσουν και να μονιάσουν οι δύο λαοί. Ο Μάρκε, πρέπει να ξέρετε, είναι χήρος και άτεκνος. Τον Τριστάνο, τον είχε πάρει κοντά του, όταν αυτός έχασε τους γονείς του σε πολύ μικρή ηλικία και του στάθηκε σαν πατέρας. Είναι καλός ο Μάρκε, κρατήστε το αυτό για αργότερα.
Γυρνάμε τώρα στο φέρι και στο μίσος της Ιζόλδης, η οποία όχι μόνο νιώθει σαν πουλημένη γίδα, αλλά έχει αναγνωρίσει στο πρόσωπο του Τριστάνου τον δολοφόνο του αρραβωνιαστικού της, Μόρολντ. Σου λέει, δε φτάνει που μ’ έκανε χήρα στα 16 μου (!) με πάει τώρα δώρο στον θείο του στη Κορνουάλη. Αυτά συζητάει με την κολλητή της, η οποία προσπαθεί να την πείσει, πως ίσως της αρέσει το ταξίδι εκεί που πάνε και ο Τρίσταν καλό παιδί φαίνεται μωρέ, μπορεί και ο θείος να μην είναι τόσο γέρος τελικά και δες το θετικά και άλλα τέτοια κουλά. Η Ιζόλδη όμως δεν ακούει τίποτα.

— Εγώ, μία πριγκίπισσα, δούλα του emo, του τιποτένιου; Που να μη σώσει να φτάσουμε στην Αγγλία!
— Ώπα, της λέει η Μπραγκαίνε, τι εννοείς κοκόνα μου μη σώσει;
— Θυμάσαι κάτι βότανα και κάτι μαγικά φίλτρα που πήρα μαζί μου;
— Άσε τα σάπια, τις φιάλες με τα ναρκωτικούλια λες.
— Α, γειά σου, αυτά! Εκεί λοιπόν έχω ένα, που μια γουλιά (παραπάνω) να πιούμε θα μας στείλει κατευθείαν στα ραδίκια.
— Κουνήσου από τη θέση σου! Σιγά που θα σου φέρω δηλητήριο!
— Φέρτο τώρα, μη σε μαδήσω, γλωσσού!

Όπως καταλαβαίνετε, η κολλητή είναι σε δύσκολη θέση. Από τη μία θέλει να της σταθεί της Ιζόλδης, από την άλλη όμως δεν της πάνε τα μαύρα και τα κόλλυβα έχουν γλουτένη και έχει δυσανεξία. Τι να κάνει άρα; Σωστά! Πάει στο κουτάκι με τα φίλτρα και αντί να πάρει αυτό που σκοτώνει, παίρνει αυτό που καυλώνει! What can possibly go wrong?
Έρχεται ο Τριστάνος, όπως του ζητήθηκε, για να συζητήσει με την Ιζόλδη για την σχέση τους και το μέλλον της σαν μέλλουσα… θεία του. Η Ιζόλδη με άγρια διάθεση του στήνει διάφορες λεκτικές παγίδες, που το κακόμοιρο το emo προσπαθεί να αποφύγει. Δεν ξέρω αν σας το είπα, αλλά αυτοί οι δύο έχουν και μια προϊστορία. Αφού σκότωσε τον Μόρολντ, ο Τριστάνος έτυχε ξανά στις ακτές της Ιρλανδίας, λαβωμένος και του θανατά. Εκεί τον βρήκε η Ιζόλδη μισοπεθαμένο και τον συνέλλεξε, γιατί εκτός από βότανα μαζεύει και άλλα απειλούμενα είδη. Ο Τριστάνος μέσα στην παραζάλη έδωσε λάθος όνομα· σου λέει, μην μας ψάχνει η ασφαλιστική μετά και δεν έχουμε να πληρώσουμε. Η Ιζόλδη όμως τον αναγνώρισε και πάνω που πάει να τονε σκοτώσει για να εκδικηθεί, σηκώνει αυτός τα μάτια και συναντιούνται τα βλέμματά τους. Ω, ύπουλε Έρωτα Παντοκράτορα, τα κατέστρεψες τα παιδιά! Καταλαβαίνετε τώρα, γιατί νιώθει σαν να τον έχει πατήσει φορτηγό στην εθνική Αθηνών-Λαμίας ο Τριστάνος μας και δεν τολμάει να κοιτάξει την κοκκινομάλλα βοτανολόγο στα μάτια; Ντρέπεται τον θείο-πατριό-βασιλιά Μάρκε! Καταλάβατε το δίλημμα; Καταλάβαμε να λέτε.
Και εκεί που τα λένε, του ξεφουρνίζει αυτή ότι πρέπει να πιουν το ποτό, όχι της αμαρτίας, αλλά της συμφιλίωσης, αλλιώς δεν κατεβαίνει από το πλοίο. Της χαλάει χατίρι ο ιππότης; Συμφωνεί να το πιουν μαζί. Και ωσάν καλά πρεζάκια, που είναι και τα δυο τους, πιστεύουν ότι επιτέλους πεθαίνουν. Αντί όμως να πεθάνουν, το φίλτρο απελευθερώνει όποιο κρυφό αίσθημα πόθου έτρεφαν μεταξύ τους. Πάνω που πάνε να βγάλουν τα μάτια τους, έρχεται η Μπραγκαίνε –καλή μουσίτσα και του λόγου της– αλλά και ο κολλητός του Τριστάνου, ο Κούρβεναλ, για να τους χωρίσουν.

— Ρε μαλάκα, ξεκόλλα, φτάσαμε Κορνουάλη.
— Καλέ, βδέλλα του ’γινες του ανθρώπου, μαζέψου, πώς θα σε δει έτσι ο μέλλοντας σύζυγός σου; Ντροπής πράγματα, τς τς τς!


2η Πράξη, "Oh sink hernieder",  Suthaus, Flagstad, Furtwängler, 1952


Δεύτερη Πράξη

Οι δύο ήρωές μας διατηρούν κρυφή σχέση, την οποία μόνο οι κολλητοί τους γνωρίζουν. Για τον κόσμο η Ιζόλδη είναι πλέον γυναίκα του Μάρκε. Ο Τριστάνος εξακολουθεί να είναι ο ευνοούμενος ιππότης και το αγαπημένο ψυχοπαίδι του βασιλιά. Η Μπραγκαίνε νιώθει τύψεις και προσπαθεί να πείσει την Ιζόλδη να είναι τουλάχιστον λίγο περισσότερο προσεκτική.

— Επειδή την έχετε ακούσει εσείς δεν σημαίνει ότι οι υπόλοιποι τρώνε κουτόχορτο!
— Τι λες καλέ, αφού κρυβόμαστε τέλεια, αφού. Κανείς δεν μας καταλαβαίνει! Να, τώρα όπου να ’ ναι θα έρθει ο καλός μου, όσο ο βασιλιάς και οι υπόλοιποι λείπουν για νυχτερινό κυνήγι. — Ναι, ο Μέλοτ όμως σας έχει βάλει στο μάτι!

— Ποιός, ο Μέλοτ; Αυτός είναι φίλος του Τριστάνου, μας αγαπάει.
— Αχ, δεν βγάζω άκρη μαζί σας, καταλήγει η Μπραγκαίνε.

Βραδιάζει επιτέλους και έρχεται λαχανιασμένος ο Τριστάνος. Χαρά, φιλιά, κακό, αγκαλιές, τριψίματα, όρκοι, υπερβολές και σαλιαρίσματα. Αυτό κρατάει αρκετή ώρα. Όταν μάλιστα παραπονιούνται για την λεξούλα «και» που βρίσκεται ανάμεσα στα ονόματά τους λες, οκ, το τερματίσατε, και μεις αγαπήσαμε αλλά δεν συντάξαμε και γλωσσολογική διατριβή για να το αποδείξουμε. Η αλήθεια να λέγεται όμως, όλη αυτή η φλυαρία είναι λουσμένη με ήχους εξαίσιους, αρμονίες τόσο σπαρακτικά δοσμένες στο τριπάρισμα των δύο, που φαντάζει αδιανόητο να ξεμπλέξεις ποτέ την ύπαρξη του ενός από αυτήν του άλλου. Δύο αντίθετες ψυχές που αποζητούν την υπέρβαση μέσω της ένωσής τους. Το δράμα κάθε ερωτευμένου με άλυτα ψυχολογικά.
Επειδή όμως κάθε τριπάρισμα κάποια στιγμή τελειώνει, έτσι και οι δικοί μας ήρωες προσγειώνονται ανώμαλα, όταν ο Μέλοτ, ο σπιούνος, τους ξεμπροστιάζει οδηγώντας τον Μάρκε στο κρησφύγετο των παράνομων εραστών. Κάγκελο ο Μάρκε. Κατεβασμένα μούτρα οι υπόλοιποι.

—Σ' εμένα ρε, παλιόπαιδο; Που πολυτιμότερο πράγμα από την δική σου αγάπη εγώ δεν έχω σ’ ολόκληρο τον κόσμο.

Μούγκα ο Τριστάνος.

— Μίλα ρε, σκυλί!

Τίποτα. Και τι να του ’λεγε δηλαδή; Ορμόνες, καύλα και το ακαταλόγιστο του Έρωτα; Μαγικά φίλτρα, ουσίες, εξαρτήσεις, ψυχολογικά τραύματα και συμπλέγματα; Δεν λέγονται αυτά. Γι’ αυτό προτιμά να πεθάνει από το να υποστεί τις συνέπειες των πράξεών του. Κατηγορεί τον Μέλοτ ότι κι αυτός γουστάρει την Ιζόλδη και γι' αυτό τους πρόδωσε. Ούτε λίγο - ούτε πολύ, πέφτει μόνος του πάνω στο σπαθί του Μέλοτ.


Waltraud Meier  (Liebestod), Κρατική Όπερα της Βαυαρίας, διεύθ. Zubin Mehta, 1998


Τρίτη πράξη

Όπως πολύ καλά καταλάβατε, ο Τριστάνος είναι και πάλι στα πατώματα να πεθάνει. Ο Κούρβεναλ τον έχει φυγαδεύσει στον Πύργο Κάρεολ στην ιδιαίτερη πατρίδα του Τριστάνου κάπου στη Βρετάνη. Εκεί τον φροντίζει, ενώ έχει ήδη στείλει να φωνάξουν την Ιζόλδη που ξέρει από βότανα και τον είχε επαναφέρει στη ζωή και παλαιότερα. Όταν συνέρχεται ο Τριστάνος παραληρεί. Είναι σε κακό χάλι. Αποδεικνύεται περίτρανα, ότι η έγκαιρη αντιμετώπιση σε θέματα ψυχικής υγείας είναι το παν, όπως επίσης ότι τα ναρκωτικά δεν αποτελούν λύση. Ο Τρίσταν μονολογεί και αναπολεί όλα τα δεινά που τον σημάδεψαν. Χαμένη υπόθεση από γεννησιμιού του. Μια σχέση της προκοπής δεν έκανε. Και τον μόνο άνθρωπο που του στάθηκε πραγματικά, τον πρόδωσε για μια γκόμενα. Ψόφα τώρα.

— Κάνε ένα κουράγιο ακόμα, του λέει ο Κούρβεναλ, και θα στην ανεβάσω εγώ με τα χέρια μου στον πύργο την αφέντρα.
— Θα έρθει, πιστεύεις;
— Θα έρθει!

Πιστεύοντας ότι βλέπει ένα βαπόρι να πλησιάζει τις ακτές, ξεσηκώνει τον Κούρβεναλ και χοροπηδάει ανοίγοντας πάλι το τραύμα.

— Ξάπλωσε αγόρι μου γλυκό, θα μου μείνεις στον τόπο!

Όντως, κάποια στιγμή ξεπροβάλλει ένα πλοίο και αναγνωρίζουν την Ιζόλδη στο κατάστρωμα. Φεύγει ο Κούρβεναλ να την προϋπαντήσει. Μένει μόνος ο Τριστάνος, αλλά αντί να κάτσει στ’ αυγά του ξελαρυγγιάζεται και τρέχει πάνω κάτω στην κάμαρά του! Δώστου να τρέχουν τα αίματα, αλλά τίποτα αυτός.

— Έρχεται η Ιζόλδη! Έρχεται η Ιζόλδη!

Ε, φτάνει μεν η Ιζόλδη, αλλά εκείνος ξεψυχάει στα χέρια της.

—Τόσο απλά; Από ένα τραύμα θα μου πεθάνεις;

Η Ιζόλδη μετέωρη στέκεται πάνω από το πτώμα του εραστή της σαστισμένη.

Στο μεταξύ φτάνουν στη στεριά ο βασιλιάς Μάρκε, η Μπραγκαίνε, που του έχει μιλήσει (επιτέλους!) για την κατάχρηση ουσιών και τα ψυχολογικά τους, αλλά και ο Μέλοτ. Ο Κούρβεναλ τους θεωρεί όλους οχτρούς και αφού σκοτώσει τον Μέλοτ, πεθαίνει και ο ίδιος με την τελευταία του σκέψη στον Τριστάνο. Ο Μάρκε απαρηγόρητος.

— Γιατί αγόρι μου, γιατί δεν μου μίλησες! Γιατί δεν με εμπιστεύτηκες! Γιατί! Θα στην έδινα και αυτήν και ό,τι άλλο μου ζήταγες! Γιατί!

Με αυτό το γιατί θα μείνει ο δόλιος. Σιωπηλοί πλέον ο Μάρκε και η Μπραγκαίνε μετά την σφαγή, παρακολουθούν την Ιζόλδη, που είναι ακόμα σκυμμένη πάνω από το πτώμα του Τριστάνου. Μπαίνουμε στα τελευταία λεπτά της όπερας: το Liebestod», δηλαδή θάνατος μέσω του έρωτα. Ο Βαγκνερ εδώ, δεν αποθεώνει απλά τον Έρωτα, αποθεώνει τη γυναικεία φωνή, τα πνευμόνια, τις φωνητικές χορδές, το μυϊκό της σύστημα. Στην εκπνοή του Liebestod έχουμε υποστεί πάνω από 4 ώρες ακατάπαυστης έντασης ανάμεσα σε δυο καρδιές που χτυπούν με συνεχείς αρρυθμίες, προσπαθώντας απεγνωσμένα να συντονιστούν. Επί 4 ώρες το νευρικό μας σύστημα κλονίζεται από μια ακατάσχετη τριβή αρμονικών, που μόλις πάνε να «δέσουν», σπάνε συνεχίζοντας την αναζήτηση της πλήρωσης. Μα όταν πια σωπάσουν όλοι, τότε «κλειδώνουν» επιτέλους οι αρμονίες, λειαίνονται οι κραδασμοί, και η γαλήνη της αναλωθείσας ζωής σκεπάζει τις καμένες καρδιές.

Α  Υ  Τ  Α

Και ο ... δράστης: Ρίχαρντ Βάγκνερ
Και ο ... δράστης: Ρίχαρντ Βάγκνερ