Η μαστροπός / Ο νταβατζής

——

Ε  Ι  Σ  Α  Γ  Ω  Γ  Η

Σύμφωνα με έναν πολύ γνωστό αρχαίο ορισμό, ο μίμος είναι «μίμηση βίου που περιλαμβάνει και όσα επιτρέπονται, όσα είναι κοινωνικώς αποδεκτά, και όσα δεν επιτρέπονται» (μίμησις βίου τα τε συγκεχωρημένα και ασυγχώρητα περιέχων). Παρότι η αναφορά στα ασυγχώρητα (μη αποδεκτά) –με την εξυπακουόμενη μάλιστα έμφαση σ’ αυτό το σκέλος– καλύπτει έναν προνομιακό χώρο του μίμου, ο ορισμός είναι περιοριστικός και δεν αποτυπώνει την απαράμιλλη ποικιλομορφία των εκδηλώσεων που συστεγάζονται κάτω από τον ευρύχωρο όρο «μίμος». Με κάποια υπερβολή, αλλά πιο κοντά στην πραγματικότητα, θα έλεγε κανείς σε σχέση με τα μεγάλα δραματικά είδη πως ό,τι δεν εί­ναι τραγωδία, κωμωδία και σατυρικό δράμα θα μπορού­σε να χαρακτηριστεί μίμος. Πάντως, στις απαρχές, βα­σικά του χαρακτηριστικά πρέπει να ήταν η μίμηση σκηνών της καθημερινής ζωής, η έμφαση στα τυπικά στοιχεία της ανθρώπινης συμπεριφοράς, η χρήση πεζού λόγου και ο αυτοσχεδιασμός στην παράσταση.

Με τη μια ή την άλλη μορφή, ο μίμος υπάρχει στις παρυφές του θεάτρου ήδη από την κλασική εποχή, όταν η ακμάζουσα τραγωδία και κωμωδία δεσπόζουν στη σκηνή και στην ορχήστρα, συνεχίζει να εξελίσσεται και να επεκτείνεται πλάι στα είδη αυτά, όταν παίρ­νουν να παρακμάζουν, και μονοπωλεί στη συνέχεια επί αιώνες το θέατρο (και άλλους χώρους) χειροκροτούμενος από τους θιασώτες του και βαλλόμενος από τους πολέμιούς του, όταν τα είδη εκείνα αποτελούν πια παρελθόν. Πόσο δραστικές διεργασίες για το θέα­τρο έλαβαν χώρα στη μακραίωνη πορεία του μίμου, το αντιλαμβάνεται κανείς αν αναλογιστεί ότι κάποια από τα αυτονόητα για το νεότερο θέατρο, αδιανόητα όμως για το θέατρο της κλασικής αρχαιότητας, όπως είναι το θεατρικό έργο σε πεζό λόγο, η αυτοπρόσωπη (χωρίς προσωπείο) υποκριτική και οι γυναίκες ως ερμηνεύτριες, κατακτώνται για το θέατρο μέσω του μίμου. Ακριβή εικόνα για τις ποικίλες φάσεις εξέλιξης είναι αδύνατο να συγκροτήσουμε, πρωτίστως γιατί από αυτό τό πρωτεϊκό φαινόμενο μόνο μικρά σπαράγματα, κατά κανόνα «αδήλου πατρός», ή κατά το μάλ­λον ή ήττον φιλτραρισμένες πληροφορίες έχουν φτάσει ως εμάς. Κάπως καλύτερα είναι τα πράγματα με τον λεγόμενο λογοτεχνικό μίμο επωνύμων δημιουργών όπως ο Ηρώνδας. Εδώ γνωρίζουμε ονόματα ποιητών και ενίοτε έχουμε στη διάθεσή μας ενδιαφέρουσες πληροφορίες γι’ αυτούς και αποκαλυπτικούς τίτλους έργων όπως επίσης και μικρής συνήθως έκτασης αποσπάσματα ή, στην περίπτωση του Ηρώνδα, ακέραια έργα, χάρη σε ένα γενναιόδωρο παπυρικό εύρημα του εκπνέοντος 19ου αιώνα. Αν σκεφτεί κανείς ότι ως το 1891 από το έργο του Ηρώνδα γνωρίζαμε κάπου 20 στίχους από την έμ­μεση παράδοση, κατανοεί τον ενθουσιασμό που προκάλεσε, όχι μόνο ανάμεσα στους ειδικούς, η δημοσίευση ενός παπύρου που διασώζει (με χάσματα στον δεύτερο, στον έβδομο και, κυρίως, στον όγδοο μιμίαμβο) οκτώ μιμιάμβους και σπαράγματα από έναν ένατο.*

Γενάρχης του λεγόμενου λογοτεχνικού μίμου θεω­ρείται ο Σώφρων (5ος αι. π.Χ.), θαυμαστής του οποίου ήταν, σύμφωνα με μια παράδοση, ο (θεατρικότατος) Πλάτων. Ο Σώφρων καταγόταν από τις Συρακούσες, μια πόλη με ισχυρή παράδοση στην κωμωδία ήδη από τον πρώιμο 5ο αιώνα (Επίχαρμος). Από τα έργα του, που είχαν διαλογική μορφή και ήταν γραμμένα σε δωρική διάλεκτο, τη διάλεκτο της καταγωγής του, σώ­ζονται σπαράγματα. Ιδιαίτερα ενδιαφέρουσα είναι η πληροφορία ότι είχε γράψει μίμους ανδρείους και μίμους γυναικείους, όπως επίσης και το γεγονός ότι, σε μια εποχή που δεν νοείται θεατρικό έργο το οποίο να μην είναι έμμετρο, ο Σώφρων επιλέγει να γράφει τους μίμους του σε έρρυθμη (δωρική) πρόζα.

——————

Για τον επίσης Δωριέα (αν κρίνουμε από το όνομά του) Ηρώνδα, που γράφει σε ιωνική διάλεκτο το α΄ μισό του 3ου αιώνα (ακμή περ. 270-260 π.Χ.), θα μπορούσαμε, παραλλάσσοντας ελαφρώς τον σεφερικό στίχο, να πούμε «είναι παιδιά πολλών ανθρώπων τα λόγια του», χωρίς αυτό να αφαιρεί κάτι από την ευκρι­νώς προσωπική φωνή του. Αυτοί οι «πατέρες» και «προπάτορες» είναι πρωτίστως ο ίαμβος της αρχαϊ­κής εποχής, ο μίμος του Σώφρονα και η κωμική παράδοση, με την οποία τέμνονται συχνά οι μιμίαμβοι. Ο ποιητής, πατώντας γερά στην εποχή του, την ελληνιστική εποχή, που ζητάει να επαναπροσδιορίσει με τρόπο ρηξικέλευθο τη σχέση της με την ποιητική παράδοση αποφεύ­γοντας τις λεωφόρους του πολύστιχου έπους και του δράματος, ανατρέχει, όπως και ο μεγάλος σύγχρονός του Καλλίμαχος, στον καταγόμενο από την Έφεσο ιαμ­βογράφο της αρχαϊκής εποχής Ιππώνακτα (β΄ μισό 6ου αι.) με τον δηκτικό, και κάποτε ανελέητο, λόγο. Από τον Ιππώνακτα παίρνει ο Ηρώνδας, όταν επιλέγει νὰ μην ακολουθήσει την παράδοση του Σώφρονα (έρρυθμη πρόζα) αλλά να γράψει έμμετρα, το κεκυρωμένο χωλιαμβικό μέτρο, που φαίνεται να ήταν πρόσφορο για το συχνά ιδιαιτέρως επιθετικό περιεχόμενο του ιάμβου, κορυφαίοι εκπρόσωποι του οποίου είναι ο Αρχίλοχος (7ος αι.) και ο Ιππώνακτας. Ο χωλίαμβος συγ­κροτείται, όπως και ο «κανονικός» ιαμβικός τρίμετρος του δράματος, από 12 μετρικές θέσεις, που καταλαμβάνονται από τουλάχιστον 12 συλλαβές, αποκλίνει όμως από τον ιαμβικό τρίμετρο του δράματος σε ένα κρίσιμο σημείο: η προτελευταία συλλαβή, η οποία στον «κανονικό» ιαμβικό τρίμετρο εί­ναι πάντα βραχεία, στον χωλίαμβο είναι μακρά. Παρότι δεν μπορούμε να ανακαλέσουμε τον αρχαίο ήχο, μπορούμε να είμαστε λίγο πολύ βέβαιοι ότι μια τέτοια απόκλιση στο εξαιρετικά ευ­παθές και ευαίσθητο τέλος του στίχου παρήγε ένα εν­τελώς διαφορετικό ακρόαμα, όπως βέβαιο πρέπει να θεωρείται επίσης ότι η επιλογή της έμμετρης εκφοράς συνεπιφέρει αφ’ εαυτής ένταση που παράγεται από τη διάσταση ανάμεσα στο ταπεινό περιεχόμενο (μίμος) και την υψηλή μορφή.

Ο Ηρώνδας γράφει μιμιάμβους, όπως είναι ο αρ­χαίος όρος, ο οποίος –σημειωτέον– δεν απαντά στο κείμενο του ποιητή. Μιμίαμβος σημαίνει κατ’ αρχάς μίμος γραμμένος σε ιαμβικό –εν προκειμένω χωλιαμβικό– μέτρο, κάτι που μάλλον δεν πρέπει να ήταν σύνηθες, όταν ειδικά τα έργα του Ηρώνδα «βαφτίστηκαν» μιμίαμβοι. Αν κρίνουμε από τα σωζόμενα σπαράγματα του «προγραμματικού» 8ου μιμιάμβου, ο ίδιος ο Ηρώνδας φαίνεται να αντιλαμβανόταν τα έργα του ως συγκερασμό της δραματικής και της μιμι­κής παράδοσης. Τα έργα αυτά έχουν έκταση που σπανίως υπερβαίνει τους 100 στίχους, διαδραματίζονται σε αστι­κό περιβάλλον και σε εσωτερικό χώρο (σπίτι, σχολείο, κατάστημα, ναό, δικαστήριο) και αντλούν την ύλη τους προεχόντως από όχι ιδιαιτέρως ευυπόληπτες περιοχές του ανθρώπινου βίου. Στους 4 από τους 7 μιμιάμβους της παράστασης, για παράδειγμα, πυρηνικό θέμα είναι το σεξ, το οποίο φαίνεται να υποκρούεται μαεστρικώς και σε έναν ακόμη μιμίαμβο (Ο τσαγκάρης). Η πλοκή είναι υποτυπώδης, με το κύριο βάρος να πέφτει στη διαγραφή των χαρακτήρων. Στο επίκεντρο βρίσκεται συνήθως ένα πρόσω­πο –κάποτε δύο–, στο οποίο ανήκει και η μερίδα του λέοντος από τον εκφερόμενο λόγο. Σε μία περίπτωση μάλιστα (Ο νταβατζής) το 100% εκφέρεται από ένα πρόσωπο, αν εξαιρέσουμε ένα παρεμβαλλόμενο εδάφιο νόμου, που έχει έκταση 2,5 στίχων. Τα κύρια πρόσωπα πλαισιώνονται από πρόσωπα δούλων, κωφά (βουβά) ή ομιλούντα, τα οποία ενίοτε απλώς συνοδεύουν τα κύρια πρόσωπα ή διεκπεραιώνουν αυταρχικότατα διατυπωμένες εντολές τους, ενώ τις περισσότερες φορές υπάρχουν για να ξεσπούν πάνω τους τα πρω­ταγωνιστικά πρόσωπα, που δεν κουράζονται να τα κατηγορούν για την οκνηρία τους, γενικότερα την ανικανότητά τους και την αδιακρισία τους. Παρότι τα γυ­ναικεία πρόσωπα αριθμητικά υπερτερούν, οι δύο πιο ολοκληρωμένοι χαρακτήρες του Ηρώνδα είναι άντρες (ο νταβατζής Βάτταρος και ο τσαγκάρης Κέρδων).

Η παλαιά διαμάχη γύρω από το αν οι μιμίαμβοι προορίζονταν για ανάγνωση, απαγγελία, μονοπρόσωπη performance από ταλαντούχο επιτελεστή ή «κανονική» παράσταση δεν λέει να κοπάσει. Ανεξάρτητα ωστόσο από την απάντηση που δίνει ο καθένας στο ερώτημα αυτό, ο σημερινός αναγνώστης του Ηρώνδα εύκολα διαπιστώνει ότι ο λόγος του είναι εξόχως θεατρικός, παρά το γεγονός ότι σε οποιαδήποτε μετάφραση εκπίπτουν δύο από τα πιο σαγηνευτικά στοιχεία του πρωτοτύπου, αφενός η αύρα της ιωνικής διαλέκτου με το συχνά ασυνήθιστο λεξιλόγιο, αφετέρου το ιδιόηχον του ιδιαιτέρως πρόσφορου για το (επιθετικό) περιεχόμενο του ιάμβου και του μιμιάμβου χωλιαμβικού μέτρου. Στα στοιχεία που ενισχύουν τη θεατρικότητα συγ­καταλέγονται, μεταξύ άλλων, η εξαιρετικά φειδωλή χρήση των επιθέτων, τα ενσωματωμένα σπαράγματα σε ευθύ λόγο, τα ομιλούντα ονόματα (π.χ. Κέρδων/κέρδος), η πληθώρα αποφθεγματικών εκφράσεων και παροιμιών, οι όρκοι (ή οιονεί όρκοι) και βέβαια οι απολαυ­στικότατοι εγκωμιαστικοί κατάλογοι με τον καταιγιστικό ρυθμό εκφοράς, όπως είναι το παραλήρημα της Γυλλίδας για τα αγαθά της Αιγύπτου, ή για τα προσόν­τα του πεν­τάκις πανελληνιονίκη Γρύλλου στη Μαστροπό, ή η αυ­τάρεσκη απαρίθμηση της ποικιλίας των υποδημάτων από τον δαιμόνιο Κέρδωνα στον Τσαγκάρη.


* Θυμίζω ότι από αυτό το γεγονός εμπνεύστηκε ο Κ.Π. Καβάφης το ποίημα «Οι μιμίαμβοι του Ηρώδου» (1892).


Η μαστροπός / Ο νταβατζής

Η μαστροπός

ΠΡΟΣΩΠΑ:
Θρακιώτισσα (δούλα), Μητρίχη (η κυρία του σπιτιού, σύζυγος ή σύντροφος [εταίρα;] του ναυτικού Μάνδρη, που λείπει δέκα μήνες στην Αίγυπτο), Γυλλίδα (η γριά μαστροπός, που γνωρίζεται από παλαιότερα με τη Μητρίχη [τροφός; βλ. στ. 7] και φαίνεται να έχει υπό τον έλεγχό της τουλάχιστον δύο νεαρές εταίρες [ή «κορίτσια»], τη Μυρτάλη και τη Σίμη).
ΧΡΟΝΟΣ:
Πιθανώς post 272/1 π.Χ., όταν πρωτομαρτυρείται το αξίωμα του ιερέως των αδελφών θεών (βλ. 1, 30 σημ.).
ΤΟΠΟΣ:
Το σπίτι της Μητρίχης σε αστικό περιβάλλον, χωρίς άλλη ένδειξη.
ΘΕΜΑ:
Προσπάθεια της Γυλλίδας να πείσει τη Μητρίχη, τώρα που ο αγαπημένος της βρίσκεται στην Αίγυπτο, να δεχτεί τις προτάσεις του φλεγόμενου από έρωτα πεντάκις πανελληνιονίκη Γρύλλου.

ΜΗΤΡΙΧΗ
       Θρακιώτισσα, κάποιος χτυπάει αγρίως
               την πόρτα. Δες μην έχει έρθει κανένας δικός μας
               από το χτήμα.

ΘΡΑΚΙΩΤΙΣΣΑ
                Ποιός χτυπάει;

ΓΥΛΛΙΔΑ
                Εγώω!

ΘΡΑΚΙΩΤΙΣΣΑ
                 Ποιά εσύ; Φοβάσαι να έρθεις πιο κοντά;

ΓΥΛΛΙΔΑ
                 Ορίστε, έρχομαι πιο κοντά.

ΘΡΑΚΙΩΤΙΣΣΑ
5
              Και ποιά είσαι εσύ;

ΓΥΛΛΙΔΑ
                 Η Γυλλίδα, η μητέρα της Φιλαινίδας. Πήγαινε
                 μέσα και πες στη Μητρίχη ότι έχω έρθει.

ΘΡΑΚΙΩΤΙΣΣΑ
                Σε ζητούν.

ΜΗΤΡΙΧΗ
                 Ποιός είναι;

ΘΡΑΚΙΩΤΙΣΣΑ
                Η Γυλλίδα.

ΜΗΤΡΙΧΗ
                Νταντά μου Γυλλίδα! Δίνε του, δούλα.
                Ποιά μοίρα σ’ έφερε κοντά μας, Γυλλίδα;
                Πώς και μας καταδέχτηκες;
                Μαύρα μάτια κάναμε να σε δούμε.
10           Πάνε τώρα, θαρρώ, κάπου πέντε μήνες, Γυλλίδα,
                που, μα τις Μοίρες, ούτε στ’ όνειρό του
                δεν σε είδε άνθρωπος να πατάς σ’ αυτή την πόρτα.

ΓΥΛΛΙΔΑ
                Μένω μακριά, παιδί μου, και στα σοκάκια
                η λάσπη φτάνει ως το γόνατο.
15
            Και η δύναμή μου όση και της μύγας.
                Με πήραν, βλέπεις, τα γεράματα
                και τα ψωμιά μου τά ’φαγα.

ΜΗΤΡΙΧΗ
                Έλα, μην τα παραλές με την ηλικία σου.
                 Είσαι ικανή ακόμα, Γυλλίδα,
                 να «κατατροπώσεις» άλλους και άλλους.

ΓΥΛΛΙΔΑ
20            Κορόιδευε. Αυτά είναι για σας τις νεαρές.

ΜΗΤΡΙΧΗ
                 Καλά ντε, μη φουντώνεις.

ΓΥΛΛΙΔΑ
                 Για πες μου, παιδί μου, πόσον καιρό τώρα
              «χηρεύεις» και τυραννάς μονάχη σου
                το έρημο κρεβάτι;
                Πάνε δέκα μήνες από τότε που ο Μάνδρης
                έβαλε πλώρη για την Αίγυπτο,
                και ούτε γράμμα ούτε γραφή.
25           Σε ξέχασε και ήπιε από καινούργια κούπα.
                Εκεί πάλι είναι σωστός παράδεισος,
                γη της επαγγελίας. Τα πάντα,
                ό,τι υπάρχει και δεν υπάρχει στον κόσμο,
                στην Αίγυπτο βρίσκεται:
                πλούτη, παλαίστρα, δύναμη, γαλήνη, φήμη,
                θεάματα, φιλόσοφοι, χρυσάφι, νεαροί, το
30           τέμενος των αδελφών θεών, ο βασιλιάς άψογος,
                το Μουσείον, κρασί, όλα τα καλά που επιθυμεί,
                γυναίκες, τόσες όσα, μα την Περσεφόνη, δεν είναι
                τ᾽ αστέρια που καυχιέται πως βαστάζει ο ουρανός·
                και στην ομορφιά σαν εκείνες που έτρεξαν
35            άλλοτε στον Πάρη για να κρίνει τα κάλλη τους
             –κούφια η ώρα που το λέω.
                Τί ψυχή έχεις, δύστυχη, και κάθεσαι
                και ζεσταίνεις την καρέκλα;
                Δίχως να το πάρεις είδηση, θα γεράσεις
                και τα νιάτα σου θα τα φάει η στάχτη.
40
          Κοίτα κι αλλού και για ημέρες δυό ή τρεις
                άλλαξε μυαλά, γλύκανε.
                Καράβι που κρατιέται σε μιαν άγκυρα
                δεν είναι ασφαλές. Αν έρθει ο θάνατος,
                κανείς δεν θα μας αναστήσει.
            ...και ένας άγριος χειμώνας...
45           και κανείς από μας δεν γνωρίζει τί μας μέλλεται.
                Των ανθρώπων ο βίος είναι άστατος.
                Μήπως όμως είναι κανένας δίπλα μας;

ΜΗΤΡΙΧΗ
                Ψυχή.

ΓΥΛΛΙΔΑ
               Άκου λοιπόν τί θέλω να σου πω και ήρθα εδώ.
50          Ο γιος της Ματαλίνας, της κόρης της Παταικίτσας,
               ο Γρύλλος, ο πεντάκις πρωταθλητής
            –μία φορά τους παίδες στους Δελφούς,
              δύο φορές στην Κόρινθο τους εφήβους με
              το πρώτο χνούδι, και άλλες δύο στην Ολυμπία
              τους άντρες κατατρόπωσε στην πυγμαχία–
              πλούσιος άλλο να σου λέω, που δεν πειράζει
55          ούτε πεσμένο φύλλο, άθιχτη σφραγίδα στον έρωτα,
              όταν σε είδε στην πομπή για την κατάβαση
              της Μίσας, εκλυδωνίστηκαν τα σπλάχνα του,
              γιατί λόγχισε την καρδιά του
              ο οίστρος του έρωτα,
              και ούτε νύχτα ούτε ημέρα
              δεν το κουνάει από το σπίτι μου, παιδί μου,
60        αλλά κλαίει μπροστά μου και μου γλυκομιλά
             και από τον πόθο του πεθαίνει.
             Έλα, παιδί μου Μητρίχη, αυτή τη μία αμαρτία
              χάρισέ την στη θεά. Αφιερώσου στη χάρη της,
              μη σε βρουν τα γηρατειά δίχως να το πάρεις
              είδηση. Και θα κερδίσεις διπλά:
65         και θα το χαρείς και θα σου δοθεί χρήμα
              παραπάνω και απ’ ό,τι φαντάζεσαι.
              Σκέψου το, άκουσέ με.
              Σε αγαπάω, ναι μα τις Μοίρες.

ΜΗΤΡΙΧΗ
                Όταν ασπρίζουν, Γυλλίδα, τα μαλλιά,
                φυραίνουν τα μυαλά.
                Ορκίζομαι στον γυρισμό του Μάνδρη
                και στην καλή τη Δήμητρα,
70           από άλλη γυναίκα εγώ αυτά
                δεν θα τ’ άκουγα ψύχραιμη, αλλά θα τη μάθαινα
                να τραγουδάει κουτσαίνοντας
                τα κουτσοτράγουδά της
                και το κατώφλι της πόρτας μου να το έχει εχθρό.
                Εσύ πάλι μη μου ξανάρθεις, καλή μου,
                με τέτοιες ιστορίες. Αυτά που πρέπει να λένε
75            οι γυναίκες οι γριές, να λες στις νέες.
                Του Πυθέα την κόρη τη Μητρίχη άφησέ την
                να ζεσταίνει την καρέκλα. Όχι, κανείς
                δεν θα γελάει με τον Μάνδρη. Όμως η Γυλλίδα,
                λένε, δεν τα χρειάζεται αυτά τα λόγια.
                Θρακιώτισσα, σκούπισε τη μαύρη κούπα,
80           βάλε ανέρωτο κρασί ως τη μέση,
                στάξε αποπάνω νερό και δώσ’ της να πιει.

ΓΥΛΛΙΔΑ
                Δεν είναι ανάγκη.

ΜΗΤΡΙΧΗ
                Έλα, Γυλλίδα, πιες το.

ΓΥΛΛΙΔΑ
                Δείξε ...
                Δεν ήρθα για να σε πείσω, ήρθα για τη γιορτή.

ΜΗΤΡΙΧΗ
                 Το γιατί ήρθες, Γυλλίδα...

ΓΥΛΛΙΔΑ
85       ...μακάρι, αχ, παιδί μου...
                Γλυκό π’ ανάθεμά το. Μα τη Δήμητρα,
                Μητρίχη, κρασί πιο γλυκό απ’ αυτό
                δεν έχει πιει ως τώρα η Γυλλίδα.
                Να μου είσαι καλά, παιδί μου, και να προσέχεις
                τον εαυτό σου. Όσο για μένα, παρακαλάω
                να κρατηθούν νέες η Μυρτάλη και η Σίμη,
90           όσο ανασαίνει ακόμα η Γυλλίδα.


Η μαστροπός / Ο νταβατζής

Ο νταβατζής

ΠΡΟΣΩΠΑ:
Βάτταρος (πορνοβοσκός πάππου προς πάππου, που διατηρεί «σπίτι» με «κορίτσια»), Γραμματέας (δικαστηρίου). Βουβά πρόσωπα: Μυρτάλη (το «κορίτσι» που, κατά τον Βάτταρο, υπέστη τα πάνδεινα από τον αντίδικό του Θαλή) και «ο επί της κλεψύδρας».

ΧΡΟΝΟΣ:
ante 266 π.X.
ΤΟΠΟΣ:
Αίθουσα δικαστηρίου στην Κω.
ΘΕΜΑ:
Ο μέτοικος πορνοβοσκός Βάτταρος κατηγορεί ενώπιον δικαστηρίου τον, κατά τα λεγόμενά του, βαρβαρικής καταγωγής εύπορο μέτοικο Θαλή για νυχτερινή επιδρομή στο «σπίτι» και απαγωγή δια της βίας ενός από τα «κορίτσια». Με εξαίρεση ένα παρεμβαλλόμενο εδάφιο νόμου (2,5 στίχοι), που διαβάζεται από τον γραμματέα, όλο το υπόλοιπο κείμενο εκφέρεται από τον Βάτταρο ως αγόρευση δομημένη κατά τα πρότυπα της δικανικής ρητορείας.

ΒΑΤΤΑΡΟΣ
            Ασφαλώς και δεν κρίνετε την καταγωγή μας,
                κύριοι δικασταί, ούτε την υπόληψή μας,
                ούτε βέβαια θα βγει αποπάνω
                ο Θαλής από ’δω έχοντας αδικήσει τον Βάτταρο,
                επειδή εκείνος έχει καράβι που αξίζει πέντε
5
             τάλαντα κι εγώ ούτε ψωμί να φάω.
                Κάθε άλλο. Εδώ θα κλάψει με μαύρο δάκρυ.**
                Και αυτός είναι μέτοικος στην πόλη και εγώ,
                και ζούμε όχι όπως θέλουμε, αλλά όπως
10
          μας παίρνει. Έχει εκείνος πάτρωνα τον Μεννή,
                έχω κι εγώ τον Αριστοφώντα.
               Έχει κατακτήσει νίκες ο Μεννής στην πυγμαχία,
                ο Αριστοφών καθαρίζει ακόμα και τώρα.
                Και αν αυτά δεν είναι αλήθεια, όταν δύσει ο ήλιος,
                ας κοπιάσει, κύριοι, χλαμυδοφόρος
                όπως άλλοτε και θα μάθει
15
           με τι σόι πάτρωνα είμαι θωρακισμένος.
                Ίσως θα σας πει: «Ήρθα από τη Βηρυτό
                φέρνοντας καραβιές σιτάρι και έβαλα τέλος
                στον φοβερό λιμό». Έφερα κι εγώ πουτάνες
                από την Τύρο. Ποιό το όφελος για τους πολίτες;
20           Ούτε εκείνος δίνει δωρεάν σιτάρι ν’ αλέσουμε
                ούτε κι εγώ ασφαλώς το κορίτσι.
                Αν πάλι, επειδή ταξιδεύει στα πέλαγα
                και φοράει πανάκριβη χλαίνη, ενώ εγώ
                ζω στη στεριά και σέρνω ένα τριμμένο ρούχο
                και παπούτσια λειωμένα, πάρει με τη βία,
                και μάλιστα νύχτα, κάποιο από τα κορίτσια μου
                χωρίς τη συναίνεσή μου, πάει περίπατο,
25           κύριοι, η τάξη και η ασφάλεια της πόλης,
                και το καύχημά σας, την αυτονομία σας,
                θα την καταλύσει ο Θαλής.
                Που όφειλε να ξέρει ποιός είναι
                και από τι πάστα είναι φτιαγμένος
                και να ζει όπως εγώ: να τρέμει
30           και τον τελευταίο ανθρωπάκο στην πόλη.
                Εδώ η αφρόκρεμα της πόλης,
                που σεμνύνεται για την καταγωγή της,
                δεν αντιμετωπίζει τους νόμους όπως αυτός
                και κανείς πολίτης
                ούτε ξυλοφόρτωσε εμένα τον ξένο
35
           ούτε κουβαλήθηκε νυχτιάτικα στην πόρτα μου
                ούτε ήρθε με δαυλούς και πυρπόλησε το σπίτι
                ούτε πήρε δια της βίας κάποιο από τα κορίτσια μου
                                                                        και μην τον είδατε.
                Όμως αυτός, ο Φρύγας, ο νυν Θαλής
                και πρώην, κύριοι, Αρτίμμης,
                τα έκανε όλα αυτά και δεν σεβάστηκε
40           ούτε νόμο ούτε πάτρωνα ούτε άρχοντα.
                Πάρε τώρα και διάβασε, παρακαλώ,
                γραμματέα, τον περί κακοποιήσεως νόμο.
                Κι εσύ τάπωσε, φίλτατε, την τρύπα
                της κλεψύδρας, ώσπου να ολοκληρώσει
                την ανάγνωση, έτσι που να μη μιλήσει
45
          πρώτα ο κώλος και το θέμα γίνει περι-οπής.

ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ

              «Εις περίπτωσιν δε καθ’ ην ελεύθερος κακοποιήσει
                δούλην, ή βιαιοπραγήσει εκ προαιρέσεως,
                δέον όπως καταβάλλει εις το διπλάσιον
                το προβλεπόμενον πρόστιμον».

ΒΑΤΤΑΡΟΣ
                Αυτά τα έγραψε ο Χαιρώνδης, κύριοι δικασταί,
                δεν τα έγραψε ο Βάτταρος θέλοντας
                καλά και σώνει να διώξει τον Θαλή.
50         «Εάν κάποιος παραβιάσει θύραν,
                δέον όπως καταβάλλει», λέει, «μίαν μναν.
                Εάν γρονθοκοπήσει, επίσης μίαν μναν».
                Εάν προβεί εις εμπρησμόν οικίας
                ή παραβιάσει τα όριά της,
                όρισε πρόστιμο χιλίων δραχμών,
                και αν προκαλέσει κάποια ζημία,
                να καταβάλλεται αποκατάσταση
55            εις το διπλάσιον. Ζούσε, βλέπεις, σε πόλη,
                Θαλή, ενώ εσύ δεν ξέρεις ούτε τί εστί πόλη
                ούτε τί σημαίνει έννομη τάξη, και ζεις
                σήμερα στα Βρικίνδηρα, χθες στα Άβδηρα,
                και αύριο, αν σου δώσει κάποιος τα ναύλα,
                θα βάλεις πλώρη για του διαόλου τη μάνα.
60
         Όσο για μένα, για να μη μακρηγορώ
                και σας κουράζω με τις παρεκβάσεις,
                κύριοι δικασταί, έχω πάθει από τον Θαλή
                όσα και ο ποντικός στην πίσσα.
                Με γρονθοκόπησε, σμπαράλιασε την πόρτα
                του σπιτιού μου, που ακουμπάω το ένα τρίτο
                της αξίας του ενοίκιο, το ανώφλι έγινε κάρβουνο.
65           Έλα κι εσύ, Μυρτάλη, εδώ.
                Δείξε σε όλους το κορμί σου.
                Μην ντρέπεσαι κανέναν τους.
                Στο πρόσωπο αυτών που βλέπεις να δικάζουν
                θεώρησε πως βλέπεις πατεράδες, αδελφούς.
                Δείτε, κύριοι, πως και πάνω και κάτω
70
          δεν άφησε τρίχα για τρίχα πάνω της ο λεβέντης,
                όταν την έσερνε και την κακοποιούσε.
                Αχ γεράματα, να έχει χάρη σ’ εσάς,
                αλλιώς αίμα θα ξερνούσε,
                όπως κάποτε ο Φίλιστος ο Βρέγκος στη Σάμο.
                Γελάς; Είμαι κίναιδος και δεν το αρνούμαι.
75
          Το όνομά μου είναι Βάτταρος και ο παππούς μου
                ήταν αδερφή και ο πατέρας μου αδερφάρα
                και ήταν όλοι τους νταβατζήδες, αν όμως
                μιλάμε για δύναμη, το λέει η καρδιά μου
                να στραγγαλίσω και λιοντάρι,
                αν ήτανε Θαλής. Γουστάρεις ίσως εσύ
                τη Μυρτάλη; Τίποτα το φοβερό.
80
          Κι εγώ το σιτάρι. Αν δώσεις αυτό, θα έχεις
                το άλλο. Ή, αν φλέγεσαι μέσα σου, μα τον Δία,
                για πάρτη της, ακούμπα το τίμημα
                στην παλάμη του Βατταρούλη,
                πάρε αυτό που σου ανήκει και δώσ᾽ της να καταλάβει
                όπως σου κάνει κέφι. Υπάρχει ένα θέμα, κύριοι
             –γιατί όσα είπα ως τώρα απευθύνονταν
85           σ’ αυτόν– εσείς, μια και δεν υπάρχουν
                μάρτυρες, αποφασίστε
                για την περίπτωση κατά συνείδηση.
                Αν πάλι στόχο έχει απλώς τα σώματα των δούλων
                και ζητάει να βασανιστούν, προσφέρομαι
                να βασανιστώ και ο ίδιος. Πάρε με, Θαλή,
                και κάνε μου φάλαγγα. Μόνο να έχει κατατεθεί
90           εδώ μπροστά η αποζημίωση. Ακόμα και ο
                Μίνως να δίκαζε με τη ζυγαριά του,
                δικαιότερη απόφαση δεν θα ’βγαζε.
                Κατά τα λοιπά, κύριοι, μη θεωρείτε ότι ψηφίζετε
                για τον νταβατζή Βάτταρο, ψηφίζετε για όλους
                ανεξαιρέτως τους ξένους που ζουν στην πόλη.
95
          Τώρα θα δείξετε πόσο μετράει η Κως
                και ο ιδρυτής της ο Μέροπας και τί φήμη
                είχε ο Θεσσαλός και ο πατέρας του ο Ηρακής
                και πως ο Ασκληπιός ήρθε εδώ
                από τη θεσσαλική Τρίκκη, και για ποιό λόγο
                η Φοίβη γέννησε εδώ τη Λητώ.
100         Σταθμίζοντάς τα όλ’ αυτά,
                οδηγήστε με ορθή κρίση
                το σκάφος της δίκης, αφού ο Φρύγας,
                αν τώρα δαρθεί, καλύτερος θα βγει,
                αν δεν λέει ψέματα η παλαιά παροιμία.

** Από τον επόμενο στίχο που δεν μεταφράζεται, σώζονται κάποια γράμματα από τα οποία δεν βγαίνει νόημα.

 

αυτόν το μήνα οι εκδότες προτείνουν: