«Ταξιδιώτισσα»

«Ταξιδιώτισσα»

Ο Μπέκετ ανοίγει ένα από τα πιο γνωστά θεατρικά του κείμενα, το Περιμένοντας τον Γκοντό, με την περίφημη παραδοχή (και αυτοαναφορικό σχόλιο) ότι δεν συμβαίνει ―και δεν πρόκειται να συμβεί― απολύτως τίποτα. Σημασία έχει η ίδια η διαδικασία της αναμονής και όχι κάποια πιθανή έκβαση. Και το ύφος αυτής της θεατρικής διαδικασίας είναι απλό, άδειο και σχεδόν εξαντλητικό. Η θέαση της τελευταίας ταινίας του Σανγκ-σου, με την Ιζαμπέλ Ιπέρ να πρωταγωνιστεί περισσότερο ως ένας «χαρακτήρας» παρά ως ένας χαρακτήρας, παρομοιάζει αρκετά με το θεατρικό στυλ του πρώιμου Μπέκετ ― δεν υπάρχει τίποτα το σύνθετο στην πλοκή και με έναν τρόπο σε εξαντλεί θετικά την ίδια στιγμή που σε κάνει να γελάς με το παράλογο μερικών στιγμών. Ταυτόχρονα, είναι μία ταινία που συνομιλεί με τις τεχνικές της γαλλικής Nouvelle Vague ― η επιλογή της κάμερας και της ωμότητας που αυτή αφήνει στον φακό, η χρήση του ήχου που παρεμβαίνει βίαια και δίχως την απαραίτητη επεξεργασία και ισορροπία και οι σκηνές που γυρίζονται στους δρόμους· όπως και με τον κινηματογράφο του Ερίκ Ρομέρ και την εμμονή του στα χρώματα. Σε αυτές τις τεχνικές επιλογές έρχεται βέβαια να προστεθεί το χαρακτηριστικά απότομο αλλά σταθερό ζουμ του Σανγκ-σου σε πρόσωπα, πράγματα ή μέρη του σώματος (όπως στα πόδια της Ιπέρ όταν διασχίζει ένα μικρό και ασήμαντο ρυάκι), ένα από τα στοιχεία της ταινίας που κερδίζει αυτομάτως το βλέμμα του θεατή.

Πολύ παραπάνω, η απλότητα της υπόθεσης και της κινηματογραφικής αποτύπωσης αυτής της υπόθεσης παραπέμπουν άμεσα στις ταινίες του Ρομέρ. Η ταξιδιώτισσα είναι μία Γαλλίδα (με το όνομα Ιρίς) που βρέθηκε στην Κορέα δίχως να γίνεται ποτέ κάτι γνωστό για το παρελθόν της, η οποία αποφασίζει να διδάξει γαλλικά μέσα από μία δική της μέθοδο που μόλις ανακάλυψε: Περνάει χρόνο μαζί με τους μαθητές και μαθήτριες της μιλώντας στα αγγλικά, ρωτώντας τους πώς ένιωσαν για ένα τυχαίο γεγονός της ημέρας, καταγράφοντας το στα γαλλικά η ίδια σε καρτέλες και παρακινώντας τους να το διαβάσουν (εφόσον μπορούν να βγάλουν τον γραφικό της χαρακτήρα) και να το επαναλάβουν έως ότου το μάθουν απέξω και μπορούν να εκφράσουν αυτό το συναίσθημα σε μία άλλη γλώσσα, στα γαλλικά. Η μέθοδος της ταξιδιώτισσας είναι τόσο ένα αυτοαναφορικό σχόλιο για την ταινία ―σημασία δεν έχει η πλοκή αλλά ο τρόπος που εξελίσσεται αυτή η πλοκή― όσο και μία απάτη, καθώς ο σκοπός της ταξιδιώτισσας είναι να καλύψεις τις ανάγκες της: στέγαση, τροφή και αλκοόλ (με ιδιαίτερη αδυναμία στο μαγκεόλι, ένα αλκοολούχο ποτό από ρύζι και γάλα που στην ταινία σερβίρεται σε παρόμοια σκεύη με εκείνα του κρασιού).

Ακόμα, στις ταινίες του Ρομέρ, αυτό που πραγματικά πρωταγωνιστεί είναι οι σχέσεις μεταξύ των ανθρώπων, τα συναισθήματα και η γλώσσα. Κάτι ανάλογο συμβαίνει και εδώ. Η Ιρίς βρίσκεται ανάμεσα σε ανθρώπους που όταν πρέπει να μιλήσουν για τα συναισθήματά τους και το πώς βίωσαν ορισμένες στιγμές, στο πλαίσιο των μαθημάτων της, αυτό που συμβαίνει είναι να βρίσκονται εν τέλει αντιμέτωποι με μία απογοήτευση ή να θυμώνουν με τον εαυτό και τους κοντινούς ανθρώπους τους παρά να χαίρονται ή να νιώθουν όντως ευτυχισμένοι όπως, δηλαδή, δήλωναν στην αρχή του διαλόγου τους. Υπάρχει κάτι γοητευτικό με αυτή τη διαχείριση του Σανγκ-σου. Είναι σαν αυτή η διδακτική μέθοδος της ταξιδιώτισσας να λειτουργεί περισσότερο ψυχαναλυτικά και λιγότερο (έως καθόλου) για την εκμάθηση μίας γλώσσας: η Ιρίς μοιάζει να καταφέρνει, άθελά της και με άμεσο κέρδος τα χρήματα, να μάθει σε αυτούς τους ανθρώπους όχι γαλλικά αλλά τους ίδιους τους εαυτούς τους. Η γλώσσα συμβάλει σε αυτό, ωστόσο ο Σανγκ-σου συνεχίζει να παίζει μαζί μας καθότι βάζει διαφορετικά άτομα (ή «χαρακτήρες») να λένε ακριβώς (ακριβώς!) τα ίδια πράγματα για ίδιες συνθήκες και βιώματα ― κυριολεκτικά οι διάλογοι επαναλαμβάνονται όπως ήταν από τη μία σκηνή στην άλλη, στοιχείο της ταινίας που κάνει τον θεατή τόσο να γελάει όσο και να ξαφνιάζεται ή να απορεί αν έπιασε το αστείο (ή αν υπήρχε όντως κάποιο αστείο, όπως στην σκηνή που η Ιρίς βρίσκεται στην πράσινη ταράτσα που ταιριάζει με την πράσινη ζακέτα της και τα παπούτσια της τρίζουν συνεχόμενα με κάθε της βήμα). Όπως και στον κινηματογράφο του Ρομέρ, η γλώσσα και οι εκτενείς διάλογοι δεν είναι απλώς μία φλυαρία της πλοκής αλλά κάτι σαν χειρονομίες για την ταινία, έτσι και η χρήση της γλώσσας στην Ταξιδιώτισσα λειτουργεί όχι ως ένας δίαυλος επικοινωνίας μα σαν αποτύπωμα για όσα συμβαίνουν.

Τέλος, η ταινία φαίνεται σαν να χωρίζεται άτυπα σε δύο μέρη. Αν στο πρώτο γνωρίσαμε την Ιρίς και τη δουλειά της, στο δεύτερο γνωρίζουμε τον μοναδικό της φίλο (ο οποίος γράφει ποίηση και η Ιρίς έχει μία αδυναμία για την ποίηση), στο σπίτι του οποίου συγκατοικεί. Υπάρχει κάτι γλυκό και πικρό για αυτό το δίδυμο. Η σχέση τους δεν είναι ξεκάθαρο αν είναι φιλική ή ερωτική αν και σίγουρα υπάρχει κάτι κοινό που τους ενώνει. Όταν προς το τέλος της ταινίας ο φίλος της λέει ότι την αγαπάει απλώς και μόνο ως φίλη, υπάρχει κάτι που θέλει και δεν θέλει να προδώσει την απογοήτευσή της. Η Ιρίς συνεχίζει να μην είναι ένας χαρακτήρας που μπορεί να διαβαστεί εύκολα και ανοιχτά, κάτι το διάφανο, αλλά ούτε και ένας χαρακτήρας που κρύβει κάτι παραπάνω από τον πιθανό έρωτά της για τον νεαρό φίλο της. Αν κάτι την χαρακτηρίζει είναι η ειλικρίνειά της καθ’ όλη τη διάρκεια της ταινίας και η χαρά της να φέρνει σε άβολες και παράλογες καταστάσεις τον κόσμο γύρω της ― κάτι που η Ιπέρ το κάνει με μία εξαιρετική ευκολία με τον τρόπο που παίζει. Ο Σανγκ-σου, τελικά, φτιάχνει μέσα από ένα απλό ύφος και με έμφαση σε ορισμένες τεχνικές επιλογές μία ιστορία τόσο με χιούμορ και παράλογες στιγμές όσο και με μία γλυκόπικρη αγάπη για την ίδια την ανθρώπινη συνθήκη δίχως ωστόσο να προδίδει εμφανώς ότι η ζωή ίσως να είναι κάπως έτσι.

«Ταξιδιώτισσα»
 

αυτόν το μήνα οι εκδότες προτείνουν: