Το φως με ενέπνευσε πριν καλά-καλά αντιληφθώ την έννοια της φωτογραφίας.
Ήμουν ακόμη παιδί όταν με αιφνιδίασε η παρουσία μιας αδέσποτης ακτίνας, σαν απρόσμενος επισκέπτης, στο μικρό διαμέρισμα όπου ζούσαμε με τους γονείς μου στο Παρίσι. Μια λεπτή, λοξή ακτίνα διαπερνούσε το σκοτεινό δωμάτιο και ερχόταν να προσγειωθεί στα χέρια του πατέρα, ο οποίος έραβε σκυφτός στον πάγκο του. Αργότερα κατάλαβα πως δεν ήταν ήλιος,
αλλά μια αντανάκλαση από το παράθυρο της απέναντι πολυκατοικίας. Το σπίτι μας δεν ήταν διαμπερές, κι ο ήλιος δεν έμπαινε ποτέ απευθείας, μέναμε στον δεύτερο όροφο ενός στενού παριζιάνικου δρόμου. Κι όμως, αυτή η σπάνια, δειλή επίσκεψη του φωτός γέννησε μέσα μου μια περίεργη έλξη, ανακάλυψα μια νέα διάσταση. Τα απογεύματα, κυνηγούσα τη λεπτή, εύθραυστη μαγεία της λάμψης. Έμαθα να περιμένω αυτές τις μικρές, στιγμές όπου το σκοτεινό μας δωμάτιο μετατρεπόταν, με τη βοήθεια μιας τυχαίας αντανάκλασης, σε σκηνή μυστηρίου και ποίησης. Ήταν σαν μύηση.
Με τα χρόνια το φως συνδέθηκε μέσα μου με τη αντίληψη του χρόνου. Θαρρώ πως εκεί γεννήθηκε η ανάγκη της φωτογραφίας. Εξερεύνησα αυτόν τον αθόρυβο διάλογο ανάμεσα στο φως, τη σκιά και τον χρόνο· τη στιγμή όπου το βλέμμα αναγνωρίζει το αποτύπωμα του περάσματος. Τα σκαλισμένα από τον μόχθο χέρια ενός αγρότη, την απόκρυφη ανάσα ενός τοπίου, την υπαρξιακή μοναξιά ενός ανθρώπου μέσα από ένα ξεχασμένο βλέμμα. «Οι δρόμοι του χώρου τέμνονται πάντα με εκείνους του χρόνου» γράφει η Μαργκερίτ Γιουρσενάρ. Εκεί ακριβώς σε αυτό το σταυροδρόμι αναζητήσω μια περίεργη σύνδεση ακόμα και σήμερα. Κάθε φωτογραφία κρύβει ένα ταξίδι, ένα άνοιγμα προς κάτι που ήδη χάνεται. Η αντανάκλαση ενός ονείρου που το φως αποκαλύπτει για λίγο, για όσο κρατάει μια ανάσα. Αναζητάμε το φως αλλά η σκιά είναι αυτή που διακριτικά, το προστατεύει. Συχνά εν αγνοία μας. Ο ρόλος της σκιάς είναι αυτονόητος, η σκιαγράφηση είναι αλληλένδετη με τη φωτογραφική πράξη, διότι μόνο μέσα από τη σκιά το φως αποκτά υπόσταση και βάθος. Το να φωτογραφίσω μια αιωνόβια ελιά στην Αιτωλία, ή το ρυτιδωμένο πρόσωπο ενός Λατινοαμερικανού μέσα στη ζούγκλα της Κόστα Ρίκα, ξυπνάει την ίδια εγρήγορση. Δεν με αφορά η μανιέρα αλλά η αλήθεια της σύνδεσης, η εσωτερική χάραξη της κάθε στιγμής. Κανένας φωτογράφος δεν γνωρίζει εξ αρχής ποια εικόνα θα περάσει τα σύνορα του χρόνου και της μόδας. Απλά προσπαθεί. Κάθε κλικ γίνεται αντίσταση, ανάταση και κάποιες φορές αναγνώριση.
Αυτό που φωτογραφίζω είναι μία από τις χιλιάδες πιθανότητες που κρύβει μια εικόνα. Φωτογραφίζω ένα πρόσωπο ή ένα τοπίο σαν να το αναγνωρίζω∙ σαν να με περίμενε. Πρέπει πρώτα να αισθανθώ το φως, και ύστερα να τολμήσω να σκεφτώ τη σύνθεση ενός κάδρου. Όλα ξεκινούν από το ένστικτο και την ενσυναίσθηση. Η λογική, η μεθοδολογία και οι κανόνες δεν μου αρκούσαν ποτέ, όπως και στην ζωή. Χωρίς φως, δεν υπάρχει ούτε χώρος ούτε ιστορία. Και χωρίς ένστικτο, δεν υπάρχει μυστήριο. Στην εναλλαγή του φωτός και του σκότους γεννιέται το μυστήριο∙ όπως και στη πορεία μας, όπου η κρυμμένη, εύθραυστη και σκοτεινή υπόστασή μας δίνει πολλές νόημα στις χαρές. Και εκεί είναι θέμα προοπτικής.
Το φως με ενέπνευσε πριν αντιληφθώ καν την έννοια της φωτογραφίας
Κείμενο & φωτογραφίες του Νίκου Αλιάγα



















Η φωτογραφία αποτυπώνει τη μικρογραφία της ανθρώπινης ύπαρξης, ίσως και μια ιερότητα που μας ξεπερνά. Το φως δεν έχει πατρίδα∙ είναι το δώρο του σύμπαντος στο θέατρο σκιών της ύπαρξης μας. «Σκιᾶς ὄναρ ἄνθρωπος», λέει ο Πίνδαρος, μόνο τρεις λέξεις που περικλείουν τα πάντα. Η φωτογραφία ακολουθεί κι εκείνη την ιερή τριάδα του Καρτιέ-Μπρεσόν: «να βάζεις στην ίδια ευθεία τη σκέψη, το βλέμμα και την καρδιά». Το ορατό εκφράζεται στο φως, και το αόρατο ψιθυρίζει στη σκιά. Η στιγμή ενός «κλικ» δεν απαθανατίζει τίποτα περισσότερο από το πέρασμά μας. Η ομορφιά της ατόφιας στιγμής δεν δίνεται εύκολα∙ δεν προσφέρει πίστωση και δεν μας ανήκει ποτέ ολότελα. Πρέπει πρώτα να τη ζήσεις —στη σάρκα σου, στην ανάσα σου— να την αφήσεις να σε διαπεράσει. Αυτή θα επιλέξει το αν και το πώς θα σου δοθεί. Πόσες εικόνες δεν μας άρεσαν όταν τις τραβήξαμε για πρώτη φορά, και με τον χρόνο μας φανέρωσαν όσα δεν ήμασταν τότε έτοιμοι ή ικανοί να δούμε; Ο χρόνος δεν περνάει, εκπαιδεύει.
Το παρελθόν, το παρόν και το μέλλον τα φανταζόμαστε σαν τρεις χάντρες περασμένες στην ίδια κλωστή, μια αμετάκλητη σειρά χαραγμένη στην πέτρα του κόσμου. Μα ο Αϊνστάιν μάς δίδαξε πως αυτό είναι απλώς μια ψευδαίσθηση, μια παρηγοριά για το γραμμικό μας μυαλό. Ο χρόνος δεν είναι γραμμή, είναι μια έκταση, ένα ζωντανό ύφασμα. Κάθε στιγμή είναι ένα σημείο αιωρούμενο στον χρονότοπο, προσβάσιμο από άλλη γωνία, ανάλογα με την ταχύτητα, τη βαρύτητα ή τη ματιά μας.
Η φωτογραφία το γνωρίζει αυτό χωρίς να το λέει. Αυτό που προσπαθώ αποτυπώσω στην δοκιμασία του χρόνου δεν είναι το «παρόν», αλλά ένα στρώμα χρόνου, έναν παλίμψηστο εποχών και συναισθημάτων. Όταν φωτογραφίζω έναν ηλικιωμένο άνθρωπο, αισθάνομαι ακόμη το περίγραμμα της νιότης του. Δεν φαίνεται, μα υπάρχει στη διαφάνεια του βλέμματος και σε μια λησμονημένη κίνηση των χεριών. Σαν να εμφανίζεται για μια στιγμή ο νέος άντρας που υπήρξε, πίσω από το γερασμένο δέρμα. Και αντίστροφα, όταν το κάδρο μου γεμίζει από το πρόσωπο ενός παιδιού, μιας νεαρής κοπέλας, ενός αγοριού με καθαρό βλέμμα, νιώθω ήδη το βάρος της μοίρας που θα φέρουν. Τις δοκιμασίες που έρχονται, τις απώλειες, τις επιλογές, ίσως και τις διαψεύσεις. Δεν είναι πρόβλεψη. Είναι μόνο μια αίσθηση, ίσως και διαίσθηση. Υποκειμενική, συζητήσιμη, ποιητική, αλλά βαθιά αληθινή για μένα. Μια διαίσθηση τού χρόνου, σαν να κρύβει κάθε ύπαρξη μέσα της ολόκληρη την τροχιά της.
Η φωτογραφία δεν είναι απόδειξη, ούτε πάγωμα του χρόνου. Είναι ένα ρήγμα στο χωροχρονικό συνεχές. Αυτό που ονομάζουμε «αποφασιστική στιγμή» είναι ίσως ένας σιωπηλός κόμβος ανάμεσα σε πολλούς χρόνους. Η φωτογραφία δεν ακινητοποιεί, διαπερνά. Δεν φωτογραφίζω για να σταματήσω τον χρόνο.
Φωτογραφίζω για να τον ακούσω. Για να με διαπεράσει αυτό που ξεπερνά τη λογική του φαίνεσθαι. Το φως ενός προσώπου κουβαλά συχνά τη μνήμη ενός μέλλοντος. Όπως εκείνα τα νεκρά άστρα που εξακολουθούν να λάμπουν εκατομμύρια χρονιά μετά : το φως τους είναι η τελευταία αναπνοή τους, το παρελθόν τους τροφοδοτεί τον παρόν μας.
Ο Αϊνστάιν μάς δίδαξε πως ο χρόνος είναι καμπύλη και πως ο παρατηρητής αλλάζει τα πάντα. Η φωτογραφία το ψιθυρίζει με τον δικό της τρόπο. Είναι μια σχετικότητα που δεν αποδεικνύεται αλλά που βιώνεται. Είμαστε όλοι παρατηρητές, χαμένοι περιηγητές στην ψευδαίσθηση. Χαμένοι ονειροπόλοι στο ανείπωτο.