French Theory

Σύνθεση Τ.Ν.
Σύνθεση Τ.Ν.

To the spirit unappeased and peregrine
T. S. ELIOT

Ποτέ δεν πή­ρε την πα­νε­πι­στη­μια­κή της κα­ριέ­ρα στα σο­βα­ρά, γι' αυ­τό και εξε­πλά­γη ελα­φρώς όταν οι άλ­λοι το έκα­ναν για αυ­τήν. Η λέ­ξη κα­ριέ­ρα πά­ντα την ενο­χλού­σε. Δεν αρ­νιό­ταν βέ­βαια τίς αντι­φά­σεις της από τό­τε που εί­χε εντα­χτεί στο σύ­στη­μα, ένα σύ­στη­μα που ήταν ανοι­χτό και σε ξέ­νους, πα­ρό­λο τον το­πι­κό ελι­τι­σμό του. Έγι­νε δη­μό­σια υπάλ­λη­λος και μά­λι­στα σε μια χώ­ρα σαν την Γαλ­λία, που κοί­τα­ζε τους ξέ­νους αφ ̓ υψη­λού, δι­κή της επι­λο­γή και κα­λά με­λε­τη­μέ­νη. Ωστό­σο, η λέ­ξη κα­ριέ­ρα συ­νέ­χι­ζε να την απω­θεί, μο­λο­νό­τι βρέ­θη­κε σε χώ­ρο που διά­λε­ξε, και ανα­κά­λυ­ψε ότι σή­μαι­νε πολ­λά και για με­ρι­κούς αξιό­λο­γους συ­να­δέλ­φους, ευ­φυ­είς και πο­λυ­μα­θείς· αν­θρώ­πους που εκτι­μού­σε, επει­δή λά­τρευαν τον λό­γο, τις ιδέ­ες, τις θε­ω­ρί­ες και ζού­σαν μέ­σα από την δια­νό­η­ση, την οποία με­ρι­κές φο­ρές εκεί­νη έβρι­σκε πα­ρα­πλα­νη­τι­κή. Ανή­καν, και αυ­τή μα­ζί τους, σε μια ιδιαί­τε­ρη κα­τη­γο­ρία, που δια­τη­ρού­σε μια πο­λύ στε­νή σχέ­ση με τις λέ­ξεις.
Τους έβλε­πε να ανε­βαί­νουν ομα­λά και απο­φα­σι­στι­κά τα σκα­λο­πά­τια της κα­ριέ­ρας. Δεν μπή­κε στον κό­πο να σκε­φτεί ότι θα μπο­ρού­σε κι αυ­τή να κά­νει το ίδιο, κα­θώς υπήρ­χε ένα άλ­λο εμπό­διο εκτός από τις εσω­τε­ρι­κές της επι­φυ­λά­ξεις. Βί­ω­νε την ξέ­νη προ­φο­ρά της ως ένα εί­δος ανα­πη­ρί­ας, και πράγ­μα­τι ήταν. Τα Γαλ­λι­κά επι­βρά­δυ­ναν την σκέ­ψη της. Κά­θε φο­ρά που έπρε­πε να μι­λή­σει σε αυ­τήν τη γλώσ­σα, σε πα­νε­πι­στη­μια­κό πλαί­σιο, το μυα­λό της εκ­κε­νω­νό­ταν. Αυ­τοί που την συ­μπα­θού­σαν έβρι­σκαν την ξέ­νη προ­φο­ρά της γοη­τευ­τι­κή, αυ­τοί που ήθε­λαν να την βλά­ψουν την έβρι­σκαν απα­ρά­δε­κτη. Ο κα­θη­γη­τής που εί­χε επι­βλέ­ψει την δι­δα­κτο­ρι­κή της δια­τρι­βή την εί­χε προει­δο­ποι­ή­σει: ο πα­νε­πι­στη­μια­κός χώ­ρος εί­ναι αρέ­να· αν επε­δί­ω­καν να την εξου­δε­τε­ρώ­σουν, θα έλε­γαν απλά ότι δεν μι­λά­ει γαλ­λι­κά. Αυ­τός έβρι­σκε την προ­φο­ρά της γοη­τευ­τι­κή αλ­λά εμπό­διο στην «κα­ριέ­ρα» της. Οι Με­σο­γεια­κοί εί­ναι ανί­κα­νοι να μι­λή­σουν ξέ­νες γλώσ­σες με σω­στή προ­φο­ρά, της εί­χε πει. Θε­ώ­ρη­σε την δή­λω­σή του υπερ­βο­λι­κή αλ­λά τα γαλ­λι­κά της ήταν η αχίλ­λειος πτέρ­να της. Για­τί να ξα­να­πε­ρά­σει μια δο­κι­μα­σία σαν αυ­τήν της πο­λύ­ω­ρης υπε­ρά­σπι­σης του δι­δα­κτο­ρι­κού της, πέ­ντε ολό­κλη­ρες ώρες, στα γαλ­λι­κά; Ήταν τυ­χε­ρή που δεν εί­χε ανα­πτύ­ξει τραυ­λι­σμό, απλώς ένα κε­νό.
Και όμως, προ­χώ­ρη­σε και τόλ­μη­σε να μπει στα μυ­στι­κά της Habilitation, HDR για τους μυ­η­μέ­νους. Η τόλ­μη και η απε­ρι­σκε­ψία ήταν ει­δι­κό­τη­τές της. Και όταν ήρ­θε η πο­λύ­ω­ρη στιγ­μή, το μυα­λό της εκ­κε­νώ­θη­κε μό­νο με­ρι­κώς, και προς με­γά­λη της έκ­πλη­ξη, ού­τε που το πρό­σε­ξαν. Η ελ­λη­νο­λά­τρης Γαλ­λί­δα κα­θη­γή­τρια που εγ­γυ­ή­θη­κε την δου­λειά της την επαί­νε­σε ανε­πι­φύ­λα­κτα, οι δύο ει­ση­γη­τές δεν άλ­λα­ξαν γνώ­μη, όταν την άκου­σαν να μι­λά­ει γαλ­λι­κά, και όλη η επι­τρο­πή ήταν ομό­φω­νη. Ο γρα­πτός της λό­γος την εί­χε κερ­δί­σει. Η ξέ­νη προ­φο­ρά της εί­χε και αυ­τή εντα­χτεί. Μή­πως έγι­νε κά­ποια τε­κτο­νι­κή με­τα­τό­πι­ση στη γαλ­λι­κή ακα­δη­μαϊ­κή κοι­νό­τη­τα; Όχι απ' όσο ήξε­ρε.
Μέ­λος της επι­τρο­πής ήταν και ο Τά­σος. Μο­λο­νό­τι δεν τον γνώ­ρι­ζε, αρ­χι­κά εί­χε αντι­τα­χθεί στην συμ­με­το­χή του, όταν η συ­νά­δελ­φος εγ­γυ­ή­τριά της την ενη­μέ­ρω­σε ότι εί­χε σκο­πό να τον κα­λέ­σει ως κρι­τή. Ένα ελ­λη­νι­κό όνο­μα δί­πλα στο δι­κό της θα μπο­ρού­σε να θε­ω­ρη­θεί δεί­κτης ευ­νοιο­κρα­τί­ας σε μια ξέ­νη χώ­ρα. Αλ­λά οι αντιρ­ρή­σεις της δεν βρή­καν απή­χη­ση. Τον εκτι­μού­σε ιδιαί­τε­ρα, ήταν σε­βα­στός, πέ­ρα από κά­θε υπο­ψία με­ρο­λη­ψί­ας.
Δή­λω­σε πα­ρών σε άψο­γα γαλ­λι­κά, ού­τε ίχνος ξέ­νης προ­φο­ράς. Κρί­μα που δε ήταν εκεί ο κα­θη­γη­τής της να αλ­λά­ξει γνώ­μη για τους Με­σο­γεια­κούς. Εί­χε πέ­σει πά­νω του (εύ­κο­λα ανα­γνω­ρί­σι­μος από τις φω­το­γρα­φί­ες που εί­χε δει στο Δια­δί­κτυο) στην εί­σο­δο του κτη­ρί­ου και στην μη­τρι­κή τους γλώσ­σα την οδή­γη­σε στην αί­θου­σα salle Montaigne, όπου προ­ή­δρευε η εύ­σω­μη προ­το­μή του φι­λο­σό­φου, σμι­λε­μέ­νη σε σο­κο­λά­τα (τέ­τοιες λε­πτο­μέ­ρειες ση­μα­το­δό­τη­σαν τη μέ­ρα).
Όταν ήρ­θε η σει­ρά του να μι­λή­σει, το ημι-εκ­κε­νω­μέ­νο της μυα­λό κα­τέ­γρα­ψε τις ακρά­δα­ντες πε­ποι­θή­σεις του αλ­λά και την ευ­γέ­νεια του ύφους του. Με ιδιαί­τε­ρο τακτ επε­σή­μα­νε κά­ποιες πι­θα­νές δια­φω­νί­ες και ολο­κλή­ρω­σε πε­ριε­κτι­κά θέ­το­ντας την ερώ­τη­ση: τι ση­μαί­νει για σας η θε­ω­ρία του φύ­λου; Εί­δε, αυ­το­στιγ­μεί, τι σή­μαι­νε η θε­ω­ρία για αυ­τόν, τις ατέ­λειω­τες ώρες με­λέ­της που της εί­χε αφιε­ρώ­σει, την συ­γκι­νη­σια­κή επέν­δυ­ση που εί­χε κά­νει πά­νω της. Ο ημι-λει­τουρ­γι­κός της εγκέ­φα­λος επί­σης κα­τέ­γρα­ψε τις προ­στα­τευ­τι­κές ιδιό­τη­τες της θε­ω­ρί­ας, τις απα­ντή­σεις που πρέ­πει να του εί­χε προ­σφέ­ρει, πώς τον συ­ντρό­φευ­σε στις πε­ρι­πλα­νή­σεις του. Της φά­νη­κε ότι διά­βα­ζε την ιστο­ρία των συ­ναι­σθη­μά­των του. Ήταν εύ­γλωτ­τος, διο­ρα­τι­κός, γλα­φυ­ρός και μει­λί­χιος. Εί­χε δια­βά­σει, με κό­πο, τρία άρ­θρα του και ήταν προ­ε­τοι­μα­σμέ­νη για την αφο­σί­ω­σή του στους Γάλ­λους θε­ω­ρη­τι­κούς, Foucault, Derrida, Deleuze, Guattari & Co. Τον φα­ντά­στη­κε σαν με­σαιω­νι­κό μο­να­χό πε­ρι­πλα­νώ­με­νο από τη μία σκή­τη στην άλ­λη, το δι­σά­κι του βα­ρύ, με βι­βλία γε­μά­το. Κου­βα­λού­σε το σπί­τι του στους ώμους του· πιο πλα­τύ από την χώ­ρα που τον φι­λο­ξε­νού­σε.
Αν εί­χε όλες τις δια­νοη­τι­κές της ικα­νό­τη­τές, ίσως να ήταν πιο ομι­λη­τι­κή, αν και δεν ήξε­ρε αρ­κε­τά για να εμ­ψυ­χώ­σει τη συ­ζή­τη­ση. Ευ­τυ­χώς, δεν πε­ρί­με­ναν να εί­ναι πιο ομι­λη­τι­κή από ό,τι ήταν. Και ού­τως ή άλ­λως, αυ­τή η τε­λε­τή έπρε­πε κά­ποια στιγ­μή να τε­λειώ­σει. Το μυα­λό της έπαιρ­νε άλ­λη κα­τεύ­θυν­ση, πώς η πί­στη του Τά­σου στην ζωή στην ελευ­θε­ρία και στην επι­δί­ω­ξη της ευ­τυ­χί­ας εί­χε ευ­δο­κι­μή­σει στην σκέ­ψη των Γάλ­λων δια­νοη­τών, αν ήταν πράγ­μα­τι δά­σκα­λοί του. Το όνει­ρό του ήταν στ’ αλή­θεια γαλ­λι­κό; Τον κα­θο­δη­γού­σαν μέ­σα στον λα­βύ­ριν­θο του νου, ίσως και της ζω­ής; Ήταν αυ­τοί που τον έφε­ραν στη Γαλ­λία; Ξέ­χα­σε να τον ρω­τή­σει.
Στη σύ­ντο­μη συ­νο­μι­λία τους στο τραμ, ανέ­φε­ρε την ηλε­κτρο­νι­κή μου­σι­κή. Ήταν λά­τρης. Ξαφ­νια­σμέ­νη, ση­μεί­ω­σε να το ψά­ξει. Για­τί όμως; Η μό­νη μου­σι­κή που μπο­ρού­σε να ακού­ει χω­ρίς να κλεί­νει τα αυ­τιά της ήταν η κλα­σι­κή. Ίσως ήταν και­ρός να διευ­ρύ­νει τους ορί­ζο­ντές της. Άκου­γε μό­νο τη σιω­πη­λή μου­σι­κή της ποί­η­σης. Ένα ποί­η­μα την ημέ­ρα για να την κρα­τά­ει στην επι­φά­νεια. Να επι­πλέ­ει στις λέ­ξεις.
Στο εστια­τό­ριο επι­βε­βαί­ω­σε. Θαύ­μα­ζε απε­ριό­ρι­στα τη σκέ­ψη και τη γλώσ­σα του Derrida. Διέ­πλεε σε ακραία αφη­ρη­μέ­νες έν­νοιες. Η γαλ­λι­κή δια­νό­η­ση, η ηλε­κτρο­νι­κή μου­σι­κή οι αγα­πη­μέ­νες του μπα­ρό­τσαρ­κες (πρώ­τη φο­ρά άκου­γε τη λέ­ξη αλ­λά την κα­τά­λα­βε) του χά­ρι­ζαν μια αιώ­νια νε­ό­τη­τα, αν και τα αβρά χα­ρα­κτη­ρι­στι­κά του εί­χαν ήδη ση­μα­δευ­τεί από τον χρό­νια που περ­νού­σαν. Ερευ­νού­σε το σώ­μα, σε όλη την πα­ρακ­μή του, και την εσω­τε­ρι­κό­τη­τα. Τι έψα­χνε; αγ­γέλ­μα­τα θνη­τό­τη­τας αντί αθα­να­σί­ας; Πρέ­πει να γιορ­τά­σεις την επι­τυ­χία σου, την προ­έ­τρε­ψε, όταν το πιά­το που αυ­τή πα­ρήγ­γει­λε του φά­νη­κε άνο­στο. Αυ­τή δεν γιόρ­τα­ζε πο­τέ τί­πο­τα.
Έφυ­γαν από το εστια­τό­ριο αρ­γά αλ­λά ήταν έτοι­μος για μπα­ρό­τσαρ­κα. Δεν πή­γαι­νε πο­τέ σε μπαρ ωστό­σο ακο­λού­θη­σε τη μι­κρή τους πα­ρέα στο La Comtesse. Η δια­κό­σμη­σή του ταί­ρια­ζε με το όνο­μά του. Και το μέ­ρος εί­χε κά­τι το οι­κείο. Στο μπαρ την προ­κά­λε­σε ανοι­χτά. Επί­τρε­ψε στον εαυ­τό σου να νιώ­σει χα­ρά, της εί­πε απο­ρη­μέ­νος από την απρο­θυ­μία της να ανα­γνω­ρί­σει την «επι­τυ­χία» της. Και πά­λι αιφ­νι­διά­στη­κε, για­τί νό­μι­ζε ότι εί­χε δώ­σει στον εαυ­τό της όλες τις ελευ­θε­ρί­ες του κό­σμου. Ωστό­σο, σχε­τι­κά με τη χα­ρά, εί­χε δί­κιο· εί­χε ξε­χά­σει αυ­τή την εμπει­ρία. Αλ­λά πώς στο κα­λό το εί­δε αυ­τό;
Η αφή­γη­ση ήταν το φόρ­τε του. Άβο­λα κα­θι­σμέ­νος στην πο­λυ­θρό­να, χω­μέ­νη μέ­σα σε ένα κρύο τζά­κι, που πρό­σφε­ρε πα­νο­ρα­μι­κή θέα στο μπαρ (για­τί δεν του άρε­σε η θέ­ση;) την αιφ­νι­δί­α­σε για άλ­λη μια φο­ρά. Ήταν η ελ­λη­νι­κό­τη­τα της πα­ρέ­ας τους (μια νη­σί­δα πα­τρί­δας στο La Comtesse) που ανα­τά­ρα­ξε το μυα­λό του, που τον ώθη­σε να μι­λή­σει για τη γαλ­λι­κή του εμπει­ρία; Για­τί πρό­θυ­μα άρ­χι­σε τις εξο­μο­λο­γή­σεις. Ο Τά­σος δεν ήταν μό­νο θαυ­μά­σιος αφη­γη­τής αλ­λά και εύ­θραυ­στος μα­χη­τής.
Στο Υπουρ­γείο, όπου τον εί­χε στεί­λει το Πα­νε­πι­στή­μιό του, κά­θι­σε με το στέρ­νο προ­τε­τα­μέ­νο, ως ασπί­δα, για να το υπε­ρα­σπι­στεί και να εξα­σφα­λί­σει τη χρη­μα­το­δό­τη­ση που χρειά­ζο­νταν· αυ­τή η άβο­λη στά­ση τού κό­στι­σε πό­νο στην πλά­τη για μια εβδο­μά­δα. Το σώ­μα του έλεγ­χε τον φό­βο της απο­τυ­χί­ας. Η ξέ­νη γλώσ­σα, όπως αυ­τή κα­τά­λα­βε, ανα­μό­χλευε έναν άλ­λο φό­βο, πιο σκο­τει­νό. Απέ­φευ­γε να πά­ει στο για­τρό, για­τί φο­βό­ταν ότι τα (άψο­γα) γαλ­λι­κά του δεν θα ήταν αρ­κε­τά κα­λά για να κα­τα­λά­βει τη διά­γνω­ση. Μια μι­κρο­ε­πέμ­βα­ση τον εί­χε τρο­μο­κρα­τή­σει, για­τί ήταν πε­πει­σμέ­νος ότι, όταν θα ξυ­πνού­σε με­τά την αναι­σθη­σία, θα εί­χε ξε­χά­σει τα γαλ­λι­κά.
Αλ­λά υπήρ­χαν οι θε­ρα­πευ­τές. Ενώ έγρα­φε την ανά­λυ­ση ενός κει­μέ­νου με τα φώ­τα του Derrida, ανέ­πτυ­ξε ένα πρό­βλη­μα στα μά­τια, όπως ακρι­βώς και ο αφη­γη­τής του μυ­θι­στο­ρή­μα­τος που με­λε­τού­σε. Κα­τά τη διάρ­κεια της ια­τρι­κής επί­σκε­ψής του στον οφθαλ­μί­α­τρο ανα­κά­λυ­ψε ότι το με­σαίο όνο­μα του Derrida ήταν Elie, όπως ακρι­βώς και του για­τρού. Πώς να μην τον πεί­σουν αυ­τές οι ση­μαί­νου­σες συμ­πτώ­σεις;
Η καρ­διά της πέ­τα­ξε κο­ντά του και σι­γο­στά­θη­κε στις ανα­σφά­λειές του, στην ικα­νό­τη­τά του όχι μό­νο να θαυ­μά­ζει την τέ­χνη της δια­νό­η­σης αλ­λά και να την πνευ­μα­το­ποιεί. Ήταν συ­ντο­πί­της, ο μυ­στι­κός της κοι­νω­νός. Θα έπρε­πε να γρά­ψει μια ιστο­ρία για να κρα­τή­σει αυ­τή τη μέ­ρα στο Μπορ­ντό, ίσως με τί­τλο «Montaigne από σο­κο­λά­τα». Για­τί δεν μας μί­λη­σες για την δη­μιουρ­γι­κή σου γρα­φή; Για­τί την έκρυ­ψες; την εί­χε ρώ­τη­σε.
Δεν έκρυ­ψε τί­πο­τα, δεν έκρυ­βε τί­πο­τα, μό­νο απο­κά­λυ­πτε. Για τι θα μι­λού­σε ο «Montaigne από σο­κο­λά­τα»; Για μια ξαφ­νι­κή απο­κά­λυ­ψη, μια επι­φά­νεια όπως αυ­τές του Τζό­iς; Για μια ανα­πά­ντε­χη συ­νά­ντη­ση; Ή για μια απρό­σμε­νη κα­τα­νό­η­ση του άλ­λου, σαν το ήχο που ακού­με, όταν φέρ­νου­με ένα κο­χύ­λι κο­ντά στο αυ­τί μας; Ή για το ξέ­νο μέ­σα μας που το κυ­νη­γά­με και το αγκα­λιά­ζου­με πρό­θυ­μα αλ­λά δεν μπο­ρού­με να το εξη­με­ρώ­σου­με;

ΑΛΛΑ ΚΕΙΜΕΝΑ ΤΟΥ ΣΥΓΓΡΑΦΕΑ
 

αυτόν το μήνα οι εκδότες προτείνουν: