Το πορτοφόλι

Το πορτοφόλι



Μια μέρα, ενώ πήγαινα στα αγγλικά που το λένε «Ο Τάμεσης», (πάω τάξη Εϊτζούνιορ, ενώ πέρσι πήγαινα σκέτο Έι), είδα ένα μαύρο πορτοφόλι στα πόδια μου. Έσκυψα και το πήρα. Το πήγα στη δασκάλα κι εκείνη είπε, όου, να το πας στη μητέρα σου, εμένα να μην με ανακατεύετε, πλιζ. Όταν γύρισα σπίτι, η γιαγιά είπε, ποιος ξέρει ποια φουκαριάρα να το ’χασε, μόνο οι γριές έχουν τέτοια μικρά πορτοφόλια, μαύρα, πεζ’ τηνα τη μαμά να το πάει στην ασφάλια. Η μαμά έλειπε στον οδοντογιατρό κι άργησε να γυρίσει. Μετά πονούσε από τη νέβροση που της έκαναν. Την άλλη μέρα, είχε τις δουλειές της, η γιαγιά τα ρεματικά της και δεν πήγαμε στους αστυνόμους. Στον μπαμπά δεν το είπαμε, γιατί μόνο το Σάββατο έρχεται για να πάμε στο σπίτι του και μετά στο «Οντεόν». Όταν οδηγάει το αυτοκίνητό του σφυρίζει χαούμενα, εγώ δεν είμαι γρινιάρης, είμαι κεφλίς λέει, και παίρνοντας απότομες στροφές, με δίνει μια φιλική καρπαζιά. Κάποτε φτιάχνει και γουστόζικα αστεία. Μια μέρα με πολλή κίνηση έβαζε ρήματα στην σειρά, δε βρί, δε βρίσκω τόπο να παρκάρω, μόνο, αν πάρω φό, μια φόρα και τρακάρω. Τότε και γω γελάω και παίρνω θάρρος να τον πω για τον Ηρακλή, μα αυτός κοροιδεύει την ομάδα μου, γεροντοκόρες, κι εγώ την δικιά του σκουλήκια, γιατί είναι Αριανός. Και εξωγήινος. Αυτό το λέει ο ίδιος του, όταν τον πιάνει ο βήχας εκείνος που τον λένε της αλεργίας. Τότε κοκινίζουν και τα μάτια του, δακρίζουν, και τρέχει νεράκι η μύτη του. Μα δεν είναι από στεναχώριες, μη φοβάσαι με λέει αγόρι μου, εγώ είμαι βράχος. Ναι, το καλοκαίρι που πάμε στα γαιδουρονήσια, που βρίσκονται κοντά στην Αμουλιανή, βουτάει από τα απότομα βράχια κι όταν βγαίνει στην αμο, λέει τό' δαμε μάγκα μου το σκυλόψαρο. Όταν δεν το θέλεις κάτι, εκείνο σούρχεται. Είναι σαν την καρφωτή μπαλιά, και γκόοολ! Κι αφού κάνουμε ντουζ, αρχινάμε το τένις, κάποτε με αφήνει να τον νικάω και μετά πάμε στον φάρο. Αυτός καπνίζει το τσιγάρο του, πίνει το ουζάκι του, εγώ παγωτό, και λέει τις σοφίες του. Έτσι, είπε ένα απόγευμα που μείναμε μόνοι, μη βλέπεις αυτό που φαίνεται. Να ζητάς αυτό που κρύβεται. Μετά περάσαμε από το μαγαζί που το λένε τούτι φρούτι, μα δεν πουλάνε φρούτα παρά γλυκά, όπως παστάκια ελεφαντάκι με σοκολατένια προβοσκίδα, ποντικάκι με καραμελένια ουρά. Ά, και μιλφέγ, που θα πει χίλια φύλα. Μιγφέγ το λεν στα γαλικά, που είναι γλώσα μουσική. Έτσι λέει η μαμά που πήγαινε στο σχολείο του Καλαμαρί. Με μάθαινε και ρίμες. Εν μερ νταν λα μερ, μον μαρί νταν λα μερί, λε μερ Ζαν Βαλζαν νταν Νοτρ νταμ. Κι όταν πάμε στο σούπερ και κουράζομαι, λέει, κουράζ μον πετί. Κάποτε με διαβάζει λέξεις από ένα βιβλιαράκι αν φρανσέ φασίλ. Μα εσύ να μάθεις πρώτα καλά τα αγγλικά σου, που είναι η γλώσα του εμπορίου.

Όταν της είπα τα αινίγματα του μπαμπά, είπε μάλιστα, στα λόγια πρώτοι είμαστε, ας ήταν και στα έργα του. Τώρα παίρνει δάνια βάζοντας ενέχιρο τα χρισαφικά μου. Το πορτοφόλι μάς έβλεπε πάνω από την τηλεόραση, όπου το είχαμε αφήσει επιτούτου, εκεί εμείς βλέπαμε τα έργα. Κι όταν έπιανε την γιαγιά ο κεφαλόπονος, χαμίλωνε την φωνή κι έλεγε, καλίτερα να τους βλέπεις παρά να τους ακούς.

Ένα απόγευμα η Μινουί, η γάτα μας, έριξε κάτω το πορτοφόλι και το τρίπισε με τα δοντάκια της. Αχ! είπε η μαμά, θα μας περάσουν για κλέφτες, πότε ντε, θα το πάμε στην αστυνομία; Άνοιξ’ το, είπε η γιαγιά, μήπως βρούμε κανένα σημάδι μέσα. Δεν υπήρχε όμως ούτε διεύθινση, ούτε φωτοτιπία από την ταυτότητα, όπως έχει μες στο δικό της το τσαντάκι η γιαγιά. Φοβάται μήπως χάσει τα μιαλά της καμιά μέρα στους δρόμους, και γι’ αυτό βάζει τα στιχία της εκεί μέσα. Βρήκαμε μόνο δυο νούμερα τηλεφώνου και κάτι φωτογραφίες με μωρά. Λεφτά ούτε για μιρωδιά. Η μαμά πήρε τις φωτογραφίες, τις κοίταζε καλά καλά και είπε, βρε μπάσκε είναι της Βικτορίας; Μα η γιαγιά, μμ! μαυροπούλια είναι, ξένα φαίνονται. Και πήραν στο τηλέφωνο τους αριθμούς. Ο ένας βούιζε. Ο άλλος δεν απαντούσε. Έτσι άφησε τις φωτογραφίες πάνω στην τηλεόραση, κι έβαλε το άδειο πορτοφόλι με τα δοντάκια της Μινουί κάτω από ένα σταχτοδοχίο. Ήταν αδιανό, γιατί ο μπαμπάς όταν έρχεται είναι πάντα του βιαστικός.

 

αυτόν το μήνα οι εκδότες προτείνουν: