Η διττή όψη του ηδονισμού

Συγκριτική ανάλυση της φιλοσοφίας ζωής στον Αλέξη Ζορμπά και τον Ντόριαν Γκρέι
Σύνθεση εικόνων: Τ.Ν.
Σύνθεση εικόνων: Τ.Ν.



Εισαγωγή

Το Πορτρέτο του Ντόριαν Γκρέι είναι έργο του Όσκαρ Ουάιλντ, συγγραφέα του 19ου αιώνα, το οποίο γράφεται με φόντο τη βικτωριανή εποχή, ενώ Ο Βίος και η Πολιτεία του Αλέξη Ζορμπά θεωρείται κλασικό έργο του Νίκου Καζαντζάκη, ενός από τους σημαντικότερους Έλληνες συγγραφείς του 20ού αιώνα. Οι δύο πρωταγωνιστές, ο Ντόριαν Γκρέι και ο Ζορμπάς, μοιράζονται μια κοινή επιθυμία: την αναζήτηση της ηδονής και της ελευθερίας. Ωστόσο, γιατί ο ένας βυθίζεται στην ηθική εξαχρείωση και τελικά χάνει τον εαυτό του, ενώ ο άλλος παραμένει ειλικρινής και αυθεντικός, αναζητώντας το υπερβατικό νόημα μέσα στα όρια της θνητότητας; Το άρθρο εξετάζει συγκριτικά τον πυρήνα των δύο χαρακτήρων, εστιάζοντας τόσο στις ομοιότητες όσο και στις αντιφάσεις του ηδονισμού που αντιπροσωπεύουν, και αναλύει τις κοινωνικές και πολιτισμικές καταβολές που διαμόρφωσαν τις αντιλήψεις τους. Μέσα από μια σφαιρική ανάλυση, διερευνάται η «διττή όψη» του ηδονισμού ως φιλοσοφία ζωής.


1. Φιλοσοφία ζωής: παθολογικός vs. υγιής ηδονισμός

Αρχικά, ας κάνουμε μια συνοπτική επισκόπηση της ζωής των δύο πρωταγωνιστών. Ο Ντόριαν Γκρέι είναι ένας νεαρός αριστοκράτης της ανώτερης κοινωνικής τάξης του Λονδίνου του 19ου αιώνα. Διαθέτει υψηλή κοινωνική θέση, προνομιακή καταγωγή και περνά τις μέρες του συμμετέχοντας σε χορούς, εκτιμώντας την τέχνη και λαμβάνοντας μέρος σε διάφορες κοινωνικές δραστηριότητες της αριστοκρατίας. Θα μπορούσε να είχε απολαύσει τη ζωή του χωρίς καμία ανησυχία, ωστόσο, η τυφλή επιδίωξή του της ηδονιστικής φιλοσοφίας διαβρώνει την αρχική του αθωότητα. Ενώ η εξωτερική του εμφάνιση παραμένει νέα και λαμπερή, το Πορτρέτο του αντικατοπτρίζει την ηθική διαφθορά της ψυχής του. Ο Ντόριαν είναι εθισμένος στις αισθησιακές απολαύσεις και αναζητά την απόλυτη ηδονή. Αδιαφορεί για τις ηθικές του ευθύνες, χειραγωγεί τα συναισθήματα των άλλων και οδηγεί την ηθοποιό Σίβυλλα Βέιν, που τον αγαπά βαθιά, στην αυτοκτονία από τη θλίψη. Παρ’ όλα αυτά, δεν νιώθει καμία μεταμέλεια – βλέπει τις αλλαγές στο Πορτρέτο ως «μαρτυρία» για τις αμαρτίες του, ενώ νιώθει ανακούφιση που η εξωτερική του εμφάνιση παραμένει ανέπαφη. Στο τέλος, πληρώνει το τίμημα για τον ηδονισμό του: το Πορτρέτο γίνεται όλο και πιο αποκρουστικό όσο ο Ντόριαν βυθίζεται στην εξαχρείωση. Όταν καταστρέφει το Πορτρέτο με ένα μαχαίρι, τελικά βάζει τέλος στη ζωή του.
Αντίθετα, ο Ζορμπάς, ένας Έλληνας εργάτης της κατώτερης κοινωνικής τάξης, έχει μια εντελώς διαφορετική πορεία ζωής. Παρόλο που βρίσκεται στο περιθώριο της κοινωνίας χωρίς οικονομική άνεση, διαμορφώνει μια μοναδική αντίληψη για τη ζωή μέσα από τη σκληρή, περιπλανώμενη εμπειρία του. Ο Ζορμπάς, όπως και ο Ντόριαν, αγαπά τη ζωή και αναζητά την ηδονή, αλλά διατηρεί μια αξιοθαύμαστη ειλικρίνεια και αυθεντικότητα στην καρδιά του: όταν δουλεύει στα ορυχεία, βρίσκει χαρά στη μουσική και τον χορό, όταν μια νεαρή χήρα δέχεται επίθεση από το πλήθος, ο Ζορμπάς αψηφά τον κίνδυνο και επεμβαίνει, ξεπερνώντας την ανθρώπινη δειλία και εγωισμό, υπακούοντας στην έμφυτη αίσθηση δικαιοσύνης και καλοσύνης. Είτε στις πετρελαιοπηγές της Ρουμανίας είτε στη Σερβία, η περιπλανώμενη ζωή του είναι γεμάτη από δυσκολίες, αλλά ο Ζορμπάς αντιμετωπίζει κάθε κατάσταση με μια θετική στάση. Η ζωή του είναι γεμάτη από βάσανα, αλλά δεν αφήνει ποτέ τη θλίψη ή την αγανάκτηση να τον καταβάλει. Η δική του απελευθέρωση δεν αποτελεί κατάρρευση ηθικών φραγμών, αλλά μια αξιέπαινη αποδοχή των δυσκολιών της ζωής με χαμόγελο. Ως ενσάρκωση του θετικού ηδονισμού, ο Ζορμπάς ζει τη ζωή του με θάρρος και, τελικά, αφήνει πίσω του ένα μήνυμα αισιοδοξίας: να αναζητά κανείς ένα νόημα απεριόριστο μέσα στην περιορισμένη ανθρώπινη ζωή.
Μέσα από τη σύγκριση των δύο χαρακτήρων, παρατηρούμε ότι, παρόλο που και οι δύο επιδιώκουν την ηδονή και την ελευθερία, η κοσμοθεωρία τους και η τελική τους κατάληξη είναι εντελώς διαφορετικές. Στη συνέχεια, επιχειρείται η ανάλυση του πυρήνα των δύο χαρακτήρων, με άλλα λόγια, της φιλοσοφίας ζωής τους μέσα από την ηδονιστική τους αντίληψη, την αναζήτηση τους για τη ελευθερία και τις φιλοσοφικές τους βάσεις.
Ο ηδονισμός, ως μια σημαντική ηθική αντίληψη, διατρέχει τις πράξεις και τη συμπεριφορά τόσο του Ντόριαν Γκρέι όσο και του Ζορμπά. Ο ηδονισμός του Ντόριαν Γκρέι έχει μια παρακμιακή και υποκριτική χροιά, καθώς ο ηδονισμός μετατρέπεται για αυτόν σε εργαλείο αυτοδικαιολόγησης, παραμερίζοντας τη συνείδηση και την ηθική. Για παράδειγμα, ο Ντόριαν, μέσα από την απόλυτη προσήλωσή του στην ομορφιά και την τέχνη, ερωτεύεται τη θεατρική ηθοποιό Σίβυλλα Βέιν. Ωστόσο, όταν η Σίβυλλα, υπό την επήρεια της αγάπης, χάνει τη γοητεία της ερμηνείας της, ο Ντόριαν τη χωρίζει ψυχρά και αμετανόητα. Απέναντι στη δική του αναλγησία και ενοχή, παραμένει αδιάφορος. Ο Γκρέι θέτει την αισθητική ως το μοναδικό κριτήριο για την αξιολόγηση των πάντων, θυσιάζοντας έτσι τις ηθικές αρχές του και ενστερνιζόμενος την αποσύνδεση της ηθικής από την τέχνη.[1] Υπό την επιρροή του Λόρδου Χένρυ, αυτός πιστεύει ότι η κοινωνική ηθικότητα είναι συχνά υποκριτική, η οποία συγκαλύπτει τις προσωπικές επιθυμίες και συμφέροντα,[2] και ως εκ τούτου καταπατά χωρίς δισταγμό τους κοινωνικούς κανόνες.
Αντίθετα, ο Ζορμπάς ενσαρκώνει έναν υγιή και δημιουργικό ηδονισμό. Για παράδειγμα, καθοδηγεί τους συνεργάτες του να εργάζονται σκληρά στις δύσκολες συνθήκες των ορυχείων, ενώ στον ελεύθερο χρόνο τους οργανώνει αυτοσχέδια γλέντια με μουσική και χορό. «Πετάχτηκε μεμιάς στο χορό, χειροκροτούσε, πήδαγε στον αέρα, στριφογύριζε, γονάτιζε, ξαναπηδούσε με τα γόνατα λυγισμένα, λες και ήταν φτιαγμένος από καουτσούκ. Ξαφνικά αναπηδούσε, λες κι ήθελε να νικήσει τους φυσικούς νόμους, να πετάξει. Ένοιωθες πως η ψυχή μέσα στο γερασμένο κορμί αγωνιζόταν να τραβήξει μαζί της τη σάρκα, να φύγουν, σα μετεωρίτης, στα σκοτεινά.»[3] Ο Ζορμπάς θεωρεί ότι η εργασία και η απόλαυση δεν είναι αντιφατικές έννοιες, αλλά αλληλένδετα στοιχεία της ζωής. Επιπλέον, μέσα από αυτή τη διαδικασία, ο Ζορμπάς δίνει έμφαση στην αισιόδοξη πλευρά του ηδονισμού, αντιμετωπίζοντας το άγνωστο και τους κινδύνους ως δώρα της ζωής που εμπλουτίζουν την εμπειρία της ύπαρξής του. Οι ηθικές του αρχές αναδεικνύουν τον θετικό δυναμισμό της ανθρωπότητας, προικίζοντας τον χαρακτήρα του με μια φωτεινή και ελπιδοφόρα φύση.
Από την οπτική του σκοπού της ζωής, η επιδίωξη της ελευθερίας αποτελεί τη «πηγή ενέργειας» πίσω από τις πράξεις τόσο του Ντόριαν Γκρέι όσο και του Ζορμπά. Εντούτοις, η κατανόηση της έννοιας «ελευθερία» από τους δύο χαρακτήρες διαφοροποιείται σημαντικά. Ο Γκρέι εύχεται μπροστά στο Πορτρέτο του να διατηρήσει για πάντα τη νεότητα, στη βαθύτερη λογική του, η ελευθερία ταυτίζεται με τη νεότητα. Η αιώνια νεότητα σημαίνει την ελευθερία της αυθαίρετης συμπεριφοράς και, ουσιαστικά, αντικατοπτρίζει την καταδίωξη της ικανοποίησης απεριόριστων προσωπικών επιθυμιών, καθώς και της απαλλαγής από τις ευθύνες που επιβάλλει η κοινωνική ηθική. Παράλληλα, ο Γκρέι επιδιώκει μια ξεχωριστή μορφή πνευματικής ελευθερίας, βλέποντας την τέχνη ως το μέσο για την εκπλήρωση των φιλοδοξιών του. Στα μάτια του, η τέχνη δεν υπόκειται στους κανόνες της πραγματικότητας και ανοίγει τις πόρτες σε άπειρες δυνατότητες. Ο ίδιος αντιλαμβάνεται ακόμα και τη ζωή του ως ένα αψεγάδιαστο έργο τέχνης, στο οποίο δεν επιτρέπεται χώρος για μικρές, αναπόφευκτες ατέλειες. Αυτή η ιδεαλιστική «ελευθερία» που αποκόπτεται από κοινωνικούς κανόνες, δεν είναι τίποτε άλλο παρά συνώνυμο της κενότητας και του φόβου, οδηγώντας αυτόν τελικά στην αυτοκαταστροφή.
Σε σύγκριση, ο Ζορμπάς δεν παρασύρεται από τη γλυκύτητα μιας ιδεαλιστικής ελευθερίας, αλλά επιλέγει να αποδεχτεί τη ζωή όπως είναι, με τις ατέλειες, την υποκρισία και τον δόλο που τη συνοδεύουν. Αντιμέτωπος με τις αιφνίδιες αντιξοότητες της ζωής, όπως η αποτυχία του σχεδίου του για την εκμετάλλευση του ορυχείου, ο Ζορμπάς δεν καταφεύγει στην αυτολύπηση. Αντίθετα, αποφασίζει να καθοδηγήσει τους συνεργάτες του σε νέα αναζήτηση κοιτασμάτων. Αυτή η διαδικασία αναδεικνύει την ουσία του υπαρξισμού - η ελευθερία της επιλογής συμβαδίζει με την ευθύνη για τις συνέπειές της. Ο Ζορμπάς αντιμετωπίζει την άρνηση της μοίρας μέσα από τη δράση, μετατρέποντας την πράξη σε κλειδί για την υπέρβαση του παθητικού μηδενισμού.[4] Όπως ο ίδιος λέει, «Κάθε φορά που εξωτερικά φαίνεται να έχεις χάσει τα πάντα, αλλά μέσα σου έχεις νικήσει, νιώθεις περήφανος και μια απερίγραπτη χαρά. Οι συμφορές που έρχονται απ’ έξω μπορούν να μετατραπούν στη μεγαλύτερη ευτυχία».[5] Ο Ζορμπάς ξεπερνά το δίπολο του πόνου και της χαράς, επιτυγχάνοντας την εσωτερική ελευθερία μέσα από τη συμφιλίωση με τον πόνο.
Από φιλοσοφική σκοπιά, η διαφορετική λογική των πράξεων των δύο χαρακτήρων πηγάζει από τις αντίθετες κοσμοθεωρίες τους. Ο αισθητισμός υποστηρίζει την αρχή «η τέχνη για την τέχνη», θεωρώντας ότι η τέχνη έχει ανεξάρτητη αξία, χωρίς να εξυπηρετεί σκοπούς όπως η απεικόνιση της πραγματικότητας, η μετάδοση ηθικών διδασκαλιών ή η υπηρεσία σε εξωτερικούς ωφελιμιστικούς στόχους. Αντίθετα, ο αισθητισμός επιδιώκει την καθαρή ομορφιά ως αυτοσκοπό. Ο παρακμιακός αισθητισμός δίνει έμφαση στην υπεροχή της αισθησιακής απόλαυσης και επιδιώκει μια μη ορθολογική, παθολογική και ακραία αισθητική εμπειρία. Σε λογοτεχνικό επίπεδο, διαθέτει συγκεκριμένα χαρακτηριστικά: την επιτήδευση, η οποία συγκαλύπτει τα αυθεντικά συναισθήματα και προβάλλει μια ψεύτικη στάση· μια μη συμβατική και επιδεικτική συμπεριφορά, η οποία διέπεται από την αρχή πως η τέχνη είναι ανεξάρτητη και ανώτερη της ηθικής· την επιθυμία για μοναδικές και εξαιρετικές εμπειρίες, που ωθεί τους ήρωες στην αναζήτηση προσωπικών βιωμάτων αντί στην τήρηση των παραδοσιακών νορμών της ζωής.[6] Η σκέψη του Ντόριαν Γκρέι διαμορφώνεται από τον αισθητισμό και το παρακμιακό κίνημα. Η μηδενιστική του αναζήτηση για το νόημα της ζωής παρασιτεί πάνω στην παθολογική του λατρεία για την τέχνη και την ομορφιά. Η τέχνη ποδοπατά την ηθική, και η όμορφη κενότητα υπερισχύει της πραγματικής ζωής - αυτές είναι οι ακραίες αρχές του αισθητισμού που καθορίζουν τις επιλογές του Γκρέι. Ταυτόχρονα, μετά από τη διπλή αποχαλίνωση, τόσο στο σώμα όσο και στο πνεύμα, η πλήξη και η αδιαφορία διαλύουν τη δεσμευτική ισχύ της ηθικής και του νόμου πάνω του, καθιστώντας τον ακόμη πιο ασυγκράτητο στην επιδίωξη της απόλυτης ηδονής. Με αυτόν τον τρόπο, προσπαθεί να γεμίσει το συνεχώς διογκούμενο αίσθημα κενού, πέφτοντας τελικά στην άβυσσο του παρακμιακού πνεύματος.
Σε αντίθεση, οι πράξεις του Ζορμπά αποκαλύπτουν τη σοφία του νατουραλισμού και του υπαρξισμού. Η εργασία του στα ορυχεία και η άντληση ενέργειας και δύναμης από τη φύση αποτελούν μια μορφή αντίστασης απέναντι στη σύγκρουση ανάμεσα στη βιομηχανική πρόοδο και τη νατουραλιστική αρμονία. Στη σχέση του με τη φύση, ο Ζορμπάς επανεκτιμά την προσωπική του αξία, ελπίζοντας να ανακαλύψει τον βαθύτερο εαυτό του και να στοχαστεί πάνω στο ουσιαστικό νόημα της ζωής. Ταυτόχρονα, η υπαρξιακή φιλοσοφία διαπερνά τις επιλογές του Ζορμπά. Αυτή δίνει έμφαση στην ελευθερία της ατομικής επιλογής και στην ανάληψη ευθύνης μέσα σε έναν παράλογο κόσμο. Οι συνεχείς του ενεργές δράσεις για την αντιμετώπιση των κρίσεων δεν είναι παρά μια προσπάθεια να αποδώσει στον εαυτό του την ικανότητα να είναι δραστήριος και ελεύθερος μέσα στις αντιξοότητες. «Μη μου λες πως τα γερατειά με ημέρεψαν, πως καταλάγιασε μέσα μου η όρεξη! Εγώ, όσο μεγαλώνω, τόσο αγριεύω. Δεν καταθέτω τα όπλα! Θέλω να κατακτήσω τον κόσμο!»[7] Αυτή είναι μια θετική φιλοσοφία που βασίζεται στην κατανόηση της φύσης και της ουσίας της ζωής, και ουσιαστικά διαφοροποιείται από τη φιλοσοφία που αναζητά ψευδαισθήσεις και την ακραία ομορφιά ως αντικείμενο προσκόλλησης.



ΙΙ. Αριστοκρατικός κόσμος vs. αγροτικό περιβάλλον

Ο πυρήνας των χαρακτήρων του Ντόριαν Γκρέι και του Ζορμπά εμπερικλείει την αναζήτηση της ελευθερίας και της ηδονής, ωστόσο η κοσμοθεωρία τους αποτυπώνει τις δύο αντίθετες όψεις του ίδιου νομίσματος, καθώς επηρεάζεται από διαφορετικές φιλοσοφικές προσεγγίσεις. Οι αιτίες αυτής της αντίθεσης συνδέονται άρρηκτα με το κοινωνικό υπόβαθρο εντός του οποίου δημιουργήθηκαν τα έργα. Το διαφορετικό κοινωνικό κλίμα επηρεάζει τον αξιακό προσανατολισμό του συγγραφέα και αποτελεί το έδαφος που τρέφει τους λογοτεχνικούς του χαρακτήρες.
Η ιστορία του Ντόριαν Γκρέι τοποθετείται στην Αγγλία της βικτωριανής εποχής, μια περίοδο κατά την οποία η πολιτική και οικονομική εξουσία παραμένει στα χέρια της αριστοκρατίας. Ωστόσο, η πρόοδος της Βιομηχανικής Επανάστασης οδηγεί στην ταχεία άνοδο της μεσαίας τάξης, μεταβάλλοντας σταδιακά τη δομή της κοινωνίας. Παράλληλα, η φτώχεια και η εκμετάλλευση της εργατικής τάξης αναδεικνύονται σε μείζον κοινωνικό ζήτημα, με τη διεύρυνση του χάσματος μεταξύ πλούσιων και φτωχών να εντείνει την κοινωνική αναταραχή. Το κλίμα άγχους και ανασφάλειας διεισδύει και στα στρώματα της αριστοκρατίας, αντανακλάται στον ηθικό κώδικα και τις αισθητικές αντιλήψεις της. Η επέκταση του υλισμού, αποτέλεσμα της βιομηχανικής ανάπτυξης, βελτιώνει τις συνθήκες διαβίωσης, ενώ ταυτόχρονα η αριστοκρατία αποδίδει ιδιαίτερη σημασία στους επιφανειακούς ηθικούς κανόνες και υποστηρίζει την επιβολή συντηρητικών και αυστηρών ηθικών προτύπων. Εντούτοις, πίσω από τη δήθεν ηθικολογία κρύβεται ένας κόσμος υποκρισίας και διπλών μέτρων. Κάτω από την επιβολή αυστηρών ηθικών περιορισμών, η ηδονιστική αναζήτηση και ο ηθικός εκφυλισμός παραμένουν διάχυτοι, οδηγώντας σε μια κοινωνία όπου η υλική ευημερία και η επίπλαστη ηθική τελειότητα κρύβουν βαθιές παθογένειες. Αυτή η κοινωνική σήψη, που υποσκάπτει τον ψυχισμό των ανθρώπων, δημιουργεί τις προϋποθέσεις για την κατοπινή εμφάνιση της «κουλτούρας της αποκατάστασης» στον πνευματικό τομέα.[8] Σε αισθητικό και καλλιτεχνικό επίπεδο, ο ρομαντισμός και ο αισθητισμός διαμορφώνουν μια πολυδιάστατη και ποικιλόμορφη καλλιτεχνική σκηνή στη βικτωριανή εποχή. Ο πρώτος δίνει έμφαση στο συναίσθημα και την ατομικότητα, ενώ ο δεύτερος υποστηρίζει την αρχή «η τέχνη για την τέχνη» και αντιστέκεται στον ωφελιμισμό και τον ηθικολογικό διδακτισμό. Η τάση προς τον εξτρεμισμό που εμφανίζεται και στα δύο ρεύματα γεννά μια παθολογική λατρεία για το ωραίο, οδηγώντας στην εμφάνιση αισθητιστών του τύπου του «bon vivant». Μέσα σε αυτό το κοινωνικό περιβάλλον, ο Όσκαρ Ουάιλντ, όντας ταυτόχρονα βυθισμένος στην αδράνεια της εποχής του και σε εγρήγορση απέναντι στη γέννηση των προβλημάτων της, δημιουργεί τον Ντόριαν Γκρέι, έναν χαρακτήρα βαθιά επηρεασμένο από το κλίμα της εποχής. Η αιώνια νεανική του όψη και το ολοένα πιο αποκρουστικό Πορτρέτο του αντανακλούν το χάσμα ανάμεσα στη φαινομενικά ακέραιη ηθική τάξη της εποχής και στην εσωτερική διαφθορά και την αλλοίωση της ανθρώπινης ψυχής που κρύβεται πίσω της. Το τραγικό του τέλος, συνεπώς, αποτελεί μια ηχηρή καταγγελία, μέσω του παρακμιακού αισθητισμού, ενάντια στην ασφυκτική ηθική καταπίεση και τη νοσηρή λατρεία του κάλλους που χαρακτηρίζουν την εποχή.
Αντιπαραθετικά, ο μεγάλος Έλληνας συγγραφέας Νίκος Καζαντζάκης, ο οποίος γεννήθηκε στα τέλη του 19ου αιώνα, αποδίδει στον Ζορμπά περισσότερες ευκαιρίες να συνυπάρχει αρμονικά με τη φύση. Το έργο Ο Βίος και η Πολιτεία του Αλέξη Ζορμπά γράφεται το 1946, σε μια περίοδο όπου η Ελλάδα βρίσκεται στο κατώφλι κοινωνικού μετασχηματισμού, με την έντονη σύγκρουση μεταξύ παράδοσης και εκσυγχρονισμού. Στο άρθρο Tradition and Modernity Revisited: Existential Memory Work on a Greek Island, ο D. Sutton, μελετώντας το ελληνικό νησί Κάλυμνος, διαπιστώνει ότι οι Έλληνες κάτοικοι της εποχής αναδιαμορφώνουν την υποκειμενικότητά τους μέσα από την ιστορική συνείδηση και τον αντίκτυπο της βιομηχανικής ανάπτυξης, καθώς προσπαθούν να εξισορροπήσουν την παράδοση με τον σύγχρονο κόσμο. Αυτή η σύγκρουση αναπόφευκτα εκδηλώνεται και στην ελληνική οικονομία, όπου ο παραδοσιακός γεωργικός και εξορυκτικός τομέας βρίσκεται σε διαδικασία εκσυγχρονισμού. Τα παραδοσιακά χωριά μοιάζουν να απειλούνται από τον σύγχρονο πολιτισμό και ο πνευματικός κόσμος των ανθρώπων φαίνεται να χάνει τη σταθερή του βάση. Ωστόσο, σε αγροτικές περιοχές όπως η Κρήτη, η γεωργία παραμένει ένας σημαντικός οικονομικός πυλώνας και ο δεσμός μεταξύ ανθρώπου και φύσης εξακολουθεί να είναι ισχυρός. Το αγροτικό περιβάλλον, συνεπώς, λειτουργεί ως σύμβολο της επιστροφής στη γη και στην αγνότητα της ανθρώπινης φύσης. Μέσα σε αυτό το πλαίσιο, επιλέγοντας να τοποθετήσει το αγροτικό τοπίο ως σκηνικό της καθημερινότητάς του Ζορμπά, ο συγγραφέας αναδεικνύει σε μεγαλύτερο βαθμό την προσδοκία ότι το άτομο, υπό την πίεση του εκσυγχρονισμού, μπορεί να απελευθερωθεί από τα δεσμά των κοινωνικών συμβάσεων και να αναζητήσει το προσωπικό νόημα της ζωής. Παράλληλα, οι αρχαιοελληνικοί μύθοι και θρύλοι συνεχίζουν να κυκλοφορούν ευρέως στα χωριά. Ως αναπόσπαστο μέρος της πνευματικής και πολιτισμικής ζωής, οι μύθοι και οι θρύλοι αυτοί, ενσωματωμένοι στο γαλήνιο φυσικό περιβάλλον, θρέφουν τις πολιτισμικές ρίζες των κατοίκων και διαμορφώνουν την κοσμοαντίληψή τους. Η στωική στάση απέναντι στη μοίρα από τη μυθολογική παράδοση ασκεί επίσης μια αδιόρατη αλλά βαθιά επίδραση στη φιλοσοφία ζωής του Ζορμπά.
Σε αντιπαραβολή, διαπιστώνουμε ότι, αν και αμφότεροι οι συγγραφείς ζουν σε μια κοινωνία που επηρεάζεται από τη Βιομηχανική Επανάσταση και χαρακτηρίζεται από τη σφοδρή σύγκρουση μεταξύ παράδοσης και νεωτερικότητας, ακολουθούν διαφορετικές πορείες. Ο ένας ενσωματώνεται στα ανώτερα κοινωνικά στρώματα, παρατηρώντας την εξέλιξη και τις μεταβολές της εποχής, ενώ ο άλλος επιστρέφει στη φύση, ανακαλύπτοντας ξανά την αυθεντικότητα και την απλότητα που διατηρούνται στον χρόνο. Ο Ουάιλντ επιλέγει να καταγγέλλει την υποκρισία και τη σήψη της αριστοκρατικής τάξης μέσα από την εξαχρείωση του πρωταγωνιστή του, ενώ ο Καζαντζάκης, εξυμνώντας τις φυσικές αρετές των εργατών των κατώτερων κοινωνικών στρωμάτων, προβάλλει έναν πιο αισιόδοξο αξιακό προσανατολισμό. Αν και έρχονται αντιμέτωποι με παρόμοια κοινωνικά διλήμματα, τα προσεγγίζουν από διαφορετική οπτική γωνία. Για να διερευνήσουμε εις βάθος αυτή τη διαφορά, είναι αναγκαίο να ανατρέξουμε στις εθνικές κουλτούρες της Βρετανίας και της Ελλάδας.



III. Παθητικός vs. διονυσιακός μηδενισμός

Ο βρετανικός και ο ελληνικός πολιτισμός παρουσιάζουν θεμελιώδεις διαφορές σε πολλούς τομείς, με αποτέλεσμα να διαμορφώνουν ξεχωριστές εθνικές ταυτότητες. Γενικά, οι Βρετανοί διακρίνονται για την αριστοκρατική τους ευγένεια και την συγκρατημένη κοινωνική συμπεριφορά τους, και επιδεικνύουν μια ψύχραιμη και ορθολογική στάση απέναντι στην παράδοση. Στην καθημερινή ζωή, δίνουν ιδιαίτερη έμφαση στην τάξη και τους κανόνες, καθώς και στον σεβασμό προς την εξουσία. Ωστόσο, όταν η λογική και η εγκράτεια ωθούνται στα άκρα, κατά συνέπεια αναδύεται μια τάση ηδονιστικής αποχαλίνωσης και εξέγερσης απέναντι στην ηθική τάξη. Όπως αναφέρθηκε προηγουμένως, η παρακμιακή αισθητική, η οποία γνωρίζει ευρεία διάδοση στον βικτωριανό πολιτισμό, ασκεί βαθιά επιρροή στην κοσμοθεωρία του Ντόριαν Γκρέι. Επιφανειακά, η Βικτωριανή Αγγλία διανύει μια «χρυσή εποχή» που επικεντρώνεται στην ηθική, την οικογένεια και το καθήκον· πίσω όμως από αυτήν την εικόνα ευημερίας κυοφορείται έντονη πολιτισμική καταπίεση και υπαρξιακή αγωνία του ατόμου. Υπό αυτήν την ένταση, προκύπτει το παρακμιακό ρεύμα ως μια ισχυρή πρόκληση απέναντι στο καθιερωμένο ηθικό πλαίσιο. Φέροντας ως αιχμή του μια στάση που τίθεται αντί της ηθικής, του ορθολογισμού και του ωφελιμισμού, θεμελιώνεται στην αισθησιακή απόλαυση, την ατομική αυτονομία και την αισθητική υπεροχή, εγκαινιάζοντας ένα ρεύμα όπου το ωραίο συμπλέκεται με το παρακμιακό. Ο Όσκαρ Ουάιλντ αποτελεί μία από τις εμβληματικές φυσιογνωμίες αυτού του πνεύματος, και το έργο Το Πορτρέτο του Ντόριαν Γκρέι συνιστά λογοτεχνική επιτομή αυτής της αισθητικής ανταρσίας. Η λογική των πράξεων του Ντόριαν ενστερνίζεται αυτήν την ιδεολογία, θυσιάζοντας την ηθική για την επίτευξη της ύψιστης τέχνης και ομορφιάς, τελικά καταλήγοντας στο μηδενισμό. Η μορφή μηδενισμού που ενσαρκώνει είναι πεσιμιστική, αρνητική και παρακμιακή, στηριγμένη στην άρνηση της ηθικής και της ύπαρξης. Σε αξιακό επίπεδο, απορρίπτει τη συμβατική διάκριση μεταξύ ηθικού και ανήθικου, προτάσσοντας το «ωραίο» έναντι κάθε κανονιστικής αρχής και συγκροτώντας ένα σύστημα αξιών με αισθητικό πυρήνα. Σε υπαρξιακό επίπεδο, ο εσωτερικός του κόσμος καθίσταται βαθμιαία κενός κατά τη διάρκεια της σωματικής και ψυχικής του έκπτωσης. Η σκηνή όπου μαχαιρώνει το Πορτρέτο αποτελεί συμβολική χειρονομία απόρριψης και καταστροφής της ύπαρξής του. Συνεπώς, καθοδηγούμενη από την παρακμιακή αισθητική, η μηδενιστική του στάση παρουσιάζεται ως μια σύνθετη εκδοχή που συμπλέκει τον ηθικό με τον υπαρξιακό μηδενισμό.
Σε αντίθεση με άλλους πολιτισμούς, το ελληνικό έθνος τοποθετείται, τόσο γεωγραφικά όσο και πνευματικά, σε ένα σημείο τομής μεταξύ Δύσης και Ανατολής. Τη στιγμή που ο απολλώνιος ορθολογισμός επικρατεί στον δυτικό κόσμο, ο Διόνυσος –ως σύμβολο του αρχαίου ελληνικού πολιτισμού και της τέχνης– προσδίδει στον Ελληνισμό ένα πνευματικό υπόβαθρο εξωστρέφειας και ζωτικότητας. Οι Έλληνες δεν διστάζουν να εκδηλώνουν τα συναισθήματά τους, γεγονός που ενισχύει την αγάπη τους για τις συναθροίσεις και την κοινωνικότητα, και εκφράζουν τα συναισθήματά τους μέσα από την τέχνη, τη μουσική και τον χορό. Κατά κανόνα, εμφορούνται από την αξία της ελευθερίας και επιδιώκουν την ατομική απελευθέρωση. Βαθιά ριζωμένος στην ελληνική πολιτισμική παράδοση, ο Νίκος Καζαντζάκης, υπό την έντονη επίδραση της νιτσεϊκής φιλοσοφίας, διαμορφώνει τον Ζορμπά ως μια λογοτεχνική φυσιογνωμία με διονυσιακή φύση. Η καταφατική ηδονιστική φιλοσοφία ζωής του Ζορμπά του χαρίζει μια υγιή, φυσική και ζωντανή στάση απέναντι στη ζωή. Η συγκεκριμένη νοοτροπία συνοψίζεται στα εξής σημεία: η φυσικότητα του ηδονισμού, η ενότητα του πάθους και της χαράς, καθώς και η ένωση της ελευθερίας με τη φύση.

Πρώτον, η φυσικότητα του ηδονισμού αναφέρεται στην ουσιώδη σύνδεση του ατόμου με τη ζωή μέσω της αισθητηριακής εμπειρίας. Ο Ζορμπάς βιώνει τη ζωή μέσω του χορού, και ο ηδονισμός του εμπεριέχει μια τάση συγχώνευσης του ατόμου με τη φύση και το σύμπαν. Ο θεός Διόνυσος στην αρχαία ελληνική μυθολογία συμβολίζει το γλέντι, τη μέθη και την αχαλίνωτη απόλαυση. Στις διονυσιακές τελετές, οι άνθρωποι απελευθερώνουν τις πρωτόγονες παρορμήσεις και τις δυνάμεις της ζωής. Το διονυσιακό πνεύμα του Νίτσε αποτελεί μια κατάσταση υπέρβασης των ατομικών ορίων, της λογικής και της τάξης, καταλήγοντας σε πλήρη ένωση με τη φύση. Ωστόσο, η υπέρβαση της ατομικότητας δεν σημαίνει την άρνησή της, αλλά δίνει έμφαση στην ανάγκη της ζωής να υπερβεί τους περιορισμούς του ατόμου και να βιώσει μια ευρύτερη και βαθύτερη ουσία. Ο Ζορμπάς, ενσαρκώνοντας τη διονυσιακή ουσία, επηρεάζει με τη ζωτικότητα και το πάθος του τον περιβάλλοντα κόσμο, με τον οποίο διατηρεί στενούς δεσμούς. Η συναισθηματική δύναμη αυτή σε κάποιο βαθμό καταρρίπτει τα κοινωνικά φράγματα μεταξύ των ανθρώπων, επιτρέποντας την επίτευξη μιας κατάστασης, όπου το άτομο και το σύμπαν γίνονται μια ενότητα μέσα από τον διονυσιακό εορτασμό. Δεύτερον, η ενότητα του πάθους και της χαράς αναφέρεται στην αποδοχή της τραγικότητας της ζωής και στην αναγνώριση ότι η οδύνη και η χαρά αποτελούν δύο όψεις του ίδιου νομίσματος. Η διονυσιακή διεύρυνση της τραγωδίας και του πάθους αποτυπώνεται στον Ζορμπά με τον πιο παραστατικό τρόπο. Η αποτυχία του στην εξόρυξη των μεταλλείων μαρτυρά την απρόβλεπτη φύση της μοίρας, την οποία δέχεται με ευθυμία και με αυτόν τον τρόπο εκφράζει βαθύ σεβασμό και δέος προς τη ζωή. Η υπέρβαση του ατομικού πόνου επιτυγχάνεται μέσα από την κατάφαση της ζωής. Τρίτον, η δράση του Ζορμπά ενσωματώνει την ελευθερία στη φύση. Παρότι συχνά αποδεσμεύεται από τους λογικούς περιορισμούς, καταφέρνει να συνυπάρχει αρμονικά με τη φύση. Είναι γεμάτος πάθος και πλήρως αφιερώνεται σε καθετί που κάνει, εκφράζοντας ανεπιτήδευτα τα συναισθήματά του. Η συμπεριφορά του έρχεται συχνά σε αντίθεση με τη λογική και την εγκράτεια, δείχνοντας ένα χαρακτηριστικό παραλογισμού, όπως στην περίπτωση που κόβει το δάχτυλό του επειδή εμποδίζει την ενασχόλησή του με την κεραμική. Αποδέχεται τις αντιφάσεις της ζωής, θολώνει τα όρια μεταξύ ανθρώπου και θεού, δυνατού και αδύνατου, διατηρώντας τόσο τη ζωώδη και κοσμική φύση του όσο και μια θεϊκή διάσταση. Η δραστηριότητά του αντανακλάει την αντιφατική ουσία του σύμπαντος. Στο φιλοσοφικό σύστημα του Νίτσε, η μουσική και ο χορός λειτουργούν ως πρωτόγονες μορφές υπέρβασης της επιφάνειας και έκφρασης της ενότητας των όντων. Ο Ζορμπάς εκφράζει τον εαυτό του μέσω της μουσικής και του χορού, ταυτιζόμενος με τη φύση και το σύμπαν.[9]
Αξιοσημείωτο είναι ότι ο μηδενισμός του Ντόριαν είναι πεσιμιστικός και παθητικός, αντανακλώντας το πνευματικό αδιέξοδο της σύγχρονης Ευρώπης: δίνοντας υπερβολική έμφαση στη λογική και την ωφελιμιστική σκέψη, ο δυτικός πολιτισμός καταπιέζει τις ζωικές ορμές του ανθρώπου και καθιστά τον πνευματικό τους κόσμο χλωμό και κενό μετά την κατάρρευση του παραδοσιακού ηθικού αξιακού συστήματος. Ο Νίτσε αντιμάχεται αυτόν τον παθητικό μηδενισμό επαναφέροντας το διονυσιακό πνεύμα.[10] Ο Διόνυσος συμβολίζει μια πρωτογενή καταφατική στάση απέναντι στο ένστικτο της ζωής ενώπιον του χάους ακόμη και του θανάτου.[11] Επομένως, η αντίληψη του Νίτσε δεν είναι απλή αποδοχή του μηδενός ούτε η άρνηση του πόνου, αλλά μια κατάφασις της τραγικότητας της ζωής μέσω του Διονύσου καθώς και η αγκαλιά όλων των εκφάνσεων του είναι, πραγματώνοντας έτσι μια φιλοσοφική υπέρβαση του σύγχρονου μηδενισμού και επανανοηματοδοτώντας την ύπαρξη σε ένα νέο αξιακό επίπεδο.[12] Ο Καζαντζάκης όχι μόνο εμπνέεται από επιμέρους ιδέες του Νίτσε, αλλά τον προσλαμβάνει ως ένα πνευματικό πρότυπο και υπαρξιακό υπόδειγμα.[13] Κατά την πρόσληψη της νιτσεϊκής σκέψης, προχωρά συνειδητά προς έναν αισιόδοξο και ενεργό μηδενισμό, ο οποίος οδηγείται στην επανανοηματοδότηση της ζωής με την αναγνώριση της απουσίας εγγενούς νοήματος στον κόσμο. Ο Ζορμπάς, ως προσωποποίηση του νιτσεϊκού διονυσιακού πνεύματος, χωρίς να καταφεύγει σε ψευδαισθητικές παρηγοριές της θρησκείας, της ηθικής ή της λογικής, αντιμετωπίζει την τραγική ουσία της ζωής με τη δράση, τον χορό, την τέχνη και την αγάπη, μετασχηματίζοντας την οδυνηρή ενέργεια σε ηδονική και πραγματοποιώντας μια συμφιλίωση με την πρωτογενή πηγή της ζωής. Αυτή η στάση ζωής, που δημιουργεί ενεργά νόημα μέσα στην παραδοχή του παραλογισμού και της οδύνης του κόσμου, συνιστά όχι μόνο καταφατική αποδοχή της ύπαρξης, αλλά και έναν «διονυσιακό μηδενισμό» ως απάντηση απέναντι στην πρόκληση του σύγχρονου μηδενισμού,[14] εκφράζοντας τη φιλοσοφική απόπειρα του Καζαντζάκη να επαναθεμελιώσει την πνευματική ελευθερία του σύγχρονου ανθρώπου υπό το πρόσημο του Διονύσου.


IV. Ο ηδονισμός στη σύγχρονη κοινωνία

Η ιστορία επαναλαμβάνεται, και η διττή φύση της ηδονιστικής φιλοσοφίας ζωής προσφέρει χρήσιμες κατευθύνσεις και προειδοποιήσεις για τον αξιακό προσανατολισμό της σύγχρονης κοινωνίας. Ο παθολογικός ηδονισμός του Ντόριαν Γκρέι βρίσκει αντήχηση στις σύγχρονες κοινωνικές παθογένειες. Τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης διαμορφώνουν μια απατηλή πραγματικότητα, αντικαθιστώντας το αληθινό άτομο με μια τεχνητή εικόνα τελειότητας και ταυτόχρονα προβάλλοντας πρότυπα που προσαρμόζονται στις αισθητικές νόρμες του κοινού με στόχο τη διαδικτυακή δημοτικότητα. Επί της ουσίας, αυτό αντικατοπτρίζει την υπερβολική σημασία που αποδίδει η σύγχρονη κοινωνία στην εξωτερική εμφάνιση. Συνακόλουθα, ο καταναλωτισμός διαβρώνει τον αξιακό προσανατολισμό της κοινωνίας, καθώς η συσσώρευση υλικού πλούτου θεωρείται δείκτης επιτυχίας και μέσο για την επίτευξη της ευτυχίας, ενώ παραμερίζονται άλλες θεμελιώδεις αξίες, όπως οι οικογενειακές σχέσεις, η υγεία και η πνευματική αναζήτηση. Σε αντίθεση, ο υγιής ηδονισμός του Ζορμπά αναζωογονεί την αυθεντική αίσθηση της ζωής. Υποστηρίζει την επιστροφή στη φύση και έναν γνήσιο τρόπο ζωής ως μέσο επίτευξης της εσωτερικής ελευθερίας. Υπό τη ασφυκτική πίεση της σύγχρονης κοινωνίας, οι άνθρωποι εξαρτώνται υπερβολικά από την τεχνολογία, βυθίζονται σε έναν εικονικό κόσμο και απομακρύνονται από τη φύση. Ο θετικός ηδονισμός τούς ενθαρρύνει έτσι να κάνουν παύση, να απολαύσουν τη ζωή και να αποκαταστήσουν τον δεσμό τους με το φυσικό περιβάλλον. Παράλληλα, ως έκφανση του υγιούς ηδονισμού, η έννοια της αργής ζωής στρέφει την προσοχή των ανθρώπων στις πνευματικές τους ανάγκες.

Ας επιστρέψουμε στα ίδια τα έργα. Αν και Το Πορτρέτο του Ντόριαν Γκρέι και Ο Βίος και η Πολιτεία του Αλέξη Ζορμπά παρουσιάζουν βαθιές διαφορές όσον αφορά τη φιλοσοφία ζωής των πρωταγωνιστών και τον αξιακό προσανατολισμό των συγγραφέων τους, οι οποίες απορρέουν από το διαφορετικό κοινωνικό περιβάλλον και πολιτισμικό υπόβαθρο, αυτό δεν σημαίνει ότι τα δύο έργα διαφέρουν απολύτως σε όλα. Κατά την άποψή μας, αμφότερα μεταδίδουν θετικές οικουμενικές αξίες. Πρώτον, την αιώνια αλήθεια, καλοσύνη και ομορφιά. Είτε ως προειδοποίηση ενός ακραίου παραδείγματος είτε ως τεκμηρίωση ενός θετικού προτύπου, ο πυρήνας τους παραμένει αμετάβλητος: να πορεύεσαι για πάντα στον δρόμο της ελευθερίας και της ομορφιάς. Στην πορεία αυτή, μπορεί κανείς να παγιδευτεί σε υπερβολική ιδεολογικοποίηση ή να βιώσει μια οιδιπόδεια δοκιμασία, αλλά η αφετηρία συμπίπτει με τον τελικό προορισμό. Δεύτερον, την αναζήτηση της ευτυχίας. Μόνο εκτιμώντας την παροδικότητα, την ασχήμια και τη μετριότητα της ζωής, μπορούμε να αναγνωρίσουμε την ομορφιά της ανθρώπινης φύσης και τη διαχρονική αξία της ύπαρξης. Εν τέλει, το ερώτημα της λογοτεχνίας για το ύστατο νόημα της ζωής παραμένει αναλλοίωτο και έχει τεθεί από αμέτρητους συγγραφείς και αναγνώστες: Πώς μπορεί κανείς, ως άνθρωπος, να ζήσει μια λαμπρή ζωή; Είτε μέσω της εξαχρείωσης είτε μέσω της εξύψωσης, είτε μέσω της ηθικής διαφθοράς είτε μέσω της συμφιλίωσης με τις αντιθέσεις της ζωής, ο Ντόριαν Γκρέι και ο Ζορμπάς, καθένας με τον δικό του τρόπο, χαράσσουν τη μοναδική τους πορεία ως απάντηση. Αυτή είναι η κοινή πνευματική πηγή των δύο έργων, των οποίων οι ρίζες εκτείνονται βαθιά στην ιστορία και συγκλίνουν σε ένα οικουμενικό όραμα ενότητας και αρμονίας.


Συμπέρασμα

Το Πορτρέτο του Ντόριαν Γκρέι και Ο Βίος και η Πολιτεία του Αλέξη Ζορμπά πραγματεύονται, έκαστο με τον δικό του τρόπο, το ζήτημα του πώς το υποκείμενο αναζητά την ηδονή και την ελευθερία μέσα στα περιοριστικά πλαίσια της κοινωνικής κανονιστικότητας. Με τη συγκριτική ανάλυση της βιωματικής πορείας των δύο πρωταγωνιστών, καθώς και την ένταξή τους στο ιστορικό και πολιτισμικό τους συγκείμενο, καθίσταται σαφές ότι οι δύο χαρακτήρες ενσαρκώνουν διαμετρικά αντίθετο ανθρώπινο πυρήνα και αξιακό προσανατολισμό. Σε αντίθεση με τον παρακμιακό αισθητισμό και τον παθητικό μηδενισμό του Ντόριαν, η υγιής ηδονιστική στάση του Ζορμπά που αντλεί από τον διονυσιακό μηδενισμό συνδέεται άρρηκτα με την πολιτισμική παράδοση του ελληνισμού να αντιμετωπίζει τη ζωή με πάθος και να υπερβαίνει τον πόνο με γενναιότητα. Μπροστά στην τραγική ουσία της ζωής, ο Ντόριαν επιλέγει την αποφυγή, ενώ ο Ζορμπάς τη συμφιλίωση. Εντέλει, οι δύο φαινομενικά αντίθετες ηδονιστικές στάσεις δεν αλληλοαναιρούνται, αλλά προσφέρουν συμπληρωματικές οπτικές για τον σύγχρονο άνθρωπο. Είτε ως προειδοποιητικό παράδειγμα εξαχρείωσης είτε ως θετικό πρότυπο ελευθερίας, συγκλίνουν σε διαχρονικές οικουμενικές αξίες, προσανατολίζοντας το άτομο στην αναζήτηση της αλήθειας, της καλοσύνης και της ομορφιάς του πνευματικού κόσμου και στη δημιουργία νοήματος εντός ενός πεπερασμένου βίου.



Supported by “the Fundamental Research Funds for the Central Universities” in University of International Business and Economics, Beijing, China (No. 23QD21).



Βιβλιογραφικές Παραπομπές

1/ Bien, Peter. (1965). “Zorba the Greek, Nietzsche, and the Perennial Greek Predicament”. The Antioch Review, τόμ. 25, τχ. 1, σσ. 147-163.
2 Bien, Peter. (1971-1972). “Kazantzakis' Nietzscheanism”. Journal of Modern Literature, τόμ. 2, τχ. 2, σσ. 245-266.
3. Galanopoulos, Christos. (2010). “Anti-Nihilism in the Thought of Nikos Kazantzakis”. Journal of Modern Greek Studies, τόμ. 28, τχ. 1, σσ. 7-37.
4. Goldfarb, Russell M. (1962). “Late Victorian Decadence”. The Journal of Aesthetics and Art Criticism, τχ. 20, τχ. 4, σσ. 369-373.
5. Kazantzakis, Nikos. Zorba the Greek. Translated by Carl Wildman. Nέα |Υόρκη: Simon and Schuster, 1952. Originally published in Greek as Βίος και πολιτεία του Αλέξη Ζορμπά, 1946.
6. Κολιόπουλος, Γ.Μ. Ταξιδευτές με τον «Δυσέα» Ν. Καζαντζάκη. Στέφανος Δ. Βασιλόπουλος, 2008.
7. Krienke, Hosanna. Convalescence in the Nineteenth - Century Novel: The Afterlife of Victorian Illness. Κέιμπριτζ: Cambridge University Press, 2021.
8. Marren, Marina. (2021). “Five Images of Dionysus”. The Classical Review, τόμ. 71, τχ. 1, σσ. 218-220.
9. Rapp, Richard J. (1974). “Nietzsche’s Concept of Dionysus”. Philosophy Today, τόμ. 18, τχ. 4, σσ. 319–326.
10. Sumpter, Caroline. (2016). “No Artist Has Ethical Sympathies: Oscar Wilde, Aesthetics, and Moral Evolution”. Victorian Literature and Culture, τόμ. 44, τχ. 3, σσ. 623-640.
11. Sun, Tao. (2019). «Καζαντζακικός μηδενισμός και Ορθόδοξη παράδοση», στο Έλενα Αβραμίδου (επιμ.), Νίκος Καζαντζάκης: Η απω-ανατολική ματιά, Θεσσαλονίκη: Ένεκεν, σσ. 91-100.
12. Tarnopolsky, Christina. (2024). “Everything to Do with Dionysus: Reading the Birth of Tragedy through the Lens of Satyr Play”. Philosophy and Literature, τόμ. 48, τχ. 1, σσ. 232-250.
13. Wilde, Oscar. The Picture of Dorian Gray (1890), Νέα Υόρκη: Chartwell Books Press, 2021.


 

αυτόν το μήνα οι εκδότες προτείνουν: