Οι δραπέτες

«Ξεφεύγοντας από την κριτική» (1874). Έργο του Pere Borrell Del Caso (Λάδι σε καμβά, 76 x 63 εκ. Συλλογή της Τράπεζας της Ισπανίας)
«Ξεφεύγοντας από την κριτική» (1874). Έργο του Pere Borrell Del Caso (Λάδι σε καμβά, 76 x 63 εκ. Συλλογή της Τράπεζας της Ισπανίας)



Δίπλα του βρισκόταν μια γυναίκα που κράταγε λευκή ομπρέλα και λίγο πιο κει ένα ζευγάρι με πορτοκαλί. Πιο μπροστά του άλλοι με λευκές ομπρέλες έτρεχαν πάνω στα λασπόνερα προσπαθώντας να φτάσουν κάπου πιο σκεπά. Αυτός, ακάλυπτος, ένιωθε τις στάλες της βροχής να μουσκεύουν τα ρούχα του ολοένα και περισσότερο.
«Εδώ θα μείνω, βρεμένος κι ακίνητος; Δεν αντέχω. Πρέπει να φύγω» …σκέφτηκε με γυρισμένη την πλάτη, όπως κι οι άλλοι, σ’ όλους αυτούς που τους κοίταζαν.
«Θα πάω εκεί έξω… στην ελευθερία, στην κίνηση!»

Ούτε να γυρίσει το κεφάλι του δεν μπορούσε, να δει έστω αυτούς που τον παρατηρούσαν. Ο φύλακας βρισκόταν πάντα εκεί, έκανε τη βόλτα του στη διπλανή αίθουσα και σε λίγο πάλι εκεί, ακριβώς απέναντι από αυτόν. Τον έβλεπε κι αυτός φορώντας τη μάσκα του με βλέμμα που γινόταν κάθε μέρα, κάθε ώρα, όλο και πιο μελαγχολικό και σκεφτικό. Το ίδιο μελαγχολικοί, αλλά αυτός δεν τους έβλεπε, και όλοι αυτοί που βρίσκονταν στην Πινακοθήκη και παρατηρούσαν τους πίνακες. Όλοι θα ήθελαν να ήταν χωρίς μάσκες, να είχαν πρόσωπο.
Το πήρε απόφαση:

«Θα φύγω απόψε! Δεν μπορώ άλλο να κάθομαι φυλακισμένος κάτω από τη βροχή, αιώνια, ακίνητος…»

Η κορνίζα δεν ήταν μεγάλη. Αντίθετα ήταν λεπτή, ήταν νέος και εύκολα θα πήδαγε έξω από αυτήν. Η νύχτα έπεσε. Οι μασκοφορεμένοι επισκέπτες έφυγαν κι έμεινε μόνο ο μελαγχολικός κι ονειροπόλος φύλακας.

«Τώρα!....που πάει στη διπλανή αίθουσα!»

Γύρισε για πρώτη φορά προς την αίθουσα, σκοτεινή και σιωπηλή, λες και είχε βάλει κι αυτή μια μάσκα. Πήδησε ανάλαφρα έξω και σύρθηκε πίσω από μια γωνία. Δεν θ’ αργούσε να ξημερώσει… Ο φύλακας πηγαινοερχόταν αλλά δεν φάνηκε να παρατήρησε κάτι.

Άνοιξε η Πινακοθήκη. Η έκθεση ήταν σημαντική και πολλοί ήθελαν να την παρακολουθήσουν.

«Αυτά είναι τα πρόσωπα; Φοράνε όλοι πράσινες μάσκες, άσπρες, μπλε…»

Πρώτη φορά έβλεπε αυτούς που τον παρατηρούσαν χρόνια εκεί, κλειδωμένο νόμιζαν, και χαμογέλασε περπατώντας ανάμεσά τους, αλλά έβλεπε μόνο το μισό πρόσωπο σκέφτηκε. Μισοπρόσωποι άνθρωποι; Υπάρχουν ; Ε, αφού τους έβλεπε θα υπάρχουν.

«Κύριε, τη μάσκα σας».
«Τη … μάσκα…»
«Ναι κύριε, απαγορεύεται χωρίς μάσκα».
«Μα….την ….έχασα».
«Πάρτε μία αλλιώς θα πρέπει να βγείτε έξω!»

Του έδωσε μια μάσκα. Την έβαλε και ξέμεινε από πρόσωπο κι αυτός.

Συνέχισε να περπατάει και βρέθηκε μπροστά από το καφέ της Πινακοθήκης. Η μυρωδιά του φρεσκοψημένου καφέ ήταν ερεθιστική και φαντάστηκε τον εαυτό του καθισμένο… να εκεί στο τραπέζι που έβλεπε στη λεωφόρο με την καλύτερη θέα.

«Πιστοποιητικό έχετε, κύριε;»
«Τι πιστοποιητικό…»
«Δεν μπορείτε να περάσετε…»

Γύρισε προς τα πίσω περίλυπος.

«Καθαρίστε τα χέρια σας με αντισηπτικό τώρα!» …είπε η υπάλληλος, με τη μάσκα βέβαια.
Του έβαλε στα χέρια. Μύρισε οινόπνευμα και με τρόμο είδε πως ξέβαφε σιγά-σιγά το ανθρώπινο χρώμα που του είχε δώσει ο ζωγράφος.

«Θεέ μου! Θα λιώσω!»

Βράδιασε πια και γύρισε τρέχοντας στον πίνακα, ελπίζοντας πως ο φύλακας δεν ήταν εκεί. Δρασκέλισε την κορνίζα με το ένα πόδι και…

«Πάρε με μαζί σου…»

Γύρισε και είδε τον φύλακα που πέταξε την ίδια ώρα τη μάσκα του. Του έδωσε το χέρι και δρασκέλισαν μαζί την κορνίζα.

ΑΛΛΑ ΚΕΙΜΕΝΑ ΤΟΥ ΣΥΓΓΡΑΦΕΑ
 

αυτόν το μήνα οι εκδότες προτείνουν: