Όνειρο χρόνων ήταν για κείνον αυτό το ταξίδι, όλο και κάτι όμως προέκυπτε, υποχρεώνοντάς τον να το αναβάλλει. Και να που επιτέλους, ο δρόμος απλωνόταν μπροστά του ορθάνοιχτος, γνέφοντάς του με μια υπόσχεση ελευθερίας!
Τον είχε κουράσει η καθημερινότητα, με τους περιορισμούς και τις στερήσεις! Συνεσταλμένος από χαρακτήρα και πάντοτε του καθήκοντος, έβρισκε μοναδική διαφυγή στη λογοτεχνία και τη φωτογραφία, αστείρευτες μούσες του, παιδιόθεν. Το πάντρεμα λέξεων και νοημάτων της μιας, η παγιδευμένη ομορφιά στιγμών και προσώπων της άλλης, του ζέσταιναν την καρδιά, και τον βοηθούσαν να αντιμετωπίζει τα χτυπήματα της ζωής με σπάνια ανωτερότητα. Αν από τους δυο λύκους που μεγαλώνουν μέσα μας ―τον λευκό και τον μαύρο―, επικρατεί πράγματι εκείνος, που ταΐζουμε καθημερινά περισσότερο, τότε, τη δική του ψυχή τη διαφέντευε ξεκάθαρα, ένας ολόλευκος, πάντοτε πρόθυμος να συντρέξει τους άλλους, λύκος. Όρια δεν γνώριζε η καλοσύνη του. Ακόμη και για την κούραση, που τόσο δικαιολογημένα αισθανόταν, τον πλημμύριζαν τύψεις.
Πώς θα άφηνε τον αδελφό του τόσες μέρες μόνο, τον αδελφό που είχαν ζυμωθεί οι δυο τους, όχι μόνο στα δύσκολα μα και στις μικρές χαρές της ζωής, τον αδελφό του τον αγαπημένο, που συναπαντήθηκε με την καταραμένη ασθένεια και έκτοτε ίσα-ίσα τα κατάφερνε με τα απαραίτητα, τον αδελφό που είχε καταπέσει τελευταία, οδηγώντας και τους δυο σε τόσο δυσάρεστη κατάσταση…
Τότε ήταν, θυμάται, που ξεκίνησε κι εκείνος να δυσανασχετεί, τότε που συγκατένευσε να παραχωρήσει στον μαύρο λύκο μέσα του λίγο περισσότερο χώρο από ότι παλιότερα. Τι στο καλό, άνθρωπος δεν είμαι κι’ εγώ; μονολογούσε αυτοοικτιρόμενος. Και η αλήθεια είναι, πως επί σειρά ετών, κεφάλι δεν είχε σηκώσει από τις αναποδιές. Μια η ασθένεια του αδελφού και της μητέρας τους, μια κάποιες έκτακτες οικονομικές δυσχέρειες, συναισθηματικές επιλογές άλλοτε ―κατώτερες όπως αποδείχτηκε των περιστάσεων― όλα είχαν συμβάλλει, με τον τρόπο τους, στην επί μακρόν αναστολή της προσωπικής του ανέλιξης και ευτυχίας. Και τώρα, ένα βήμα σχεδόν πριν τα πενήντα, συνειδητοποιούσε με θλίψη, πόσος πολύτιμος χρόνος είχε χαθεί! Πόσο επιτακτική είχε γίνει η ανάγκη του για επαναφόρτιση! Πόσο λυτρωτικά θα λειτουργούσε για κείνον, ένα ουρανόσταλτο ―όπως ενδόμυχα ευχόταν― είδος σεισάχθειας, προσαρμοσμένο αποκλειστικά και μόνον στις δικές του ανάγκες. Ο ουρανός όμως αργούσε να ανταποκριθεί και έτσι πήρε ο ίδιος την απόφαση να δραπετεύσει, έστω για λίγο.
Κι ας τον είχε ορκίσει η μάνα, φεύγοντας από τη ζωή, να τον προσέχει τον μικρό! Αδιαμαρτύρητα θα το έκανε, τόσο πολύ τον νοιαζόταν! Μα και χωρίς ανάσα, πώς να συνεχίσει; Είχε φροντίσει άλλωστε, για όσο διάστημα έλειπε, να μείνει στο πόδι του, μια κυρία καθόλα σωστή και υπεύθυνη.
Μόνη του μέριμνα τώρα, να επικεντρωθεί στο πολυπόθητο ταξίδι. Να διατρέξει νοερά το πρόγραμμα, που επιμελώς είχε καταστρώσει. Να πάρει μια πρόγευση απόλαυσης των στιγμών που τον περίμεναν. Να εστιάσει στα μπαράκια που θα έπινε τον καφέ του, στα εστιατόρια που θα γευμάτιζε, στα μουσεία που θα επισκεπτόταν, στα πρόσωπα που θα συναντούσε και σ’ εκείνη τη βόλτα, κατά μήκος της παραλίας, που πάντα ονειρευόταν! Όλα προοιωνίζονταν θαυμάσια! Ως και ο καιρός, με την αναπάντεχη χειμερινή του λιακάδα, δήλωνε σύμμαχος! Ένας τελευταίος έλεγχος πριν την αναχώρηση ―εισιτήριο, πορτοφόλι, τηλέφωνο, βιβλίο, η αποσκευή του― τα πάντα στη θέση τους.
Προς τι τότε, αυτή η θλίψη και το σφίξιμο στην καρδιά; Προς τι η ξαφνική αποστράγγιση του αρχικού ενθουσιασμού; Προς τι η περίεργη ανησυχία και η άρνηση; Τόσο καταναγκαστικός είχε γίνει, λοιπόν; Τόσο ανίκανος να ανταμείψει τον εαυτό του με μια ανάπαυλα ξεκούρασης; Δεν πάμε καλά, σιγομουρμούρισε, ενώ σηκωνόταν από τη θέση του. Το αμέσως επόμενο λεπτό τον βρήκε να αποβιβάζεται από το λεωφορείο, πνίγοντας μέσα του έναν βαθύ αναστεναγμό!
Λευκός λύκος
