Το τέλειο ρεβεγιόν

Το τέλειο ρεβεγιόν



Τις παραμονές των Χριστουγέννων πάντα κάθομαι στο σαλόνι με τις βαριές βελούδινες κουρτίνες και πίνω ζεστό κρασί με ζάχαρη και κανέλα. Στο τζάκι πάντα καίει μια υπέροχη φωτιά που οι φλόγες της παίζουν κάθε τόσο με τα χρώματα σαν αναποφάσιστος ζωγράφος που δεν ξέρει ποια ακριβώς απόχρωση του κόκκινου να δώσει στο ηλιοβασίλεμά του. Κάθομαι πάντα στην ίδια πράσινη πολυθρόνα σε στυλ Louis XIV και κλείνω τα μάτια μου απολαμβάνοντας το άρωμα της κανέλας που διαχέεται στο χώρο από την κανάτα στο τραπέζι.
Οι αναμνήσεις μου με τραβούν πολλά χρόνια πίσω, στα Χριστούγεννα των παιδικών μου χρόνων. Θυμάμαι τα περβάζια της έπαυλης μας τα καλυμμένα από εκείνο το αφράτο χιόνι που τα κεριά της τραπεζαρίας μας έβαφαν κόκκινο, την μυρωδιά του φρεσκοκομμένου ελάτου που ο πατέρας διέταζε κάθε χρόνο να φέρουν στο σπίτι και οι υπηρέτες το τραβούσαν σαν πεισμωμένο μουλάρι για να περάσει από την δίφυλλη πόρτα, τη μητέρα που εκείνη την ημέρα πάντα για κάποιον λόγο άφηνε τρεις τρίχες των μαύρων της μαλλιών να λυθούν από τον αυστηρό της κότσο και να πέσουνε σαν σημείο στίξης στο λευκό της μέτωπο. Μια χρονιά ο πατέρας το παρατήρησε. Στεκόταν δίπλα στο μεγάλο μαονένιο γραφείο του και έβαζε στη θέση του ένα βαρύ τόμο του Χέγκελ όταν η μητέρα μπήκε για να του ανακοινώσει ότι ο πρέσβης της Γαλλίας είχε ήδη φτάσει και τον περίμενε στο δυτικό σαλόνι. Αυτός έστριψε το μουστάκι του και έγνεψε καταφατικά καμαρώνοντας την γυναίκα του, που ήταν πάντα η ομορφότερη και κομψότερη απ’ όλες τις γυναίκες της χώρας. Χαμογέλασε μακάρια χαϊδεύοντας με το βλέμμα του τους μαρμαρένιους ώμους της που το μεταξωτό της φόρεμα άφηνε μόλις και μετά βίας να φανούν και έμοιαζε σαν την νεράιδα που οι Παγανιστές λένε ότι φέρνει το χιόνι. Ήταν τότε που είδε τις τρεις τρίχες να κρέμονται πάνω από τα γαλάζια μάτια της.
«Αγαπητή μου, απόψε είστε εκθαμβωτική όπως πάντα, αλλά τα μαλλιά σας είναι αναστατωμένα. Μην ανησυχείτε έχετε αρκετό χρόνο μπροστά σας για να τα τακτοποιήσετε μέχρι να έρθουν οι καλεσμένοι.»
Αυτή υποκλίθηκε και ύστερα τον αγκάλιασε από τους ώμους.
«Είναι καινούργια μόδα. Όλες οι καλές κυρίες στο Παρίσι φτιάχνουν έτσι τα μαλλιά τους τα Χριστούγεννα.»
Ο πατέρας μου ήταν έξυπνος άνθρωπος και κατάλαβε αμέσως ότι η γυναίκα του του έλεγε ψέματα. Μειδίασε ανακουφισμένος. Όλες οι γυναίκες λένε ψέματα στους άντρες τους κάποια στιγμή στη ζωή τους. Ήταν ευγνώμων για το ότι τα ψέματα της δικής του αφορούσαν μόνο τις στιλιστικές της επιλογές.
«Ω Θεέ μου! Η μόδα γίνεται όλο και χειρότερη όσο περνάνε τα χρόνια. Νομίζω ότι θα ήταν προτιμότερο να συμμαζέψετε τα μαλλιά σας.»
Η μητέρα μου αναστέναξε και το βλέμμα της σκοτείνιασε.
«Το κάνω κάθε χρόνο, γλυκέ μου. Είναι παράδοση. Το έκανε και η μητέρα μου, όπως και η γιαγιά μου. Σας παρακαλώ, είναι γυναικεία υπόθεση.»
Ο πατέρας όμως ήταν ανένδοτος και δεν επρόκειτο να υποχωρήσει ούτε ακόμη και στη σαγήνη της ομορφότερης γυναίκας της χώρας. Έτσι η μητέρα μου σήκωσε τη φούστα της και έτρεξε στην κρεβατοκάμαρα να ξαναδέσει τον κότσο της.
Εκείνη ήταν η χρονιά που η φύση επιτέθηκε στο ρεβεγιόν μας. Οι καλεσμένοι κάθονταν όλοι στο μεγάλο τραπέζι της τραπεζαρίας και τρώγανε το επιδόρπιο όταν τα μυρμήγκια έκαναν την εμφάνιση τους. Ξεπρόβαλαν από το κούφιο πεύκο το στολισμένο με τις κόκκινες μπάλες και το επιχρυσωμένο μεγάλο αστέρι στην κορυφή. Περπατούσαν όλα αργά, στη σειρά σαν στρατός που πήγαινε στη μάχη. Ο πρύτανης του Πανεπιστημίου της Χαϊδελβέργης, ο μεγαλύτερος φυσιοδίφης της γενιάς του και γνωστός στους κύκλους των επιστημόνων για τις μεγάλες του γνώσεις σχετικά με τα έντομα, διηγήθηκε χρόνια αργότερα σε ένα σουαρέ που έτυχε να παρευρίσκομαι, ότι δεν είχε δει ποτέ μυρμήγκια να περπατούν με τέτοιο τρόπο, συνταγμένα, με συγχρονισμένο βήμα, λες και υπάκουαν όλα σε κάποιο πολεμικό εμβατήριο που μόνο αυτά μπορούσαν να ακούσουν. Πρώτος τα αντιλήφθηκε ο πρέσβης της Σουηδίας, όταν αισθάνθηκε μισή ντουζίνα λεπτά πόδια σαν μακριές γυναικείες βλεφαρίδες να γαργαλάν την καράφλα του από την μια άκρη ως την άλλη λες και έκαναν διαγωνισμό τρεξίματος. Στο μυαλό του χωρίς αμφιβολία θα αναδύθηκε η ανάμνηση κάποιας βραδιάς που είχε περάσει νέος σε κάποια κακόφημη συνοικία της Μονμάρτης γιατί χαμογέλασε ελαφρά με το χαμόγελο του ταχυδακτυλουργού που μόλις ξεγέλασε το κοινό του. Τα έσπρωξε αντανακλαστικά κι αυτά έπεσαν στο λευκό τραπεζομάντιλο και κρύφτηκαν κάτω από το πιάτο της γυναίκας του. Γύρισε να συνεχίσει τη συζήτηση με κάποιον γνωστό λογοτέχνη που καθόταν δίπλα του τού οποίου το όνομα δεν θυμάμαι τώρα, όταν το μάτι του έπιασε τρία ακόμα μυρμήγκια να εξαφανίζονται κάτω από την μεγάλη πιατέλα με το ζελέ από βύσσινο. Μια κυρία κάπου εκεί κοντά έβγαλε μια μικρή κραυγή λες και ο διπλανός της τής είχε πει κάποιο πρόστυχο ανέκδοτο και χτύπησε το σβέρκο της. Συγχρόνως ο πρέσβης της Γαλλίας, που πρώτος είχε φτάσει στο σπίτι μας εκείνη την μοιραία νύχτα, τίναζε το χέρι του λες και προσπαθούσε να ρίξει την θερμοκρασία ενός θερμομέτρου υδραργύρου. Σύντομα τα μυρμήγκια είχαν γίνει αντιληπτά από όλους τους καλεσμένους μας αλλά οι συζητήσεις, που πάντα συμπεριφέρονται σαν βαριά σώματα με μεγάλη αδράνεια όσο ελαφριές κι αν είναι, συνεχίστηκαν για ακόμα λίγο και διακόπηκαν βίαια μόνο όταν οι καρέκλες άρχισαν να κινούνται μόνες τους. Πενήντα μυρμήγκια κάτω από κάθε πόδι καρέκλας στη μεγάλη σάλα ήταν αρκετά για να σηκώσουν τα μεγαλύτερα κεφάλια της χώρας, τους πιο ισχυρούς υπουργούς, τους πιο σιδερόφραχτους στρατηγούς, τους πιο έξυπνους πρυτάνεις, ακόμη και αυτούς τους ίδιους τους ευγενείς που θα περίμενε κανείς ότι τα πολλά τους ονόματά και οι βαρύγδουποι τίτλοι τους θα τους προσέδιδαν μια λίγο μεγαλύτερη βαρύτητα απ’ όλους τους υπόλοιπους.
Οι περισσότεροι ξαφνιασμένοι και αποσβολωμένοι προσπαθούσαν να κρατηθούν από τις πλάτες των καθισμάτων τους για να μην πέσουν. Οι πιο γενναίοι προσπάθησαν να κατέβουν από τις κινούμενες καρέκλες τους, αλλά μόλις ακουμπούσαν τα ακριβά τους λουστρίνια στο παρκέ, εκατοντάδες μυρμήγκια ανέβαιναν επάνω τους και τους τσιμπούσαν πίσω από τα γόνατα μέχρι που αυτοί έπεφταν σφαδάζοντας στο πάτωμα. Τότε τα μυρμήγκια τρύπωναν από κάτω τους και τους σήκωναν στις πλάτες τους σαν λιμενεργάτες που φορτώνουν κασόνια.
Το δέντρο άρχισε να τρίζει και να τρέμει λες και στο σπίτι φυσούσε κάποιος υπερφυσικός άνεμος. Οι μπάλες του έπεφταν σαν ώριμα φρούτα το φθινόπωρο κι έσπαγαν στο πάτωμα σε χιλιάδες μικροσκοπικά γυάλινα θραύσματα. Ύστερα άρχισε να πέφτει σαν σε αργή κίνηση προς τα δεξιά, χωρίς να βγάζει κανέναν ήχο λες και ξάπλωνε να κοιμηθεί κουρασμένο ύστερα από μία εξαιρετικά δύσκολη μέρα. Τα παράθυρα άνοιξαν διάπλατα και η χιονοθύελλα μπερδεύτηκε με τις κατάλευκες κουρτίνες μας κάνοντάς τες να κινούνται λες και πίσω τους κρύβονταν τόσο καιρό οι νεκροί πρόγονοί μας που μέχρι τώρα περίμεναν υπομονετικά μια ευκαιρία να κάνουν φασαρία και να μας δείξουν με τις απειλητικές τους χειρονομίες ότι δεν συμφωνούσαν καθόλου με τα ήθη και τις συνήθειες της νέας εποχής. Οι γιρλάντες, που οι υπηρέτες για μια ολόκληρη μέρα προσπαθούσαν να κολλήσουν στις κομψές αψίδες του σαλονιού μας με ακρίβεια μοίρας ούτως ώστε να πλαισιώνουν τέλεια τον χώρο, έπεσαν κυματίζοντας αργά, σαν κινέζικοι δράκοι που σκίζουν τον ουρανό του Πεκίνου πάνω από την απαγορευμένη πόλη ευλογώντας τον αυτοκράτορα του μέσου βασιλείου.
Οι καλεσμένοι όμως τίποτα από αυτά δεν παρατήρησαν γιατί ο στρατός των μυρμηγκιών τους οδηγούσε αργά και σταθερά προς την έξοδο. Η εμπροσθοφυλακή μάζευε τα χαλιά και απομάκρυνε τυχόν εμπόδια από την κοίτη αυτού του ζωντανού ποταμού και μια άλλη βοηθητική ομάδα προκαλύψεως έκλεβε τα τουπέ, τα μονόκλ, τις τρέσες και τα κοσμήματα που έπεφταν από τους τρομοκρατημένους καλεσμένους. Χρόνια αργότερα, όταν πια η μητέρα, ο πατέρας, και η πλειοψηφία των καλεσμένων ήταν πια νεκροί και θαμμένοι στους οικογενειακούς τους τάφους με αγάλματα αγγέλων να τους φρουρούν, τα κλεμμένα αυτά τιμαλφή της μακρινής εκείνης χριστουγεννιάτικης νύχτας βρέθηκαν από κάποιους εργάτες που επισκεύαζαν το παρκέ κάτω από τα σανίδια του μεγάλου σαλονιού, μέσα σε ένα μεσαιωνικό μπαούλο από ξύλο καρυδιάς, σφραγισμένο με κερί μέλισσας.
Οι πόρτες άνοιξαν από τον άνεμο και τα μυρμήγκια πέταξαν τις καρέκλες μαζί με το φορτίο τους έξω με την δύναμη αρχαίου γίγαντα. Οι καλεσμένοι προσγειώθηκαν στο φρέσκο χιόνι ένας ένας κι έμειναν εκεί για λίγο πολύ σοκαρισμένοι για να κινηθούν, με τις νιφάδες να τους σκεπάζουν σιγά σιγά και να χαλάνε με την υγρασία τους τις κομμώσεις των κυριών και τα τσιγκελωτά μουστάκια των κυρίων. Ύστερα, σηκώθηκαν αργά, χαμογέλασαν σαν να μην συνέβαινε τίποτα, χαιρέτισαν τους οικοδεσπότες τους και έφυγαν αποφασισμένοι να μην μιλήσουν ποτέ για το γεγονός.
Έτσι κάναμε κι εμείς. Πήγαμε αμέσως στα κρεβάτια μας χωρίς να ανταλλάξουμε κουβέντα και οι υπηρέτες δούλεψαν μέχρι τα ξημερώματα για να βάλουν μία τάξη στο χάος. Όταν το πρωί κατεβήκαμε να πάρουμε πρωινό ήταν σαν να μην είχε συμβεί τίποτα. Μόνο ένα νεκρό μυρμήγκι δίπλα στο πιάτο γεμάτο μπέικον και αυγά του πατέρα, με τις κεραίες και τα πόδια διπλωμένα στα δύο σαν τσαλακωμένο, μας έκανε να καταλάβουμε ότι η τρομερή εμπειρία δεν ήταν κάποιο όνειρο, αλλά πραγματικότητα.
Τα χρόνια που ήρθαν έκαναν την ανάμνηση να μπερδευτεί με αναμνήσεις άλλων Χριστουγέννων χρόνια αργότερα, τόσο που η παρουσία μου σ’ αυτή έχει πια χαθεί και οι εικόνες που μου έρχονται στο μυαλό μοιάζουν να έχουν γραφτεί σε τρίτο πρόσωπο. Ύστερα, όπως συμβαίνει πάντα, άλλες αναμνήσεις, συνειρμικά συνδεδεμένες με την αρχική, προστέθηκαν μεγαλώνοντας την αφήγηση. Έτσι λοιπόν την εικόνα εκείνου του μοναχικού τσαλακωμένου μυρμηγκιού διαδέχεται η εικόνα μιας ξεδοντιάρας γυναίκας με πρόωρα ασπρισμένα μαλλιά σε ένα χωριό της Περσίας που όλη μέρα πλέκει ένα χαλί για να το δώσει προίκα στην κόρη της. Ακολουθώντας μια παράδοση χιλιάδων χρόνων, μια παράδοση χαμένη στις ρίζες του πολιτισμού μας, σε μία εποχή χαμένη για πάντα στην ομίχλη, η γυναίκα πλέκει πάντα έναν κόμπο με λάθος τρόπο. Έναν απειροελάχιστο κόμπο που κανείς δεν θα μπορούσε ποτέ να δει, κι όμως αυτός ο μικροσκοπικός κόμπος καθιστούσε το χαλί εξ ορισμού ατελές. Γιατί το τέλειο ο Αλάχ το ζηλεύει.

ΑΛΛΑ ΚΕΙΜΕΝΑ ΤΟΥ ΣΥΓΓΡΑΦΕΑ
 

αυτόν το μήνα οι εκδότες προτείνουν: