Ασθενείς στα δεσμά τους: από τον Κωνσταντίνο Θεοτόκη στον Albert Camus

Ετεροτοπίες των μολυσματικών ασθενειών στη λογοτεχνία της νεωτερικότητας

Μέρος Α´: Ετεροτοπίες, βιοπολιτική και λογοτεχνικές αναπαραστάσεις

Ο έλεγχος των ασθενειών έχει οδηγήσει ―ειδικά κατά την περίοδο της νεωτερικότητας, και μάλιστα από τον μεσοπόλεμο και ύστερα― στην εφαρμογή τεχνοοικονομικών υποδειγμάτων συγκεντρωτικού χαρακτήρα, που σύμφωνα με ορισμένες προσεγγίσεις μεταλλάχθηκαν σε συνολικότερη κοινωνική επιτήρηση: το τελευταίο σημείο έχει αναδείξει από τη δεκαετία του 1970 η έρευνα του Μ. Foucault σχετικά με τη βιοπολιτική και η μεταγενέστερη, πλούσια, βιβλιογραφία. Φαίνεται πως η λογοτεχνία κατέγραψε τη λειτουργία των ασθενειών -μολυσματικών και μη- ως μεταφορικών ‘‘τόπων εγκλεισμού’’ πριν ακόμη την αποτύπωσή της στις κοινωνικές επιστήμες. Πρόκειται για μια διάσταση που δεν έχει ακόμη διερευνηθεί στο πεδίο της αποτύπωσης της ιατρικής στη λογοτεχνία, που συχνά περιορίζεται στον εντοπισμό υλικού για την άσκηση της ιατρικής στο λογοτεχνικό έργο ή στην ανάλυση της ασθένειας ως αφηγηματικού μίτου. Στο κείμενο θα διερευνηθεί η συγκεκριμένη υπόθεση εργασίας, δηλαδή η λειτουργία της ασθένειας ως ετεροτοπίας ή ως μεταφορικού τόπου εγκλεισμού στη λογοτεχνία, μέσα από τις νουβέλες Οι σκλάβοι στα δεσμά τους (1922) του Κωνσταντίνου Θεοτόκη και La Peste (1947) του Albert Camus. Θα γίνει, επίσης, αναφορά σε παλαιότερα λογοτεχνικά έργα, προκειμένου να καταδειχθούν οι τομές ως προς την πρόσληψη της ασθένειας, και δη της μολυσματικής.
Πριν αναλυθούν οι αποτυπώσεις της ετεροτοπίας στα συγκεκριμένα παραδείγματα λογοτεχνικών έργων, είναι σκόπιμο να επεξηγηθούν οι έννοιες και ειδικότερα το περιεχόμενό τους, όπως χρησιμοποιούνται στο πλαίσιο αυτού του κειμένου. Ως ετεροτοπίες κατά την ανάλυση του Michel Foucault μπορούν να οριστούν οι χώροι που ενυπάρχουν στο πλαίσιο της ―αστικής κυρίως― χωροθετημένης κανονικότητας ως παράλληλα περιβάλλοντα, δηλαδή οι φυλακές, τα νοσοκομεία, τα λοιμοκαθαρτήρια κλπ.
Επίσης, ως ετεροτοπία μπορεί να νοηθεί ένας συγκεκριμένος χώρος που εμπεριέχει περισσότερα περιβάλλοντα, ένα μικρόκοσμος. Θα μπορούσε κανείς επίσης να συμπεριληφθούν στις ετεροτοπίες τόποι που βρίσκονται σε επικοινωνία με άλλους τόπους[1], μέσω συνδέσεων που υποβοηθούν την κυκλοφορία της πληροφορίας, μέσω δηλαδή δικτύων, θεωρώντας τα τελευταία ως μέσο οργάνωσης του χώρου. Αν και ο Foucault, χρησιμοποίησε την έννοια της ετεροτοπίας όσον αφορά τον χώρο, οι πρώτες του αναφορές σε αυτήν έχουν να κάνουν με κείμενα. Η ίδια η λογοτεχνία μπορεί να θεωρηθεί ως ετεροτοπία: όπως μας θυμίζει ο Μπόρχες, ο καθρέπτης αντικατοπτρίζει, διπλασιάζει την πραγματικότητα, δημιουργεί δηλαδή έναν εικονικό χώρο.

Εγώ τον τρόμο του καθρέφτη έχοντας νιώσει
όχι μονάχα μπρος στο απρόσιτο γυαλί
(στην ερημιά όπου θ’ αρχίσει ή θα τελειώσει
μιας αντανάκλασης η ασύλληπτη απειλή).[2]

Ο ίδιος ο καθρέπτης είναι όμως ταυτόχρονα και μια πραγματικότητα, ένα υπαρκτό αντικείμενο. Με τον ίδιο τρόπο, η λογοτεχνία είναι το απότοκο αλλά και ο αντικατοπτρισμός μιας εποχής. Το λογοτεχνικό έργο είναι μια αναπαράσταση, καθώς συχνά εκφράζει αξεδιάλυτες ακόμη έννοιες, αλλά είναι και μια πραγματικότητα καθώς πλάθει την έκφραση των πολύπτυχων σημάνσεων της κοινωνικής πραγματικότητας[3]. Ο συγγραφέας διαβάζει, την πραγματικότητα ως ‘‘κείμενο’’ και με τη σειρά του, με τα εργαλεία που διαθέτει και με τις συνειδητές ή ασυνείδητες δεσμεύσεις που τον διέπουν, το αναπαριστά.
Όπως συνάγεται από τα παραπάνω, η ετεροτοπία μπορεί να οδηγήσει σε παράλληλους χώρους που δεν είναι εξ ορισμού αρνητικά φορτισμένοι αλλά που μπορεί να συγκροτούν μια ιδεατή πραγματικότητα, δηλαδή σε χώρους που ανταποκρίνονται είτε σε ουτοπίες είτε σε δυστοπίες. Έχοντας υπόψιν αυτή τη διάκριση, σε αυτό εδώ το κείμενο η χρήση του όρου αναφέρεται βεβαίως στην ετεροτοπία της ασθένειας ως δυστοπίας, όπως και στα ρεαλιστικά αλλά και απεικονιστικά δεσμά της, στον ασθενή δεσμώτη. Aπό την άλλη πλευρά, τα λογοτεχνικά κείμενα δεν συνιστούν απλά ποιοτικά δεδομένα για την ιστορική έρευνα, καθώς ενσωματώνονται στην ερμηνευτική προσέγγιση της κοινωνικής πραγματικότητας την οποία εφαρμόζει μεθοδολογικά ο εκάστοτε ερευνητής[4].
Οι ορισμοί είναι ωστόσο απαραίτητοι προκειμένου να γνωρίζουμε τι πρόκειται να ειπωθεί πραγματευόμενοι είτε φυσικά είτε κοινωνικά φαινόμενα, ξεχωρίζοντας αυτό που «είναι» από αυτό που «δεν είναι», σύμφωνα με την διατύπωση του Eric Hobsbawm. Υπό αυτήν την οπτική, η μακροϊστορία των επιδημιών ανακαλεί την ορθολογική προσέγγιση του Αριστοτέλη, αδιαλείπτως ―όπως φάνηκε από την πρόσφατη πανδημία― σε ισχύ : Διὰ τί ποτε ὁ λοιμὸς μόνη τῶν νόσων μάλιστα τοὺς πλησιάζοντας τοῖς θεραπευομένοις προσαναπίμπλησιν; ἢ ὅτι μόνη τῶν νόσων κοινή ἐστιν ἅπασιν, ὥστε διὰ τοῦτο πᾶσιν ἐπιφέρει τὸν λοιμόν, ὅσοι φαύλως ἔχοντες προϋπάρχουσιν. καὶ γὰρ διὰ τὸ ὑπέκκαυμα τῆς νόσου τῆς παρὰ τῶν θεραπευομένων γινομένης ταχέως ὑπὸ τοῦ πράγματος ἁλίσκονται.[5]

Ο ορισμός της επιδημίας ως ταχέως μεταδιδόμενης μολυσματικής ασθένειας, και όχι ως μια οποιαδήποτε ασθένειας που εξαπλώνεται στον πληθυσμό μιας γεωγραφικής περιοχής, δεν είναι μακριά από το συλλογισμό «για την ενοποίηση του κόσμου μέσω της μολυσματικής ασθένειας[6]», όπως το περιέγραψε ο Emmanuel Le Roy Ladurie, από τους σημαντικούς εκπροσώπους της τρίτης γενιάς της Σχολής των Annales. Για τον Le Roy Ladurie, η μολυσματική ασθένεια ταξίδευε μαζί με τους μετακινούμενους πληθυσμούς, συνόδευε το διατλαντικό εμπόριο και την κατάκτηση νέων εδαφών. Ο ίδιος επισημαίνει, επίσης, έναν δεύτερο παράγοντα που συνδέεται με τις επιδημικές νόσους : τις κοινωνικές και οικονομικές συνθήκες που επικρατούσαν στις περιοχές όπου στη συνέχεια εξαπλώνεται η μολυσματική ασθένεια, αλλά και τις βαθιές αλλαγές που αυτή επιφέρει στην οικονομία και την κοινωνία. Nα σημειωθεί ότι για τον Γάλλο ιστορικό, η έμφαση στις επιδημίες είναι το κατάλληλο πεδίο για τη μελέτη των φαινομένων στη μακρά διάρκεια, καθώς εξελίσσονται στον χρόνο αλλά και οι οικονομικές και κοινωνικές επιπτώσεις τους ξεδιπλώνονται αργά.


Συνδέοντας τις έννοιες: Η βιοπολιτική ως ετεροτοπία

H έρευνα που είχε πραγματοποιηθεί στο ιστοριογραφικό πεδίο από τη Σχολή των Annales όσον αφορά τις επιδημίες, θα μπορούσε να εκληφθεί ότι αποτελεί ένα υπόστρωμα για την προσέγγιση των πολιτικών που αφορούν το σώμα, το ευ ζην και την υγεία στη σύγχρονη εποχή, καθώς οι επιμέρους πολιτικές πλέον σχετίζονται με την κυβερνητική. H ανάλυση του Michel Foucault[7] υπογραμμίζει τον παράδοξο ρόλο που διαδραματίζει η κοινωνία σε σχέση με την κυβερνητική: Θεωρητικά, στο όνομα της κοινωνίας ο ρόλος του κράτους τείνει να περιοριστεί. Ωστόσο, η διεύρυνση, η παραγωγή και η αναπαραγωγή των ατομικών ελευθεριών ―ελευθεριών που είναι αναγκαίες και σύμφυτες με τον οικονομικό φιλελευθερισμό― συντελείται μέσω της διευρυμένης κρατικής παρέμβασης. Η επιστημολογική αντίφαση συνίσταται, λοιπόν, για το Γάλλο φιλόσοφο στο γεγονός ότι η κοινωνία των πολιτών, αντί να αντιπαρατίθεται στο συγκεντρωτικό κράτος, είναι η συνιστώσα κρατικών παρεμβάσεων που διενεργούνται με φιλελεύθερο πρόσημο. Για την ανάλυση του Foucault, οι πολιτικές που αφορούν την υγεία του πληθυσμού συγκαταλέγονται στη «συγκεκριμενοποίηση» των μορφών εξουσίας, όπως αυτές ασκούνται στο πλαίσιο της βιοπολιτικής: η υγειονομική προστασία υπόκειται δηλαδή στον καθορισμό ενός πλαισίου απαγορεύσεων, που έχουν ως στόχο να διασφαλίσουν το ζην και το ευ ζην των πολιτών, σε παραλληλία όμως με την εφαρμογή πολιτικών επιτήρησης και μέτρων υγειονομικού ελέγχου που όχι μόνο καθίστανται υποχρεωτικές αλλά και χαρακτηρίζουν τη φυσιογνωμία του κράτους κατά τον 20ό και τον 21ο αιώνα[8] (αλλά ήδη και από τον 19ο αιώνα). Για την ανάλυσή του ο Foucault χρησιμοποίησε ιστορικά παραδείγματα. Συνεπώς, θα πρέπει να υποθέσουμε ότι η παγίωση του συγκεντρωτικού κράτους κατά τη βιομηχανική αλλά και τη μεταβιομηχανική εποχή συνεπάγεται ολοένα εντεινόμενους μηχανισμούς ελέγχου, μέσω των οποίων επιβάλλεται ένα υποχρεωτικό κανονιστικό πλαίσιο για το ευ ζην αλλά και την υγεία των πολιτών. Η παραπάνω λειτουργία της υγειονομικής προστασίας μπορεί να εκληφθεί ως ετεροτοπία καθώς εμπεριέχει πολλαπλούς μεταφορικούς χώρους: αφενός την πραγματικότητα της επιδίωξης της υγείας και ευζωίας του κοινωνικού συνόλου. Αφετέρου, την επιβολή τεχνικοοικονομικού πλαισίου για την υγεία μέσω κανονιστικών, πολλές φορές τιμωρητικών, μέτρων.

Από την κοινωνία της πειθάρχησης στην κοινωνία του ελέγχου

Οι προσεγγίσεις αυτές συμπυκνώνουν περισσότερα επιστημολογικά σημεία του έργου του Foucault, καθώς μας κάνουν να σκεφθούμε την ανάλυσή του για την ιστορική διαφοροποίηση μεταξύ της κοινωνίας της πειθάρχησης και της κοινωνίας του ελέγχου[9]. Παλαιότερα, είχα μελετήσει το δίπολο «Κοινωνία πειθάρχησης ≠ κοινωνία ελέγχου» σε σχέση με τη διαμόρφωση και παγίωση της παγκόσμιας νομισματικής τάξης[10], η οποία σταδιακά θεσμοποιείται : ως έκφανση της κοινωνίας της πειθάρχησης κατά τον 19ο αιώνα και έως πριν τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο τα εθνικά νομίσματα πειθαρχούν σε μια αυστηρά καθορισμένη αναλογία περιεκτικότητας σε χρυσό ή άργυρο. Αντίθετα, στον μεταπολεμικό κόσμο και ιδίως μετά τη πετρελαϊκή κρίση του 1973 οι εθνικές νομισματικές πολιτικές υποχρεούνται να ακολουθούν συγκεκριμένους κανόνες ή κριτήρια σε διεθνικό πλαίσιο, χωρίς να υφίσταται πλέον η μετατρεψιμότητα του χαρτονομίσματος σε πολύτιμο μέταλλο. Παράλληλα, οι επιμέρους εθνικές οικονομίες υφίστανται επιτήρηση και ελέγχους σε σχέση με την εφαρμογή των νομισματικών και δημοσιονομικών κανόνων.
Μετακυλύοντας το εννοιολογικό αυτό εργαλείο στην υγεία, παρατηρεί κανείς ότι οι κοινωνίες της πειθάρχησης τοποθετούνται ―σύμφωνα με τις μελέτες του Gilles Deleuze για τον Foucault― από το 18ο αιώνα έως τις αρχές του 20ου, και χαρακτηρίζονται από την ίδρυση μεγάλων χώρων εγκλεισμού (ήτοι ετεροτοπιών) προκειμένου για τη διαφύλαξη της υγείας του πληθυσμού από τις μολυσματικές ασθένειες. Τέτοιοι χώροι είναι τα λοιμοκαθαρτήρια, τα λεπροκομεία, τα σανατόρια αργότερα, αλλά και οι νοσοκομειακές δομές που ―πέρα από την περίθαλψη των ασθενών― στοχεύουν επίσης στην επιτήρησή τους και στον περιορισμό με αυτόν τον τρόπο της μολυσματικής ασθένειας. Αντίθετα, στις κοινωνίες του ελέγχου αντικαταστάθηκαν οι παλαιές πειθαρχίες με επιβολή υγειονομικών κανόνων, των οποίων η εφαρμογή καταρχάς θεσπίζεται νομοθετικά και στη συνέχεια επιβάλλεται. Εν τέλει, καθίσταται μετρήσιμη η υγεία και η αποτελεσματικότητα των υγειονομικών κανόνων ως μέσο κυριαρχίας επί του θανάτου.
Εξυπακούεται ότι τόσο ο M. Foucault όσο και κατ’επέκταση ο G. Deleuze δεν έχουν κατά νου να κατασκευάσουν μια τυπολογία των ιδρυμάτων και των υγειονομικών δομών, εντάσσοντάς τα εκ των υστέρων στο κυτίο της «πειθαρχίας» ή του «ελέγχου». Πρόκειται για των προσδιορισμό ενοιολογικών σχέσεων εξουσίας, που μπορεί να εξελίσσονται σε ένα βαθύτερο χρονικό ορίζοντα. «Πειθαρχία» και «έλεγχος» στο υγειονομικό πεδίο εισχωρούν το ένα στο άλλο, διέπονται από ρευστότητα, πράγμα που καταδεικνύεται και από το παράδειγμα των υγειονομικών δομών, όπως είναι τα λεπροκομεία ή τα σανατόρια που συνεχίζουν τη λειτουργία τους σε υστερότερες φάσεις από εκείνες των αρχών του 20ού αιώνα. Το ίδιο δε θα μπορούσε να παρατηρήσει κανείς και όσον αφορά το νομισματικό πεδίο, καθώς μορφές νομισματικής επιτήρησης, ελέγχου και τιμωρίας συναντώνται και όσο ακόμα διατηρείται ως νομισματικός κανόνας η αυστηρά καθορισμένη αναλογία των νομισμάτων σε πολύτιμο μέταλλο, και πριν δηλαδή τα τέλη του Β΄ Παγκοσμίου πολέμου. Προφανώς, η επιτήρηση ―είτε υγειονομική, είτε δημοσιονομική― προσιδιάζει και στους δύο τύπους, την κοινωνία της πειθάρχησης και την κοινωνία του ελέγχου, όπως πρόσφατα βιώθηκε στο πλαίσιο της κρίσης της πανδημίας.
Σε κάθε περίπτωση, για την εννοιολογική μετάβαση από την κοινωνία της πειθάρχησης στην κοινωνία του ελέγχου, εύκολα εντοπίζεται το σημείο που αυτές τέμνονται: Μπορούμε μάλλον με ακρίβεια να υποθέσουμε ότι η πανδημία της ισπανικής γρίπης έδωσε και την ώθηση για τη συστηματοποίηση υγειονομικών κανόνων σε διακρατικό ή μάλλον διεθνικό πλαίσιο. Ήδη με το τέλος του Α΄ Παγκοσμίου πολέμου, η Κοινωνία των Εθνών[11], ωθεί στην οργάνωση των κρατικών δομών υγείας και ως άλλο πανοπτικόν προσπαθεί να συγκεντρώνει στατιστικά στοιχεία για τις μολυσματικές ασθένειες ανά τον κόσμο, αναπτύσσοντας ελεγκτικούς διοικητικούς μηχανισμούς της ασθένειας με έμφαση στην πρόθεση επιδημιολογικού ελέγχου στις χώρες την Νοτιοανατολικής Ασίας[12]. Είναι ενδεικτική η καταγραφή και έπειτα η έκδοση επιδημιολογικών δελτίων από το διοικητικό Τμήμα Υγείας της ΚτΕ (Section d’Hygiène) με αναφορά των κρουσμάτων μολυσματικών ασθενειών σε διάφορες χώρες. Από τα παραδείγματα που εξετάστηκαν ήδη για το 1923[13], η υγειονομική επιτήρηση φαίνεται να επικεντρώνεται στον τύφο και τις μολυσματικές ασθένειες του γαστρεντερικού, τη διφθερίτιδα, την ευλογιά κλπ. Η επιδίωξη, εξάλλου, συλλογής ιατρικών στατιστικών στοιχείων ακολουθεί τη συγκέντρωση, από τα διοικητικά τμήματα του διεθνούς οργανισμού με αντικείμενο τα δημόσια οικονομικά, στατιστικής πληροφορίας για τα οικονομικά και παραγωγικά δεδομένα του κάθε κράτους, με βάση συγκεκριμένες παραμετροποιήσεις. Φυσικά, η στατιστική πληροφόρηση για τα δημοσιονομικά των κρατών δεν είναι ασύνδετη από την, δια της στατιστικής, υγειονομική επιτήρηση. Μετά τον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο είναι η πρώτη φορά που εφαρμόζεται ένα διεθνικό τεχνοκρατικό πλαίσιο, με στόχο την παγίωση της παγκόσμιας νομισματικής τάξης, την διασφάλιση της ελευθερίας εμπορίου και κυκλοφορίας κεφαλαίων, εν τέλει την προαγωγή των ανθρώπινων κοινωνιών μέσα από την τεχνοοικονομική πρόοδο, στην οποία συγκαταλέγονται φυσικά οι ικανοποιητικές υγειονομικές συνθήκες και στοχευμένες στην υγεία πρακτικές : Σύμφωνα με μια οπτική, η καταπολέμηση των επιδημιών εξυπηρετούσε κυρίως τα συμφέροντα των αναπτυγμένων δυτικοευρωπαϊκών κρατών, τα οποία έθεταν σε εφαρμογή μια «εκπολιτιστική αποστολή» που ήταν θεμελιώδης για την ταυτότητά τους [14].
Βασική υπόθεση εργασίας στην παρούσα μελέτη είναι η σχέση μεταξύ των μεταβαλλόμενων ετεροτοπιών ―όπως εξωτερικεύονται από την κυβερνητική―[15] και της βιοπολιτικής με την ασθένεια, ως μεταφορικό εγκλεισμό. Η κοινωνική πειθάρχηση έως τις αρχές του 20ού αιώνα και μετέπειτα ο κοινωνικός έλεγχος αντανακλώνται στις ποιοτικές αλλαγές ως προς τη διαχείριση της ασθένειας, και μάλιστα της μολυσματικής, καθώς έμφαση δίνεται και σε ένα ευρύ απαγορευτικό πλαίσιο. Οι κοινωνίες του ελέγχου συνεπάγονται όμως και μια περισσότερο τραυματική σχέση με την ασθένεια, καθώς η παρουσία της είναι αισθητή ακόμα και όταν αυτή η ίδια είναι απούσα, ενώ η πλαισίωση των υγειονομικών πολιτικών με ένα αυστηρό τεχνικοεπιστημονικό (με οικονομικές προεκτάσεις) οπλοστάσιο τις καθιστούν εν τέλει καθημερινότητα για τους πολίτες. Νωρίτερα από την ανάλυση του Foucault για την ετεροτοπία και τη βιοπολιτική, η λογοτεχνία διείδε τις διαφοροποιήσεις αυτές, εκφράζοντας ίσως το κοινωνικό ασυνείδητο. Η θεματική αυτή εξετάζεται στην επόμενο μέρος της μελέτης.


Η μολυσματική ασθένεια ως δυστοπία στους Πρώιμους Νέους Χρόνους της Ευρώπης

Η εξέταση ενός πρώτου παραδείγματος αναφέρεται στην αναπαράσταση της μολυσματικής ασθένειας ως δυστοπίας κατά τους Πρώιμους Νέους Χρόνους της Ευρώπης. Πρόκειται για το A Journal of the Plague Year, του Daniel Dafoe, που εκδίδεται για πρώτη φορά το 1722. Στο βιβλίο ο Νταφόε καταγράφει σε ημερολογιακή βάση τη μεγάλη επιδημία βουβωνικής πανώλης στο Λονδίνο του έτους 1665, την οποία ακολούθησε η μεγάλη πυρκαγιά της βρετανικής πρωτεύουσας το 1666. Συνολικά, η επιδημία είχε 100000 νεκρούς στη Βρετανία[16]. Για την καταγραφή του χρονικού της πανώλης μέσω ενός φανταστικού ημερολογίου που διατηρεί ο αφηγητής H. F., ο Νταφόε ―μικρό παιδί την περίοδο της επιδημίας― έκανε μεταγενέστερα ενδελεχή έρευνα και δημοσίευσε το έργο του το 1722, εποχή της μεγάλης επιδημίας πανώλης στη Μασσαλία, η οποία είχε ξεσπάσει το 1720.
Όπως και στο Δεκαήμερον του Βοκάκιου, όπου ο συγγραφέας εισάγει τα γραφόμενα ως ιστορίες που διηγείται μια παρέα νέων ανδρών και γυναικών κατοίκων της Φλωρεντίας, οι οποίοι έχουν καταφύγει στην εξοχή για να διαφύγουν τον κίνδυνο από τον Μαύρο Θάνατο, έτσι και στο έργο του Dafoe η αναχώρηση από το μολυσμένο Λονδίνο και η μετακίνηση στο ύπαιθρο είναι η πρώτη επιλογή. Φυσικά, αυτή η προοπτική αφορούσε εκείνους, που με βάση την οικονομική και επαγγελματική τους κατάσταση, είχαν αυτή τη δυνατότητα. Είναι ενδιαφέρον ότι ο Dafoe πολύ πρώιμα κάνει αναφορά στη διαφορετική κοινωνική νοοτροπία απέναντι στην ασθένεια με βάση το θρησκευτικό habitus: Τούρκοι και γενικά μωαμεθανοί, θεωρώντας ότι ο καθένας μας έχει προκαθορισμένη μοίρα, δεν έπαιρναν καμιά προφύλαξη για προστασία από την ασθένεια, πηγαίνοντας σε μολυσμένα μέρη και συναναστρεφόμενοι ασθενείς. Γίνονταν έτσι φορείς της ασθένειας, διασπείροντάς την[17]. Eν γένει, κατά τους Πρώϊμους Νέους χρόνους και εως τον 19ο αιώνα, οι Ευρωπαίοι ήταν –έστω και μέσα από το φόβο- σχετικά εξοικειωμένοι με την ασθένεια, καθώς αυτή εμφανίζεται περιοδικά, όπως ακριβώς συμβαίνει και στην ελληνική χερσόνησο[18].
Σύντομα η επιδημία πήρε γενικευμένη μορφή επηρεάζοντας τις περισσότερες από τις συνοικίες του Λονδίνου. Η καταγραφή των θανάτων ανά συνοικία σε εβδομαδιαία βάση από τις δημαρχιακές αρχές του Λονδίνου ―με τα λεγόμενα bills of mortality―, επιτρέπει την αποτύπωση της σταδιακής εξάπλωσης της ασθένειας, αποτελώντας φυσικά και έναν πρώιμο μηχανισμό επιτήρησης. Εξυπακούεται βέβαια ότι τα στοιχεία δεν είναι απολύτως ακριβή (καθώς, όπως ήδη ο αφηγητής σημειώνει, δεν καταγράφονται οι θάνατοι έξω από τα τείχη). Για την αντιμετώπιση της εξάπλωσης της ασθένειας γρήγορα λήφθησαν από τις δημοτικές αρχές αυστηρά μέτρα υγειονομικής επιτήρησης που περιλάμβαναν τον εγκλεισμό των ασθενών μαζί με τους άλλους ενοίκους στην οικία όπου βρέθηκαν να ασθενούν για ένα μήνα μετά την ολοκλήρωση των προστατευτικών υγειονομικών μέτρων, τον αποκλεισμό των οικιών αυτών και το σφράγισμά τους με κόκκινο σταυρό. Στα μέτρα αυτά συμπεριλαμβάνεται ―όπως είναι αναμενόμενο― η καθολική απαγόρευση κοινωνικών συναθροίσεων και η εθελούσια καραντίνα των κατοίκων στις οικίες του, προκειμένου μέσω της κοινωνικής απομόνωσης, να προστατευτούν από τη μεταδοτική ασθένεια. Την τήρηση των μέτρων ανέλαβαν επιτηρητές, με καθήκον να επιβλέπουν νυχθημερόν τις οικίες των ασθενών, ώστε κανένας να μην εισέρχεται ή να εξέρχεται από αυτές επί ποινή αυστηρών κυρώσεων. Παρατηρώ εδώ ότι στην προνεωτερική λογοτεχνία η ετεροτοπία της ασθένειας παρουσιάζεται με όρους εγκλεισμού, δηλαδή με την πρώτη έννοια του όρου που αναλύθηκε εδώ. Συνιστά βέβαια μια δυστοπική ετεροτοπία, μια παρέκκλιση από την κανονικότητα που προκαλεί τραυματικά συναισθήματα αλλά και μια κατάσταση εξαίρεσης όσον αφορά την υγειονομική επιτήρηση του πληθυσμού. 


[  Σ Υ Ν Ε Χ Ι Ζ Ε Τ Α Ι  ]

 

 

αυτόν το μήνα οι εκδότες προτείνουν: