Περί «Ἀληθοῦς Ἠστορίας»

«Ανώνυμος τοῦ 1789» και Αθανάσιος Ψαλίδας: νέα επιβεβαιωτικά στοιχεία για τον συγγραφέα, τη χρονολόγηση, την ταυτότητα των προσώπων και των τοποθεσιών του έργου

Α΄

Αθανάσιος Ψαλλίδας
Αθανάσιος Ψαλλίδας




Εγώ αληθινά γέρων και αμαθής ή ολιγομαθής και αγροίκος, όμως εστάθηκα τυχηρός να ευτυχήσουν άλλοι ―όχι από εμένα, αλλά διά μέσου μου― και τούτο με ευχαριστεί…
Αθανάσιος Ψαλίδας, απόσπασμα από το τελευταίο κείμενό του (9/3/1829) λίγο πριν πεθάνει[1]



Η Κουρμαντζή-Παναγιωτάκου είναι η πρώτη ερευνήτρια, που αποδίδει τη συγγραφή της «Ἀληθοῦς Ἠστορίας» στον Αθανάσιο Ψαλίδα, ενώ με την άποψή της συμφωνούν και ο Κεχαγιόγλου και η Γρηγοριάδου.[2] Σε αυτό το άρθρο με βάση τις παραπάνω εικασίες των ερευνητών/τριών και των επιχειρημάτων που καταθέτουν στις μελέτες τους, αρχικά επιβεβαιώνεται ότι ο Αθανάσιος Ψαλίδας πράγματι έγραψε την «Ἀληθῆ Ἠστορία». Έπειτα, με βάση τα καινούργια ιστορικά και επιστημονικά τεκμηριωμένα στοιχεία που παρουσιάζονται για τα πρόσωπα και τις τοποθεσίες της «Ἀληθοῦς Ἠστορίας», συνδυασμένα με την ταύτιση του Ανώνυμου συγγραφέα με τον Αθανάσιο Ψαλίδα, γίνονται και κάποιες εικασίες σχετικά με το έτος συγγραφής και τον τόπο και τη χρονολογία έκδοσης του έργου.

1. Τα πρόσωπα και οι τοποθεσίες του έργου

α) Άγιος Νικόλαος

Στην «Ἀληθῆ Ἠστορία» ο αφηγητής αναφέρει ότι ο κυρ Γρηγόριος, μόλις συνευρέθηκε σεξουαλικά με τη Ζωίτσα δόξασε τον Άγιο Νικόλαο για την πραγματοποίηση των επιθυμιών του.[3] Ο Γρηγόριος δόξασε τον Άγιο Νικόλαο, επειδή είδε μπροστά του τον Ναό του Αγίου Νικολάου βγαίνοντας από το παλάτι, όπου συνάντησε τη Ζωίτσα. Πράγματι απέναντι από το Palace of Culture (Palatul Culturii) του Ιασίου, βρίσκεται η ρουμανική ορθόδοξη Πριγκιπική/Βασιλική Εκκλησία του Αγίου Νικολάου (Biserica Sfântul Nicolae Domnesc), η οποία (αν;)οικοδομήθηκε το 1492.[4] Ειδικότερα η ανατολική πύλη του Παλατιού (Poarta Domnească) βρισκόταν πίσω από τη Βασιλική Εκκλησία του Αγίου Νικολάου, και ονομαζόταν Poarta Drăganilor.[5] Το Palace of Culture, που αρχικά ονομαζόταν Palatul de Justiție și Administrație, βρίσκεται στους πρόποδες του λόφου Copou στο Ιάσιο.[6] Αυτό το παλάτι χτίστηκε στην περίμετρο της μεσαιωνικής πριγκιπικής αυλής της Μολδαβίας ήδη από το 1434, κατασκευάστηκε και σχεδιάστηκε ως έργο ανοικοδόμησης και επέκτασης του πρώην πριγκιπικού παλατιού της Μολδαβίας και χρονολογείται από την εποχή του πρίγκιπα Αλέξανδρου Μουρούζη.[7]

β) Θωμάς Κάρας

Στην «Ἀληθῆ Ἠστορία» η συντροφιά των ταξιδευτών επισκέπτεται, μεταξύ άλλων, τον Θωμά Κάρα, τον οποίο προσκυνά ο «Diable των Φραντζέζων», επειδή είναι ο μόνος Γραικός που γνωρίζει τη γλώσσα των υπηκόων του, δηλαδή των Φράγκων, και ο Μουσταφά επαινεί την ευρυμάθειά του.[8]
Η Κουρμαντζή-Παναγιωτάκου για τον Θωμά Κάρα γράφει ότι ήταν γαλλομαθής, παραθέτοντας δύο ιστορικά πρόσωπα με το ίδιο όνομα: αφενός την αναφορά της Καμαριανού-Cioran για έναν Θωμά Κάρα που ήταν Ρουμάνος νομικός, και αφετέρου την αναφορά του Ζαβίρα, για έναν Κάρα Αλεξάνδρου Θωμά ή Αλέξανδρο Θωμά Κάρα, που ήταν δάσκαλος της γαλλικής γλώσσας στο Βουκουρέστι και μετέφρασε τα Άπαντα του Συμεών Θεσσαλονίκης το 1791.[9]
Κατά πάσα πιθανότητα, πίσω από τον Θωμά Κάρα της «Ἀληθοῦς Ἠστορίας» πρέπει να κρύβεται ο νομικός Θωμάς Καρράς, στον οποίο ο Αλέξανδρος Μουρούζης ανέθεσε το 1804 να μεταφράσει στη ρουμανική γλώσσα νομοθετικά κείμενα από τον Αρμενόπουλο, τον Λέοντα ΣΤ' τον Σοφό και άλλους βυζαντινούς νομομαθείς, εφοδιάζοντας το πριγκιπάτο με ποινικό και πολιτικό κώδικα.[10] Ο Καρράς ολοκλήρωσε το πρώτο μέρος του έργου που του ανατέθηκε το 1806 και πέθανε λίγα χρόνια αργότερα.[11]

γ) Γεωργάκης του γραμματικού και πανάσχημη γυναίκα

Οι ήρωες συναντάνε την πανάσχημη γυναίκα, όταν ο Μουσταφά επισκέπτεται τον Γεωργάκη του γραμματικού: εδώ μπορεί να πρόκειται για τυπογραφικό λάθος από το «Γεωργάκη τον γραμματικόν», δηλαδή το ύψιλον να τοποθετήθηκε αντί του νι (υ - ν).
Ο Μαυρέλος υποθέτει ότι ο Γεωργάκης του γραμματικού ενδέχεται να ταυτίζεται με τον Γεώργιο Σταυράκογλου, σπαθάρη στις Ηγεμονίες και καπικεχαγιά του Ρακοβίτζα το 1763.[12]
Ωστόσο, σύμφωνα με τον κατάλογο των συνδρομητών του Λεξικοῦ τῶν φράσεων εἰς τὴν ἱστορίαν τοῦ Θουκυδίδου φιλοπονηθὲν καὶ τύποις ἐκδοθὲν παρὰ Νεοφύτου Δούκα. Τόμος δέκατος (Βιέννη 1806),[13] υπάρχει ένας συνδρομητής Γεωργάκης γραμματικός, ο οποίος ζούσε στο Βουκουρέστι την εποχή που μας ενδιαφέρει. Επομένως, πιθανότατα, η πόλη στην οποία βρίσκονται οι ήρωες σε αυτό το σημείο της αφήγησης να είναι το Βουκουρέστι. Παρακάτω ακολουθούν κι άλλα ιστορικά στοιχεία, που ενισχύουν αυτήν την υπόθεση.
Η ηγεμονία του Ιωάννη Γεωργίου Καρατζά στη Βλαχία (1812-1818) σημαδεύτηκε από μια επιδημία πανώλης κατά τα έτη 1813-1814, με 300 θανάτους ημερησίως και συνολικά 25.000 με 30.000 θανάτους στο Βουκουρέστι, δηλαδή το 34% του πληθυσμού της πόλης.[14] Ο τεράστιος αριθμός των νεκρών καθιστούσε αδύνατη την κανονική ταφή, και έτσι οι αρχές αποφάσισαν να ενταφιάζονται οι νεκροί σε μαζικούς τάφους στην ελώδη περιοχή Balta Albă, όπου αναπόφευκτα δημιουργήθηκε μιασματική ατμόσφαιρα.[15]
Η αναφορά της «Ἀληθοῦς Ἠστορίας» σε «βρώμμα μεγάλη [που] εὔγενεν ἀπὸ τὴν πόλιν»,[16] ενδέχεται να υποδηλώνει αυτήν ακριβώς την επιδημία πανώλης που έπληξε το Βουκουρέστι επί ηγεμονίας του Καρατζά. Ότι η «βρώμμα μεγάλη» επικρατεί συγκεκριμένα στο Βουκουρέστι συνάγεται από το γεγονός ότι, όπως λέει ο Εωσφόρος, η μυρωδιά αυτή είναι η «εὐωδία ΤΗΣ ΑΔΙΚΙΑΣ ΤΥΡΑΝΙΑΣ ΚΑΙ βαρβαρότητος, αἴτινε εὗρον εὔλογον νὰ ἐκλέξουν αὐτὴν τὴν πόλιν, δια νὰ κατοικήσουν, καὶ τὸν θρόνον των στήσουν, ἐπῆραν δὲ εἰς δούλευσίν των τοὺς πογιάριδες»,[17] με τους πογιάριδες να είναι «γαιοκτήμονες (ενίοτε με πολιτική εξουσία) στις <Παραδουνάβιες> Ηγεμονίες», που ως όρος προέρχεται από τη ρουμανική λέξη boier.[18] Επομένως, οι ήρωες αναμφισβήτητα βρίσκονται στις Παραδουνάβιες Ηγεμονίες και συγκεκριμένα στο Βουκουρέστι της Ρουμανίας και η πανάσχημη γυναίκα είναι η προσωποποίηση της πανούκλας/πανώλης, που πράγματι έπληξε την περιοχή. Επίσης, αφού, μετά τη Συνθήκη του Βουκουρεστίου (1812) η περιοχή περιήλθε στην Οθωμανική Αυτοκρατορία,[19] τότε οι άδικοι τύραννοι ταυτίζονται μάλλον με τους Οθωμανούς ή/και τους Φαναριώτες.
Επιπλέον, με βάση την εικασία ότι πιθανός συγγραφέας της «Ἀληθοῦς Ἠστορίας» είναι ο Ψαλίδας, τότε ενδεχομένως η τοποθεσία του έργου, όπου βρίσκεται η πανάσχημη γυναίκα και όπου αναδύεται η δυσωδία της τυραννίας, μπορεί να είναι και τα Ιωάννινα. Ειδικότερα, ο Ψαλίδας χαρακτηρίζει ως τύραννο τον Αλή πασά στο σχέδιο επιστολής του προς τον Κυβερνήτη της Ελλάδας Ιωάννη Καποδίστρια στις 20/2/1828 («ἐγὼ ἐξ αἰτίας τῆς πολιορκίας τοῦ τυράννου καὶ ἀποστάτου Ἀλὴ πασσὰ περιφερόμενος [...] ἐδυστύχησα»).[20] Επίσης, ο Ψαλίδας χρησιμοποιεί τη μεταφορική σύνδεση της τυραννίας με τη βρώμα στο κείμενό του «Λόγος προτρεπτικὸς πρὸς τοὺς Ἕλληνας εἰς ἀνάκτησιν τῆς αὐτῶν Ἐλευθερίας καὶ δόξης» (Τσεπέλοβο Ζαγορίου, αχρονολόγητο), αναφερόμενος στο «πάνδεινον τραῦμα τῆς βρομερής σκλαβιᾶς».[21] Ακόμη όμως και να μην αναφέρεται ο Ψαλίδας σε αυτό το σημείο του έργου στην πανώλη των Ιωαννίνων, το γεγονός ότι χρησιμοποιεί τον ίδιο συμβολισμό, την ίδια μεταφορά και το ίδιο επίθετο και στο παραπάνω κείμενο και στην «Ἀληθῆ Ἠστορία», αποδεικνύει ότι α) συγγραφέας είναι ο Ψαλίδας και β) ότι και τα δύο έργα τα έγραψε το 1821 στο Τσεπέλοβο, όπως θα φανεί και στη συνέχεια.
Επιπρόσθετα, μεγάλη επιδημία πανώλης έπληξε το Ζαγόρι το 1815 και τα Ιωάννινα το 1817, σύμφωνα με τις πληροφορίες που καταγράφει ο Ψαλίδας σχετικά με τα προσωπικά και κοινωφελή έξοδα που πραγματοποίησε εξαιτίας αυτής.[22] Η πανώλη του Ζαγορίου ήταν τόσο καταστρεπτική, που όπως αναφέρει ο Ψαλίδας σε επιστολή του γραμμένη στο απλοποιημένο φωνητικό σύστημα ορθογραφίας προς άγνωστο παραλήπτη στις 30/3/1815, «το μησο ζαγορη εχηρεψε απο την πανουκλα».[23]
Πράγματι, σχεδόν κάθε χρόνο από τον 16ο έως και τον 18ο αιώνα υπήρξαν πολύ συχνές και με ταχύτατη εξάπλωση εξάρσεις της πανώλης τόσο στα Ιωάννινα όσο και γενικότερα στην Ήπειρο.[24] Η επιδημία πανώλης στην Άρτα τον Ιούνιο του 1816, είχε ξεκινήσει στη Μάλτα το 1814 και έφτασε στην Άρτα, μέσω της εξάπλωσής της στα Επτάνησα, το 1815 και 1816.[25] Η φονική πανώλη εντοπίστηκε το 1814 σε Φιλιάτες, Κονίσπολη, Αργυρόκαστρο, Κόνιτσα, Ζαγοροχώρια, ενώ το 1816 εξαπλώθηκε στα Ιωάννινα και η Άρτα εκκενώθηκε και αποδεκατίστηκε.[26] Είναι χαρακτηριστικό ότι το 1822 στα Ιωάννινα μολύνθηκαν και πέθαναν εξαιτίας αυτής της πανώλης τα 2/3 του πληθυσμού της πόλης, δηλαδή 8.000 άνθρωποι.[27] Η συγκεκριμένη πανώλη θεωρείται η πιο καταστρεπτική επιδημία στην Ήπειρο, είχε ξεσπάσει το 1812 και με διάφορες περιόδους εξάρσεων και υφέσεων εξαλείφθηκε εντελώς το 1823 μετά από τεράστιες καταστροφές, χαρακτηριστική «δημογραφική καθίζηση» από τους πολλούς θανάτους, και τα επακόλουθα της φτώχειας και της πείνας από την εγκατάλειψη της γεωργίας, της κτηνοτροφίας και του εμπορίου εξαιτίας της πανώλης.[28]

δ) Ρωξάνδρα

Στη συνέχεια, η «Ἀληθὴς Ἠστορία» αναφέρεται στην «ωραία Ρωξάνδρα» με καταγωγή από την Κωνσταντινούπολη, την οποία συναντούν οι πρωταγωνιστές στην πορεία τους μετά τον Κοπόν, δηλαδή στο Copou του Ιασίου.[29]
Όπως παρατηρεί η Τριάντου-Καψωμένου, η πανέμορφη γυναίκα θα πρέπει να συμβολίζει το ιδανικό της ελευθερίας, εφόσον η πανάσχημη γυναίκα αναπαριστά την τυραννία.[30]
Κατά πάσα πιθανότητα η ωραία Ρωξάνδρα ταυτίζεται μάλλον με τη Ρωξάνδρα Στούρτζα. Ο Σκαρλάτος Στούρτζας και η Σουλτάνα Μουρούζη είχαν αποκτήσει πέντε παιδιά, τη Σμαράγδα, την Ελένη, τη Ρωξάνδρα (1786-1844), τον Κωνσταντίνο και τον Αλέξανδρο.[31] Η Σουλτάνα Μουρούζη ανήκε στη γνωστή οικογένεια Μουρούζη και ο παππούς της Ρωξάνδρας ήταν ο οσποδάρος της Μολδαβίας.[32] Η Ρωξάνδρα γεννήθηκε στην Κωνσταντινούπολη και σε ηλικία πέντε ετών μετακόμισε με τους γονείς της στη Ρωσία.[33] Γι’ αυτό κατά πάσα πιθανότητα και στην «Ἀληθῆ Ἠστορία» αναφέρεται ότι η Ρωξάνδρα κατάγεται από την Κωνσταντινούπολη.[34]
Το γεγονός, ότι η Στούρτζα εξομολογείται στα απομνημονεύματά της πως η ίδια δεν είχε «ιδιαίτερα ελκυστικό παρουσιαστικό»,[35] δεν σημαίνει ότι πράγματι ήταν άσχημη: δεδομένης της ανατροφής και της καταγωγής της, ίσως αυτή η διατύπωση αποτελεί μία έκφραση ταπεινοφροσύνης και σεμνότητας. Ίσως εδώ ο αφηγητής δεν επιλέγει τυχαία τη Ρωξάνη Στούρτζα, η οποία ήταν η γυναίκα που υπήρχαν φήμες ότι ο Ιωάννης Καποδίστριας την ερωτεύτηκε ή είχε ερωτική σχέση μαζί της.[36]
Αναμφίβολα πρόκειται για μια γυναίκα γνωστή ή γνωστής οικογένειας, αφού ο τρόπος με τον οποίο γράφει γι’ αυτήν εμπεριέχει έναν σεβασμό, επομένως ίσως θα ανήκε σε κάποιον από τους περίφημους οίκους και θα ήταν μία παρθένα, άγαμη κόρη και όχι μία παντρεμένη ή χήρα, όπως η παντρεμένη και ενεργή σεξουαλικά Ζωίτσα, η οποία χαρακτηρίζεται και αντιμετωπίζεται στην «Ἀληθῆ Ἠστορία» με σεξουαλικούς όρους και χαρακτηρισμούς.

2. Η χρονολόγηση και ο συγγραφέας του έργου

Η «Ἀληθὴς Ἠστορία» αποκαλείται με τη συμβατική ονομασία «Ἀνώνυμος τοῦ 1789», επειδή έτσι την ονόμασε αυθαίρετα ο Δημαράς.[37] Η ονομασία αυτή, η οποία βασίζεται στην άποψη του Δημαρά ότι το έργο απηχεί ιδέες του γαλλικού Διαφωτισμού και της Γαλλικής Επανάστασης,[38] έχει θεωρηθεί «αμήχανη», όχι άδικα, από τον Κεχαγιόγλου.[39]
Η Κουρμαντζή- Παναγιωτάκου, ταυτίζοντας τον Ανώνυμο συγγραφέα με τον Ψαλίδα εικάζει, ότι ο Ψαλίδας έγραψε την «Ἀληθῆ Ἠστορία» αφότου έφτασε στη Βιέννη το 1787 και την εξέδωσε το 1791, λόγω της ομότιτλης σύνδεσής της με το άλλο έργο του, την Ἀληθῆ Εὐδαιμονία, η οποία εκδόθηκε επίσης το 1791 στη Βιέννη.[40]
Όμως, αυτό που πρέπει εδώ να τονιστεί είναι ότι η «Ἀληθὴς Ἠστορία» και η Ἀληθής Εὐδαιμονία μπορεί να έχουν παρόμοιο τίτλο, όμως δεν έχουν παρόμοιο περιεχόμενο, άρα υπάρχουν λιγότερες πιθανότητες να τις έγραψε την ίδια περίοδο. Αντίθετα, η «Ἀληθὴς Ἠστορία» έχει παρόμοιο τίτλο, περιεχόμενο και ύφος με τα «Διηγήματα ἀληθινά», επομένως αυτά τα δύο έργα ενδέχεται να έγραψε ο Ψαλίδας την ίδια εποχή, δηλαδή το 1821, όπως θα φανεί και στη συνέχεια.
Ο Κεχαγιόγλου διευρύνει το χρονολογικό διάστημα της πιθανής συγγραφής του έργου στην περίοδο 1780- 1793, βασισμένος σε αναφορές ή υπαινιγμούς σε πρόσωπα και πράγματα της Μολδοβλαχίας, της Δύσης και των τουρκοκρατούμενων περιοχών, χρονολόγηση που συμπίπτει με τις προτάσεις και άλλων μελετητών, οι οποίοι υπογραμμίζουν τον αντικληρικό και ορθολογικό χαρακτήρα του έργου.[41] Eπίσης, την περίοδο 1789-1800 ή 1791-1800 προτείνουν η Ταμπάκη και η Τριαντού-Καψωμένου, ενώ το έτος 1790 προτείνει ενδεικτικά ο Mackridge.[42] Η Γρηγοριάδου θεωρεί ότι η «Ἀληθὴς Ἠστορία» είναι πρωτόλειο έργο της νεανικής περιόδου του πρωτοεμφανιζόμενου συγγραφέα Ψαλίδα, ότι τυπώθηκε στο τυπογραφείο των αδελφών Μαρκίδων Πούλιου (Baumeister) στη Βιέννη μεταξύ των ετών 1792- 1794.[43]
Όμως, αντίθετα με όσα υποστηρίζει η Γρηγοριάδου, και όπως θα φανεί και θα αποδειχθεί στη συνέχεια αυτής της μελέτης, ο Ψαλίδας κατά πάσα πιθανότητα έγραψε την «Ἀληθῆ Ἠστορία» σε ώριμη ηλικία κατά την τελευταία δεκαετία της ζωής του.
Οι Τιτούρης και Ρώσση, επικαλούμενοι κρυπτογραφίες και αναγραμματισμούς που θεωρούν ότι εντοπίζουν στην «Ἀληθῆ Ἠστορία», προτείνουν επίσης το 1789 ως έτος συγγραφής του έργου.[44]
Οι αλληλουχίες αριθμών στο τέλος του έργου έχουν κατά καιρούς ερμηνευτεί από τους μελετητές ως γριφάριθμος, ή ως «ένα παιχνίδι ανώτερων μαθηματικών με αέναες διαιρέσεις, που καταλήγουν στο άπειρο-μηδέν», ή όπως προτείνει ο Μαυρέλος, ως αναφορά στον «αλγόριθμο του Νεύτωνα» και ως συσχετισμό «με τον χώρο και την έννοια του απείρου ή του μηδενός με την οποία ισούται ή διαφέρει ο όρος h του συνεχόμενου κλάσματος», ή τέλος ως παρωδία των «συνεχόμενων κλασμάτων» των Μαθηματικών, τα οποία ανιχνεύονται και στο έργο Περὶ φιλοσόφου, φιλοσοφίας, φυσικῶν, μεταφυσικῶν, πνευματικῶν καὶ θείων ἀρχῶν (Βιέννη 1786) του Χριστόδουλου Παμπλέκη.[45]

Οι αριθμητικές αλληλουχίες της «Ἀληθοῦς Ἠστορίας». Δημαράς (1989) 460.

Όμως, παραπάνω παρουσιάζονται οι πρώτοι όροι μιας ακολουθίας πραγματικών αριθμών υπό τη μορφή απλού συνεχούς κλάσματος. Αν και η γνώση μόνο ενός πεπερασμένου αριθμού όρων δεν επαρκεί για την εξαγωγή απολύτως ασφαλών μαθηματικών συμπερασμάτων, η συγκεκριμένη μορφή φαίνεται να αντιστοιχεί στην κανονική συνεχή κλασματική ανάπτυξη του άρρητου υπερβατικού αριθμού π. Ο αριθμός π (π ≈ 3,14159...) είναι μία από τις θεμελιώδεις μαθηματικές σταθερές και ορίζεται ως ο λόγος της περιφέρειας ενός κύκλου προς τη διάμετρό του. Οι πρώτοι όροι της προαναφερθείσας ακολουθίας είναι π=[3;7,15,1,292,1,1,...].[46]
Με βάση αυτήν την έμμεση αναφορά στον κύκλο, θα μπορούσαμε να πούμε ότι ο κύκλος ως φιλολογικό σύμβολο υπάρχει στην «Ἀληθῆ Ἠστορία», τόσο στο γεγονός ότι οι πρωταγωνιστές του έργου ξεκινούν τις περιπέτειές τους και επιστρέφουν ξανά στη Νούλα στο πλαίσιο του λογοτεχνικού μοτίβου του σχήματος του κύκλου, όσο και στη σημασία της λέξης Νούλα, δηλαδή μηδέν, το οποίο ως σύμβολο (0) αναπαριστάται με έναν κύκλο.
Επομένως, με βάση τις παραπάνω εικασίες σχετικά με την ενδεχόμενη ταύτιση ορισμένων προσώπων της «Ἀληθοῦς Ἠστορίας» με ιστορικά πρόσωπα, μπορούν να διατυπωθούν κι ορισμένες υποθέσεις, οι οποίες διευρύνουν τα χρονολογικά όρια δημοσίευσης του έργου.
Πρώτον, αν πράγματι ο Θωμάς Κάρας είναι ο Θωμάς Καρράς, και αφού η χρονική διάρκεια ολοκλήρωσης του νομοθετικού έργου του Καρρά επί ηγεμονίας Αλέξανδρου Μουρούζη ήταν τα έτη 1804- 1806,[47] τότε τα χρονολογικά όρια δημοσίευσης της «Ἀληθοῦς Ἠστορίας» ίσως να επεκτείνονται στα έτη 1804- 1806. Βέβαια, το γεγονός ότι ο νομομαθής Θωμάς Καρράς πέθανε «λίγο καιρό μετά το 1806»,[48] ίσως να αποτελεί έναν απαράκαμπτο terminus ante quem για τη χρονολόγηση του έργου, αφού στο έργο, το πρόσωπο που υποτίθεται ότι είναι ο Θωμάς Καρράς, είναι ζωντανός και επαινείται μάλιστα για τη γαλλομάθεια και την ελληνομάθειά του. Τόσο ο Μαρινέσκου στο άρθρο του, όσο και η πηγή του, το άρθρο του Ungureanu, δεν διευκρινίζουν το ακριβές χρονικό διάστημα που πέρασε από το 1806 μέχρι τον θάνατο του Καρρά, παρά μόνο και οι δύο το χαρακτηρίζουν ως «σύντομο».[49] Η συντομία του χρόνου και της ηλικίας είναι υποκειμενική, ειδικά αν πρόκειται για νέο άνθρωπο. Άλλη μία ασαφής πληροφορία για τον θάνατο του Καρρά εντοπίζεται στον Xenopol, όπου γράφει ότι ο Καρράς μετά την ολοκλήρωση του έργου του το 1806 και μετά την είσοδο των Ρώσων, του απαγορεύτηκε να συνεχίσει τις μεταφράσεις και «πέθανε λίγο αργότερα».[50] Η είσοδος των Ρώσων με τον τσάρο Αλέξανδρο Α΄ στη Ρουμανία έγινε κατά τη διάρκεια του Ρωσσοτουρκικού πολέμου (1806- 1812).[51] Παρ’ όλα αυτά, στις 22 Απριλίου του 1808, ένας «banul Toma Cara» εμφανίζεται στο Ιάσιο.[52] Ίσως να πρόκειται για τον ίδιο νομικό Καρρά, ο οποίος φαίνεται ότι δύο χρόνια μετά τον υποτιθέμενο θάνατό του το 1806, ήταν ακόμη ζωντανός. Άρα, δεν μπορεί να τεθεί με βεβαιότητα ένας terminus ante quem για τη χρονολόγηση της «Ἀληθοῦς Ἠστορίας» με βάση τον θάνατο του Καρρά, επειδή δεν είναι γνωστό πότε ακριβώς συνέβη.
Δεύτερον, αν πράγματι η πανάσχημη γυναίκα και η μεγάλη βρώμα που αναδυόταν στην περιοχή όπου επισκέφτηκαν ο Μουσταφάς και η παρέα του, ταυτίζεται με τη δυσωδία εξαιτίας της επιδημίας πανώλης τα έτη 1813- 1814 στο Βουκουρέστι,[53] τότε τα χρονολογικά έτη δημοσίευσης της «Ἀληθοῦς Ἠστορίας» ίσως μετατίθενται το 1813-1814.
Τρίτον, με βάση την υπόθεση ότι ο Ψαλίδας, ως πιθανός συγγραφέας, μάλλον εξέδωσε την «Ἀληθῆ Ἠστορία» στην Τεργέστη με την πιθανή βοήθεια του παλιού μαθητή του Χριστόφορου Φιλητά, τότε, αφού ο Φιλητάς παρέμεινε στην Τεργέστη μόνο για το σχολικό έτος 1818-1819,[54] το terminus ante quem της «Ἀληθοῦς Ἠστορίας» μπορεί να είναι το έτος 1819.
Τέταρτον, αν η παρομοίωση της φλογερής Ζωίτζας με το ηφαίστειο της Αίτνας («Ὦ ἔτνας βουνό») ληφθεί υπόψη και συνδυαστεί με ιστορικές γνώσεις, τότε ίσως ο Ψαλίδας σε αυτό το σημείο να παραπέμπει σε μια πρόσφατη για την εποχή του έκρηξη του ηφαιστείου της Αίτνας (ανατολική Σικελία). Οι χειρότερες εκρήξεις του 19ου αιώνα στη ηφαίστειο της Αίτνας συνέβησαν το 1812, με διάρκεια έξι μηνών, και το 1819, με διάρκεια δύο μηνών.[55] Επομένως, τα έτη 1812 και 1819 θα μπορούσαν να θεωρηθούν και ως termini post quem συγγραφής του έργου.
Επιπλέον, συνδυάζοντας τις παραπάνω εικασίες με ιστορικές πληροφορίες για τη ζωή του Ψαλίδα μπορούμε να υποθέσουμε, να αιτιολογήσουμε και να συμπεράνουμε τα παρακάτω.

Αρχικά, το 1794 πέθανε η εικοσιτριάχρονη Αυστριακή και καθολική Ζωσεφίνα, πρώτη σύζυγος του Ψαλίδα.[56] Σύμφωνα με τον Γούδα, ο Ψαλίδας εγκατέλειψε τη Βιέννη λόγω της μεγάλης θλίψης του, μετά τον θάνατο της αγαπημένης συζύγου του Ζωσεφίνας, η οποία κυοφορούσε και το πρώτο τους παιδί.[57] Επομένως είναι ίσως απίθανο ο Ψαλίδας να έγραψε ένα ευχάριστης διάθεσης κωμικό, χιουμοριστικό και σατιρικό έργο, που θυμίζει παραμύθι, σαν την «Ἀληθῆ Ἠστορία», το 1794, χρονιά την οποία προτείνει η Γρηγοριάδου ως terminus ante quem (1792- 1794) έκδοσης του έργου.[58] Αντίστοιχα, για τους ίδιους λόγους είναι μάλλον απίθανο ο Ψαλίδας να έγραψε την «Ἀληθῆ Ἠστορία» και το 1805, χρονιά (6/4/1805) που πέθανε η δεύτερη σύζυγός του Ζαχάρω Κοντοβασίλη, για τον θάνατο της οποίας εξομολογείται χαρακτηριστικά ότι του «ἐπροξένησε τὴν μεγαλητέραν λύπην».[59]
Δεύτερον, αν ισχύει η σχέση που προτείνει η Τριάντου-Καψωμένου στη μελέτη της μεταξύ της «Ἀληθοῦς Ἠστορίας» και του πεζού του Διονύσιου Σολωμού «Ἠ γυναίκα τῆς Ζάκυθος», η οποία θεωρεί ότι αυτή αν δεν οφείλεται στο ότι ο Σολωμός διάβασε το ανώνυμο κείμενο, τότε οφείλεται σε κοινούς τόπους της εποχής του Διαφωτισμού, δεδομένων και των διαφόρων σταδίων επεξεργασίας του σολωμικού έργου που χρονολογούνται μεταξύ 1825-1833, σε συνδυασμό με το γεγονός ότι ο Ψαλίδας σε αχρονολόγητο χειρόγραφο τριών στιχουργημάτων που διασώζεται στο Αρχείο του, έχει αντιγράψει το ποίημα «Η Ξανθούλα» του Σολωμού, το οποίο ανήκει στα νεανικά σολωμικά ποιήματα των ετών 1818-1823,[60] τότε θα μπορούσαμε να υποθέσουμε ότι ο Ψαλίδας, αφού με κάποιον τρόπο διάβασε την «Ξανθούλα», με τον ίδιο τρόπο θα διάβασε και τη «Γυναίκα τῆς Ζάκυθος», άρα έγραψε την «Ἀληθῆ Ἠστορία» τα τελευταία χρόνια της ζωής του, δηλαδή από το 1825 έως το 1829. Οι ερευνητές/-τριες υποθέτουν, ότι ο Ψαλίδας συνδέεται με τον Σολωμό μέσω του Σπυρίδωνα Τρικούπη, τον οποίο ο Ψαλίδας γνώρισε όταν ζούσε στην Κέρκυρα: Η σχέση Ψαλίδα- Σολωμού βασίζεται στις παλαιότερα χρονολογικά απόψεις του Ψαλίδα, οι οποίες ανιχνεύονται στον «Διάλογο» του Σολωμού (1824) και οι οποίες μάλλον γνωστοποιήθηκαν στον Σολωμό μέσω του Σπ. Τρικούπη.[61]
Τρίτον, αν ληφθούν υπόψη τα ομότιτλα και παρόμοια στο περιεχόμενο «Διηγήματα ἀληθινά. 1821 Μαρτίου 20: Τζεπέλοβο. Διήγημα πρῶτον» του Ψαλίδα για τη σχέση του Μουχτάρ πασά με τη Βασιλική Πλέσου, τα οποία γράφτηκαν στο Τσεπέλοβο το 1821,[62] και συνδυαστούν με το γεγονός ότι τα «Διηγήματα ἀληθινά» και η «Ἀληθὴς Ἠστορία» έχουν παρόμοιους τίτλους, προερχόμενους από τα Αληθή διηγήματα Α και Β του Λουκιανού, και αφορούν παράνομους σεξουαλικούς δεσμούς ανθρώπων με εξουσία, τότε ίσως ο Ψαλίδας, αφού έγραψε στο Τσεπέλοβο τα «Διηγήματα ἀληθινά» το 1821, τότε κατά το ίδιο έτος και στον ίδιο τόπο, με την ίδια διάθεση και την ίδια έμπνευση, έγραψε και την «Ἀληθῆ Ἠστορία», που έχει πανομοιότυπο ύφος και περιεχόμενο.
Ας σημειωθεί ότι εκείνα τα χρόνια (1819-1820) μέχρι την έναρξη των πολεμικών επιχειρήσεων, την πολιορκία του Αλή πασά και την πυρκαγιά των Ιωαννίνων του 1820, ο Ψαλίδας βρισκόταν στα Ιωάννινα, ενώ μετά από αυτά τα γεγονότα, τον Αύγουστο του 1820, μαζί με άλλους Γιαννιώτες περιπλανιόταν για αρκετούς μήνες στα Ζαγοροχώρια και τελικά εγκαταστάθηκε στο Τσεπέλοβο.[63] Στα Ζαγοροχώρια εκεί όπου μεταξύ πολλών άλλων Γιαννιωτών βρισκόταν ο Βηλαράς, στενός φίλος του Ψαλίδα, και ο Περραιβός, ως απεσταλμένος της Φιλικής Εταιρείας και του Υψηλάντη και «Αρχηγός των Ηπειρωτικών Όπλων», αναπτύχθηκε η κύρια επαναστατική οργάνωση του Αγώνα της Ηπείρου, δηλαδή η «Κάσσα των Γιαννίνων».[64] Τη διεύθυνση και οργάνωση της «Κάσσας των Γιαννίνων» ανέλαβε στο Τσεπέλοβο ο γιατρός και συγγραφέας Ιωάννης Βηλαράς (1771- 1823).[65] Στο Τσεπέλοβο ο Ψαλίδας μαζί με τον Βηλαρά σχεδίαζαν τον ξεσηκωμό όλης της Ηπείρου.[66]
Ο Ψαλίδας κατά τη διάρκεια των διετών περιπλανήσεών του στα Ζαγοροχώρια, από τον Αύγουστο του 1820 μέχρι και τον Ιούλιο του 1822, έχασε και την κόρη του Ελισσάβετ, που ήταν παντρεμένη με τον γιατρό Λουκά Βάγια, και τον γιο του Νικόλαο.[67] Το πένθος του Ψαλίδα συνεχίστηκε και μετά το 1822, αφού όταν ο Ψαλίδας έφτασε στην Κέρκυρα, όπου και έζησε σε συνθήκες ανέχειας και απόλυτης φτώχειας, το 1822 πέθανε και ο γιος του Πλάτωνας στη Λευκάδα.[68] Επομένως, για τους ίδιους λόγους που αναφέρθηκαν προηγουμένως και συνδέονται με το πένθος του Ψαλίδα και το περιεχόμενο της «Ἀληθοῦς Ἠστορίας», είναι σημαντικό να τονιστεί ότι η συγγραφή της πρέπει να τοποθετηθεί χρονικά το 1821, εποχή που γράφτηκαν και τα «Διηγήματα ἀληθινά», τα οποία είναι ευχάριστα, χιουμοριστικά και σατιρικά. Συμπερασματικά, terminus ante quem συγγραφής της «Ἀληθοῦς Ἠστορίας» είναι ο θάνατος του Ψαλίδα το 1829, επειδή η έκδοσή της μπορεί να έγινε και από κάποιον φίλο ή γνωστό του και μετά τον ξαφνικό θάνατο του Ψαλίδα.

Συμπερασματικά, σε αυτό το άρθρο προτείνεται με βάση τα ενδοκειμενικά, επιστημονικά και ιστορικά στοιχεία που παρουσιάστηκαν παραπάνω, ότι κατά πάσα πιθανότητα ο Αθανάσιος Ψαλίδας έγραψε την «Ἀληθῆ Ἠστορία» το 1821 στο Τσεπέλοβο Ιωαννίνων, ίδια εποχή με τα «Διηγήματα ἀληθινά. 1821 Μαρτίου 20: Τζεπέλοβο. Διήγημα πρῶτον», την επεξεργάστηκε ξανά όσο ζούσε στα Επτάνησα, επειδή μέσα υπάρχουν επτανησιακά ιδιωματικά γλωσσικά στοιχεία, και εκδόθηκε από τον ίδιο ή από κάποιον φίλο του στην Τεργέστη από το τυπογραφείο Sperandio, με terminus ante quem τον αιφνίδιο θάνατό του το 1829. Δεν αποκλείεται, μάλιστα, με βάση α) ότι ο Λουκιανός χώρισε σε δύο μέρη τα Ἀληθῆ διηγήματα (Α΄ και Β΄), και β) ότι τα «Διηγήματα ἀληθινά» αναφέρουν στον τίτλο τους ότι αποτελούν πρώτο μέρος μιας ιστορίας ως «Διήγημα πρῶτον», τότε ίσως και η «Ἀληθὴς Ἠστορία» να αποτελεί τη συνέχειά των «Διηγημάτων ἀληθινῶν» ως δεύτερο μέρος, δηλαδή ως «Διήγημα δεύτερον».

[ ΣΥΝΕΧΙΖΕΤΑΙ ]





 

αυτόν το μήνα οι εκδότες προτείνουν: