Πέντε δευτερόλεπτα

Δε με πι­στεύ­εις; Νο­μί­ζεις ότι λέω ψέ­μα­τα; Θα σου εξη­γή­σω αμέ­σως. Άκου λοι­πόν πώς χω­ρούν εί­κο­σι δύο χρό­νια σε πέ­ντε δευ­τε­ρό­λε­πτα.
Πρώ­το δευ­τε­ρό­λε­πτο το χτύ­πη­μα στη λα­μα­ρί­να. Δυ­να­τή σπρω­ξιά από πί­σω σαν αυ­τή που σε βγά­ζει από το σκο­τά­δι στο φως όταν γεν­νιέ­σαι. Ανή­μπο­ρος, αφή­νε­σαι στην πα­νί­σχυ­ρη ορ­μή που επέ­λε­ξε η φύ­ση να βιώ­σεις και κα­θο­ρί­ζει τη μοί­ρα σου να πλη­σιά­ζεις διαρ­κώς το τέ­λος του χρό­νου. Και το χει­ρό­τε­ρο, δεν ξέ­ρεις πό­τε θα γί­νει και απλά πε­ρι­μέ­νεις.
Άλ­λο ένα δευ­τε­ρό­λε­πτο, το φορ­τη­γό ακυ­βέρ­νη­το σε σπρώ­χνει στον δρό­μο, με τα μέ­ταλ­λα να τσι­ρί­ζουν και τα λά­στι­χα να βγά­ζουν κα­πνούς. Πα­νη­γύ­ρι σω­στό, αλ­λά για τους άλ­λους, όχι για σέ­να. Εσύ, έρ­μαιο ακα­τά­λη­πτων συ­ναι­σθη­μά­των, αφή­νε­σαι στη φρο­ντί­δα των γο­νιών και φο­βά­σαι συ­νε­χώς ότι κά­τι θα γί­νει και θα ξε­φύ­γεις. Φο­βά­σαι πο­λύ μή­πως ξε­φύ­γεις. Πε­ρί­ερ­γη φά­ση.

Να ξέ­ρεις, προ­σπα­θώ πο­λύ για σέ­να. Όσο μπο­ρώ!

Τρό­μος για δύο δευ­τε­ρό­λε­πτα. Η κε­ντρο­μό­λος κά­νει τα μα­γι­κά της, το φορ­τη­γό σε σπρώ­χνει στον αέ­ρα και σε γυρ­νά ανά­πο­δα. Ίσως βο­ή­θη­σες και εσύ πα­ρέ­χο­ντας την κα­τάλ­λη­λη τρι­βή όταν πά­τη­σες από έν­στι­κτο το φρέ­νο. Μην φο­βά­σαι, θα στα εξη­γή­σω όταν κά­νου­με φυ­σι­κή. Γλι­στράς ανά­πο­δα στον δρό­μο, κα­βα­λάς το κρά­σπε­δο και στα­μα­τάς στο αντί­θε­το ρεύ­μα. Μια πε­ρι­δί­νη­ση σαν τα τε­λευ­ταία μα­θη­τι­κά χρό­νια της εφη­βεί­ας. Όταν πα­ρα­τη­ρείς, ψά­χνεις, ανα­ρω­τιέ­σαι και νιώ­θεις διαρ­κώς να γυρ­νάς γύ­ρω από τα ίδια πράγ­μα­τα, τα ίδια πρό­σω­πα, τις ίδιες συ­μπε­ρι­φο­ρές. Και ενώ επι­λέ­γεις να αφή­σεις τον εαυ­τό σου ελεύ­θε­ρο να μά­θει, να γευ­τεί, να κα­τα­λά­βει, κα­τα­λή­γεις πά­ντα ανά­πο­δα στη λά­θος με­ριά της προ­σπά­θειας.
Μό­νο πέ­ντε δέ­κα­τα για τα τε­λευ­ταία χρό­νια. Το αμ­φι­θέ­α­τρο, την κα­θη­με­ρι­νή τα­λαι­πω­ρία, τις και­νούρ­γιες πα­ρέ­ες, τα φλερτ, τα με­ση­μέ­ρια στο σπί­τι της ανά­με­σα στα ερ­γα­στή­ρια και το χα­μό­γε­λο της κά­θε φο­ρά που σε βλέ­πει από μα­κριά να πλη­σιά­ζεις. Κυ­ρί­ως όμως για τη χα­ρά του πρώ­του σου αμα­ξιού. Μη λυ­πη­θείς. Θα δια­λυ­θεί για να σε σώ­σει, οπό­τε χα­λά­λι του και ας μην το χα­ρείς.
Πέ­ντε δέ­κα­τα και για το μέ­ταλ­λο που στέ­κε­ται απει­λη­τι­κά λί­γα εκα­το­στά δί­πλα στο μά­τι σου. Μην αφε­θείς για­τί θα σε κό­ψει. Ακό­μη και αν ακού­σεις «Εί­σαι κα­λά;» μη γυ­ρί­σεις. Πε­ρί­με­νε. Δεν εί­ναι η σει­ρά σου ακό­μα.
Βλέ­πω στα μά­τια σου πως δεν κα­τα­λα­βαί­νεις. Βιά­στη­κα αλ­λά πε­ρι­μέ­νω να στα πω από τό­τε που σε κρά­τη­σα για πρώ­τη φο­ρά στην αγκα­λιά μου. Όταν με­γα­λώ­σεις, θα στα ξα­να­πώ. Πά­με πί­σω στην άσκη­ση, δεν εί­ναι δύ­σκο­λο, θα σε βοη­θή­σω εγώ. Το εί­κο­σι δύο δεν χω­ρά στο πέ­ντε. Κα­τε­βά­ζου­με και άλ­λο ένα ψη­φίο.

 

αυτόν το μήνα οι εκδότες προτείνουν: