Η μετάφραση Απάντων των ποιημάτων του Κ.Π. Καβάφη από τη Rae Dalven προσφέρει στι αγγλόφωνο κοινό έναν καινούργιο ποιητή. Όχι, βέβαια, ότι το έργο του Καβάφη ήταν μέχρι τώρα άγνωστο. Στη θαυμάσια εισαγωγή του για την έκδοση τής Rae Dalven, ο κύριος Auden αναφέρεται στην πρώτη του γνωριμία μ’ αυτό μέσω γαλλικών και αγγλικών μεταφράσεων πριν από τριάντα περίπου χρόνια. Ο χρόνος που μεσολάβησε έφερε όλο και περισσότερες μεταφράσεις, σε κλεψίτυπες εκδόσεις, καθώς και συνεχώς αυξανόμενη φήμη. Και πρόσφατα τόσο στα ποιήματα όσο και στον ίδιο τον ποιητή έχει προσδώσει μια κάποια θρυλική φήμη το Αλεξανδρινό Κουαρτέτο
του Lawrence Durrell. Είναι όμως άλλο πράγμα να έχεις το σύνολο του έργου ενός ποιητή, να διακρίνεις τα όσα τον απασχολούν, τις εμμονές του, να μαθαίνεις να αναγνωρίζεις τους χαρακτηριστικούς του τονισμούς, το προσωπικό του ιδίωμα.
Να αναγνωρίζεις τους χαρακτηριστικούς του τονισμούς, το προσωπικό του ιδίωμα; Είναι αυτό εφικτό όταν πρόκειται για έναν ποιητή σε μετάφραση; Είναι σχεδόν πάντοτε ανέφικτο, και το γεγονός ότι μπορούμε να το θεωρήσουμε εφικτό στην περίπτωση του Καβάφη αποτελεί μία από τις πλέον αξιοσημείωτες ιδιαιτερότητές του. Ανέφερα ήδη πως η μετάφραση της κ. Dalven προσφέρει στο αγγλόφωνο κοινό έναν καινούργιο ποιητή, όμως δεν αρκεί να ειπωθεί μόνο αυτό ― η αλήθεια είναι ότι η μετάφραση της κ. Dalven κατ’ουσίαν προσφέρει στο αγγλόφωνο κοινό έναν καινούργιο ποιητή της αγγλικής γλώσσας. Αυτό είναι ακόμη περισσότερο αξιοσημείωτο επειδή το έργο του Καβάφη βρίσκεται σε μία παράδοξα ευαίσθητη και τεταμένη σχέση με την ίδια του τη γλώσσα. Ο ποιητής, ένας άνθρωπος ευρύτατης πολυμάθειας, ένας αφοσιωμένος μελετητής των αρχαίων κλασικών, επέλεξε να γράψει στη δημοτική, την καθημερινή και εξελισσόμενη γλώσσα του λαού, και όχι στην καθαρεύουσα, τη γλώσσα της ακαδημαϊκής κοινότητας και των επίσημων περιστάσεων, η οποία βασίζεται στη γραμματική και στο λεξιλόγιο της αρχαίας ελληνικής· δεν απαρνήθηκε ωστόσο εντελώς την καθαρεύουσα, και μαθαίνουμε ότι σε μεγάλο βαθμό η σαγήνη του έργου του έγκειται στην πολυεπίπεδη διάδραση των δύο γλωσσικών παραδόσεων, που η αντιπαράθεσή τους έχει υπάρξει αιτία σφοδρότατων πολιτισμικών και πολιτικών συγκρούσεων στη νεότερη Ελλάδα. Αυτή την ιδιαίτερη σαγήνη εμείς δε θα τη νιώσουμε ποτέ, και παρόλα αυτά ὁ Καβάφης είναι ένας ποιητής που προσφέρεται όσο κανένας για μετάφραση. Λέγοντάς το αυτὸ δεν υποτιμούμε τη μεταφραστική δεινότητα της κυρίας Dalven. Εάν, επί παραδείγματι, συγκρίνω τη δική της εκδοχή ενός από τα πιό γνωστά ποιήματα του Καβάφη, του «Απολείπειν ο Θεός Αντώνιον», με την εκδοχή στην οποία πρωτοδιάβασα το ποίημα, εκείνη του Γεωργίου Βαλασόπουλου, μπορώ να πω ότι η μετάφραση της κ. Dalven είναι, ως ποίημα στην αγγλική γλώσσα, η καλύτερη από τις δύο, η πιο άμεση, εκείνη που διαθέτει την πιο κομψή οικονομία. Όμως η εκδοχή του κ. Βαλασόπουλου εξακολουθεά να με συγκινεί, εξακολουθώ να τη θεωρώ ένα θαυμάσιο ποίημα στην αγγλική γλώσσα.
Γι’ αυτήν την προσβασιμότητα του Καβάφη για τον αγγλόφωνο αναγνώστη, ο κ. Auden καταθέτει στην εισαγωγή του την πιο ένθερμη δυνατή μαρτυρία. «Από τότε που πρωτογνώρισα τον Καβάφη από τον αείμνηστο καθηγητή R.M. Dawkins εδώ και περισσότερα από τριάντα χρόνια», λέει, «ο Κ.Π. Καβάφης εξακολουθεί να επηρεάζει τη δική μου γραφή· εννοώ, ότι μπορώ να εντοπίσω ποιήματα που, αν ὁ Καβάφης μου ήταν άγνωστος, θα τα είχα γράψει πολύ διαφορετικά ή ίσως δεν θα τα είχα γράψει καθόλου. Ωστόσο δε γνωρίζω ούτε μια λέξη της νέας ελληνικής, επομένως η μόνη μου πρόσβαση στην ποίηση του Καβάφη είναι μέσω αγγλικών και γαλλικών μεταφράσεων». Αυτό, όπως λέει στη συνέχεια ο Auden, προκαλεί απορία και σύγχυση. «Όπως, νομίζω, όλοι όσοι γράφουν ποίηση, ανέκαθεν πίστευα ότι η ουσιαστική διαφορά ανάμεσα στον πεζό και τον ποιητικό λόγο είναι ότι ο πεζός λόγος μπορεί να μεταφραστεί σε κάποια άλλη γλώσσα ενώ ο ποιητικός όχι. Εάν όμως είναι δυνατόν κάποιος να επηρεάζεται στην ποίησή του από ένα ποιητικό έργο το οποίο μπορεί να διαβάσει μόνο σε μετάφραση, αυτή η άποψη πρέπει να αναθεωρηθεί».
Όσο λίγη αξία και αν έχει η εμπειρία ενός ανθρώπου που δεν είναι ποιητής, μπορώ να παραθέσω τη δική μου προς επίρρωση εκείνης του κ. Auden. Η δική μου πρώτη γνωριμία με τον Καβάφη έγινε αργότερα από τη δική του, πριν από δεκαοκτώ περίπου χρόνια, όταν έγραφα ένα βιβλίο για τον E.M. Forster. Μας υπενθύμισε πρόσφατα τη διαμονή του κ. Forster στην Αλεξάνδρεια κατά τη διάρκεια του Α΄ Παγκοσμίου πολέμου η ευτυχής επανέκδοση, από τις εκδόσεις Anchor, του ευχάριστου και χρήσιμου οδηγού του της πόλης. Ένας άλλος καρπός των αλεξανδρινών χρόνων του κ. Forster είναι ένα τομίδιο δοκιμίων, το Pharos and Pharillion[1] που εκδόθηκε εδώ το 1923 από τον Alfred Knopf και είναι τώρα δυσεύρετο. Ανάμεσα στα κείμενα που ασχολούνται με την πόλη στην αρχαιότητα κι εκείνα με τις πιο σύγχρονες αναφορές, ο κ. Forster παρενέβαλε το ποίημα για τον Αντώνιο που προανέφερα, και αφιέρωσε ένα σύντομο κείμενο στον ίδιο τον ποιητή ―αναδημοσιεύεται αλλού στις ίδιες αυτές σελίδες― όπου, με τον ανάλαφρο, μη πιεστικό τρόπο του, υποδηλώνει την ποιητική αξία του Καβάφη και παραθέτει αρκετά ποιήματα στη μετάφραση του κ. Βαλασόπουλου. Ο Καβάφης με διεκδίκησε μεμιάς, κι εγώ εκείνον. Αναρωτήθηκα, όπως αναρωτιέται κι ο κ. Auden, πώς ήταν δυνατόν ποιήματα σε μετάφραση να μου μιλούν τόσο άμεσα, πιο άμεσα, μάλιστα, από ό,τι τα περισσότερα ποιήματα που έχουν γραφτεί στην αγγλική γλώσσα. Και γιατί να μην ομολογήσω μέχρι ποιο σημείο έφθασε η ανταπόκρισή μου σ’ αυτά ―με έκαναν να πιστέψω κάτι που δεν το είχα πιστέψει ποτέ πριν, ότι μπορούσα να γράψω ποίηση, και ότι εφόσον μπορούσα, έπρεπε! Η σύνεση επικράτησε ― δεν το αποπειράθηκα ποτέ. Και πιθανότατα εκείνο στο οποίο ανταποκρίθηκα ήταν οι αρετές που η ποίηση του Καβάφη μοιράζεται με την καλή πρόζα: η διαφάνεια, οι αποχρώσεις, η λεπτότητα του ρυθμού, του ρυθμού της γλώσσας που φθάνει σ' εμάς σαν ρυθμός της σκέψης.
Ο ρυθμός της σκέψης: αυτός, υποθέτω, είναι που ο κ. Auden λέει ότι τον συγκινεί στο έργο του Καβάφη. Έχοντας παραιτηθεί από κάθε ελπίδα να κατανοήσει τι υπαινίσσεται η συνειδητή ανάμειξη των δύο ειδών ελληνικών, και έχοντας παρατηρήσει ότι δεν είναι δυνατόν να μας γοητεύουν τα καλολογικά στοιχεία του Καβάφη («μιας και παρομοίωση και μεταφορά είναι σχήματα που ποτέ δεν χρησιμοοιεί· είτε αναφέρεται σε μια εικόνα, σε κάποιο γεγονός, ή κάποιο συναίσθημα, ο κάθε του στίχος είναι μια απλή κυριολεκτική περιγραφή χωρίς κανένα απολύτως στόλισμα») ο κ. Auden ερωτά: «Τι, λοιπόν, είναι αυτό στα ποιήματα του Καβάφη το οποίο επιβιώνει της μετάφρασης και ενθουσιάζει;» Και απαντά: «Κάτι» το οποίο εγώ μπορώ μονάχα να αποκαλέσω, ανεπαρκέστατα, έναν τόνο φωνής, προσωπικής ομιλίας. Έχω διαβάσει μεταφράσεις του Καβάφη που έγιναν από πολλά διαφορετικά χέρια, όμως η κάθε μία από αυτές ήταν άμεσα αναγνωρίσιμη ως ποίημα του Καβάφη· κανείς άλλος δε θα μπορούσε ποτέ να το έχει γράψει. Διαβάζοντας οποιοδήποτε ποίημά του, νιώθω: «Αυτό φανερώνει έναν άνθρωπο με μια μοναδική οπτική του κόσμου». Ότι ο λόγος της αυτο-αποκάλυψης θα μπορούσε να είναι μεταφράσιμος μού φαίνεται πολύ παράξενο, ωστόσο έχω πειστεί ότι είναι. Το συμπέρασμα που βγάζω είναι πως η μόνη ιδιότητα την οποία έχουν όλα τα ανθρώπινα όντα χωρίς εξαίρεση είναι η μοναδικότητα· οποιοδήποτε χαρακτηριστικό, από την άλλη, που μπορεί να αναγνωριστεί ότι ένα άτομο έχει από κοινού με κάποιο άλλο, όπως τα κόκκινα μαλλιά ή η αγγλική γλώσσα, υποδηλώνει την ύπαρξη άλλων ατομικών χαρακτηριστικών που αυτή η ταξινόμηση αποκλείει. Στο βαθμό, επομένως, που ένα ποίημα είναι προϊόν μιας συγκεκριμένης παράδοσης, είναι δύσκολο να μεταφραστεί με τους όρους μιας άλλης παράδοσης, αλλά στο βαθμό που αποτελεί έκφραση ενός μοναδικού ανθρώπινου πλάσματος, είναι το ίδιο εύκολο, ή το ίδιο δύσκολο, για ένα άτομο μιας ξένης παράδοσης να το κατανοήσει όπως και για ένα άτομο της παράδοσης στην οποία τυχαίνει να ανήκει ο ποιητής».
Αυτό είναι αλήθεια, και υπέροχα διατυπωμένο. Και όμως πρέπει να αναγνωρίσουμε ότι η ύπαρξη του Καβάφη ως μοναδικό ανθρώπινο ον καθορίζεται από τη συγκεκριμένη σχέση του με την παράδοσή του, για την οποία ίσως καταλάβουμε έστω κάτι από τα γεγονότα της ζωής του όπως παρατίθενται στο εκτεταμένο βιογραφικό σημείωμα της κ. Dalven.

Ο Κωνσταντίνος Καβάφης γεννήθηκε το 1863 στην Αλεξάνδρεια. Ήταν το μικρότερο από τα εννέα παιδιά του Πέτρου Ιωάννη Καβάφη και της Χαρίκλειας Φωτιάδη. Οι γονείς κατάγονταν από την Κωνσταντινούπολη, από εύπορες οικογένειες. Το 1850 είχαν έρθει στην Αλεξάνδρεια, όπου ο πατέρας ίδρυσε έναν κλάδο της κωνσταντινουπολίτικης εταιρείας Cavafy & Sons, που εξειδικεύτηκε στην προσοδοφόρο καλλιέργεια και εξαγωγή αιγυπτιακού βαμβακιού. Ο Κωνσταντίνος μεγάλωσε μέσα σε αυτό που η κ. Dalven αποκαλεί αριστοκρατία της Αλεξάνδρειας, αν και ίσως θα έπρεπε να θεωρείται περισσότερο μια εκλεπτυσμένη ολιγαρχία ή υψηλή κοινωνία. Ο πατέρας του Καβάφη πέθανε το 1870, αφήνοντας την οικογένεια σε δυσχερή οικονομική κατάσταση. Υπήρχαν κλάδοι της οικογενειακής επιχείρησης σε αρκετές αγγλικές πόλεις, και το 1872 η μητέρα, χήρα πια, πήγε με τους γιούς της στην Αγγλία, όπου έμειναν επτά χρόνια. Η ευχέρεια του Κωνσταντίνου στην αγγλική γλώσσα τον συνόδεψε σε ολόκληρη τη ζωή του. Ήξερε επίσης καλά γαλλικά, ιταλικά, λατινικά και αραβικά, αλλά το γλωσσικό του πάθος επικεντρωνόταν στα ελληνικά, τόσο στην αρχαία γλώσσα, που τη μελετούσε με αφοσίωση πάντα, όσο και στη δημοτική, της οποίας έγινε, όπως είδαμε, υποστηρικτής όσον αφορά στην καταλληλότητά της για τη λογοτεχνία. Το 1882, μετά από ταραχές στην Αλεξάνδρεια, πήγε με τη μητέρα και τα αδέρφια του στην Κωνσταντινούπολη, όπου συνδέθηκε στενά με τον παππού του από τη μεριά της μητέρας του και, μέσω αυτού, με την παλιά ελληνική κοινότητα της πόλης, τους επονομαζόμενους Φαναριώτες. Αυτή ήταν η εποχή που άρχισε να καταγίνεται με τη μελέτη της βυζαντινής και της ελληνικής ιστορίας που θα είχε τόσο μεγάλη σημασία για την ποίησή του και άρχισε επίσης να γνωρίζει τη δημοτική λογοτεχνική παράδοση.
Το 1885 αυτός και η μητέρα του επέστρεψαν στην Αλεξάνδρεια. Οι ταραχές του 1882 είχαν σημάνει την αρχή πολιτικών ανακατατάξεων οι οποίες κατέστρεψαν την εμπορική ζωή της ελληνικής κοινότητας· δεν μπορούσαν πια να προσβλέπουν στην παλιά άνετη ζωή. Ο Κωνσταντίνος έζησε για ένα διάστημα χάρη στην πρόθυμη γενναιοδωρία ενός αδελφού, του Peter, που δεν ήταν ο μόνος ανάμεσα στους ευάριθμους αδελφούς που έβλεπε θετικά την καριέρα του νεαρού ποιητή. Όμως ο Peter πέθανε το 1891 και ο Κωνσταντίνος χρειάστηκε να αναλάβει τον εαυτό του. Έγινε έκτακτος υπάλληλος στο Υπουργείο των Αρδεύσεων ―δεν είχε δικαίωμα μόνιμου διορισμού επειδή πριν από μερικά χρόνια είχε αποκτήσει την ελληνική υπηκοότητα― και έμεινε σ’ αυτή τη θέση μέχρι τη συνταξιοδότητησή του το 1922. Συμπλήρωνε τον μικρό μισθό του ως χρηματομεσίτης στο χρηματιστήριο της Αλεξάνδρειας. Η μητέρα του πέθανε το 1899, και για τα επόμενα λίγα χρόνια η ύπαρξή του σημαδεύτηκε μελαγχολικά από τους διαδοχικούς θανάτους των αδελφών του. Από το 1908 μέχρι τον δικό του θάνατο εικοσιπέντε χρόνια αργότερα, έζησε μόνος.
Ο Καβάφης έγραφε αρκετά, κάπου εβδομήντα ποιήματα το χρόνο, αλλά τα κατέστρεφε όλα εκτός από τέσσερα ή πέντε. Του προκαλούσε δέος η γνώμη του κόσμου και δεν δημοσίευε τίποτα αν αυτό δεν είχε κερδίσει την έγκριση ενός κύκλου φίλων στων οποίων την κρίση βασιζόταν. Στη διάρκεια της ζωής του δημοσίευσε μόνο δύο συλλογές, μια το 1904, όταν ήταν σαρανταενός έτους, που συμπεριλάμβανε δεκατέσσερα ποιήματα, και μια το 1910, προσθέτοντας άλλα δώδεκα. Αλλά από το 1908 και μετά τα ποιήματά του εμφανίζονταν συχνά σε ελληνικά περιοδικά. Του έφεραν φήμη στον ελληνικό χώρο και, όπως ανέφερα ήδη, μεταφράστηκαν ευρέως.
Η κ. Dalven δεν αναφέρεται σε ένα στοιχείο της ζωής του Καβάφη το οποίο ορισμένα ποιήματά του καθιστούν ολοφάνερο, στην ομοφυλοφιλία του. Όλοι του οι έρωτες ήταν αυτό ποι ονομάζει ξανά και ξανά, σαν για να εξασφαλίσει ότι δεν θα παρερμηνευτεί η φύση τους, «διαφορετικοί». Και όλοι τους ήταν εμφανώς αισθησιακοί. Η δυνατότητα της μεταμέλειας μοιάζει πάντα να ενυπάρχει στη συνείδησή του, αλλά πάντα εκδιώκεται ηττημένη: το αρχαίο προνόμιο του έρωτα πάντα αξιώνει τα δικαιώματά του. Μερικές φορές η απειλή της μεταμέλειας απωθείται από τη σκέψη τού φτερωτού άρματος του χρόνου και της οδύνης που αναπόφευκτα θα συνοδέψει την αυταπάρνηση, όπως στο “An Old Man”: *
In the inner room of the noisy cafè
An old man sits bent over a table;
a newspaper before him, no companion beside him.
And in the scorn of his miserable old age,
he meditates how little he enjoyed the years
when he had strength, the art of the word, and good looks.
He knows he has aged much; he is aware of it, he sees it,
and yet the time when he was young seems like
yesterday. How short a time, how short a time.
And he ponders how Wisdom had deceived him;
and how he always trusted her –what folly! –
the liar who would say, “Tomorrow. You have ample time” .
He recalls impulses he curbed; and how much
joy he sacrificed. Every lost chance
now mocks his senseless prudence.
…But with so much thinking and remembering
the old man reels. And he dozes off
bent over the table of the café.[2]
Μερικές φορές αυτό που στηρίζει την απενοχοποιημένη αποδοχή είναι η ιδέα πως η τέχνη τρέφεται από την ηδυπάθεια, όπως στο Understanding”: **
The years of my young manhood, my sensual life–
how plainly I see their meaning now.
What needless repentances, how futile…
But I did not grasp their meaning then.
Deep in the dissolute life of my young manhood
the designs of my poetry took shape,
the scope of my art was being plotted.
This is why even my repentances were never stable.
And my resolutions to restrain myself, to change,
lasted for two weeks at the very most.[3]
Πέρα όμως από όλες τις εκλογικεύσεις υπάρχει η βεβαιότητα του νόμου της ίδιας του της ύπαρξης:
The joy and essence of my life is the memory of the hours
When I found and sustained sensual delight as I desired it.
The joy and essence of my life for me, who abhorred
Every enjoyment of routine loves.[4]
Αν ήταν καθόλου Χριστιανός, ήταν μόνο λίγο. Όταν πέθαινε από καρκίνο του λάρυγγα, οι φίλοι του κάλεσαν τον Πατριάρχη Αλεξανδρείας για να του προσφέρει την θεία Κοινωνία, πράγμα που ο Καβάφης, οργισμένος, αρνήθηκε να δεχθεί. Για ένα διάστημα αντιστάθηκε πεισματικά· στο τέλος, όμως, υπέκυψε και έλαβε τη θεία Κοινωνία, αλλά, όπως μαθαίνουμε, «με δισταγμό».
Δεν πρέπει κανείς να αποκομίσει, ακόμα και από αυτή την αδρή σκιαγράφηση, την αίσθηση ότι η σχέση του Καβάφη με την παράδοσή του ήταν μοναδική, ή, ακόμη, ότι εκείνο με το οποίο σχετιζόταν δεν ήταν στ’ αλήθεια, με την έννοια που συνήθως χρησιμοποιούμε τον όρο, καθόλου μια παράδοση, ότι ήταν ταυτόχρονα κάτι λιγότερο και κάτι περισσότερο; Αν σκεφτούμε πόσες πατρίδες είχε μέσα στον κόσμο το πνεύμα του, την Αλεξάνδρεια, την Κωνσταντινούπολη, την Αθήνα, για να μην αναφέρουμε το Λονδίνο· και πόσων διαφορετικών Ἑλλάδων ήταν πολίτης· και πόσο πολύ λιγότερη σημασία από την ύπαρξη μέσα στο χώρο είχε για κείνον η ύπαρξη μέσα στο χρόνο ―είναι άραγε παράξενο ότι μπορεί να μας απευθύνεται με μια φωνή που είναι τόσο καθαρή επειδή φέρει τόσο μικρή ποσότητα από το κράμα οποιασδήποτε συγκεκριμένης εθνικής παράδοσης με τα προστάγματα και τις κυρώσεις της, τις συνήθειες και τις απαγορεύσεις της; Ο Καβάφης είπε κάποτε για τον εαυτό του σε μια συζήτηση, «Πολλοί ποιηταί είναι αποκλειστικά ποιηταί…. Εγώ είμαι ποιητής-ιστορικός. Ποτέ μου δεν θα μπορούσα να γράψω μυθιστόρημα ή θέατρον· αλλ’ αισθάνομαι μέσα μου 125 φωνές να με λέγουν ότι θα μπορούσα να γράψω ιστορίαν. Όμως τώρα δεν υπάρχει πια χρόνος». Μάλλον ήταν μία λανθασμένη κρίση των πραγμάτων ― υποπτεύομαι ότι δεν θα μπορούσε να έχει γράψει ιστορία με την απλή έννοια που φαίνεται να εννοεί. Αλλά πολύ σωστά αποκαλούσε τον εαυτό του ποιητή-ιστορικό. Η ιστορία που διαφεντεύει τη φαντασία του δεν είναι εκείνη η επιφορτισμένη με τον πασίγνωστο κάλαθο αχρήστων, αλλά ένα παλαιότερο είδος ιστορίας, που συγγενεύει με την τραγωδία, πολύ αδίστακτη, όπως θα το περίμενε κανείς, που όμως σε κάποιο βαθμό δείχνει έγνοια και στοργή για την τιμή και την αξιοπρέπεια του ανθρώπου μέσα στην αναπόφευκτη αποτυχία του. Αυτή είναι η ιστορία που μιλάει στο «The God Forsakes Anthony”:
When suddenly at the midnight hour
an invisible troupe is heard passing
with exquisite music, with shouts―
do not mourn in vain your fortune failing you now,
your works that have failed, the plans of your life
that have all turned out to be illusions.
As if long prepared for this, as if courageous,
Bid her farewell, the Alexandria that is leaving.
Above all do not be fooled, do not tell yourself
it was only a dream, that your ears deceived you·
do not stoop to such vain hopes.
As if long prepared for this, as if courageous,
as it becomes you who are worthy of such a city·
approach the window with firm step,
and listen with emotion, but not
with the entreaties and complaints of the coward,
as a last enjoyment listen to the sounds,
the exquisite instruments of the mystical troupe,
and bid her farewell, the Alexandria you are losing.[5]
Αρθρώνει την πικρή ειρωνική σοφία του “Expecting the Barbarians”, αναμφίβολα ενός από τα μεγάλα πολιτικά ποιήματα όλων των εποχών (και ενός από τα ποιήματα, εικἀζω, που είχαν ιδιαίτερη επίδραση στον κ. Auden):
What are we waiting for, assembled in the public square?
The barbarians are to arrive today.
Why such inaction in the Senate?
Why do the Senators sit and pass no laws?
Because the barbarians are to arrive today.
What further laws can the Senators pass?
When the barbarians come they will make the laws.
Why did our emperor wake up so early,
and sits at the principal gate of the city,
on the throne, in state, wearing his crown?
Because the barbarians are to arrive today.
And the emperor waits to receive
Their chief. Indeed he has prepared
To give him a scroll. Therein he engraved
many titles and names of honour.
Why have our two consuls and the praetors come out
today in their red, embroidered togas;
why do they wear amethyst-studded bracelets,
and rings with brilliant glittering emeralds;
why are they carrying costly canes today,
superbly carved with silver and gold?
Because the barbarians are to arrive today,
And such things dazzle the barbarians.
Why don’t the worthy orators come as usual
to make their speeches, to have their say?
Because the barbarians are to arrive today;
And they get bored with eloquence and orators.
Why this sudden unrest and confusion?
(How solemn their faces have become.)
Why are the streets and squares clearing quickly, And all return to their homes, so deep in thought?
Because night is here but the barbarians have not come.
Some people arrived from the frontiers,
and they said there are no longer any barbarians.
And now what shall become of us without any barbarians?
Those people were a kind of solution.[6]
Μιλάει ἔξοχα γιὰ τὴν ἀρχαία ἀρετὴ τῆς μεγαλοψυχίας –μεγαθυμίας– στὶς «Θερμοπύλες»:
Honor to those who in their lives
are committed and guard their Thermopylae.
Never stirring from duty;
just and upright in all their deeds,
but with pity and compassion too;
generous whenever they are rich, and when
they are poor, again a little generous,
again helping as much as they are able;
always speaking the truth,
but without rancor for those who lie.
And they merit greater honor
when they foresee (and many do foresee)
that Ephialtes will finally appear,
and in the end the Medes will go through.[7]
Και με τον τρόπο των πρώτων ποιητών-ιστορικών μιλάει για την ανθρώπινη θλίψη στο “The Horses of Achilles”:
When they saw that Patroclus was slain,
who had been so stalwart, and strong, and young,
the horses of Achilles started to weep;
their immortal nature was indignant
at the sight of this work of death.
They would shake their heads and toss their manes,
stamp the ground with their feet, and mourn
Patroclus who they realized was lifeless –undone—
Worthless flesh now –his spirit lost—
defenseless –without breath–
returned from life to the great Nothing.
Zeus saw the tears of the immortal horses
and grew sad. “At the wedding of Peleus,”
he said, “I should have not have acted so thoughtlessly;
it would have been better my hapless horses
if I had not given you! What are you doing down there,
among woebegone humanity, the plaything of fate?
You for whom neither death nor old age lie in wait,
you are harassed by transitory calamities.
Men have implicated you in their troubles.” –Yet the two
noble animals went on shedding their tears
for the never-ending calamity of death.[8]