Ο Μεσαίωνας (ξανα)έρχεται

Ο Μεσαίωνας (ξανα)έρχεται
Για τις παραστάσεις Into a wandering night και Totemtanz, σε σύλληψη και σκηνοθεσία της Celia Stroom, που έγιναν στο ΚΕΤ (2025)



Ι. Οι δύο παραστάσεις

Tο έργο Into a wandering night (με τη δεύτερη πράξη να φέρει το όνομα: Totemtanz) είναι ένα έργο που μας φέρνει σε επαφή με ορισμένες αρκετά σημαντικές τάσεις της σύγχρονης δημιουργίας στην ευρωπαϊκή, αλλά και ευρύτερα στην δυτική καλλιτεχνική σκηνή: (α) την άντληση θεματικού, αισθητικού και καλλιτεχνικού υλικού από τον Μεσαίωνα∙ (β) την ευρύτερη τάση για επανερμηνεία έργων προηγούμενων αιώνων (συνήθως έως το Baroque) με εισαγωγή στοιχείων από σύγχρονα καλλιτεχνικά είδη, διαφόρων πεδίων∙ (γ) την χρήση τελετουργικών στοιχείων στις παραστατικές τέχνες.
Οι δύο πρώτες τάσεις αφορούν μάλλον όλα τα καλλιτεχνικά πεδία, ενώ το τελευταίο στοιχείο αφορά μάλλον περισσότερο το θέατρο και το χορό. Είναι ο συνδυασμός της επανερμηνείας έργων με την άντληση υλικού ιδιαίτερα από το Μεσαίωνα και την πρώιμη Αναγέννηση που αποτελεί μία πολύ συγκεκριμένη και σύγχρονη τάση κυρίως σε ευρωπαϊκό επίπεδο, η οποία δεν έχει προσδιοριστεί επαρκώς ως τέτοια στο πεδίο της κριτικής πρόσληψης της καλλιτεχνικής δημιουργίας, παρά το σημαντικό πλήθος των σχετικών έργων. Μετεξέλιξη αυτής της τάσης είναι και η επανερμηνεία έργων του 20ού αιώνα που συνδέονται έμμεσα με την εν λόγω περίοδο, εξαιτίας των τελετουργικών αναφορών τους. Οι δύο παραστάσεις της Celia Stroom συνδυάζουν και τις δύο περιπτώσεις.
Η πρώτη παράσταση (Into a wandering night) παίχτηκε τον Ιανουάριο του 2025, και περιελάμβανε τα εξής μουσικά κομμάτια: Meredith Monk, Dark ost, 1973∙ Guillaume de Machaut Puisque ma douleur, 1350∙ αυτοσχεδιασμός με υλικό από την Hildegard von Bingen εμπνευσμένο από τη μέθοδο του Morton Feldman (Three Voices, 1982)∙ Josquin des Prez, Mille regretz (~1510). Η δεύτερη πράξη, Totemtanz, που παίχτηκε στις 2 & 3 Ιουνίου 2025, αποτελεί μια επανερμηνεία του Stimmung (Karlheinz Stockhausen, 1968). Τα κομμάτια του Machaut, του Des Prez και της von Bingen αποτελούν το αντλούμενο μεσαιωνικό και αναγεννησιακό υλικό, ενώ τα έργα των Monk, Stockhausen και η μέθοδος του Feldman, τα σύγχρονα έργα και μέσα που σχετίζονται έμμεσα με αυτό.
Με τη λειτουργική μουσική της von Bingen (12ος αιώνας, Γερμανία), και τα έργα των de Machaut (14ος αιώνας, Ars Nova, Γαλλία) και του des Prez (15ου αιώνας, Γαλλο-φλαμανδική σχολή, Ιταλία) ο θεατής/ακροατής αποκτά μια έστω σύντομη επαφή με έργα του Ώριμου (περίπου 1000-1300 μ.Χ.) και του Ύστερου (1300-1500) Μεσαίωνα, από τρεις διαφορετικές γεωγραφικές περιοχές. Ιδιαίτερα η επιλογή του des Prez είναι αρκετά σημαντική για τα ελληνικά δεδομένα, αφού πέραν των μουσικών κύκλων δεν είναι ιδιαίτερα γνωστός, παρ’ ότι αποτελεί κομβική φυσιογνωμία στην ιστορία της μουσικής και της σταδιακής μετάβασης στην Αναγέννηση, με τις Λειτουργίες του να είναι «από τα πρώτα πολυφωνικά έργα που τυπώθηκαν».*
Και στις δύο παραστάσεις, η επιλογή φωνητικών μουσικών έργων δεν είναι τυχαία, καθώς αυτή είναι μια επιλογή που γίνεται συχνά από τα μη αμιγώς μουσικά σύνολα, όταν αυτά εντάσσουν ορισμένα μουσικά έργα σε μια πιο θεατρική δημιουργία. Σε συνδυασμό δε με τον τελετουργικό/θρησκευτικό χαρακτήρα των μεσαιωνικών έργων, καθίσταται ευκολότερη η σύνδεση με σύγχρονα έργα, επίσης φωνητικά, τα οποία έχουν μια τελετουργική υφή. Τέτοιου είδους είναι τα έργα του Stockhausen και της Monk, τα οποία παίχτηκαν στις δύο παραστάσεις.
Η Monk είναι σίγουρα γνωστότερη στους μη μουσικούς καλλιτεχνικούς κύκλους, ως μια από τις βασικότερες προσωπικότητες της τέχνης στην Αμερική των τελευταίων δεκαετιών, αφού εκτός από συνθέτρια είναι και σημαντική χορογράφος. Αντιθέτως, ο Stockhausen συνήθως είναι γνωστός μόνο κατ’ όνομα, με τη φήμη του δύσκολου εκτελεστικά αλλά και σε επίπεδο πρόσληψης συνθέτη (δικαίως σε γενικές γραμμές). Το Stimmung (1968) όμως είναι ένα έργο του που, λόγω της σκηνικής και εν μέρει θεατρικής παρουσίας που προϋποθέτει, προσφέρεται για μια επαφή του ευρύτερου κοινού με το έργο του. Από αυτό έχει αντλήσει στοιχεία και η Monk σε ένα άλλο έργο της, το Dolmen Music (1981), το οποίο είναι μάλλον ό,τι πιο κοντινό στο Stimmung έχουμε μέχρι σήμερα, με τα δύο έργα είναι αμφότερα γραμμένα για έξι φωνές.
Στα της παράστασης: σε επίπεδο εκτέλεσης, αν εστιάσουμε παραπάνω στο Stimmung, η σκηνοθετική επιλογή της ελεύθερης κίνησης εκτελεστριών και θεατών στον ενιαίο χώρο του ΚΕΤ λειτούργησε αρκετά καλά, με μοναδικό ίσως ζήτημα την κάπως απότομη παραγωγή ήχων από τα υλικά των κοστουμιών, προς το τέλος του έργου, η οποία θα μπορούσε να έχει ενταχθεί λίγο ομαλότερα στην ηχητική ροή, με τρόπο πιο σταδιακό, καθώς όλη η δύναμη του έργου βρίσκεται σε αυτό που σταδιακά χτίζει ο Stockhausen για να φτάσει στο συγκεκριμένο σημείο, κι αν επιλέξει κανείς να εισάγει μη φωνητικά μέσα (όπως είναι λογικό ειδικά σε μια πιο θεατρική απόδοση), χρειάζεται μια παραπάνω προσοχή, ώστε το έργο να λειτουργεί και μουσικά και θεατρικά σε όλες τις στιγμές του (δηλαδή: η μεταφορά της έμφασης σε μη φωνητικά (και πιο θεατρικά) στοιχεία έκοψε κάπως απότομα την μουσική ροή, η οποία είχε επιλεχθεί ως κινητήριος μοχλός όλου του έργου ως εκείνο το σημείο). Κατά τα λοιπά, βγήκε εις πέρας ένα πολύ απαιτητικό πρόγραμμα, μεγάλης εκτελεστικής δυσκολίας κυρίως σε μουσικό επίπεδο, που δεν βλέπουμε καθόλου συχνά στην ελληνική σκηνή, πόσο μάλλον σε μικρές παραγωγές.



*I. Lerch-Καλαβρυτινού, «Η μουσική του Μεσαίωνα στη λατινική Δύση», στο: I. Lerch-Καλαβρυτινού & Ι. Φούλιας (επιμ.), Ιστορία της δυτικής έντεχνης μουσικής, Παγρηγορίου-Νάκας 2023, σελ. 94.


Ο Μεσαίωνας (ξανα)έρχεται

ΙΙ. Το ευρύτερο πλαίσιο: πού είναι ο μουσικός Μεσαίωνας στην Ελλάδα

Και οι δύο παραστάσεις κινούνται στο πλαίσιο της δυτικής μουσικής παράδοσης, αυτό όμως που παρουσίασε η Celia Stroom, ως καλλιτεχνική πρόταση, μας δίνει την αφορμή να μιλήσουμε και για μια σημαντική τάση που υπάρχει τα τελευταία χρόνια, με στοιχεία της αντίστοιχης μεσαιωνικής μουσικής παράδοσης στον ελλαδικό χώρο, της παραδοσιακής μουσικής. Η επανερμηνεία παραδοσιακών κομματιών με σύγχρονους όρους, ή, συνεργασία μουσικών της παραδοσιακής με εκτελεστές και συνθέτες σύγχρονης μουσικής είναι από τους βασικούς τρόπους που χρησιμοποιούνται στη μουσική δημιουργία των τελευταίων ετών, και αποτελεί μέρος μιας ευρύτερης, ευρωπαϊκής κυρίως τάσης.
Σε διεθνές επίπεδο, μετά τη μνημειώδη προσπάθεια του Jordi Savall και του συνόλου Hespèrion XX για τη διάσωση της μεσαιωνικής και της πρώιμης αναγεννησιακής μουσικής, αλλά και της παραδοσιακής μουσικής διαφόρων χωρών (βλ. π.χ. το album Esprit des Balkans, 2013), τη σκυτάλη έχουν πάρει άλλα σχήματα, τα οποία κάνουν και πιο τολμηρές παραλλαγές των παραδοσιακών έργων. Χαρακτηριστικό παράδειγμα αποτελεί το μεταβαλλόμενο σχήμα L' Arpeggiata της Christina Pluhar και φωνητικά σύνολα όπως οι Barbara Furtuna της Κορσικής, ο Emilio Villalba στην Ισπανία, φωνητικά σύνολα τα Zazula και Laboratorium Pieśni στην Ανατολική Ευρώπη, ο Ballaké Sissoko στο Μάλι, και άλλοι.
Στο εγχώριο σκηνικό: δουλειά σε παρόμοιο στυλ με του Savall και της Pluhar, όσον αφορά τη δυτική μεσαιωνική μουσική, στην Ελλάδα, αν αφαιρέσουμε την σπάνια εξαίρεση του Δημήτρη Κούντουρα και του συνόλου Ex Silentio, δεν υπάρχει. Κατά τα λοιπά, ο Δυτικός Μεσαίωνας είναι εν πολλοίς ανύπαρκτος εκτελεστικά εντός των συνόρων. Στη βυζαντινή μουσική η κατάσταση είναι καλύτερη, αν και σπάνια συναντούμε εκεί καθαρά καλλιτεχνικές προσεγγίσεις, με το όλο πεδίο να έχει εγκλωβιστεί στην αυτοαναφορικότητα των εγχώριων εκκλησιαστικών θεσμών. Εξ ου και η απουσία εξω-εκκλησιατικής «μουσικής σκηνής» για το συγκεκριμένο είδος∙ δεν είναι τυχαίο ότι περιπτώσεις όπως ο Αγαθάγγελος Γεωργακάτος με το ΜεῙΖοΝ Ensemble συμβάλλουν θετικά προς μια τέτοια κατεύθυνση, ακριβώς επειδή δεν περιορίζεται στο βυζαντινό ρεπερτόριο.
Τέλος, υπάρχει και η μη εκκλησιαστική ανατολική μεσαιωνική μουσική του ελλαδικού χώρου, δηλαδή η εγχώρια παραδοσιακή μουσική (στο ευρύτερο πλαίσιο των Βαλκανίων και της Μεσογείου). Γι’ αυτήν επιχείρησαν να κάνουν αντίστοιχη δουλειά με σύνολα του εξωτερικού ορισμένα σύνολα όπως το Primavera En Salonico και το OnEira 6tet (Σωκράτης Σινόπουλος και Χάρης Λαμπράκης μεταξύ άλλων), ο Ross Daly στις διάφορες συνεργασίες του, πιο πρόσφατα η Βασιλική Αναστασίου με την Amalgamation Choir στην Κύπρο, και αρκετοί άλλοι.
Φυσικά έχουν υπάρξει και συνεργασίες αυτών των ανθρώπων με το εξωτερικό, όπως για παράδειγμα, το Are mou Rindinedha της Κάτω Ιταλίας από το σύνολο L' Arpeggiata σε συνεργασία με την Κατερίνα Παπαδοπούλου λίγο παλιότερα, και πιο πρόσφατα η συνεργασία του Σωκράτη Σινόπουλου με το L' Achéron στο Lachrimæ Lyræ — Tears of Exile (επανερμηνεία του Lachrimæ του John Dowland), για να αναφέρουμε απλώς ενδεικτικά κάποια παραδείγματα. Και υπάρχουν αρκετά.
Επίσης, η μόδα των τελευταίων ετών με την άνοδο της παραδοσιακής μουσικής στην εμπορευματική εκδοχή της έχει γεμίσει με δεκάδες εκτελέσεις τα αντίστοιχα κομμάτια, αφήνοντας στο περιθώριο τους μουσικούς που όντως έχουν κάνει όλη τη (σοβαρή) δουλειά. Κι επίσης έχει εμποδίσει και τις αντίστοιχες συνεργασίες καλλιτεχνών από διαφορετικά πεδία σε τοπικό επίπεδο, αφού συχνά οι μεν δεν γνωρίζουν καν τους δε, και αντιστρόφως.
Η μεσαιωνική παράδοση, δυτική και ανατολική, είναι μια μεγάλη εκκρεμότητα για την εγχώρια καλλιτεχνική σκηνή, και ταυτόχρονα υπάρχει ένα σημαντικό (ποιοτικά, όχι ποσοτικά) τμήμα της σύγχρονης καλλιτεχνικής δημιουργίας έχει πραγματοποιήσει μια γενναία στροφή προς αυτήν, είτε άμεσα (με επανερμηνεία έργων, όπως του des Prez) είτε έμμεσα (με άντληση ορισμένων δομικών στοιχείων ή απλώς μιας τελετουργικής θεματικής).
Οι δύο παραστάσεις της Stroom συγκροτούν μια αρκετά συγκροτημένη καλλιτεχνική πρόταση, η οποία συνδέεται άμεσα με πρωτοποριακές τάσεις του σήμερα, με επανοικειοποίηση του μουσικού παρελθόντος να αποτελεί αρκετά σημαντικό ζήτημα και εντός συνόρων, το όποιο σπάνια ανοίγει, αφού ανακύπτει άμεσα ο εξής ιδεολογικός σκόπελος: Σε ποιο παρελθόν θα αναφερθεί κανείς; Κι αν φανείς ότι κανένας μεσαίωνας δεν ακριβώς «ελληνικός»; Γενικότερα: ας μη χρειάζεται να προστεθεί κάθε φορά «και λίγη Αρχαία Ελλάδα», όποτε αντλεί κανείς στοιχεία από το παρελθόν, προκειμένου να λάβει κάποια χρηματοδότηση. Στις παραστατικές τέχνες, εκεί χάνεται εκ των πραγμάτων η σύνδεση μουσικής και θεάτρου στα ελληνικά δεδομένα, αφού, εκτός των άλλων, την αρχαία ελληνική μουσική δεν μπορούμε να την εκτελέσουμε. Ας στηρίζονται φεστιβάλ όπως αυτά της Μεσαιωνικής Μουσικής που διοργανώνει ο Κούντουρας, μήπως και να καταφέρουμε να γνωρίσουμε επιτέλους με άρτιους καλλιτεχνικούς όρους μια μουσική παράδοση που μένει στην αφάνεια, και από την οποία μπορούν να αντλήσουν στοιχεία και άλλα καλλιτεχνικά πεδία.
Διότι έως τώρα, η αντιμετώπιση που έχει η δυτική μεσαιωνική μουσική είναι ότι «δεν είναι δική μας» (με όρους «ελληνικότητας»), και η ανατολική παραδοσιακή μουσική, μέρος της οποίας είναι και η εγχώρια, να αναγνωρίζεται θεσμικά αλλά και από το ευρύ κοινό μόνο στην εμπορευματική εκδοχή της. Ακριβώς ό,τι
συμβαίνει δηλαδή και με τη σύγχρονη καλλιτεχνική δημιουργία.

Ο Μεσαίωνας (ξανα)έρχεται