Το παραμελημένο σπίτι του Σεφέρη


δεν ξέρω πολλά πράγματα από σπίτια
ξέρω π
ως έχουν τη φυλή τους, τίποτε άλλο.
Καινούργια στ
ην αρχή, σαν τα μωρά
πο
υ παίζουν στα περβόλια με τα κρόσσια του ήλιου,
κεντούν παράθροφυλλα χρωματιστά κα
ι πόρτες
γυαλιστερές πάνω στ
η μέρα―
όταν τελειώσει
ο αρχιτέκτονας αλλάζουν,
ζαρώνουν ή χαμογελούν ή
ακόμη πεισματώνουν
μ
᾿ εκείνους που έμειναν μ᾿ εκείνους που έφυγαν
μ
᾿ άλλους που θα γυρίζανε αν μπορούσαν
ή πο
υ χάθηκαν, τώρα που έγινε
ο κόσμος ένα απέραντο ξενοδοχείο.
Γιώργος Σεφέρης, «Το σπίτι κοντά στη θάλασσα», Κίχλη (1946)




Το σπίτι του Γιώργου Σεφέρη, τείνει να γίνει εκείνο το μαρμάρινο κεφάλι στα χέρια που μας εξαντλεί τους αγκώνες και δεν ξέρουμε που να τ' ακουμπήσουμε, όπως θα έλεγε ενδεχομένως κάποιος παραφράζοντας τους στίχους του ίδιου του ποιητή από την ποιητική του συλλογή Μυθιστόρημα του 1935. Ο πρώτος από τους δύο νομπελίστες ποιητές μας, από εκείνο το μακρινό πια 1963, περισσότερα από εξήντα έτη μετά την υψηλότερη για τον δυτικό κόσμο βράβευση του έργου του, φαίνεται πως δεν έχει «πού την κεφαλήν κλίναι», καθώς παραπάνω από μισό αιώνα μετά τον θάνατό του το 1971, ένα τέταρτο του αιώνα μετά την αποδημία της πολυαγαπημένης του Μαρώς Σεφέρη το 2000, το έτος εορτασμού της εκατονταετηρίδας από τη γέννησή του, και δυόμισι χρόνια μετά την απώλεια της επίσης αγαπημένης του εγγονής από τον πρώτο γάμο της Μαρώς, Άννας Λόντου, στα τέλη του 2022, το σπίτι είναι πλέον άδειο, χωρίς ζωή, ένα κενό δοχείο. Με λύπη, αν όχι με αγανάκτηση, διαβάσαμε σε δημοσιεύματα στον Τύπο τον Σεπτέμβριο του 2023 ότι το σπίτι κινδυνεύει να πωληθεί σε ιδιώτη, καθώς η τωρινή κληρονόμος Δάφνη Κρίνου, εγκαταστημένη από χρόνια στο Λονδίνο, φαίνεται πως δεν σκοπεύει να το κατοικήσει. Το δυστοπικό εκείνο μέλλον όπου το σπίτι του κατά γενική ομολογία πιο αναγνωρισμένου Έλληνα ποιητή,[1] του οποίου οι αξιόλογες μεταφράσεις συνεχίζουν να εκδίδονται «ακαταπαύστως», όπως θα έλεγε ο αγαπημένος του Κάλβος, και κοσμούν τις προθήκες των πιο έγκριτων βιβλιοπωλείων ανά την υφήλιο,[2] θα είναι ένα ακόμα “airbnb”, όπως άλλωστε έχει περίπου ήδη γίνει με το σπίτι πολλών εμβληματικών λογίων και καλλιτεχνών, όπως λ.χ. του Καζαντζάκη στην Αίγινα που έχει σήμερα μόνο ιδιωτική χρήση ή του Χαλεπά στην οδό Δαφνομήλη, δεν φαντάζει, φευ, πολύ μακρινό. Εξάλλου, ο ίδιος ο ποιητής σημείωνε καυστικά, με πικρό και προφητικό ρεαλισμό, στο ημερολόγιό του ήδη τον Σεπτέμβριο του 1957: «Μας έχει κατακλύσει το τουριστικό πνεύμα: τα πάντα είναι τουριστικά, δεν έχω αμφιβολία πως και ο έρωτας τουριστικά θα γίνεται».[3]

Το σπίτι του Σεφέρη, ο οποίος μέχρι το 1962, οπότε και αφυπηρέτησε από την τελευταία θέση του ως πρέσβης στο Λονδίνο και επέστρεψε στην Αθήνα με το πλοίο της γραμμής,[4] δεν είχε στην ουσία δικό του σπίτι, αποτέλεσε το οριστικό και ίσως μοναδικό “λιμάνι” (αν και όχι απάνεμο) του ποιητή, μετά από μια πολυετή “οδύσσεια” που ξεκίνησε το 1914 με την καταναγκαστική αναχώρηση της οικογένειάς του, λόγω του πρώτου μεγάλου διωγμού του ελληνικού πληθυσμού της Μικράς Ασίας, από τη Σμύρνη και την αγαπημένη του Σκάλα Βουρλών, όπου βρίσκεται ακόμη σήμερα το σπίτι των καλοκαιρινών διακοπών του. Ήδη το 1954 ο Σεφέρης με τη Μαρώ έχουν αποφασίσει να προχωρήσουν στις τελικές κινήσεις για την απόκτηση του δικού τους οικοπέδου στην Αθήνα, όπως τεκμαίρεται από την αλληλογραφία τους,[5] ενώ η προσωπική ενασχόληση του Σεφέρη, αν και εξ αποστάσεως λόγω της διπλωματικής υπηρεσίας του, με τα σχέδια του σπιτιού είναι καθοριστική,[6] μέχρι να καταλήξει στο τελικό σχέδιο μετά από τη συνεργασία με τον διακεκριμένο αρχιτέκτονα Παναή Μανουηλίδη, χάρη και στη συνδρομή του έμπιστου φίλου του Γιώργου Αποστολίδη.[7] Η ανέγερση του σπιτιού στην οδό Άγρας 20 ξεκινάει τον Απρίλιο του 1957 και η οικοδόμησή του διαρκεί μέχρι το 1959. Ο Π. Μανουηλίδης είναι ο αρχιτέκτονας του Σισμανόγλειου και του σημερινού κτηρίου της Ρωσικής Πρεσβείας, με πλήθος αξιοσημείωτων κτηρίων, κυρίως μονοκατοικιών, στην Αττική, χτισμένων στο Μεσοπόλεμο. Σε πρόσφατο άρθρο του για εκείνον τονίζονται η μετριοπαθής νεωτερικότητα και τα γαλλικά πρότυπά του, καθώς και ότι «δίνει μεγάλη έμφαση στη λειτουργικότητα, στις καλές αναλογίες, στην εσωτερική άνεση, στον άπλετο φωτισμό. Δεν προσπαθεί να εντυπωσιάσει αλλά να κατασκευάσει κατοικίες-“δοχεία ζωής”».[8] Στην ανέγερση του συγκεκριμένου σπιτιού, στη στροφή της απότομης κλιτύς του λόφου που καταλαμβάνει το Καλλιμάρμαρο Στάδιο, το οποίο και βρίσκεται ακριβώς στην πλάτη του σπιτιού, συνέβαλε και ο πολιτικός μηχανικός στο επάγγελμα, ειδικευόμενος στις στατικές μελέτες, Αλέκος Αργυρίου, στενός φίλος του Σεφέρη και βραβευμένος για την πολύτιμη πρόσφορα του στην εγχώρια λογοτεχνική κριτική. Αυτό που οφείλουμε να προσθέσουμε είναι ότι ο Σεφέρης είχε, αν και απών λόγω της υπηρεσίας του, κι εκείνος έντονη συμμετοχή στα σχέδια του σπιτιού και την υλοποίησή τους, αλλά και την εσωτερική του διακόσμηση/διαρρύθμιση, καθώς παρέθετε ακόμα και προσωπικά του σχέδια στην αλληλογραφία του με τη Μαρώ, η οποία είχε την διά ζώσης επίβλεψη στην Αθήνα για την περάτωση της οικοδομής.[9]



Ο Σεφέρης, η Μαρώ, ο αρχιτέκτονας Π. Μανουηλίδης και δύο από τους μαστόρους στη θεμελίωση του σπιτιού της οδού Άγρας 20. «Παραμονή των Βαΐων, Σάββατο 13.4.1957», όπως αναγράφει ο ποιητής στο πίσω μέρος της φωτογραφίας. Ο Σεφέρης με τη Μαρώ εγκαινιάζουν τα θεμέλια του σπιτιού τους ενθέτοντας τη χρυσή λίρα, παρουσία ιερέως και του αρχιτέκτονα, τον Απρίλιο του 1957 (βλ. τον 2ο τόμο της αλληλογραφίας τους, σ. 382). Η σεβαστική στάση του Σεφέρη απέναντι στις λαϊκές παραδόσεις είναι καταφανής και από την τήρηση αυτού του τελετουργικού όπως και από τη σφαγή μαύρου κόκορα στα θεμέλια του σπιτιού (βλ. στο ίδιο σ. 369). (Για την παρούσα αδημοσίευτη φωτογραφία: Φωτογραφικό Αρχείο Γιώργου Σεφέρη / Μορφωτικό Ίδρυμα Εθνικής Τραπέζης).



Δεν είναι βέβαια η πρώτη φορά που γίνεται λόγος για την έλλειψη, αν όχι την παντελή απουσία, της οφειλόμενης τιμής σε διαπρεπείς λόγιους της εγχώριας λογοτεχνικής σκηνής από το ελληνικό κράτος. Τα λιγοστά παραδείγματα οικιών λογίων ή καλλιτεχνών που έχουν διατηρηθεί ή έχουν γίνει μουσεία είναι συνήθως αποτέλεσμα της φροντίδας των ίδιων των τιμώμενων προσώπων πριν τον θάνατό τους ή των κοντινών τους ανθρώπων μεταθανάτια. Δεν λείπουν βέβαια και τα μνημεία που αποτίουν φόρο τιμής σε επιφανή πρόσωπα των γραμμάτων και όχι μόνο. Η πρακτική αυτή, εξάλλου, είχε θεσπιστεί ήδη επί Καποδίστρια, όταν καθορίστηκε θεσμικά η οφειλή του κράτους να αποδίδει τις απαιτούμενες τιμές στους ευεργέτες και κυρίως στους αγωνιστές, όρος που ψηφίστηκε ομόφωνα σε ψήφισμα της Δ’ Εθνοσυνέλευσης του Άργους το 1829.[10] Το 1998, με την αφορμή εκδήλωσης στο σπίτι του Σεφέρη, γίνεται νύξη σε έγκριτη στήλη λογοτεχνικής κριτικής στον Τύπο σε αυτή την ήδη από τότε εμφανή παράλειψη των αρμοδίων να φροντίσουν ώστε σπίτια-κοιτίδες πολιτισμού σαν αυτό του Σεφέρη να είναι προσβάσιμα στο ευρύ κοινό. Όπως καταλήγει στο εκτενές δημοσίευμα της για τον Σεφέρη με λόγια που φαντάζουν δυστυχώς σε μεγάλο βαθμό επίκαιρα 27 χρόνια μετά η Μάρη Θεοδοσοπούλου: «Η Αθήνα, πόλις των ποιητών, κι όμως, σε αντίθεση με άλλες μεγαλουπόλεις, χωρίς ούτε ένα σπίτι λογοτέχνη της διαμορφωμένο σε μουσείο. Στο κέντρο της πόλης απομένει ετοιμόρροπο, εξαρθρωμένο από το χρόνο, το αρχοντικό του Λαπαθιώτη να θλίβει τους Αθηναίους, πλην των δημοτικών αρχόντων. Υποθέτουμε, αφού, κατά μία εκτίμηση, με 150 εκατ. δρχ. θα στηνόταν το αρχοντικό στα πόδια του, έτοιμο να θεάται καινούργιες παρελάσεις. Δηλαδή, μικρότερο κοντύλι από το δαπανηθέν για φανάρια στυλ 19ου αιώνα και σιντριβάνια. Όσο για τα σπίτια άλλων ποιητών που ευτύχησαν να ανήκουν στη δικαιοδοσία περιφερειακών δήμων, Καλλιθέας ή Νέας Ιωνίας, αυτά τα ανοίγουν, μάλλον τα κλειδώνουν, κατά την ευαρέσκειά τους, φίλεργοι δημοτικοί υπάλληλοι. / Πίσω από το Καλλιμάρμαρο, το σπίτι του Σεφέρη είναι ένα σήμα κατατεθέν για την πνευματική Αθήνα, έστω κι αν ο ποιητής δεν πρόλαβε να το ζήσει περισσότερο. Αύγουστο 1962 εγκαταστάθηκε και 22 Ιουλίου 1971 ανεχώρησε για τον Ευαγγελισμό, ούτε δέκα χρόνια. Ωστόσο, κι αν ποτέ άνοιγε, θα έλειπε η ψυχή του σπιτιού. Σύμφωνα με τις μαρτυρίες, όσων είχαν το προνόμιο να επισκέπτονται το σπίτι, “τα βιβλία κάλυπταν από το πάτωμα ίσαμε το ταβάνι” και απλώνονταν σε όλα τα δωμάτια μέχρι και το διάδρομο. Σήμερα, βρίσκονται στη Βικελαία Δημοτική Βιβλιοθήκη Ηρακλείου Κρήτης. Ρομαντικά, η Ε. Βοκοτοπούλου φαντασιώνει, στις αίθουσες της Βιβλιοθήκης, τον Σεφέρη να συνομιλεί με τον Βικέλα και τον Βιζυηνό. Δυστυχώς, όμως, μαζί μας δεν θα συνομιλούν. / Σε κάθε περίπτωση, αφού η ιδιωτική πρωτοβουλία και η ευαισθησία όσων κληρονομούν λογοτέχνες και καλλιτέχνες είναι το μοναδικό αντίδοτο στη γραφειοκρατική παράνοια, είθε, στην επέτειο του 2000, να υπάρχει ανοικτό το σπίτι του κατ’ εξοχήν ποιητή της πόλης».[11] Παρόμοια νύξη κάνει σε λεζάντα του στο εξαιρετικά περιεκτικό αφιέρωμα που επιμελήθηκε ο ίδιος για τον Σεφέρη ένα έτος πριν ο Κωστής Λιόντης: «Απ’ τους ξεριζωμένους της Σμύρνης ο Σεφέρης: “Τα σπίτια που είχα μου τα πήραν. Έτυχε να ‘ναι χρόνια δίσεκτα∙ πόλεμοι, χαλασμοί, ξενιτεμοί…” γράφει. Η διπλωματική καριέρα πάλι τον είχε με μια βαλίτσα στο χέρι. Μόνο απόμαχος της διπλωματίας “έχτισε με τα χέρια του σπίτι σημερινό και ελληνικό”. Στο σπίτι της οδού Άγρας ξαναριζώνει ο Σεφέρης και είναι δεμένο με τη ζωή και το έργο του. Ζώντας εδώ ως πρεσβύτης και πρέσβης των ελληνικών γραμμάτων, το σπίτι έγινε σημείο αναφοράς».[12]



Ο Γιώργος Σεφέρης στο πλατύσκαλο του σπιτιού του σε φωτογραφία του Αλέκου Αργυρίου. Ο Αργυρίου ήταν ο κύριος υπεύθυνος για τη στατική μηχανική μελέτη του σπιτιού του Σεφέρη και βεβαίως ήταν επίσης από τους ένθερμους και διαχρονικούς υποστηρικτές του έργου του στην εγχώρια λογοτεχνική κριτική (Φωτογραφικό Αρχείο Κωστή Λιόντη).



Το σπίτι του Σεφέρη δεν είναι βέβαια σε καμία περίπτωση σε ερειπιώδη κατάσταση, όπως εκείνο του Ναπολέοντα Λαπαθιώτη, το οποίο ευτυχώς μόλις πρόσφατα εντάχθηκε σε πρόγραμμα αναπαλαίωσης, ή ακόμα το ιστορικό σπίτι του Κωστή Παλαμά στην Πλάκα, το οποίο επίσης έχει ενταχθεί σε αντίστοιχο πρόγραμμα και αναμένεται η αναπαλαίωσή του. Στην περίπτωση της οδού Άγρας 20 ισχύει για την ακρίβεια το αντίθετο, καθώς η Άννα Λόντου φρόντισε, μετά τον θάνατο της Μαρώς Σεφέρη, το σπίτι να συντηρηθεί πλήρως και να καταστεί έτσι φιλόξενο σε κάθε «σεφερικό» ή μη επισκέπτη. Όπως υπογραμμίζει η ίδια σε συνέντευξή της: «Όταν έφυγε κι εκείνη από τη ζωή, το 2000, αποφάσισα να το ανακαινίσω, κρατώντας όλα τα βασικά στοιχεία, ώστε να αποκτήσει έναν μουσειακό χαρακτήρα και μια ιστορική αξία».[13]



Ο Σεφέρης στην ταράτσα του σπιτιού του, με το ανάγλυφο της δίκλωνης γοργόνας («αυτά τα ανάγλυφα μιας τέχνης ταπεινής» γράφει ο ποιητής), παραδοσιακού μοτίβου της λαϊκής τέχνης, «(…) παρμένη από τις Παραδόσεις του Πολίτη, αντίγραφο από ένα νησιώτικο καΐκι», όπως δηλώνει ο ίδιος σε επιστολή του στον Κατσίμπαλη (βλ. Γ. Κ. Κατσίμπαλης & Γιώργος Σεφέρης, «Αγαπητέ μου Γιώργο». Αλληλογραφία (1924-1970), επιμ. Δημήτρης Δασκαλόπουλος, Αθήνα 2009, σ. 201), που χρησιμοποιούσε ως βιβλιόσημο σε όλες τις εκδόσεις των βιβλίων του. Φωτογραφία του Δημήτρη Παπαδήμου (Αρχείο Δημήτρη Παπαδήμου, Φωτογραφικό Αρχείο ΕΛΙΑ-ΜΙΕΤ).




Συνεπώς, το σπίτι τελεί μάλλον σε κατάσταση αναμονής, για μια πρωτοβουλία που θα το μετέτρεπε και τυπικά σε ένα πρότυπο σπίτι-μουσείο (ενδεχομένως και με την ενοποίηση των αρχείων Σεφέρη και τον εκ νέου εμπλουτισμό της βιβλιοθήκης του), σε αντιπαραβολή με το Μουσείο Οδυσσέα Ελύτη το οποίο χρειάστηκε να δημιουργηθεί σε οικία που δεν κατοικούσε ο ποιητής και που εγκαινιάστηκε, ειρωνικώ τω τρόπω, έναν μόλις μήνα μετά την είδηση για το ενδεχόμενο πώλησης του σπιτιού του Σεφέρη, οπότε και ο πρωθυπουργός τόνισε την ανάγκη για: «επένδυση στον σύγχρονο ελληνικό πολιτισμό, εντάσσοντας, μεταξύ άλλων, εμβληματικά κτήρια της πρωτεύουσας στην καθημερινή ζωή των Αθηναίων. Κτήρια τα οποία αποκτούν έναν καινούργιο ρόλο, μια καινούργια ζωή».[14] Ανάγκη που ακουμπά, αλίμονο, ακόμα πιο εμφατικά στην περίπτωση του σπιτιού της οδού Άγρας.



Το γραφείο του Σεφέρη όπως ήταν το 1997. Διακρίνεται το χαρακτικό πορτρέτο του ποιητή από τον γνωστό χαράκτη και ζωγράφο Τάσσο, που είχε τοποθετήσει η Μαρώ στη θέση εκείνη, ως το αντιπροσωπευτικότερο του ποιητή, καθώς και το αφιέρωμα εκείνης της χρονιάς για τον Σεφέρη στο γραφείο. Ο Σεφέρης, βέβαια, όπως μας πληροφορεί και η Μαρώ (βλ. Άννυ Χέρα-Ζυμαράκη, «35 χρόνια με τον Σεφέρη: Μιλάει η γυναίκα του ποιητή κ. Μαρώ Σεφέρη», περ. «Γυναίκα», τχ. 70, 1/11/1976, σ. 32): «δεν έγραφε ποτέ ποιήματα στο γραφείο του. Αλλά σε χωριστό δωμάτιο. Στο καμαράκι, πίσω από το γραφείο» (Φωτ. Κωστής Λιόντης).



Αν στη Γαλλία σύμφωνα με καταγραφή του 2007 λειτουργούσαν 203 σπίτια-μουσεία λογίων και στην Ιταλία άλλα 60,[15] στην Ελλάδα θα μπορούσαμε με δυσκολία να αναφερθούμε σε 5-10. Είναι καταφανής άρα η ανάγκη να δοθεί έμφαση στη διατήρηση και τον σεβασμό της ζωντανής πολιτιστικής μας κληρονομιάς, μέσα από την ανάδειξη αυτών των πραγματικών τοπόσημων, που δεν είναι άλλα από τα σπίτια των επιφανών προσώπων που συνδέθηκαν όσο λίγοι με τη σύγχρονη ιστορία και υπηρέτησαν με τη ζωή και το έργο τους την τέχνη τους σε διεθνές επίπεδο εμπλουτίζοντας το πολιτιστικό μας παρελθόν. Μια τέτοια κίνηση συνάδει και με τις σύγχρονες ανάγκες της ανάδειξης αυτής της πιο ανθρώπινης μουσειακής εκδοχής των σπιτιών-μουσείων ή αλλιώς σπιτιών της μνήμης, καθώς, όπως είχε τονίσει και ο Τούρκος νομπελίστας συγγραφέας Ορχάν Παμούκ σε εναρκτήρια διάλεξή του το 2016 στο 24ο Συνέδριο του Διεθνούς Συμβούλιου Μουσείων ICOM (International Council of Museums): «το μέλλον των μουσείων είναι στο εσωτερικό του σπιτιού μας. Η κατάσταση είναι αρκετά απλή: είμαστε όλοι συνηθισμένοι στο έπος αλλά αυτό που χρειάζεται είναι τα μυθιστορήματα. Στα μουσεία είμαστε συνηθισμένοι στην αναπαράσταση, αλλά αυτό που χρειάζεται είναι η έκφραση. Είμαστε όλοι συνηθισμένοι να έχουμε μνημεία, αλλά αυτό που χρειάζεται είναι τα σπίτια. Στα μουσεία έχουμε την Ιστορία, αλλά αυτό που χρειάζεται είναι ιστορίες. Στα μουσεία έχουμε τα έθνη, αλλά αυτό που χρειάζεται είναι τα πρόσωπα. Έχουμε ομαδοποιήσεις και παραρτήματα στα μουσεία, αλλά αυτό που χρειάζεται είναι τα άτομα». Κάτι παρόμοιο θεωρούμε πως θα πίστευε και ο Σεφέρης, ο «βασιλιάς της ευαισθησίας της Ανατολής», όπως τον είχε αποκαλέσει σε μια ελεύθερη δική μας απόδοση εδώ ο Henry Miller όταν του χάρισε το πρώτο και μοναδικό χειρόγραφο του μυθιστορήματός του για τον Γιώργο Κατσίμπαλη που θα γινόταν αργότερα το γνωστό βιβλίο του Ο κολοσσός του Μαρουσίου,[16] πόσο μάλλον αν λάβουμε υπόψη τι έγραφε κι ο ίδιος ο ποιητής όταν επισκεπτόταν το σπίτι του Δημήτρη Πικιώνη στο ημερολόγιό του το 1965: «Στο σπίτι του ανάμεσα στα οικεία αντικείμενά του καταλαβαίνεις καλύτερα τον άνθρωπο».[17]



Υ.Γ. Το σπίτι του Σεφέρη είναι πολύτιμο όπως γίνεται αντιληπτό και για τον μεγάλο αριθμό των έργων τέχνης που βρίσκονται εκεί. Η έκθεση ζωγραφικής που έγινε στο Μουσείο Μπενάκη/Πινακοθήκη Γκίκα της Λήδας Κοντογιαννοπούλου με τίτλο "Το Σπίτι της Μνήμης" (20/9/2021-8/1/2022) αναδεικνύει αυτό το στοιχείο.

ΑΛΛΑ ΚΕΙΜΕΝΑ ΤΟΥ ΣΥΓΓΡΑΦΕΑ
 

αυτόν το μήνα οι εκδότες προτείνουν: