Οδός Παπακυριαζή, Θεσσαλονίκη

Οδός Παπακυριαζή, Θεσσαλονίκη





Στο σπίτι τους με πήγαινε η γιαγιά Άρτεμις πολύ μικρό, πριν το `70. Ήταν κοντά μας, φαινόταν από το δικό μας. Μονοκατοικίες με αυλή και τα δύο. Θυμάμαι που εκεί δεν έφτανα τα χερούλια στις πόρτες. Σε μας μπορούσα.

Ο Γιάννος και η Μαριγώ σ’ ένα σχολειό πηγαίναν
Γιάννος μαθαίνει γράμματα κι η Μαριγώ τραγούδια.
Τα δυο τους αγαπήθ'κανε κανένας δεν το ξέρει.

Ο Σταμάτης και η Χρυσούλα βρεθήκαν στην Καβάλα. Εκείνος έλειπε χρόνια στην Αίγυπτο. Σπούδασε και μιλούσε πολλές γλώσσες. Φορούσε ωραία ανοιχτόχρωμα λινά κοστούμια. Η βόλτα στην παραλία έφερνε λίγο από Αλεξάνδρεια — μα κι όλη η πόλη του Μεχμέτ Αλή θύμιζε το Μισίρι. Εκείνη ήταν ορφανή από τη μάνα της. Δεν δούλευε, μπαμπάς και μητριά την είχα πολλή αγαπημένη. Ήταν γλυκιά, ανοιχτόχρωμη και όμορφη, καμιά σχέση με την στρίγγλα την αδερφή της. Μαγείρευε και έπλεκε.  

Ο Γιάννος τ’ αποφάσισε της μάνας του το λέει.
— Μάνα μ’ τη Μάρω αγαπώ και θέλω να την πάρω.
— Τι λες μωρέ παλιόπαιδο και φιδοδαγκωμένο
η Μάρω είν’ αξαδέλφη σου πρώτη αξαδέρφισσά σου.
Κάλλιο ν' ακούσω σάβανο για να σε σαβανώσω
παρά ν' ακούσω στέφανα για να σε στεφανώσω.

Ο Σταμάτης και η Χρυσούλα είναι πρώτα ξαδέρφια, με το ίδιο επίθετο. Δεν χρειάστηκε δεύτερη ματιά, συγκατοίκησαν κάπου στη Φιλίππου, κοντά στα καπνομάγαζα, και σε λίγο πλήρωσαν έναν παπά να τους στεφανώσει. «Παιδιά δε θα κάνουμε», του υποσχέθηκαν. Το έμαθε η αδερφή του Σταμάτη —άλλη στρίγγλα αυτή— κι ακύρωσε το γάμο. Όχι και να τον κληρονομήσει η παστρικιά.

Η Μάρω αρραβωνίζεται κι ο Γιάννος ξεψυχάει.
Συμπεθεριό και λείψανο στο δρόμο γίναν ένα.
Κανένας δεν ερώτησε από τους συμπεθέρους,
η Μάρω ξαντροπιάστηκε, στέκει και τους ρωτάει.
— Τίνος είναι το λείψανο με τη χρυσή την κάσα;
— Του Γιάννου είναι το λείψανο με τη χρυσή την κάσα.
Λιγοθυμάει η λυγερή και του θανάτου πέφτει.

«Σκασίλα μας», είπε ο Σταμάτης. «Θα πάμε στη Θεσσαλονίκη. Η Άρτεμις κι ο Γιώργος λένε ότι προσαρμόστηκαν αμέσως. Ζουν πολλοί Καβαλιώτες κοντά τους. Θα δουλέψω λογιστής και θα νοικιάσουμε ένα μεγάλο σπίτι με αυλή, μπορεί και να βρούμε στη γειτονιά τους». Η Χρυσούλα παρακάλεσε μόνο να πάρει μαζί τη μητριά. «Μας αγαπά, το ξέρεις, και είναι μόνη της πια, τώρα που έφυγε ο μπαμπάς». Όταν έφυγε κι αυτή, πήραν μια γάτα. Την αγάπησαν και τους αγάπησε.  

Τα πήραν και τα θάψανε σε ένα σταυροδρόμι.
Γιάννος φυτρώνει κάλαμος κι η κόρη κυπαρίσσι,
στριφογυρίζ' ο κάλαμος φιλάει το κυπαρίσσι.
- Για ιδέστε τούτ' τ' αντρόγενο, το πολυαγαπημένο,
που δεν φιλήθ'κε ζωντανό, φιλιέτ' απεθαμένο.

Η γάτα πέθανε σε βαθιά γεράματα. Την θάψαν στην αυλή. Σε λίγο την ακολούθησε η Χρυσούλα. Μόνος πια ο Σταμάτης, έκανε το χατίρι του σπιτονοικοκύρη κι έφυγε για να δοθεί το οικόπεδο αντιπαροχή, επιτέλους. Χτίστηκε η μεγάλη οικοδομή πίσω από την Honda του Σαρακάκη. Ο ίδιος μετακόμισε σε διαμέρισμα κοντά στο «Ελληνικόν». Είχε από πάντα αδυναμία στα γλυκά, που ευτυχώς δεν του στοίχισε σε κομψότητα. Βέβαια (εγώ θα διαφωνήσω) ούτε αυτά εδώ του Πάντσιου ούτε της Ήβης παρακάτω φτάναν τις γεύσεις του κουμπάρου του Φέσσα στην Καβάλα — από τους λίγους που του έμειναν πιστοί εκεί.

Για καιρό τον έβλεπα να περπατά στην παραλία. Μοναχικός, όχι θλιμμένος, απλώς η διαδρομή μίκραινε ολοένα. 

Χρόνια μετά, είδα στον ύπνο μου το σπίτι της Παπακυριαζή. Ήμουν και πάλι μικρός, αλλά —ω του θαύματος— έφτανα τα χερούλια. Άνοιξα την πρώτη πόρτα που βρήκα μπροστά μου και βρέθηκα στην κρεβατοκάμαρα, μετά στην κουζίνα και την τραπεζαρία. Όλα σε τάξη και χρωματισμένα απαλά. Άκουσα να με φωνάζουν, γύρισα στο σαλόνι και βρήκα τη γιαγιά και τη Χρυσούλα να τα λένε στον καναπέ. Μύριζε τούρκικος καφές και με ευχαρίστησαν που βρήκα στην Καβάλα το αγαπημένο τους χαρμάνι — από του Ανανιάδη στην Ομόνοια και μόνο. Ήμουν πια μεγάλος κι έτσι ξύπνησα.


*

 

αυτόν το μήνα οι εκδότες προτείνουν: