Η μενίππεια σάτιρα / Το λογοτεχνικό είδος και η θεατρική «διασταύρωση»

Η ρωμαϊκή σύγκλητος. Έργο του Cesare Maccari  (1888)
Η ρωμαϊκή σύγκλητος. Έργο του Cesare Maccari (1888)

Η «Αποκολοκύνθωση» του Σενέκα


————
Εισαγωγή και μετάφραση: Σταύρος Τσιτσιρίδης
————


Η Αποκολοκύνθωση του Σενέκα αποτελεί τη μοναδική πλήρως σωζόμενη αρχαία μενίππεια σάτιρα, λογοτεχνικό υποείδος που χαρακτηριζόταν από την οργανική ανάμειξη διαφορετικών στοιχείων (κυρίως του πεζού με τον έμμετρο λόγο), την παρωδία λογοτεχνικών ειδών και τον έντονα φανταστικό χαρακτήρα του αφηγηματικού περιεχομένου. Το έργο γράφτηκε πιθανώς το 54 μ.Χ. και περιγράφει την, ματαιωθείσα τελικώς, αποθέωσιν του άρτι δολοφονηθέντος αυτοκράτορα Κλαυδίου. Ο ανώνυμος αφηγητής της σάτιρας παρακολουθεί το τέλος του αυτοκράτορα και εξιστορεί όσα ακολούθησαν: την εμφάνισή του ενώπιον της Συγκλήτου των Ολυμπίων θεών στον ουρανό, τη δίκη και τελικά την καταδίκη του από το δικαστήριο του κάτω κόσμου.
_______

«Ως προς το σπινθηροβόλο και μοχθηρό πνεύμα λίγα έργα της λατινικής γραμματείας μπορούν να συγκριθούν με τη μόνη πλήρως σωζόμενη μενίππεια σάτιρα, μια σάτιρα πάνω στη ζωή και στον θάνατο του αυτοκράτορα Κλαυδίου […]. Η μεγαλύτερη από τις πολλές τέρψεις που προσφέρει το μικρό αυτό αριστούργημα έγκειται στον τρόπο με τον οποίο καταφέρονται χτυπήματα προς κάθε κατεύθυνση».
Frank Goodyear
_______

«Η Αποκολοκύνθωση είναι μια από τις πιο ευφυείς και σκανδαλώδεις, αλλά επίσης δραστικές και οξυδερκείς σάτιρες στα λατινικά».
Gilbert Highet
_______

«… το πιο αστείο έργο της λατινικής λογοτεχνίας ύστερα από τις κωμωδίες του Πλαύτου».
Martha Nussbaum


Ο Σενέκας (χαλκογραφία)
Ο Σενέκας (χαλκογραφία)
Το λογοτεχνικό είδος και η θεατρική «διασταύρωση»



Αναφερόμενος ο Κοϊντιλιανός, στο δέκατο βιβλίο της Ρητορι­κής αγωγής (Institutio oratoria), στους Ρωμαίους ποιητές σε σύγκριση με τους Έλληνες και αφού κάμει λόγο για τους ελεγειακούς ποιητές, προσθέτει την πολύ γνωστή φράση (10.1.93): «Η σάτιρα πάντως μας ανήκει εξ ολοκλήρου» (satura quidem tota nostra est). Ο Κοϊντιλιανός είχε κυρίως υπόψη του το λογοτεχνικό είδος του οποίου βασικοί εκπρόσωποι ήταν ο Λουκίλιος, ο Οράτιος και ο Πέρσιος (τους αναφέρει ρη­τά) και που χαρακτηριζόταν από την έντονα προσωπική τοποθέτηση σε ποικίλα θέματα της καθημερινότητας αλλά και σε ζητήματα ηθικοφιλοσοφικά. Ύστερα ωστόσο από αυτήν την αναφορά ο Κοϊντιλιανός συμπληρώνει λίγο παρακάτω (10.1.95):

Υπάρχει εντούτοις και ένα παλαιότερο είδος σάτιρας [alterum illud etiam prius saturae genus], που δεν στηρίζει την ποικιλότητά του αποκλειστικά στην ανάμειξη με στίχους. Τέτοιες ήταν οι σάτιρες πού συνέθεσε ο Τερέντιος Βάρρων, άνδρας εξαι­ρετικά πεπαιδευμένος μεταξύ των Ρωμαίων.

Η Αποκολοκύνθωση, που ίσως κυκλοφόρησε αρχικά, όπως είδαμε παραπάνω, ως πολιτικός λίβελος, αποτελεί, αν όχι το μοναδικό, πάντως το τυπικότερο σωζόμενο από την αρχαιό­τητα δείγμα ενός λογοτεχνικού υποείδους, για το οποίο έχουμε μόνο αποσπάσματα, μαρτυρίες και λίγα δείγματα: τη μενίππεια σάτιρα. Αν και ο ίδιος ο όρος «μενίππεια σάτιρα» ανά­γεται στον 16ο αιώνα (τον πρωτοχρησιμοποίησε σε έργο του το 1581 ο Justus Lipsius), πρόκειται για είδος πρωτεϊκό και παρασιτικό, με μακρά ιστορία, γεγονός που επιβάλλει την εξε­λικτική όσο και τη συστηματική εξέτασή του.

Η ιστορία του είδους πηγαίνει πίσω έως τον κυνικό Μένιππο, ο οποίος είχε γεννηθεί –αν ισχύουν όσα παραδίδει ο Διο­γένης ο Λαέρτιος– δούλος στα Γάδαρα (της σημερινής Ιορδανίας), έγινε στη συνέχεια απελεύθερος και έζησε το πρώτο μι­σό του 3ου αι. π.Χ. στη Θήβα, όπου απέκτησε κάποια χρήματα (από τοκογλυφία;), τα οποία στη συνέχεια έχασε και στο τέλος αυτοκτόνησε. Ως δούλος και στη συνέχεια ξένος στην πόλη του, θα ήταν δύσκολο να είχε λάβει οποιουδήποτε τύπου σχολική εκπαίδευση και ίσως αυτό εξηγεί γιατί, όπως και οι άλλοι κυνικοί, επιδίωκε να γελοιοποιεί, απευθυνόμενος σε ευ­ρύτερο κοινό, τις διάφορες σχολές παρωδώντας τα καθιερωμένα είδη φιλοσοφικού λόγου (διάλογο, πραγματεία, επιστο­λή κλπ.) μέσω της μυθοπλαστικής υπερβολής, της ακραίας διατύπωσης των επιχειρημάτων και της προσθήκης απροσδόκητου υλικού (στίχοι, τραγούδια, κατάρες κ.ά.). Ο βαθύτερος στόχος ήταν η υπονόμευση της παραδοσιακής ει­κόνας του θεωρητικού βίου και, για τον σκοπό αυτόν, χρησιμοποιούσε τη συνειδητή και σκόπιμη ανάμειξη του σπουδαίου και του γελοίου, αυτό που ονομάστηκε πολύ αργότερα σπουδογέλοιον. Παρά το γεγονός ότι άσκησε μεγάλη επίδραση, δεν μπορούμε να ανασυνθέσουμε κανένα έργο του. Η Νέκυια, το πιο σημαντικό και γνωστό από τα έργα του, παρουσίαζε το ταξίδι και την επιστροφή του από τον κάτω κόσμο, αλλά και το ταξίδι στον ουρανό (πβ. τον Ικαρομένιππο του Λουκιανού). Η ανάβαση του Κλαυδίου στον ουρανό και η κατάβαση στη συνέχεια στον κάτω κόσμο, όπως περιγράφονται στην Αποκολοκύνθωση, έλκουν το δίχως άλλο την καταγωγή τους από τον Μένιππο (πιθανώς με τη μεσολάβηση του Βάρρωνα, που παρουσίαζε κάτι ανάλογο στους Endymiones του). Ωστόσο ο Μένιππος δεν άσκησε επίδραση μόνο ως συγγραφέας, αλλά επιβίωσε εξίσου έντονα ως λογοτεχνική μορφή σε έργα άλλων. Αρκεί να θυμηθεί κανείς τα έργα του Λουκιανού, τα οποία εί­τε έχουν τον Μένιππο ως κύριο πρόσωπο (Μένιππος ή Νεκυομαντεία, Ικαρομένιππος, Νεκρικοί διάλογοι) είτε εμπνέονται από τη μενίππεια σάτιρα (Συμπόσιον, Ζευς τραγῳδός, Αλιεύς, επίσης Μέ­νιππος και Ικαρομένιππος).

Τα κείμενα του Μενίππου ίσως να μην είχαν πολύ βάθος –το βάρος έπεφτε στο κωμικό και σατιρικό στοιχείο– και αμ­φισβητείται από ορισμένους αν πρέπει να θεωρηθεί πραγματικός κυνικός φιλόσοφος. Αλλά στα έργα του επανέρχονταν –όσο μπορεί να κρίνει κανείς από τους μιμητές του– ορισμένες φιλοσοφικές ή ιδεολογικές αντιλήψεις: (α) Η επισήμανση της φθαρτότητας και της ματαιότητας των ανθρωπίνων πραγ­μάτων. (β) Η υπεράσπιση των φτωχών έναντι των πλουσίων. (γ) Η πολεμική εναντίον των αναξιοπρεπών αντιλήψεων σχετικά με τους θεούς και τη θρησκεία. (δ) Η πολεμική κατά των δογμάτων, της αλαζονείας και κενοδοξίας (τύφος) και εν γένει των στάσεων ζωής που κήρυτταν όλες οι φιλοσοφικές σχολές, ιδιαίτερα οι στωικοί. Υπήρχε συνεπώς ένα σαφές ιδεολογι­κό υπόβαθρο στα έργα του Μενίππου. Καλλιεργούσαν, θα μπο­ρούσε να πει κανείς, μια «αντικουλτούρα» που αντιπαρέθετε προς τις κυρίαρχες και συμβατικές αντιλήψεις μια αντισυμβα­τική και λαϊκότερη σοφία.

Αμεσότερη λογοτεχνική επίδραση στην Αποκολοκύνθωση του Σενέκα (όπως και στα Σατυρικά του Πετρωνίου) πρέπει να άσκησε ο Βάρρων, ο «λογιότατος των Ρωμαίων» (Κοϊντιλιανός), ο οποίος έγραψε το έργο Saturae Menippeae (Μενίππειες σάτιρες) ανάμεσα στα έτη 80 και 67 π.Χ. Από το εκτενέστατο έργο του (150 βιβλία) διασώθηκαν 90 τίτλοι και κάπου 600 σύντομα αποσπάσματα, τα οποία όμως ελάχιστα συνεισφέρουν στην ουσιαστική γνώση του συγκεκριμένου έργου, αφού προέρχονται κυρίως από παραθέματα γραμματικών, τα οποία απέβλεπαν αποκλειστικά στη διασάφηση γλωσσικών ζητημάτων. Μπορούμε πάντως να καταλάβουμε ότι επρόκειτο για μυθοπλαστικές διηγήσεις ποικίλου περιεχομένου, ότι υπήρχε ένας αφηγητής και ότι σε ορισμένες τουλάχιστον πρωταγωνιστούσε (με το όνομα Marcus) ο ίδιος ο Βάρρων. Είναι πιθανό ότι δεν ανήκαν όλες οι διηγήσεις στο είδος της μενίππειας σάτιρας. Ορισμένες ίσως πλησίαζαν άλλα είδη (τη λαϊκότροπη κυνική διατριβή, τις παρωδίες συμποσίων κ.ά.). Με άλλα λόγια, η μενίππεια σάτιρα αποτελούσε κυρίως το δρα­ματικό περιβάλλον, ένα εντέλει εξωτερικό ενοποιητικό στοιχείο, προκειμένου να αντιπαρατεθούν οι αρετές που κυριαρχούσαν σε παλαιότερες εποχές με την ανηθικότητα και την κατάπτωση του παρόντος. Πέρα από τη θεματική και, κυρίως, υφολογική ποικιλία, η πρωτότυπη συμβολή του Βάρρωνα στη διαμόρφωση του είδους πρέπει να εντοπιστεί σε δύο βασικά χαρακτηριστικά: στην εγκυκλοπαιδική και λογοτεχνική λογιοσύνη καθώς και στον αυτοπαρωδιακό χαρακτήρα του ίδιου του συγγραφέα ως λογίου.

Υπό την επίδραση της λογοτεχνικής παράδοσης που διαμορφώθηκε από τον Μένιππο και τον Βάρρωνα είχαν γραφεί στην αρχαιότητα αρκετά έργα, πέρα από την Αποκολοκύνθωση, η οποία, όπως αναφέραμε, αποτελεί το πλέον τυπικό σωζό­μενο δείγμα μενίππειας σάτιρας. Ως μενίππειες σάτιρες έχουν θεωρηθεί κατά καιρούς τα Σατυρικά του Πετρωνίου (γραμμένα σίγουρα αργότερα από την Αποκολοκύνθωση) και οι Μεταμορφώσεις του Απουλήιου (2ος αι. μ.Χ.). Αλλά τα δύο αυτά έρ­γα θεωρούνται πλέον, σωστότερα, μυθιστορήματα (πα­ρά την ανάμειξη πεζού και έμμετρου λόγου που χαρακτηρίζει κυρίως το πρώτο). Μενίππειες σάτιρες θεωρούνται επίσης η Νεκυομαντεία και ο Ικαρομένιππος του Λουκιανού, το έργο Συμπόσιον ή Κρόνια του Ιουλιανού, καθώς επίσης η πολυδιαβασμένη τον Μεσαίωνα Παραμυθία της φιλοσοφίας (De consolatione philosophiae) του Βοήθιου (4ος/5ος αι. μ.Χ.) και το έρ­γο Περί των γάμων της Φιλολογίας και του Ερμή (De nuptiis Philolo­giae et Mercurii) του Μαρτιανού Καπέλλα (5ος αι. μ.Χ.).

Ο πρώτος που αναγνώρισε και επισήμανε σε θεωρητικό επίπεδο την ειδολογική ιδιαιτερότητα της μενίππειας σάτιρας ήταν ο Καναδός θεωρητικός της λογοτεχνίας Northrop Frye. Στο κλασικό έργο του The Anatomy of Criticism (1957), ο Frye αναγνωρίζει ως ένα από τα τέσσερα είδη μυθιστορίας τη μενίππεια σάτιρα (τα άλλα τρία είναι το μυθιστόρημα, η εξομολόγηση και το ρομάντζο). Κατά τη γνώμη του, η μενίππεια σάτιρα ή, όπως θεωρεί σωστότερο να την ονομάζει με δικό του όρο (εμπνευσμένο από την Ανατομία της μελαγχολίας του R. Burton), η «ανατομία», δεν ασχολείται τόσο με τους ίδιους τους ανθρώπους όσο με τις πνευματικές τους απόψεις. Χαρακτηρίζεται από χαλαρή αφηγηματική μορφή, «γιατί δεν ενδιαφέρεται τόσο για ηρωικά κατορθώματα, αλλά στηρίζεται στο ελεύθερο παιχνίδι της πνευματικής φαντασίας, και σ’ εκεί­νο το είδος της χιουμοριστικής παρατήρησης που δημιουργεί την καρικατούρα. Διαφέρει επίσης από το μυθιστόρημα της περιπλάνησης, που σαν μυθιστόρημα ενδιαφέρεται για την πραγματική δομή της κοινωνίας». Όπως υποθέτει ο Frye, η μενίππεια σάτιρα αποτελεί «εξέλιξη της έμμετρης σάτιρας με την προσθήκη πεζών ιντερλουδίων, αλλά εμείς την ξέρουμε μόνο με την πεζή μορφή της». Στις μενίππειες σάτιρες περιλαμβάνει, πέρα από τα γνωστά έργα της αρχαιότητας (Πετρώνιο, Απουλήιο, Λουκιανό – δεν αναφέρει πουθενά, όσο βλέ­πω, την Αποκολοκύνθωση), επίσης τον Έρασμο, τον Ραμπελαί, τον Καντίντ του Βολταίρου, τα Ταξίδια του Γκιούλιβερ του Swift, τον Τρίστραμ Σάντι του Sterne, τον Αιμίλιο του Ρουσσώ, την Αλίκη στη Χώρα των θαυμάτων του Lewis Carroll, τον Οδυσσέα του Joyce κ.α.

Ακόμη μεγαλύτερη επίδραση στην αναγνώριση και κατανόηση της μενίππειας σάτιρας άσκησε το βιβλίο του Μιχαήλ Μπαχτίν για τον Ντοστογιέφσκι, όπου εξετάζεται η ανάδυση του «πολυφωνικού» μυθιστορήματος (κορυφαίο δείγμα του οποίου αποτελεί κατά τον Μπαχτίν ο μεγάλος Ρώσος συγγρα­φέας) σε συνάρτηση με υβριδικές λογοτεχνικές μορφές. Ο Μπαχτίν βλέπει αυτό που ονομάζει «μενίππεια» (ο όρος με κά­πως ευρύτερη σημασία από τη «μενίππεια σάτιρα») ως στοι­χείο που διατρέχει και χαρακτηρίζει πολλά είδη. Τα χαρακτηριστικά του είδους που αναφέρει ο Μπαχτίν είναι πολυάριθμα: η αυξημένη βαρύτητα –σε σύγκριση με το είδος από το οποίο έχει προκύψει, δηλαδή τον σωκρατικό διάλογο– του κωμικού στοιχείου και η απελευθέρωση από τα στοιχεία της ιστορίας και των απομνημονευμάτων· ο φιλοσοφικός στόχος (δημιουργία «εξαιρετικής κατάστασης» για να δοκιμαστεί η φιλοσοφική ιδέα) και η ιδιαίτερη αίσθηση παγκοσμιότητας στη φιλοσοφική σκέψη· η σύνδεση του φανταστικού στοιχείου με τον ακραίο «νατουραλισμό της εξαθλίωσης»· η θεματική οργάνωση σε τρία επίπεδα (Γη, Όλυμπο, κάτω κόσμο – η Απο­κολοκύνθωση αποτελεί χαρακτηριστική περίπτωση) και η συναφής προς την οργάνωση αυτή παρατήρηση των πραγμάτων από κάποια ασυνήθιστη οπτική γωνία· ο «ηθικοψυχολογικός πειραματισμός» (διχασμός της προσωπικότητας, παράνοια, παράξενα όνειρα, αυτοκτονίες κ.ά.) και η παρουσίαση κάθε είδους παρεκκλίσεων (εκκεντρικότητες, ανάρμοστη συμπεριφορά κ.ά.)· οι έντονες αντιθέσεις και τα οξύμωρα σχήματα (η ενάρετη εταίρα, ο ευγενής ληστής κ.τ.ό.)· η ύπαρξη στοι­χείων κοινωνικής ουτοπίας (με τη μορφή ονείρων ή ταξιδιών σε άγνωστες χώρες)· η ευρεία χρήση άλλων ειδών (όπως οι νουβέλες, οι επιστολές, οι ρητορικοί λόγοι κλπ.), πέρα από το βασικό χαρακτηριστικό της ανάμειξης πεζού και ποιητικού λό­γου, όπως επίσης η συναφής πολυείδεια του ύφους και του τόνου· τέλος, η εμμονή στα γεγονότα της καθημερινής ζωής.

Η κριτική που ασκήθηκε στον Μπαχτίν είναι ότι τα χαρακτηριστικά που διακρίνει είναι πολύ γενικά και ότι όλα μαζί (14 τον αριθμό) δεν απαντούν σε κανένα έργο η, ακόμη χειρότερα, πολλά εντοπίζονται σε έργα που δύσκολα θα μπορού­σαν να καταταγούν στην κατηγορία της μενίππειας σάτιρας. Η αλήθεια είναι ότι όντως δύσκολα θα βρει κανείς όλα τα χαρακτηριστικά σε κάποια σωζόμενη μενίππεια σάτιρα. Η Απο­κολοκύνθωση, για παράδειγμα, είναι η πλέον τυπική περίπτω­ση του είδους και διαθέτει τα περισσότερα από τα χαρακτηριστικά που αναφέρει ο Μπαχτίν, αλλά παρ’ όλα αυτά ορισμένα (για παράδειγμα, το στοιχείο τού εγκυκλοπαιδισμού) απουσιά­ζουν. Προφανώς ορισμένα χαρακτηριστικά πρέπει να θεωρηθούν δευτερογενή.

Το βασικό πρόβλημα που παρουσιάζει η αντίληψη για τη μενίππεια σάτιρα τόσο του Frye όσο και του Μπαχτίν έγκειται στο γεγονός ότι την αντιλαμβάνονται με πολύ ευρύ τρόπο στο πλαίσιο ενός θεωρητικού, γενεαλογικού σχήματος, με απο­τέλεσμα η θεώρηση του είδους να είναι εντέλει ανιστορική. Αντίστοιχες δυσκολίες δημιουργεί η άποψη του Κοϊντιλιανού για τη σάτιρα που παραθέσαμε στην αρχή του κεφαλαίου. Η προσπάθεια να κατανοηθεί η μενίππεια σάτιρα απλώς ως μια εκδοχή της έμμετρης ρωμαϊκής σάτιρας η ακόμα ως μια μορ­φή της κυνικής διατριβής ή, τέλος, ως τρόπος γραφής που συνίσταται στην ανάμειξη πεζού και έμμετρου λόγου δεν επαρκεί ούτε ικανοποιεί τις ελάχιστες απαιτήσεις. Το είδος δεν εξαντλείται σα αυτά τα στοιχεία ούτε στη γενεαλογική σχέση του με άλλα είδη. Πρέπει, το δίχως άλλο, να γίνει κατανοητό ως λογοτεχνικό είδος αυτοτελές. Η σοβαρότερη προσπάθεια προς την κατεύθυνση αυτή έχει γίνει από τον J. Relihan στη σημαντική μονογραφία του για τη μενίππεια σάτιρα (1993) και στη συνέχεια από τον H. Weinbrot και τον W. von Koppenfels. Με βάση τις αυστηρότερες αυτές μελέτες και λαμβάνοντας υπόψη ότι πρόκειται για πρωτεϊκό είδος με ιστορι­κή εξέλιξη και διακλαδώσεις, θα μπορούσαμε να θεωρήσουμε ότι ουσιώδη χαρακτηριστικά της μενίππειας σάτιρας κατά την αρ­χαιότητα αποτελούν τα εξής:

(α) Η ποικιλότροπη ανάμειξη –πρωταρχικό χαρακτηριστικό έτσι κι αλλιώς της σάτιρας– διαφορετικών στοιχείων: πρωτίστως του πεζού με τον έμμετρο λόγο (prosimetrum), αλ­λά επίσης του υψηλού με το χαμηλό, του κωμικού με το σοβαρό, ενδεχομένως επίσης του λατινικού με το ελληνικό. Ιδιαί­τερα πρέπει να επισημανθεί ότι η μείξη πεζού και έμμετρου λόγου είναι «οργανική», που θα πει ότι ο έμμετρος λόγος δεν έχει τη μορφή απλού παραθέματος, αλλά αποτελεί πλήρως εν­ταγμένο και αφομοιωμένο μέρος του λόγου των προσώπων, το οποίο δεν διακόπτει τη ροή ούτε του λόγου ούτε της δράσης. Η χρήση βέβαια του ξένου ποιητικού λόγου από τον αφη­γητή ή τα πρόσωπα του έργου γίνεται αντιληπτή προφανώς ως παρωδία και λειτουργεί εντέλει αυτοϋπονομευτικά για τη σοβαρότητα της ίδιας της αφήγησης.

(β) Η παρώδηση διαφόρων λογοτεχνικών ειδών και μορ­φών λόγου. Η σκόπιμη αυτή μίμηση οδηγεί επίσης στην υφολο­γική και θεματική ποικιλία, όπως επίσης στη σύμμειξη υλικού σχετικού αλλά και άσχετου, ιδίως με τη μορφή παρεκβάσεων. Η συνειδητή έλλειψη καλλιτεχνικής ενότητας συνεπιφέρει συ­χνά τη συμπαράθεση αταίριαστων πραγμάτων.

(γ) Η έντονα φανταστική, χωρίς αξιώσεις εξωτερικής αλη­θοφάνειας αφήγηση. Η οπτική γωνία (διάλογοι νεκρών, δικαστήρια νεκρών, συνελεύσεις θεών, θεϊκά συμπόσια, παραμονή στον ουρανό ή στον κάτω κόσμο). Μέρος της φανταστι­κής αυτής αφήγησης αποτελεί και ο (αφερέγγυος κατά κανόνα) αφηγητής, ο οποίος συχνά στο πλαίσιο της πρωτοπρόσωπης αφήγησης ταυτίζεται με τον συγγραφέα. Τα φανταστικό στοιχείο συμβάλλει στην κωμική ατμόσφαιρα, αλλά χωρίς να μετατρέπεται, για τον λόγο αυτόν, το έργο σε κωμωδία (το τέ­λος άλλωστε συνήθως δεν είναι ευτυχές).

(δ) Ιδεολογικό υπόβαθρο αποτελεί η πλήρης αποστροφή προς ιδεολογίες, η αμφισβήτηση κάθε έννοιας αυθεντίας και γενικότερα η ανατρεπτική διάθεση. Η αφήγηση διακρίνεται από έντονα ειρωνική διάθεση και επιθετικό πνεύμα αστεϊσμού. Το εγγενές στοιχείο της αμφισβήτησης και της κριτικής προς την καθεστηκυία τάξη υπήρξε προφανώς σημαντικό για την επιλογή του είδους από τον Σενέκα στην περίπτωση της Αποκολοκύνθωσης.

Συνοψίζω: Η μενίππεια σάτιρα αποτελεί ειδολογικά και υφολογικά υβριδική ανάμειξη ειδών της υψηλής και χαμηλής λογοτεχνίας, αλλά και ασύμβατων μεταξύ τους επιπέδων ύφους σε τολμηρές, χιουμοριστικές μυθοπλασίες μυθιστορηματικού χαρακτήρα, οι οποίες χαρακτηρίζονται από λογιοσύνη (εδώ εντάσσεται οπωσδήποτε η χρήση πολλών ελληνικών παραθεμάτων) αλλά και από πολλαπλώς υπονομευτική κριτική, συνήθως σε αντιπαράθεση προς μια κίβδηλη ορθοδοξία. Λόγω των χαρακτηριστικών αυτών, σε ένα βαθύτερο επίπεδο το εί­δος διακρίνεται από «διαλογικότητα» (με την έννοια που δίνει στον όρο ο Μπαχτίν) σε αντίθεση προς τη μονολογικότητα των σοβαρών ειδών (έπος, τραγωδία, ιστορία κ.λπ.). Είναι εύλογο ότι σε ένα τέτοιο είδος η λογοτεχνική αυτοσυνειδησία και η διακειμενικότητα είναι ιδιαίτερα έντονες και παίζουν σημαντικό ρόλο. [...]

Η μενίππεια σάτιρα / Το λογοτεχνικό είδος και η θεατρική «διασταύρωση»

Αποκολοκύνθωση

___________

1. Ό,τι έλαβε χώρα στον ουρανό τη δεκάτη τρίτη Οκτω­βρίου του πρώτου έτους που εσήμανε την απαρχή λαμπρής περιόδου ευημερίας, έχω σκοπό να το καταστήσω κτήμα ες αεί. Ούτε αντιπάθεια ούτε συμπάθεια καμιά θα με επηρεάσει σε τούτο το εγχείρημα. Όσα ακολουθούν είναι η πραγματική αλήθεια. Εάν κανείς ζητήσει να μάθει τις πηγές μου, κατ’ αρχάς, αν δεν θέλω, δεν θα απαντήσω. Ποιος θα με αναγκάσει; Γνωρίζω καλά ότι είμαι ελεύθερος, αφ’ ης στιγμής μας άφησε χρόνους ο άνθρωπος που έβγαλε αληθινή την παροιμία: Πρέπει να γεννιέται κανείς ή βασιλιάς ή βλάκας!

[2] Αν ευαρεστηθώ να απαντήσω, θα αραδιάσω ό,τι κατεβάσει η κούτρα μου. Ποιος εζήτησε ποτέ από ιστορι­κό να παρουσιάσει ένορκους μάρτυρες; Αν θα ήταν ωστόσο απολύτως αναγκαίο να αποκαλύψω την πηγή μου, τότε ας ερωτηθεί ο άν­θρωπος που είδε τη Δρουσίλλα να ανεβαίνει στον ουρανό! Θα ισχυριστεί ότι είδε και τον Κλαύδιο να κάνει τον ίδιο δρόμο «με βήματα παράταιρα».

[…]

[2] Αυτά είπε ο Απόλλων. Όμως η Λάχεσις, που συμπαθούσε και η ίδια τον ευειδέστατο θνητό, φάνηκε γενναιόδωρη και χάρισε στον Νέρωνα από δικού της πολλά χρόνια. Όσο για τον Κλαύδιο, όλοι παίρνουν διαταγή

χαρούμενοι, με λόγια ευοίωνα να τον ξεπροβοδούν από τον οίκο.

Και πράγματι άφησε την ψυχή του να μπουρμπουλίσει έξω, και από εκείνη τη στιγμή έπαψε να δίνει έστω και την εντύπωση ότι ζει. Την τελευταία του πνοή την έβγαλε ενώ άκουγε κωμικούς ηθοποιούς – για να καταλάβεις ότι δεν τους φοβούμαι δίχως αιτία! [3] Ο τελευταίος λόγος του που ακούστηκε από ανθρώπους, αφού πρώτα ήχησε δυνατά το μέρος εκείνο του σώματός του με το οποίο ευκολότερα εκφραζόταν, ήταν ο εξής: «Αλίμονό μου, θαρρώ πως χέστηκα». Αν το έπραξε εν προκειμένῳ, ουδόλως γνωρίζω. Πάντως όλα τα υπόλοιπα τα σκάτωσε!

[…]

[2] Στον Δία αναγγέλλεται ότι κατέφθασε κάποιος με ωραίο παράστημα, αρκε­τά γκριζομάλλης· εκστόμιζε μάλλον κάποιου είδους απειλές, γιατί κουνούσε ακατάπαυστα το κεφάλι· έσερνε το δεξί του πόδι. Τον ρώτησε ο αγγελιαφόρος ποια ήταν η εθνικότητά του· απάντησε με έναν κάπως άναρθρο ήχο και φωνή ασυνάρτητη. Δεν μπόρεσε να καταλάβει τη γλώσσα του: δεν ήταν ούτε Έλληνας ούτε Ρωμαίος ούτε ανή­κε σε κάποιο άλλο γνωστό έθνος. [3] Τότε ο Δίας διατάζει τον Ηρακλή, που ήταν κοσμογυρισμένος και φαινόταν να γνωρίζει όλα τα έθνη, να πάει και να ανακαλύψει σε ποιο εί­δος ανθρώπου ανήκε. Ο Ηρακλής, τώρα, όταν τον πρωτοαν­τίκρισε, τα έχασε πραγματικά, ωσάν να μην είχε σκιαχτεί κιόλας από όλα τα θεριά. Μόλις αντίκρισε τη μορφή του πρωτόγνωρου είδους, το παράδοξο βάδισμα, τη φωνή, που δεν ανήκε σε κανένα ζώο της ξηράς, αλλά, βραχνή και άναρθρη, έμοιαζε μάλλον με εκείνη που βγάζουν τα θαλάσσια κήτη, νόμισε πως βρισκόταν μπροστά στον δέκατο τρίτο άθλο του. [4] Όταν ωστόσο παρατήρησε κάπως προσεκτικότερα, αποκόμισε την εντύπωση ότι είναι κάτι σαν άνθρωπος. Τον πλησίασε, λοιπόν, ο Ηρακλής και του είπε στη γλώσσα που είναι πανεύκολη για ένα Ελληνάκι:

«Ποιος είσαι και από που; ποια η πόλη, ποιοι οι γονείς σου;»

Ο Κλαύδιος αγαλλιά που βρίσκει εκεί ανθρώπους των γραμμάτων. Ελπίζει ότι θα βρεθεί μια θέση και για τα δικά του ιστορικά πονήματα. Εξ ου και απαντά επίσης με έναν στίχο από τον Όμηρο για να δηλώσει ότι είναι Καίσαρ:

«Από το Ίλιον ο άνεμος με σήκωσε, στους Κίκονες με έφερε».
(Ο αμέσως επόμενος στίχος, εξίσου ομηρικός, θα ήταν βέβαια ευστοχότερος:
όπου την πόλη κούρσεψα κι έσφαξα τους πολίτες.)

[…]


13. Απολάμβανε ο Κλαύδιος να ακούει τους ύμνους που του έψαλλαν και ήθελε να παρακολουθήσει περισσότερη ώρα. Ο Ταλθύβιος των θεών τον αρπάζει από το χέρι, τον τραβάει μακριά, με το κεφάλι καλυμμένο για να μην μπορεί να τον ανα­γνωρίσει κανείς, μέσα από το Πεδίον του Άρεως, και κατεβαίνει στον κάτω κόσμο από ένα σημείο μεταξύ του Τίβερη και της Σκεπαστής Οδού. [2] Είχε ήδη προηγηθεί, κόβον­τας δρόμο από ένα μονοπάτι, ο Νάρκισσος, ο απελεύθερος του Κλαυδίου, για να υποδεχτεί τον κύριό του, και, λάμποντας από φρεσκάδα, καθώς είχε μόλις βγει από το λουτρό, έτρεξε προς τον νεοφερμένο λέγοντας: «Τι γυρεύουν οι θεοί ανάμεσα στους θνητούς;». «Κουνήσου», λέει ο Ερμής, «και ανάγγειλε την άφιξή μας!» [3] Ο Νάρκισσος πέταξε πιο γρήγορα κι από τα «πτερόεντα έπεα»: όπου όλα είναι κατηφορικά, κατεβαίνει κανείς γρήγορα! Έτσι, παρόλο που είχε αρθριτικά, έφτασε στη στιγμή στην πύλη του Πλούτωνα, όπου ήταν ξαπλωμένος ο Κέρβερος ή, όπως τον αποκαλεί ο Οράτιος, «το εκατοκέφαλο θηρίο». Ο Νάρκισσος, όταν είδε τον μαύρο, μαλλιαρό σκύλο, που σε καμιά περίπτωση δεν θα ’θελες να τον συνα­παντήσεις στο σκοτάδι, τα έχασε λιγάκι – ήταν συνηθισμένος στη χαϊδεμένη λευκούτσικη σκυλίτσα του. Και με δυνατή φωνή ανακοινώνει: «Από στιγμή σε στιγμή καταφθάνει o Κλαύδιος!».

[…]

[6] Όταν τους είδε ο Κλαύδιος, αναφώνησε: «Πάντα πλήρη φίλων! Πώς βρεθήκατε εσείς εδώ;». Μίλησε τότε ο Πέδων Πομπήιος: «Τι είναι αυτά που λες, ρε κακούργε; Ρωτάς πώς; Ποιος άλλος από σένα μας έστειλε εδώ, φονιά όλων σου των φίλων; Πάμε στο δικαστήριο! Θα σου δείξω εγώ εδώ κάτω τα δικαστικά έδρανα!».

14. Ο Πέδων τον οδηγεί ενώπιον της έδρας του Αιακού, ο οποίος εξέταζε υποθέσεις φόνου εκ προθέσεως βάσει του Κορ­νηλίου νόμου. Ο Πέδων ζητεί από τον Αιακό να απαγγελθεί κατηγορία εναντίον του Κλαυδίου και παρουσιάζει την ενυ­πόγραφη μηνυτήρια αναφορά: «Δολοφονηθέντες συγκλητικοί, τριάντα πέντε· Ρωμαίοι ιππείς, τριακόσιοι είκοσι ένας· λοιποί Ρωμαίοι, όσοι οι κόκκοι της άμμου και τα μόρια της σκόνης». [2] Συνήγορο ο Κλαύδιος δεν βρίσκει. Εντέλει πλησιάζει ο Πόπλιος Πετρώνιος, παλιός του ομοτράπεζος, άν­δρας που διέθετε το χάρισμα του κλαυδιανού λόγου, και ζητά αναβολή της δίκης. Το αίτημα απορρίπτεται. Ο Πέδων Πομ­πήιος απαγγέλλει τις κατηγορίες εν μέσω έντονων κραυγών επιδοκιμασίας. Ο συνήγορος πιάνει ν’ απαντά. Ο Αιακός, η προσωποποίηση του δικαίου, του το απαγορεύει και, έχον-
τας ακούσει μόνο τη μία πλευρά, καταδικάζει τον Κλαύδιο λέγοντας:

«Μόνον όταν πάθεις όσα έχεις πράξει, αληθινή θ’ αποδοθεί δικαιοσύνη».

Έπεσε απόλυτη σιωπή. [3] Όλοι έμειναν άναυδοι, εμβρόν­τητοι από την παράδοξη διαδικασία, και έλεγαν ότι αυτό εί­ναι κάτι άνευ προηγουμένου. Του Κλαυδίου του φαινόταν μάλ­λον άδικο παρά πρωτοφανές. Για το είδος της τιμωρίας που θα έπρεπε να υποστεί υπήρξε έντονη συζήτηση επί μακρόν. Υπήρχαν κάποιοι που έλεγαν ότι του Σίσυφου το χαμαλίκι είχε παρατραβήξει σε μάκρος, ότι ο Τάνταλος, αν δεν τον βοηθήσει κανείς, θα πάει από δίψα, ότι κάποια μέρα πρέπει επιτέλους να μπει φρένο στον τροχό του άμοιρου Ιξίονα. [4] Πάρθηκε η απόφαση να μη δοθεί άφεση σε κανέναν από τους παλαίμαχους, για να μην μπορεί ούτε ο Κλαύδιος να ελπίζει ποτέ σε κάτι παρόμοιο για τον εαυτό του. Αποφασίστηκε ότι επιβάλλεται να θεσπιστεί μια εντελώς νέα μορφή τιμωρίας, να επινοήσουν γι’ αυτόν ένα καθήκον μάταιο, τη φρούδα ελπίδα για την ικανοποίηση κάποιας επιθυμίας. Κατόπιν τούτου ο Αιακός ορίζει ως ποινή για τον Κλαύδιο να ρίχνει ζάρια χρη­σιμοποιώντας ένα τρύπιο κύπελλο. Κι εκείνος, στη στιγμή, άρχισε να ψάχνει τα ζάρια, που του έφευγαν συνέχεια, και δεν κατάφερνε να παίξει:

15. Γιατί κάθε φορά που έριχνε από το κύπελλο
        που αντηχούσε
τα ζάρια και τα δυο ξεφεύγαν από τον πάτο
                        που υποχωρούσε.
Μαζεύει πάλι τους αστράγαλους, τολμά να ρίξει,
να παίζει πάντα πρόθυμος και πάντοτε να ψάχνει
τον ξεγελούν ξανά: από τα δάχτυλά του μέσα ξεφεύγει,
γλιστράει πάλι και πάλι δόλια απατηλό το ζάρι.
Μόλις που αγγίζει του βουνού την άκρα κορυφή
το μάταιο κατρακυλά φορτίο από του Σίσυφου τη ράχη.

[2] Ξάφνου παρουσιάστηκε ο Γάιος Καίσαρ και άρχισε να τον διεκδικεί για δούλο. Παρουσιάζει μάρτυρες που είχαν δει τον έναν να δέρνει τον άλλον με μαστίγια, βέργες και σφαλιάρες. Επιδικάζεται στον Γάιο Καίσαρα. Ο Καίσαρ τον χαρίζει στον Αιακό. Αυτός με τη σειρά του τον παρέδωσε στον απελεύ­θερό του Μένανδρο, για να τον έχει υπάλληλο στις δίκες.



_________________
Η Αποκολοκύνθωση, με εισαγωγή, μετάφραση και σχόλια του Σταύρου Τσιτσιρίδη θα κυκλοφορήσει προσεχώς από τις εκδόσεις Κίχλη

 

αυτόν το μήνα οι εκδότες προτείνουν: