Βιβλιεμμονική σουίτα σε τρία μέρη

Βιβλιεμμονική σουίτα σε τρία μέρη

1

Βγήκα το πρωί για εξωτερικές δουλειές στο Παγκράτι και πήρα μαζί βόλτα το βιβλίο μου. Είπα να μην του βάλω λουρί, εμπιστοσύνη, υπευθυνότητα και λοιπά ώριμα και ιδεαλιστικά... αμ δε! Τι συμπεριφορά; Τι ντροπή; Είναι ένα πολυσέλιδο οικογενειακό σάγκα, σύγχρονο, και πραγματικά δεν περίμενα πως θα με έκανε κατά αυτόν τον τρόπο ρεζίλι. Έλεγα θα έχει αξίες και αγωγή.
Πέντε λεπτά αφού βγήκαμε, πιάστηκε σε καυγά με ένα ελλειπτικό ολιγοσέλιδο πεζοποίημα, είδα και έπαθα να τα χωρίσω, θα το σκότωνε! Έτσι όπως ήταν, εκείνο, αδυνατούλι, λεπτούλι, λιπόσαρκο… στο παρά πέντε το γλύτωσα από του χάρου τα δόντια!
Μετά, πήρε να μυρίζει τον πισινό ενός ιστορικού μυθιστορήματος με θέμα (πάλι) τη Σμύρνη και, εντελώς αναπάντεχα, το κατούρησε! Λίγο πιο πέρα, κυνήγησε ένα βιβλίο με κλισέ αυτοβοήθειας, του πάτησε μια περιποιημένη δαγκωνιά στο μερί (το δεξί) και αν δεν έφευγε το κακόμοιρο, αλυχτώντας, να ζητήσει βοήθεια από το σύμπαν, κύριος οίδε που θα καταλήγαμε.
Έκανε κακά –μια παράγραφο αλληγορική, με μακροπερίοδο λόγo– στη μέση του πεζοδρομίου και φυσικά πήρα μια σακουλίτσα να μαζέψω το φαινομενικά διαχειρίσιμο, μικρό κόπρανο... έλα όμως που επειδή είχε βαριά νοήματα και συνδέσεις δεν μπορούσα να το σηκώσω!!! Ένας Θεός/Τσέχωφ ξέρει πως τα κατάφερα. Τι εφιάλτης!
Ύστερα, άρχισε να τρέχει, με παράτησε και εξαφανίστηκε. Έτρεχα εγώ από πίσω σαν τον παλαβό, ρεζίλι, με άκουσε και με είδε όλη η γειτονιά, και όταν τελικά κατάφερα να το ξετρυπώσω, διαπίστωσα ότι είχε ανακαλύψει την πολυκατοικία που έμενε κάποτε ένας φημισμένος Έλληνας συγγραφέας και κατουρούσε την πόρτα. Τι καθοίκι.

...λουρί και μόνο λουρί όταν πάτε βόλτα τα καλογραμμένα, συναρπαστικά μυθιστορήματα! Δεν ξέρεις σε τι περιπέτειες μπαίνεις...

2

Α! Καινούργιο βιβλίο!
Ξαπλώνω στον καναπέ, για να το απολαύσω πριν ακόμη αρχίσω να το διαβάζω. Το κρατάω προσεκτικά και εξετάζω το εξώφυλλο. Παρατηρώ τις λεπτομέρειες της φωτογραφίας, την γραμματοσειρά, την θέση του τίτλου, τα πρόσωπα, τις μορφές, τα σύμβολα, τα χρώματα. Ασυνείδητα, αλλά και συνειδητά, σαν παιγνίδι, αποκωδικοποιώ τα μηνύματα, «ακούω» όσα μου ψιθυρίζουν τα εικαστικά στοιχεία. Πληροφορίες αλλά και αισθήματα, κατανοήσεις αλλά και συν-κινήσεις...

Α! Καινούργιο βιβλίο!

Αναρωτιέμαι, υπάρχει άραγε αυτί; Ανοίγω το εξώφυλλο, ναι, υπάρχει. Τι γράφει; Πώς; Είναι μια αράδα ή μια παράγραφος; Τι στοιχεία δίνει; Για τον συγγραφέα, για την εποχή του, ή μήπως για κάτι άλλο; Έχει κάποια φωτογραφία; 
Φτάνω στο πρώτο μη κενό φύλο: ο τίτλος, ο συγγραφέας, ο εκδοτικός οίκος, η χρονολογία... και άλλοι ψίθυροι: η εποχή, οι συνθήκες, ένα πλήθος από ενδείξεις, ζωτικές, παραστατικότατες, πλημμυρίζουν το μυαλό μου. Τι συνέβαινε εκείνο το έτος στον κόσμο, στην Ελλάδα; Πόσο χρονών ήταν ο συγγραφέας, πόσα χρόνια υπήρχε ο οίκος όταν εκδόθηκε το έργο; Μεταφραστής; Υπάρχει; Ποιος είναι; Τι ξέρω γι’ αυτόν; Τι άλλο έχει μεταφράσει;
Ύστερα, τα περιεχόμενα, μμμμ, έχουν μπει μπροστά, στις αρχικές σελίδες: η αρίθμηση των κεφαλαίων γίνεται με λατινικούς χαρακτήρες, τα διαστήματα ανάμεσα στους τίτλους τους είναι γενναιόδωρα, τα περιεχόμενα πιάνουν δηλαδή δύο-τρεις σελίδες, πλούσιες, χορταστικές, περιποιημένες. Μετά, η εισαγωγή, ευτυχώς είναι σύντομη. Δύο σελίδες. Σεμνή, μαζεμένη, λιτή, περιεκτική... διακριτική.
Και ύστερα, ω καινούργιο μου βιβλίο, αρχίζει το κυρίως έργο. Το κείμενο, το γραπτό. Μπα, δε θα βιαστώ να το αρχίσω, να το διαβάσω... τώρα, ακόμα, κάνω γνωριμία με το αντικείμενο. Θέλει προσοχή, ευγένεια και υπομονή η πρώτη επαφή. Δε θα αρχίσω το διάβασμα αλλά θα παρατηρήσω: που ξεκινάνε τα κεφάλαια; Ψηλά, ή προς τη μέση του φύλλου; Αρχίζουν όλα στην δεξιά σελίδα; Ή στην επόμενη από αυτή που τελειώνει το προηγούμενο, ανεξάρτητα από τη θέση της; Οι ενότητες πολλών κεφαλαίων, πως χωρίζονται; Με τι σήμανση, με πόσες κενές σελίδες;
Ξεφυλλίζω παραπάνω. Είναι όμορφο το καινούργιο βιβλίο: έχει και πλαγιαστές γραμματοσειρές, οι αριθμοί σελίδας είναι καλαίσθητοι και τοποθετημένοι λειτουργικά, όμορφα. Ούτε φωνάζουν, ούτε κρύβονται. Οι, λίγες, σημειώσεις, ξεχωρίζουν από το υπόλοιπο κείμενο αλλά και ταιριάζουν με αυτό. Τέλεια! Όπως πρέπει!
Και να που φτάνω τις τελευταίες σελίδες: Μερικά βιογραφικά συντελεστών, λίγα κενά φύλλα και ύστερα... αχ ηδονή, αχ αποκάλυψη, το βιβλίο μού δείχνει επιτέλους και το εσώρουχό του: μια μικρή παράγραφος στη μέση μιας από τις τελευταίες σελίδες, με στοιχεία για τη στοιχειοθεσία, τα φιλμ, το μοντάζ, την πρώτη έκδοση, τους εκτυπωτές, τον αριθμό αντιτύπων, τον βιβλιοδέτη... άνθρωποι, συντελεστές της παραγωγής του τόμου, οι κόσμοι τους, οι γειτονιές τους, τα εργαστήρια και τα γραφεία τους. Αυτοί οι άνθρωποι το πρωί έφτιαξαν το βιβλίο, τα απογεύματα και τα βράδια ερωτεύονται, χωρίζουν, αγαπάνε, αγαπιούνται. Μικρά, μεγάλα ταξίδια στην ζωή τους. Από μια παράγραφο.
Και φτάσαμε στο οπισθόφυλλο: ο κωδικός μηχανογράφησης, η σύνοψη, ο τρόπος που είναι γραμμένη και στημένη... και άλλα μηνύματα! Και φυσικά, η ράχη: γράφει και τίτλο και συγγραφέα; Ή μόνο τίτλο; Είναι από πάνω προς τα κάτω ή αντίθετα; Που έχει τον λογότυπο του οίκου;
Απομακρύνω τον τόμο και τον ξαναφέρνω κοντά στα μάτια μου. Τον οσφραίνομαι. Άρωμα χαρτιού, σκόνης, καινουργίλα και βιβλιοπωλείο... απόλαυση.
Ένα ολόκληρο σύμπαν διέσχισα, και ακόμη δεν ξεκίνησα το διάβασμα.

3

Πετάχτηκα από το κρεβάτι. Με είχε ξυπνήσει από τον βαθύ ύπνο ένας εφιαλτικός ήχος από το σαλόνι, ένας φρικτός ρόγχος, τρομακτικός. Προσεκτικά, δειλά, διέσχισα το χολ και φτάνοντας στην πηγή του ανατριχιαστικού, ανεξήγητου ήχου, τι να δω… το δίτομο Μαγικό Βουνό, σωριασμένο, ξέψυχο, πάνω στον διθέσιο καναπέ. Ήταν σε άθλια κατάσταση. Χλωμό, πελιδνό, (ναι, μαζί! γίνεται!), σκελετωμένο. Είχε συρθεί από τη βιβλιοθήκη, από το ράφι με τα κλασικά πολυσέλιδα μυθιστορήματα ενδεχομένως ομοφυλόφιλων Γερμανών συγγραφέων, για να ξαπλώσει πάνω στα αφράτα μαξιλάρια, να πεθαίνει (από φυματίωση φυσικά) κάπως άνετα.
Δεν ήξερα τι να κάνω, αλλά (με ανακούφιση το ομολογώ) δεν μου έδωσε και το περιθώριο να αποπειραθώ να κάνω και κάτι. Το έχουν αυτό οι γερμανοτραφείς. Ούτε καν μια κουβέντα δεν κατόρθωσα να εκστομίσω. Κάτι προσπάθησα να ψελλίσω, αλλά με την απολυτότητα και αυστηρότητα του Σετεμπρίνι, με έκοψε… «Παιδί μου», μου λέει, «ήρθε η ώρα μου, τα πνευμόνια έχουν γεμίσει τρύπες… πριν χαθώ, θέλω μόνο μια λέξη να σου πω, και να την ακούσεις προσεκτικά». Έσκυψα, έγειρα το κεφάλι και έστρεψα το αυτί μου κοντά στο στόμα του… Και να τι μου είπε (μία λέξη: yeah, right…).

Στο καλό μυθιστόρημα, δεν υπάρχει τίποτε «απίστευτο», όσο παράξενα και να είναι αυτά που εξιστορούνται. Μπορεί ή ιστορία να είναι παραπάνω λιτή ή παραπάνω βερμπαλιστική από όσο «χρειάζεται», ή ίσως να μπορούσε να είναι καλύτερη (ότι και να σημαίνει αυτό…) η σειρά των επεισοδίων και των σκηνών. Όμως η αλήθεια ενός καλοφτιαγμένου μυθιστορηματικού ψέματος, δεν αμφισβητείται από κανέναν. Γκουχ γκουχ.
Μιλάνε πολλοί για το τέλος του μυθιστορήματος. Όμως το μυθιστόρημα είναι ανεξάντλητο, δεν θα τελειώσει, δεν θα σταματήσει να είναι relevant ποτέ. Γιατί; Γκουχ… Διότι το καλό μυθιστόρημα είναι ζωή... και η ζωή είναι ανεξάντλητη, έχει άπειρες εκδοχές και άπειρες εκφάνσεις.
Η ανάγνωση του πρώτου μυθιστορήματος, γκουχ, το οποίο σε συνταράζει και σε συναρπάζει, είναι σαν τον πρώτο μεγάλο έρωτα. Σου ανοίγει νέους δρόμους απόλαυσης αλλά και αυτογνωσίας, και για αυτό δεν το ξεχνάς ποτέ. Ούτε καν αν σε προδώσει, αν δηλαδή το ξαναδιαβάσεις ως ενήλικας και πεις «μα τι του βρήκα;»
Ένα καλό μυθιστόρημα δεν είναι μόνο πνευματική, νοητική εμπειρία, αλλά και σωματική: Η αίσθηση του χαρτιού και του εξωφύλλου στα δάχτυλα. Τα χρώματα, τα κενά, οι γραμματοσειρές, στα μάτια. Το βάρος στα χέρια και στο στέρνο όταν διαβάζεις στο κρεβάτι. Ο εκκωφαντικός ήχος της σελίδας που γυρνά, όταν διαβάζεις μέσα σε ένα ήσυχο δωμάτιο...
Ένα από τα πιο κοινά όνειρα των ανθρώπων είναι να γράψουν κάποτε ένα μυθιστόρημα. Γκουχ γκουχ. Αυτό κάτι λέει για την δύναμη του μυθιστορήματος, αν μη τι άλλο... Λίγοι, ελάχιστοι, βέβαια τα καταφέρνουν. Θα μπορούσε να αναρωτηθεί κανείς: τα άγραφτα μυθιστορήματα υπάρχουν κάπου και περιμένουν υπομονετικά να τα ανακαλύψει κάποιος και να τα βάλει στο χαρτί;
Στις μέρες μας, (μέρες σας δηλαδή, εγώ είμαι γεννημένο το 1924, κοντεύω τα 100) το μυθιστόρημα είναι εξ ορισμού αδικημένο: βλέπεις, για παράδειγμα, σειρές ή ταινίες που μπάζουν από παντού να εκθειάζονται και συναρπαστικά μυθιστορήματα να ακυρώνονται και να αμφισβητούνται επειδή υπάρχει μια μικρή αστοχία ή ατέλεια.
Αλλά, στα μεγάλα μυθιστορήματα, οι ατέλειες είναι οι χαραμάδες από τις οποίες εισχωρούμε στην ουσία τους. Με τον ίδιο ακριβώς τρόπο που τα ελαττώματα των ανθρώπων που αγαπάμε δίχως όρους, γίνονται συνάψεις που μα δένουν μαζί τους. Γκουχ. Αχ, δώσε μου μια στάλα νερό. Σε πανί. Να το γλωσσίσω. Γκουχ.
Το μυθιστόρημα δεν είναι δουλειά ενός, και αυτό δεν είναι σοφιστεία. Ο συγγραφέας το γράφει, αλλά ο αναγνώστης του δίνει ζωή, το κάνει εικόνες, πρόσωπα, γεγονότα. Και ίσως τελικά, οι πιο ικανοί συγγραφείς να είναι εκείνοι που παρέχουν στους αναγνώστες το υλικό για να συναρμολογήσουν το μυθιστόρημα και να του δώσουν νόημα.
Έχεις γίνει αιτία να βρεθώ με άμμο ανάμεσα στις σελίδες μου, με γέμισες λεκέδες από σάλτσα μακαρονιών, σταγόνες καφέ κα ίχνη από δάκρυα. Νομίζω πως όλα αυτά, είναι παράσημα για τα μυθιστορήματα… ίσως - ίσως καλύτερα από τα βραβεία.

…και με αυτό, μου έσφιξε μια τελευταία φορά το χέρι, και άφησε την τελευταία του πνοή. Το ματωμένο, δαντελένιο μαντήλι έπεσε με έναν ανεπαίσθητο ήχο στο ξύλινο πάτωμα.

 

αυτόν το μήνα οι εκδότες προτείνουν: